Σημειώσεις Παραρτήματος 04

Σημειώσεις κειμένου Δούκα

[←1]

Οι επικεφαλής των λαϊκών παρατάξεων, δημοκρατοῦντες στο κείμενο, ήσαν οι ηγέτες των φατριών τού ιπποδρόμου, που ασκούσαν πολιτική επιρροή. Ὀταν οι δημοκρατοῦντες έχασαν την πολιτική σημασία τους από τον 9ο αιώνα, επικεφαλής των λαϊκών έγιναν χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί, που έπαιζαν καθαρά εθιμοτυπικούς ρόλους στην αυλή, όπως να επευφημούν τον αυτοκράτορα. Ο Δούκας κάνει σαφή διάκριση μεταξύ τής αριστοκρατίας και τού λαού στη βυζαντινή κοινωνία.

[←2]

Ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος πέθανε σε ηλικία εξήντα ετών την Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 1391. Ήταν προκαθήμενος ενός κράτους, το οποίο υποβαθμιζόταν από μεγάλη δύναμη κατά την άνοδό του στον θρόνο, σε άθλιο και μειωμένο θραύσμα στο χείλος τής διάλυσης.

[←3]

Ο Μανουήλ μπήκε στην πρωτεύουσα στις 8 Μαρτίου 1391. Είχε κερδίσει τον αγώνα απέναντι στον ανιψιό του, τον Ιωάννη Ζ’, γιο τού Ανδρόνικου Δ’. Ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος ήταν σαρανταενός ετών.

[←4]

Ο ισχυρισμός τού Δούκα ότι οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη στις αρχές τής δεκαετίας τού 1390 δεν είναι γενικά αποδεκτός από τούς σύγχρονους ιστορικούς. Είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου 1387, όταν η πόλη υποτάχθηκε χωρίς αιματοχυσία. Έχει επίσης προταθεί ότι το 1394 καθώς και το 1391 είναι η χρονολογία για την ανάκτηση τής Θεσσαλονίκης από τον Βαγιαζήτ. Όμως καμία χρονολογία δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με βεβαιότητα. Ωστόσο, ο Δούκας φαίνεται να είναι απολύτως συνεπής αν αποδώσουμε τις τουρκικές κατακτήσεις στα έτη 1394-1395.

[←5]

Ο Εβρενός Μπεγκ, ένας γαζής (ιερός πολεμιστής) στρατηγός υπό τον Μουράτ Β’, κυβερνούσε εδάφη στη δυτική Θράκη και τη Μακεδονία ως μπέης των Συνόρων. Ο γιος του ηγήθηκε εκστρατειών στην Αλβανία και την Ελλάδα, διεισδύοντας στην Πελοπόννησο. Το 1393 ο Εβρενός Μπεγκ ηγήθηκε τής εισβολής στη Θεσσαλία. Ωστόσο το 1364-1365 ο Εβρενός Μπεγκ πήρε την Κομοτηνή (Γκουμουλτσίνα) και στη συνέχεια κινήθηκε στη Μακεδονία. Οι Σέρρες έπεσαν στους Τούρκους το 1383, η Βέροια το 1385-1386, το Μοναστήρι (Μπίτολα) το 1382-1383, η Χριστούπολη (Καβάλα) το 1387, το Κίτρος το 1386, ενώ το 1387 η Θεσσαλονίκη συνθηκολόγησε εθελοντικά ύστερα από τέσσερα χρόνια πολιορκίας. Η Πελοπόννησος λεηλατήθηκε διαδοχικά το 1380 (;), το 1387, το 1388 και το 1396. Η Αθήνα συνθηκολόγησε το 1397 και καταλήφθηκε προσωρινά. Τα στρατεύματα τού Εβρενός Μπεγκ κατέστρεψαν την Πελοπόννησο το 1400. Τον Ιούνιο τού 1422 ο Μπιράκ Μπεγκ, γιος τού Εβρενός, κύκλωσε τη Θεσσαλονίκη. Ο Εβρενός, τού οποίου οι ιδιοκτησίες εκτείνονταν από τις εύφορες πεδιάδες τής Μακεδονίας μέχρι τούς πρόποδες τού όρους Βέρμιο, θάφτηκε στο Γενί Βαρντάρ (Γιαννιτσά).

[←6]

Το 1395 τα Τρίκαλα, πρωτεύουσα μιας Ελληνο-Σερβικής ηγεμονίας, έπεσαν και έγιναν η έδρα τού Τουραχάν Μπεγκ, τού πρώτου πασά τής Θεσσαλίας. Ο Τουραχάν Μπεγκ απαλλοτρίωσε εκτεταμένες ιδιοκτησἰες στη Θεσσαλία και εργάστηκε για να επιτύχει οικονομική σταθερότητα στην επαρχία του, τόσο στα αστικά όσο και στα αγροτικά κέντρα. Υπήρξε μεγάλος δημόσιος ευεργέτης, που προίκισε τα Τρίκαλα, το Γενίσεχιρ (Λάρισα), την Τσατάλτζα (Φάρσαλα) και πολλά χωριά με πτωχοκομεία, γέφυρες, λουτρά, παζάρια, σχολεία, τζαμιά, μοναστήρια και σπουδαστήρια. Εισήγαγε την τέχνη τής βαφής και ανέπτυξε τις υπάρχουσες βιομηχανίες μεταξιού, βαμβακιού και μαλλιού τής Θεσσαλίας. Ίσως επίσης είχε εισαγάγει κίτρινα μούρα, ριζάρι και το φυτό κάλι για την παραγωγή ποτάσας.

Το 1452 ο Τουραχάν Μπεγκ εισέβαλε στην Πελοπόννησο μέχρι τον Κόλπο τής Μεσσηνίας φέρνοντας απελπισία στον Θωμά και τον Δημήτριο Παλαιολόγο. Επέλεξαν να παραμείνουν υποτελείς τού σουλτάνου. Ο Τουραχάν Μπεγκ είχε πραγματοποιήσει διαδοχικές εισβολές στη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο κατά τη διάρκεια των ετών 1423, 1431, 1446 και 1452, προκαλώντας εκτεταμένη καταστροφή και σφαγή.

[←7]

Αυτή η πολιορκία ξεκίνησε πιθανώς την άνοιξη ή το καλοκαίρι τού 1394 και διήρκεσε περίπου οκτώ χρόνια (1402).

[←8]

Ο πάπας Boνιφάτιος Θ’ (1389-1404), ο βασιλιάς Κάρολος ΣΤ’ (1380-1422) τής Γαλλίας και ο βασιλιάς Σίγκσμουντ (1387-1437) τής Ουγγαρίας, ο οποίος αργότερα έγινε αυτοκράτορας τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1410-1437).

[←9]

Ο Ιωάννης, κόμης τής Νεβέρ. Ο Δούκας τον αναφέρει πιο κάτω ως «δούκα τής Φλάνδρας και Βουργουνδίας», αλλά έγινε δούκας τής Βουργουνδίας μόνο μετά τη σταυροφορία τής Νικόπολης και την επακόλουθη απελευθέρωσή του από την τουρκική αιχμαλωσία.

[←10]

Στο κείμενο «πρὸς τὰς ἐπιτολὰς τοῦ κυνὸς». Πρόκειται για το αστέρι Σείριος στον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός, η ανύψωση τού οποίου σηματοδοτούσε τον αποπνικτικό καιρό τού καλοκαιριού. Βλέπε Ιπποκράτης, Περί Αέρων, Υδάτων, Τόπων 11: Δεῖ δὲ καὶ τῶν ἄστρων τὰς ἐπιτολὰς φυλάσσεσθαι καὶ μάλιστα τοῦ κυνός, ἔπειτα ἀρκτούρου, καὶ ἔτι πληϊάδων δύσιν. Τά τε γὰρ νοσεύματα μάλιστα ἐν ταύτῃσι τῇσιν ἡμέρῃσιν κρίνεται. Καὶ τὰ μὲν ἀποφθίνει, τὰ δὲ λήγει, τὰ δὲ ἄλλα πάντα μεθίσταται ἐς ἕτερον εἶδος καὶ ἑτέρην κατάστασιν. (Πρέπει επίσης κανείς να φυλάγεται από την άνοδο των άστρων, ιδιαἰτερα από το άστρο τού Κυνός, ύστερα τού Αρκτούρου και στη συνέχεια από τη θέση των Πλειάδων. Γιατί οι ασθένειες μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερα κρίσιμες εκείνες τις ημέρες. Και μερικές αποδεικνύονται θανατηφόρες, μερικές περνούν, ενώ όλες οι άλλες αλλάζουν σε άλλη μορφή και άλλη κατάσταση).

[←11]

Δηλαδή ο αυτοκράτορας τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

[←12]

Ο όρος σημαίνει την κυβέρνηση ή την αυλή τού οθωμανικού κράτους.

[←13]

Περίπου 100.000 δυτικοί στρατιώτες συμμετείχαν στη Σταυροφορία τής Νικόπολης. Τη Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 1396 ο χριστιανικός στρατός συνετρίβη. Ο βασιλιάς Σίγκσμουντ και ο Φιλμπέρ ντε Ναιγιάκ, μεγάλος μάγιστρος των Ιωαννιτών, διέφυγαν.

[←14]

Ο Ανδρόνικος Δ’ Παλαιολόγος πέθανε την Τετάρτη 28 Ιουνίου 1385 σε ηλικία τριάντα επτά ετών.

[←15]

Ο Δούκας έχει μπερδέψει τον σφετερισμό του Ιωάννη Ζ’ μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου 1390. Εκείνη την εποχή ο Ιωάννης Ε΄ ήταν ακόμη αυτοκράτορας, με την αντιβασιλεία να έχει ανατεθεί σε αυτόν, όταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ ταξίδεψε στη Δύση για να ζητήσει στρατιωτική βοήθεια (1399-1403). Μετά τον θάνατο τού Ανδρόνικου Δ’, ο γιος του Ιωάννης Ζ’ λάμβανε τη συνεχή υποστήριξη των Γενουατών. Ίσως είχε ταξιδέψει στη Γένουα λίγο πριν από την εξέγερσή του το 1390. Ο Ιωάννης Ζ’ συνέχισε να λαμβάνει στρατιωτική βοήθεια από τον διάδοχο τού Μουρατ, τον Βαγιαζήτ, ο οποίος επέλεξε να υιοθετήσει τη στάση τού υποστηρικτή των αυτοκρατορικών διεκδικήσεων τού νεαρού. Ο Ιωάννης Ζ’ ανέλαβε θέσεις έξω από τα χερσαία τείχη κάποια στιγμή κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα τού 1390. Στις 31 Μαρτίου έφτασε ο Μανουήλ από τη Λήμνο, για να βοηθήσει τον ηλικιωμένο πατέρα του. Στις 2 Απριλίου συνελήφθησαν και ακρωτηριάστηκαν πενήντα περίπου συνωμότες. Στις 13 Απριλίου οι υποστηρικτές τού Ιωάννη Ζ’ τού άνοιξαν την Πύλη Χαρισίου. Ο Ιωάννης Ε’ και ο Μανουήλ κατέφυγαν στο φρούριο τής Χρυσής Πύλης, όπως είχαν κάνει το 1376. Το πρωί τής 14ης Απριλίου 1390 ο Ιωάννης Ζ’ επευφημήθηκε από τον λαό ως αυτοκράτορας. Ο εν ενεργεία πατριάρχης Αντώνιος Δ’ (1389-1390, 1391-1397) εκθρονίστηκε και ο προηγούμενος πατριάρχης Μακάριος αποκαταστάθηκε στις 30 Ιουλίου. Ο Μανουήλ δραπέτευσε και επέστρεψε στην πρωτεύουσα με μικρό στόλο και τη βοήθεια των Ιπποτών τού Αγίου Ιωάννη στη Ρόδο. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1390 ο Ιωάννης Ζ’ αιφνιδιάστηκε και εκδιώχθηκε από την πρωτεύουσα. Τόσο ο Μανουήλ Β’ όσο και ο Ιωάννης Ζ’ πολέμησαν για τον Βαγιαζήτ το φθινόπωρο τού 1390.

[←16]

Προς Ρωμαίους 12: 9. Ησαΐας 26: 201. Το νόμισμα ήταν το βυζαντινό χρυσό νόμισμα, που διατήρησε τη σταθερότητά του για οκτώ αιώνες και ήταν το νόμισμα διεθνών ανταλλαγών. Υπήρχαν 72 νομίσματα σε μια λίμπρα χρυσού. Μετά τον 11ο αιώνα υποτιμήθηκε, ενώ τον 14ο αιώνα το υπέρπυρον, όπως ονομαζόταν τότε το νόμισμα, είχε μόνο το μισό τής αρχικής του αξίας.

[←17]

Το ταξίδι του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου στη Δύση ξεκίνησε προς τα τέλη τού 1399. Δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει το προτεινόμενο ταξίδι του για να ζητήσει βοήθεια από Ευρωπαίους ηγέτες, μέχρι να συμβιβαστεί με τον ανιψιό του, τον Ιωάννη Ζ’ Παλαιολόγο, γιο τού Ανδρόνικου Δ’ και τής Ευγενίας, κόρης τού Φραντσέσκο Β’ Γκατελούζο. Τότε ο Ιωάννης Ζ’ βρισκόταν στη Σηλυμβρία. Στις 4 Δεκεμβρίου 1399 έφτασε στην πρωτεύουσα και επιτεύχθηκε συμφωνία με τον Μανουήλ. Ο Ιωάννης Ζ’ θα κυβερνούσε στην Κωνσταντινούπολη όσο ο Μανουήλ Β’ βρισκόταν στη Δύση. Με την επιστροφή τού αυτοκράτορα, θα δινόταν στον Ιωάννη Ζ’ η Θεσσαλονίκη, αν και τότε βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων.

Ο αυτοκράτορας είχε αποφασίσει ότι μόνο με μεγάλη προσπάθεια προσωπικής διπλωματίας θα μπορούσε να επιτευχθεί η απαραίτητη στρατιωτική υποστήριξη από τα ευρωπαϊκά έθνη, για να σωθεί το Βυζάντιο από τούς Τούρκους. Στις 10 Δεκεμβρίου 1399 ο Μανουήλ απέπλευσε πάνω σε ενετική γαλέρα για την Πελοπόννησο. Άφησε τη σύζυγό του, την Έλενα Ντράγκας, και δύο γιους, τον Ιωάννη [Η’] και τον Θεόδωρο [Β’], στη φροντίδα τού αδελφού του Θεόδωρου [Α’], δεσπότη τού Μυστρά. Από τη Μεθώνη ο Μανουήλ Β’ έπλευσε για τη Βενετία, φτάνοντας κάποια στιγμή τον Απρίλιο τού 1400. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Πάδουα και το Μιλάνο μέσω Βιτσέντζα και Παβίας. Στο Μιλάνο τον υποδέχτηκε ο Τζιαν Γκαλεάτσο Βισκόντι και συνάντησε εκεί τον παλιό Έλληνα φίλο του, τον μεγάλο βυζαντινό ανθρωπιστή Μανουήλ Χρυσολωρά.

Στις 3 Ιουνίου 1400 ο βασιλιάς Κάρολος ΣΤ’ τἠς Γαλλίας συναντήθηκε με τον Μανουήλ με μεγάλη μεγαλοπρέπεια στο Σαρεντόν, έξω από το Παρίσι. Είχαν εγκαταστήσει τον αυτοκράτορα στο παλιό Λούβρο στο Παρίσι και τον φιλοξενούσαν βασιλικά. Ο Γάλλος βασιλιάς άρχισε σύντομα να δείχνει σημάδια τρέλας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1400 ο Μανουήλ βρισκόταν στο Καντέρμπουρυ τής Αγγλίας και στις 21 Δεκεμβρίου έγινε δεκτός θριαμβευτικά στο Λονδίνο από τον Ερρίκο Δ’, ο οποίος είχε ανέβει πρόσφατα στον αγγλικό θρόνο. Λιγότερο από δύο μήνες μετά την άφιξή του, κάπου στα μέσα Φεβρουαρίου 1401, ο Μανουήλ έφυγε από την Αγγλία και έφτασε στο Παρίσι στο τέλος εκείνου τού μήνα.

Γινόταν οδυνηρά σαφές ότι η προβλεπόμενη εκστρατεία εναντίον των Τούρκων δεν θα πραγματοποιούνταν. Ούτε οι Άγγλοι, ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Ισπανοί, ούτε οι Ιταλοί κατάφερναν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους για βοήθεια. Τα νέα τής ήττας τού Βαγιαζήτ και τής σύλληψής του από τον Τιμούρ στη Μάχη τής Άγκυρας στις 28 Ιουλίου 1402 φαινόταν ότι θα έπειθαν τον Μανουήλ ότι έπρεπε να επιστρέψει στην πατρίδα του, αναχωρώντας πολύ καθυστερημένα με την ελπίδα ότι η Δύση θα ανταποκρινόταν στις απεγνωσμένες στρατιωτικές του ανάγκες, αλλά εξακολουθούσε να μη βιάζεται. Έφυγε από το Παρίσι στις 21 Νοεμβρίου 1402 και στις 22 Ιανουαρίου 1403 έφτασε στη Γένουα. Αποτυγχάνοντας στην προσπάθειά του να συμφιλιώσει τη Γένουα και τη Βενετία, την οποία συμφιλίωση θεωρούσε απαραίτητη, προκειμένου να επωφεληθεί πλήρως από την ήττα των Τούρκων από τον Τιμούρ, ο Μανουήλ έφυγε από τη Γένουα στις 10 Φεβρουαρίου 1403. Ίσως είχε προχωρήσει στη Φλωρεντία και τη Φερράρα. Ο Μανουήλ έφτασε στη Βενετία λίγο μετά τις 21 Μαρτίου 1403 και έφυγε στις αρχές Απριλίου. Σε λίγες ημέρες έφτασε στη Μεθώνη για να ξαναενωθεί με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Τέσσερις ενετικές γαλέρες μετέφεραν τον Μάιο τον Μανουήλ και την ακολουθία του στην Καλλίπολη όπου τον περίμενε ο Ιωάννης Ζ’ και μπήκαν μαζί στην Κωνσταντινούπολη στις 9 Ιουνίου 1403. Το ταξίδι τού Μανουήλ κράτησε περισσότερο από τριάμισι χρόνια. Ο Μανουήλ, προφανώς εξοργισμένος για τις φιλοτουρκικές πολιτικές τού Ιωάννη Ζ’, εξόρισε τον ανιψιό του στο νησί τής Λήμνου και παραβίασε τη δέσμευσή του να τού δώσει τη Θεσσαλονίκη ως επιχορήγηση.

[←18]

Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος (βασ. 1341-1391).

[←19]

Ο Τιμούρ υποστήριξε την υπόθεση των σελτζουκικών εμιράτων στην Ανατολία εναντίον τής προέλασης των Οθωμανών Τούρκων.

[←20]

Η Σεβάστεια, που αργότερα ονομαζόταν Σίβας, καταλήφθηκε από τον Βαγιαζήτ Α’ το 1397, δίνοντας έτσι στους Οθωμανούς τον έλεγχο τής βορειοανατολικής Ανατολίας, την οποία κυβερνούσε μέχρι τότε η δυναστεία των Ιλχάνων τής Περσικής Μογγολικής Αυτοκρατορίας.

[←21]

Τουρκο-Πέρσες ήσαν οι τουρκικές φυλές τής βορειοανατολικής Ανατολίας στην περιοχή τής Τραπεζούντας, τής Αρμενίας και τού βόρειου Ιράν.

[←22]

Το Έρζιντζαν είναι πόλη στον άνω Ευφράτη δυτικά τού Ερζερούμ (Θεοδοσιούπολης). Ο Ταχαρτάν, ο εμίρης τού Έρζιντζαν, για να σωθεί από τον Βαγιαζήτ, έγινε υποτελής τού Τιμούρ. Το 1399 ο Βαγιαζήτ προσέβαλε τον Τιμούρ, όταν ζήτησε φόρο υποτέλειας από τον Ταχαρτάν. Ο Σουλεϊμαν, γιος τού Βαγιαζήτ, πήρε εντολή να υπερασπιστεί τη Σίβας (Σεβάστεια), αλλά η πόλη έπεσε στον Τιμούρ το 1400.

[←23]

Πρόκειται για αναχρονιστικές ονομασίες των λαών κατά μήκος των βόρειων και ανατολικών ακτών τής Μαύρης Θάλασσας. Τουρκοσκύθες είναι οι Τάταροι. Οι Ζυγοί είναι φυλή στη βορειοανατολική ακτή τής Μαύρης Θάλασσας. Αβασγοί είναι οι κάτοικοι του μεσαιωνικού βασιλείου τής Αβασγίας (σημερινής Αμπχαζίας), που εκτεινόταν με τη δυτική Γεωργία κατά μήκος τής ακτής τής Μαύρης Θάλασσας νότια των Zυγών.

[←24]

Tού Κιμμερίου Βοσπόρου στην ανατολική Κριμαία.

[←25]

Όταν ο πατέρας του Λάζαρος σκοτώθηκε στη μάχη τού Κοσσυφοπεδίου το 1389, ο Στέφαν Λαζάρεβιτς (1389-1427) έγινε υποτελής τού Βαγιαζήτ. Έπρεπε να προμηθεύει τον Τούρκο ηγεμόνα με βοηθητικό στρατό υπό τη διοίκησή του. Αναγκάστηκε να πολεμήσει στο πλευρό των Τούρκων εναντίον τής Βλαχίας το 1395 (Μάχη του Ροβίνε), εναντίον τής Σταυροφορίας τής Νικόπολης το 1396 και εναντίον τού Τιμούρ το 1402. Η αδελφή τού Στέφανου, η Ολιβιέρα, παντρεύτηκε τον Βαγιαζήτ. Η βιογραφία του, που αποτελεί σημαντική πηγή για την ιστορία τού Βυζαντίου τα πρώτα τριάντα χρόνια τού 15ου αιώνα και ταυτόχρονα πολύ σημαντικό έργο τής παλαιάς σερβικής λογοτεχνίας, γράφτηκε από τον Κωνσταντίνο τον Φιλόσοφο, ο οποίος δραστηριοποιούνταν στον κύκλο τού πατριάρχη Ευθυμίου, που καταγόταν από το Τίρνοβο τής Βουλγαρίας. Όταν ο Στέφανος επέστρεψε στην πατρίδα του από την καταστροφή στην Άγκυρα, τού δόθηκε ο τίτλος τού δεσπότη από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ζ’. Έγινε υποτελής τού Σίγκισμουντ, βασιλιά τής Ουγγαρίας, και έκανε πρωτεύουσά του το Βελιγράδι. Για τη στρατιωτική του υπηρεσία για λογαριασμό τού Σίγκισμουντ έλαβε εκτεταμένα κτήματα στην Ουγγαρία.

[←26]

Η μάχη διεξήχθη στις 28 Ιουλίου 1402 στην πεδιάδα τού Τσιμπούκ Αμπάντ, βορειοανατολικά τής Άγκυρας.

[←27]

Εκτός από Λαμπαδίας, δηλαδή Φωτιστής, ο κομήτης ονομαζόταν επίσης Ξιφίας, λόγω τής μορφής του σαν ξίφος. Βλέπε Zonaras, Epitome historiarum, επιμ. T. Buttner-Wobst, CSHB3: 195: ἐφάνη δὲ τότε καὶ κομήτης ἀστὴρ ὁ λεγόμενος ξιφίας.

[←28]

Με άλλα λόγια, λιποτάκτησαν όλοι οι υποτελείς τού Βαγιαζήτ Α’ εμίρηδες τής Ανατολίας.

[←29]

Πρόκειται για αναφορά στον μύθο τού Αισώπου για τη μαδημένη καλιακούδα:

Ο αετός όρμησε από ψηλό βράχο και άρπαξε ένα αρνί. Τον είδε μια καλιακούδα και ζήλεψε. Θέλησε λοιπόν να κάνει το ίδιο και όρμησε με πολλή φόρα σε ένα κριάρι. Μπλέχτηκαν τα νύχια τής καλιακούδας στο μαλλί τού κριαριού, δεν μπορούσε να φύγει και αγωνιζόταν απεγνωσμένα να πετάξει. Βλέπει την καλιακούδα ο βοσκός, την πιάνει και τής κόβει τα φτερά. Όταν βράδιασε, την έφερε στα παιδιά του στο σπίτι. Τα παιδιά ρωτούν: «Τι πουλί είναι αυτό, μπαμπά;» Τούς απάντησε: «Σύμφωνα με τη δική μου γνώση, είναι καλιακούδα. Σύμφωνα όμως με το δικό του μυαλό, είναι αετός».

Ἀετὸς καταπτὰς ἀπό τινος ὑψηλῆς πέτρας ἄρνα ἥρπασε· κολοιὸς δὲ τοῦτο θεασάμενος διὰ ζῆλον τοῦτον μιμήσασθαι ἠθέλησε· καὶ δὴ καθεὶς ἑαυτὸν μετὰ πολλοῦ ῥοίζου ἐπὶ κριὸν ἠνέχθη. Ἐμπαρέντων δὲ αὐτοῦ τῶν ὀνύχων τοῖς μαλλοῖς, ἐξαρθῆναι μὴ δυνάμενος ἐπτερύσσετο, ἕως ὁ ποιμήν, τὸ γεγονὸς αἰσθόμενος, προσδραμὼν συνέλαβεν αὐτὸν καὶ περικόψας αὐτοῦ τὰ ὀξύπτερα, ὡς ἑσπέρα κατέλαβε, τοῖς ἑαυτοῦ παι-σὶν ἐκόμισε. Τῶν δὲ πυνθανομένων τί εἴη τὸ ὄρνεον, ἔφη· «Ὡς μὲν ἐγὼ σαφῶς οἶδα, κολοιός, ὡς δὲ αὐτὸς βούλεται, ἀετός.»

[←30]

Γενί τσερί, «τα νέα στρατεύματα». Ο Ορχάν (1326-1360) οργάνωσε τούς γιαγιά, οι οποίοι ήσαν η εκ νέου στρατολόγηση μιας δύναμης πεζικού που αργότερα αποτέλεσε τη βάση τού σώματος των Γενιτσάρων. Ο Ορχάν εισήγαγε επίσης το λευκό κάλυμμα κεφαλής από τσόχα με ένα πτερύγιο που κρεμόταν στο πίσω μέρος ως χαρακτηριστικό κάλυμμα κεφαλής για τούς γενίτσαρους. Ο Μουράτ Α’ (1860-1389) ενίσχυσε το πεζικό με αιχμαλώτους πολέμου, το ένα πέμπτο των οποίων, σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, ανήκε στον σουλτάνο ως προσωπική του περιουσία. Αυτό είναι το πρώτο στάδιο στη μετατροπή των γενί τσερί σε στρατό σκλάβων. Κατά τη βασιλεία τού Μουράτ Β’ (1421-1451), το ντεβσιρμέ (παιδομάζωμα), η πρακτική τού φόρου υποτέλειας σε νέους, έγινε αποδεκτό (περί το 1438), αν και η προέλευσή του βρίσκεται στα γκούλαμ των Σελτζούκων περί τα τέλη τού 11ου αιώνα, όταν προσήλυτοι σκλάβοι χρησιμοποιούνταν στους στρατούς, τη γραφειοκρατία και τις αυλές των μουσουλμανικών κρατών τής Ανατολίας. Ανά τακτά διαστήματα αγόρια μεταξύ δέκα και δεκαπέντε ετών επιλέγονταν από χριστιανικές οικογένειες στα Βαλκάνια και ασπάζονταν το Ισλάμ. Μόλις αφομοίωναν τη μουσουλμανική διδασκαλία και την τουρκική γλώσσα και πολιτισμό, τούς περίμενε λαμπρή σταδιοδρομία ως γενίτσαροι και τα ανώτατα αξιώματα τής αυτοκρατορίας ήσαν ανοιχτά σε αυτούς. Έτσι οι χριστιανοί που ασπάστηκαν το Ισλάμ υπηρετώντας την Υψηλή Πύλη ως στρατηγοί, ναύαρχοι, πολιτικοί, ακόμη και ως μεγάλοι βεζίρηδες, σταδιακά έδιωξαν τους παλαιότερους Οθωμανούς ευγενείς από την πολιτική ζωή. Οι γενίτσαροι, εξάλλου, αντιπροσώπευαν τη μοναδική οργανωμένη συνιστώσα τού τουρκικού στρατού.

[←31]

Λογοπαίγνιο ανάμεσα στο παιχνίδι τού σκακιού και τούς μεγάλους κινδύνους τής πραγματικότητας. Ο όρος ρουά ματ προέρχεται από το αραβικό σαχ ματ, που σημαίνει ότι ο βασιλιάς βρίσκεται σε απόλυτη αμηχανία ή είναι νεκρός. Ο Βαγιαζήτ είχε ηττηθεί ολοκληρωτικά και καθώς στεκόταν στην είσοδο τής σκηνής περιμένοντας να έχει ο Τιμούρ, ο κατακτητής του, την ευχαρίστηση να ασχοληθεί μαζί του, ο γιος τού τελευταίου αναφώνησε «Σαχ Ρουχ!», με άλλα λόγια ο βασιλιάς Βαγιαζήτ είχε γίνει ματ.

[←32]

Ο Σουλεϊμάν Α’, τον οποίο ο Δούκας αποκαλεί Μουσουλμάν (βασ. 1408-1411), ο Ισά (πεθ. 1406), ο Μεχμέτ Α’ (βασ. 1413-1421) και ο Μούσα (βασ. 1411-1413). Στους εμφύλιους πολέμους που ακολούθησαν, ο Σουλεϊμάν ηττήθηκε από τον Μούσα το 1411 και ο Μούσα από τον Μεχμέτ το 1413.

[←33]
[←34]

Βαΐλος ήταν ο τίτλος τού επικεφαλής άρχοντα μιας ενετικής αποικίας στο Βυζάντιο, εδώ τού μεγάλου μάγιστρου των Ιωαννιτὠν Ιπποτών. Ο τίτλος τού κυβερνήτη γενουάτικης αποικίας ήταν ποντεστά.

[←35]

Άρχοντας τής Λέσβου και τής Μυτιλήνης ήταν ο γιος τού Φραντσέσκο, ο Τζάκοπο (1401-1427), αλλά αντιβασιλέας και κυβερνήτης τού νησιού από το 1401 έως το 1409 ήταν ο Νικολό Α’ Γκατελούζο, αδελφός τού Φραντσέσκο.

[←36]

Στις 9 Mαρτίου 1403.

[←37]

Ως Ιερό Στόμιο εννοείται: (α) η έξοδος στη Μαύρη Θάλασσα, στη θρακική πλευρά τού Βοσπόρου. (β) Ο Ιερός, τελωνείο μετά την Κωνσταντινούπολη, στην ασιατική ακτή, μπαίνοντας από τη Μαύρη Θάλασσα στον Βόσπορο. (γ) Όλη η Θράκη κατά μήκος τού Βοσπόρου. Βλέπε V. Grecu, “La signification de Hieron Stomion”, Byzantinoslavica 15 (Πράγα, 1954): 209-13.

[←38]

Κάποια στιγμή τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο του 1403 υπογράφτηκε συνθήκη μεταξύ τού Σουλεϊμάν και μιας λατινικής ένωσης που εκπροσωπούσε τη Βενετία, τούς Γενουάτες τής Χίου, τον δούκα τής Νάξου, τούς Ιωαννίτες τής Ρόδου, τον Στέφαν Λαζάρεβιτς τής Σερβίας και τον Ιωάννη Ζ’ Παλαιολόγο. Ο Μανουήλ Β’, ο οποίος τότε βρισκόταν καθ’ οδόν προς Βενετία, δεν γνώριζε τούς απίστευτα ευνοϊκούς όρους που προσφέρθηκαν στο Βυζάντιο. Εκτός από τις παραχωρήσεις που παραθέτει αξιόπιστα ο Δούκας, ο Σουλεϊμάν συμφωνούσε επίσης να επιστρέψει τα νησιά τής Σκοπέλου, τής Σκιάθου και τής Σκύρου, καθώς και τη Χαλκιδική, συμπεριλαμβανομένου τού Αγίου Όρους. Να καταργήσει κάθε φόρο υποτέλειας που πλήρωναν οι Βυζαντινοί. Να απελευθερώσει όλους τούς Έλληνες κρατούμενους και να ζητάει άδεια πριν μπουν τα πλοία του στα στενά μέσω των Δαρδανελίων ή τού Βοσπόρου. Ο Δούκας δηλώνει ότι είχε επίσης συμφωνήσει να γίνει υποτελής τού αυτοκράτορα. Barker, Manuel Palaeologus, σελ. 224-25. Nicol, The Last Centuries of Byzantium, σελ. 335. Για το ιταλικό κείμενο τής συνθήκης και αγγλική περίληψη, βλέπε G.T. Dennis, «The Byzantine-Turkish Treaty of 1403,» Orientalia Christiana Periodica, 33 (1967): 72-88.

[←39]

Ο Μανουήλ Β’, μετά την επιστροφή του στην πρωτεύουσα στις 9 Ιουνίου 1403 από την παρατεταμένη παραμονή του στη Δύση, εξόρισε τον ανιψιό του Ιωάννη Ζ’ στη Λήμνο για τη φιλοτουρκική του πολιτική. Όμως ο Ιωάννης Ζ’ έπλευσε στη Λέσβο, για να ζητήσει βοήθεια από τον πεθερό του, τον Φραντσέσκο Β’ Γκατελούζο, για τη σχεδιαζόμενη επίθεσή του στη Θεσσαλονίκη. Πριν από τον Νοέμβριο του 1403 ο Μανουήλ και ο Ιωάννης συμφιλιώθηκαν και ο Δημήτριος Λάσκαρις Λεοντάρης οδήγησε τον Ιωάννη Ζ’ στη Θεσσαλονίκη ως «αυτοκράτορα όλης τής Θεσσαλίας» (1403-1408). Ο Ιωάννης Ζ’ πέθανε τον Σεπτέμβριο τού 1408, αλλά πρώτα είχε κουρευτεί ως μοναχός και είχε πάρει το όνομα Ιωάσαφ, όπως είχε κάνει ο προπάππους του, ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, πριν από αυτόν.

[←40]

Στην πραγματικότητα το εμιράτο τού Αϊντίν διαιρέθηκε μεταξύ τού Ουμούρ Β’ και τού Μούσα, τού γιου τού Ισά Μπεγκ, το 1402.

[←41]

Μεντεσέ Ιλυάς Μπεγκ (1402-1421).

error: Content is protected !!
Scroll to Top