Παράρτημα 04

<-Παράρτημα: Χορτασμένος Παράρτημα: Χαλκοκονδύλης

Βαγιαζήτ και Ταμερλάνος στο έργο τού ιστορικού Δούκα

Ο Βαγιαζήτ κατακτά τα τουρκικά εμιράτα στην Ανατολία

Μόλις ο Βαγιαζήτ κατάργησε τα πολλά [τουρκικά] εμιράτα στην Ασία —αναφέρομαι στη Βιθυνία και τη Φρυγία, τη Μυσία και την Καρία— και έγινε ο μόνος ηγεμόνας, έστρεψε την προσοχή του εναντίον τής Πόλης. Πρώτον, έστειλε πρέσβεις στον αυτοκράτορα απαιτώντας να πληρώνει φόρο υποτέλειας και, επιπλέον, να στείλει έναν από τούς γιους του με εκατό στρατιώτες για εκστρατεία με τον Βαγιαζήτ. Και ο αυτοκράτορας, μη έχοντας βοήθεια από κανέναν από τούς βασιλείς [τής Δύσης] ή τούς επικεφαλής αριστοκρατικών ή λαϊκών παρατάξεων,1 συμφώνησε. Πάνω από μια φορά ο αυτοκράτορας Μανουήλ στάλθηκε από τον πατέρα του αυτοκράτορα Ιωάννη, με εκατό Ρωμιούς οπλίτες στρατιώτες, για εκστρατεία στην υπηρεσία τού Βαγιαζήτ, όταν πολεμούσε εναντίον των Τούρκων στην Παμφυλία.

[13.1] Ἐπεὶ δὲ ὁ Παγιαζὴτ τὰς πολυαρχίας πάσας ἐξῆρεν ἐκ προσώπου τῆς Ἀσιάτιδος γῆς, καὶ Βιθυνίας καὶ Φρυγίας, Μυσίας λέγω καὶ Καρίας, καὶ μονάρχης ἐγένετο, τότε κατὰ τῆς πόλεως καὶ τὸν νοῦν καὶ τὸν ὀφθαλμὸν ἔστησε· καὶ κατὰ μὲν τὸ πρῶτον πέμψας ἀποκρισιαρίους εἰς βασιλέα ᾐτήσατο φόρους διδόναι καὶ ἐν ἐξπεδίτῳ ἕνα τῶν υἱῶν αὐτοῦ πέμπειν σὺν στρατιώταις ρ’. Ὁ δὲ βασιλεὺς μὴ ἔχων βοήθειαν ἔκ τινος τῶν ρηγάδων ἤ τῶν ἀριστοκρατούντων ἤ τῶν δημοκρατούντων, εἰς τοῦτο κατένευσεν καὶ μίαν καὶ δευτέραν ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ σὺν ἑκατὸν στρατιώταις ὁπλίταις Ῥωμαίοις ἐπέμφθη παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἰωάννου τοῦ βασιλέως εἰς ὑπουργίαν συστρατεύων τῷ Παγιαζήτ, ὅτε πρὸς Παμφυλίαν κατὰ Τούρκων ἐχώρει.

Καταστρέφει τη Χίο, τις Κυκλάδες, την Εύβοια και τα περίχωρα της Αθήνας

Διέκοψε τις ετήσιες αποστολές σιτηρών από την Ασία προς τα νησιά, τη Λέσβο λέω, τη Χίο, τη Λήμνο, τη Ρόδο και τα άλλα. Ετοίμασε στόλο και έστειλε εξήντα πολεμικά πλοία στη Χίο και πυρπόλησε την πόλη καταστρέφοντας τα γύρω χωριά, καθώς και τα νησιά των Κυκλάδων, την Εύβοια και τα περίχωρα τής Αθήνας.

[13.2] Τὴν δὲ σιτοπομπίαν ἐκώλυσε τὴν κατ’ ἔτος λαμβανομένην ἐξ Ἀσίας εἰς τὰς νήσους, Λέσβον λέγω, Χίον, Λῆμνον, Ῥόδον καὶ τὰς ἑξῆς. Καὶ δὴ στόλον ἑτοιμάσας πέμπει ἐν Χίῳ μακρὰς νήας ἑξήκοντα καὶ πυρὶ τὴν πόλιν ἐμπιπρᾷ καὶ τὰς πέριξ κώμας ἀφανίζει καὶ τὰς Κυκλάδας νήσους καὶ τὴν Εὔβοιαν καὶ τὰ τῶν Ἀθηνῶν μέρη.

Ο Ιωάννης Ε’ κατασκευάζει δύο πύργους στις πλευρές τής Χρυσής Πύλης

Και ο αυτοκράτορας, βλέποντας την απροκάλυπτη φιλοδοξία και το θράσος τού τύραννου, άρχισε να χτίζει σε ένα τμήμα τής Πόλης που ονομάζεται Χρυσή Πύλη, φτιάχνοντας δύο πύργους και στις δύο πλευρές τής πύλης από κομμάτια λευκού μαρμάρου ενωμένα, τα οποία κατασκεύασε όχι με τη βοήθεια λιθοξόων ούτε με δικά του έξοδα, αλλά καταστρέφοντας άλλα υπέροχα μνημεία. Γκρέμισε την εκκλησία των Αγίων Πάντων που είχε χτιστεί από τον κύριο Λέοντα [ΣΤ’] Σοφό, τον μεγάλο αυτοκράτορα [886-912], καθώς και την υπέροχη εκκλησία των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων που είχε χτιστεί ωραία και αυτή από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο [582-602]. Χρησιμοποίησε επίσης τα απομεινάρια τής εκκλησίας τού Αγίου Μωκίου, την οποία είχε χτίσει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας. Πίσω από τις οχυρώσεις έκλεισε ένα μέρος τής Πόλης από τη Χρυσή Πύλη μέχρι την ακτή προς νότο, διατηρώντας το ως ναύσταθμο για καταφύγιο σε καιρό ανάγκης.

[13.3] Ὁ δὲ βασιλεὺς ὁρῶν τοῦ τυράννου τὸ ἀποκάλυπτον καὶ αὔθαδες, ἤρξατο κτίζειν εἰς ἕν μέρος τῆς πόλεως τὸ λεγόμενον χρυσείαν πύλην, κατασκευάσας πύργους δύο ἐν τῷ θατέρῳ τῶν μερῶν τῆς πύλης λευκῷ μαρμάρῳ συνηρμοσμένῳ, οἰκοδομήσας αὐτοὺς οὐ διὰ λιθοξόων οὐδὲ διὰ οἰκείων ἀναλωμάτων, ἀλλὰ δι’ ἑτέρων ἀναθημάτων καλλίστων, κατεάξας τὸν ναὸν ἐπ’ ὀνόματι πάντων τῶν ἁγίων κτισθέντα παρὰ κυρίου Λέοντος τοῦ σοφοῦ καὶ μεγάλου βασιλέως, καὶ τοῦ ναοῦ τῶν ἁγίων τεσσαράκοντα καλῶς οἰκοδομηθέντα καὶ αὐτὸν παρὰ τοῦ βασιλέως Μαυρικίου, καὶ τὰ περιλειπόμενα τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅν ἀνήγειρεν ὁ μέγας βασιλεὺς Κωνσταντῖνος, ἐχώρησεν οὖν μέρος τῆς πόλεως ἀπὸ τῆς χρυσείας πύλης ἕως τοῦ αἰγιαλοῦ τοῦ πρὸς μεσημβρίαν κατασκευάσας, καὶ ὁρμητήριον ἔχων αὐτὸ πρὸς καταφυγὴν ἐν καιρῷ.

Ο Βαγιαζήτ απαιτεί κατεδάφιση, απειλώντας να τυφλώσει τον Μανουήλ

Όταν ο αυτοκράτορας Ιωάννης είχε ολοκληρώσει την οχύρωση, ο Βαγιαζήτ θέλησε να εκστρατεύσει εναντίον των Τούρκων που βρίσκονταν στις περιοχές γύρω από την Πέργη τής Παμφυλίας. Ειδοποίησε λοιπόν τον αυτοκράτορα κι εκεινος έστειλε ως συνήθως τον γιο και συναυτοκράτορά του Μανουήλ με εκατό στρατιώτες. Μετά την επιστροφή τους ειδοποίησε τον αυτοκράτορα Ιωάννη, ενώ ο Μανουήλ βρισκόταν ακόμη στην Προύσα, απαιτώντας να γκρεμίσει και να αφήσει ερειπωμένες τις οχυρώσεις τής Χρυσής Πύλης, τις οποίες είχε ανοικοδομήσει [ο αυτοκράτορας Ιωάννης], διαφορετικά θα έβγαζε αμέσως τα μάτια τού γιου του Μανουήλ και θα τον έστελνε πίσω τυφλό. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης λοιπόν, αναγνωρίζοντας ότι ο Βαγιαζήτ είχε μεγάλη δύναμη και ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να ανταποδώσει (γιατί ήταν κατάκοιτος, υπέφερε από ποδάγρα, μισοπεθαμένος τρόπος τού λέγειν, από τη λαιμαργία, το υπερβολικό ποτό και τις ηδονικές απολαύσεις, μη έχοντας μάλιστα κανέναν εκτός από τον Μανουήλ, για να τον στέψει και να τον αφήσει ως αυτοκράτορα), κατεδάφισε το φρούριο. Στέλνοντας απτές αποδείξεις, ενημέρωσε τον τύραννο ότι η εντολή του είχε εκτελεστεί. Και ο αυτοκράτορας, αφού υπάκουσε στο πικρό και άθλιο μήνυμα, κι ενώ βρισκόταν ακόμη μέσα σε σκληρούς σωματικούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμα.2

[13.4] Ἀπαρτισθέντος οὖν τοῦ πολιχνίου ὁ Παγιαζὴτ ἠβουλήθη ἐκστρατεῦσαι κατὰ Τούρκων κειμένων ἐν τοῖς μέρεσι τοῖς κατὰ Πέργην τῆς Παμφυλίας, καὶ δὴ καλέσας τὸν βασιλέα πέμπει τὸ σύνηθες τὸν υἱὸν καὶ βασιλέα Μανουὴλ σὺν τοῖς ἑκατὸν στρατιώταις. Καὶ μετὰ τὴν ἐπάνοδον μηνύει τῷ βασιλεῖ Ἰωάννῃ ἐν τῇ Προύσῃ ὄντος τοῦ Μανουήλ, ἤ τὸ τῆς χρυσείας πολίχνιον, ὅ ἀνήγειρεν ἐκ νέου, χαλάσαι καὶ ἐρείπιον ἀφεῖναι, ἤ τὰς τοῦ Μανουὴλ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ κόρας ἐξορύξας ταχέως εἰς αὐτὸν πέμπει τετυφλωμένον. Ὁ οὖν βασιλεὺς Ἰωάννης ὁρῶν τὴν τοσαύτην δυναστείαν καὶ μὴ ἔχων ὅτι δράσει (ἦν γὰρ κατάκοιτος καὶ ἀλγῶν τοὺς πόδας, ἡμιθανὴς ὡς εἰπεῖν ὑπὸ πολλῆς ἀδδηφαγίας καὶ πολυποσίας καὶ τῶν ἡδυπαθιῶν, μὴ ἔχων ἕτερον ἀντὶ τοῦ Μανουὴλ στέψαι καὶ καταλιπεῖν βασιλέα) βάλλει τὸ φρούριον κάτω, καὶ μηνύει τῷ τυράννῳ δι’ ἐναργῶν ἀποδείξεων ὅτι τὸ κελευσθὲν πέρας εἴληφεν. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἀκούσας τὸ πικρὸν καὶ ἀπαίσιον μήνυμα ἔτι ὄντος ἐν ὀδύναις σωμάτων ἀπέδωκε τὸ χρεών.

Ο Μανουήλ δραπετεύει και επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη

Όταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ έμαθε για τον θάνατο τού πατέρα του, έφυγε νύχτα και δραπέτευσε.3 Αφού έφτασε στην Πόλη και εκπλήρωσε τις συνήθεις υποχρεώσεις πένθους, περίμενε ανήσυχα και αναρωτιόταν τι σχεδίαζε ο τύραννος για αυτόν και την Πόλη. Ο τύραννος όμως, μαθαίνοντας για τον θάνατο τού αυτοκράτορα και την απόδραση τού Μανουήλ, ήταν έξω φρενών, στενοχωριόταν και οργιζόταν με τα στρατεύματα τού νοικοκυριού του, απαιτώντας να μάθει πώς απέδρασε ο Μανουήλ και γιατί δεν το είχε καταλάβει κανείς. Ο Βαγιαζήτ θα τον σκότωνε, αν έπεφτε στα χέρια του. Τότε έστειλε πρέσβεις στον αυτοκράτορα Μανουήλ με το μήνυμα ότι ήθελε ένας από τούς δικαστές και νομικούς του, τον οποίο εκείνοι αποκαλούν καδή, να διαμένει στην Πόλη, λέγοντας ότι δεν ήταν δίκαιο για τούς μουσουλμάνους, που έρχονταν στην Κωνσταντινούπολη για εμπορικούς σκοπούς, να εμφανίζονται σε δικαστήριο γκιαούρηδων [απίστων] για τη διευθέτηση υποθέσεων και διαφορών. Αντίθετα, έλεγε, τον μουσουλμάνο έπρεπε να τον κρίνει μουσουλμάνος, ενώ είχε κι άλλες τέτοιες άδικες και συκοφαντικές απαιτήσεις. Στο τέλος ο Βαγιαζήτ απείλησε:

[13.5] Ὁ δὲ βασιλεὺς Μανουὴλ μαθὼν τὸν θάνατον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ διὰ νυκτὸς φυγὰς ὤχετο καὶ δὴ καταλαβὼν τὴν Πόλιν καὶ τὸ πένθος τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ὡς ἔθος πληρώσας, ἐκάθητο μεριμνῶν περὶ τοῦ τυράννου, τὶ ἄρα βούλεται κατ’ αὐτοῦ καὶ κατὰ τῆς Πόλεως. Ὁ δὲ τύραννος μαθὼν τὸν θάνατον τοῦ βασιλέως καὶ τὴν φυγὴν τοῦ Μανουήλ, ἠνιᾶτο καὶ δυσχέραινε καὶ κατὰ τῶν οἰκείων ἐμαίνετο, πῶς διέδρα καὶ οὐδεὶς αὐτὸν ἔγνω. Ἠβούλετο γὰρ θανατῶσαι αὐτόν, εἰ ἐν χερσὶν ἔτυχεν ὤν. Τότε στέλλει πρὸς τὸν βασιλέα Μανουὴλ ἀποκρισιαρίους ζητῶν ὅτι βούλεται τοῦ εἶναι καὶ διαμένειν ἐντὸς τῆς πόλεως ἕνα τῶν αὐτοῦ κριτῶν καὶ νομιμαρίων, ὅν αὐτοὶ καλοῦσι καδὶν, οὐκ εἶναι δίκαιον λέγων τοὺς μουσουλμάνους ἐν ἐμπορίαις ἀσχολουμένους καὶ ἐν τῇ Κωνσταντίνου ἀπερχομένους διὰ τινων ὑποθέσεων καὶ ἀμφιβολιῶν παρίστασθαι τοὺς μουσουλμάνους ἐν κριτηρίῳ καβουρίδων, ἀλλὰ τὸν μουσουλμάνον δεῖ μουσουλμάνον κρῖναι, καὶ ἕτερα παραπλήσια γέμοντα φόρτους αδικίας καὶ συκοφαντίας, τέλος

«Αν δεν θέλεις να κάνεις και να δώσεις όλα όσα σε διατάζω, τότε κλείσε τις πύλες τής Πόλης και βασίλευε μέσα. Όλα έξω από την Πόλη είναι δικά μου».

«εἰ οὐ βούλει ποιῆσαι καὶ δοῦναι ὅσα σοι προστάττω, κλεῖσον τὰς θύρας τῆς πόλεως, καὶ βασίλευε ἐν μέσῳ αὐτῆς˙ τὰ δὲ ἐκτὸς αὐτῆς ἐμὰ πάντα εἰσὶν».

Ο Βαγιαζήτ καταστρέφει τα περίχωρα και καταλαμβάνει τη Θεσσαλονίκη

Τότε ο τύραννος, περνώντας από τη Βιθυνία στη Θράκη, γκρέμισε όλα τα προάστια τής Πόλης και απομάκρυνε τούς πληθυσμούς τους, ξεκινώντας από την Πάνιδο και φτάνοντας στην ίδια την Πόλη. Κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και τα χωριά πέρα από τη Θεσσαλονίκη.4 Έστειλε τον διοικητή του, τον Εβρενός,5 στην Πελοπόννησο και λεηλάτησε όλη τη Λακεδαιμονία και την Αχαΐα. Στις πόλεις που βρίσκονται γύρω από τον Εύξεινο Πόντο έστειλε τον Τουραχάν,6 που τις ερήμωσε. Με λίγα λόγια, καταστράφηκαν τα πάντα και έγιναν ακατοίκητα.

[13.6] Τότε ὁ τύραννος περάσας ἀπό Βιθυνίας εἰς Θρᾴκην πάντα τὰ τῆς πόλεως ἄστη κατέσκαψεν καὶ τοὺς οἰκοῦντας μετοίκησεν ἀπό Πάνιδος ἄχρις αὐτῆς Πόλεως. Εἶλε καὶ Θεσσαλονίκην καὶ τὰ μετὰ τὴν Θεσσαλονίκην χωρία· εἰς Πελοπόννησον δὲ πέμπει Ἀβρανέζην ἀρχηγὸν καὶ λεηλατεῖ πᾱσαν Λακεδαιμονίαν καὶ Ἀχαΐαν. Ἐν δὲ ταῖς πόλεσι ταῖς πρὸς Εὔξεινον Πόντον κειμέναις πέμπει Τουραχάνην καὶ ἐρημίᾳ ἐρήμωσεν αὐτάς· καὶ ἀπλῶς εἰπεῖν τὰ πάντα ἠφανίσθη καὶ γεγόνασιν ἄοικα.

Ο Βαγιαζήτ πολιορκεί την Κωνσταντινούπολη με 10.000 στρατιώτες

Η Πόλη, μη έχοντας ούτε εκείνον που θα θερίσει ούτε εκείνον που θα αλωνίσει, στενοχωριόταν από το μέγεθος τού λιμού και ετοιμαζόταν να παραδώσει την ψυχή. Δεν την πολεμούσε πραγματικά ο τύραννος. Δεν έστηνε πολιορκητικές μηχανές για να γκρεμίσει τις επάλξεις και τα τείχη, ούτε διέταζε τα στρατεύματά του να κάνουν αψιμαχίες, ούτε χρησιμοποιούσε άλλο είδος στρατιωτικής μηχανής. Είχε απλώς αναπτύξει περισσότερους από δέκα χιλιάδες άνδρες γύρω από την Πόλη, που κάθονταν σε κύκλο και φρουρούσαν τις εξόδους από μακρυά, ώστε να μη μπορεί τίποτε ούτε να βγει ούτε να μπει.7 Υπήρχε λοιπόν τρομερή έλλειψη σιτηρών, κρασιού, λαδιού και άλλων ειδών μέσα στην Πόλη. Για να φτιάξουν ψωμί και οποιοδήποτε άλλο φαγητό, που το μαγείρευαν παιδιά μαγείρων, λόγω τής έλλειψης ξύλου, γκρέμιζαν τα ωραιότατα σπίτια και έκαιγαν τα δοκάρια.

[13.7] Ἡ δὲ πόλις οὐκ εἶχεν οὔτε τὸν θερίζοντα οὔτε τὸν ἁλοῶντα, ἀλλὰ τῷ μεγέθει τοῦ λιμοῦ ἐστενοχωρεῖτο καὶ ἀπεβάλλετο τὴν ψυχὴν. Οὐ γὰρ ἐπολέμει ταύτην ὁ τύραννος, οὐδὲ ῥιψεπάλξεις οὐδὲ τειχεπάλξεις οὐδʹ ἀκροβολισμοὺς οὐδʹ ἄλλο τι τῶν μηχανικῶν ἀνεπήγαγεν, ἀλλὰ μόνον ἀνθρώπους ὑπὲρ μυρίους καθημένους κύκλῳ μακρόθεν καὶ προσέχοντας τὰς διεξόδους τοῦ μὴ ἐξέρχεσθαι ἢ εἰσέρχεσθαί τι ἐν αὐτῇ. Ἐγένετο οὖν λιμὸς ἰσχυρὸς ἔνδον τῆς Πόλεως ἀπό τε σίτου, οἴνου, ἐλαίου καὶ ἑτέρων εἰδῶν. Πρὸς δὲ χρείαν ἄρτου καὶ πάσης ἄλλης κατασκευῆς, ἣν ὑπουργοῦσι μαγείρων παῖδες, ἐνδείας οὔσης ξύλων, κατέῤῥιπτον τοὺς ἐξαισίους οἴκους καὶ τὰς δοκοὺς κατέκαιον.

Με τις εκκλήσεις τού Μανουήλ οργανώνεται η Σταυροφορία τής Νικόπολης

Ο αυτοκράτορας Μανουήλ, ευρισκόμενος σε απόγνωση, αφού δεν υπήρχε καμία βοήθεια από κανέναν, έγραψε στον πάπα, στον βασιλιά τής Γαλλίας και στον κράλη τής Ουγγαρίας,8 ενημερώνοντάς τους για τον αποκλεισμό και την απελπιστική κατάσταση τής Πόλης. Προειδοποιούσε ότι αν δεν ερχόταν γρήγορα αρωγή και βοήθεια, η Πόλη θα παραδινόταν στους εχθρούς τής χριστιανικής πίστης. Οι ηγεμόνες των δυτικών εθνών κάμφθηκαν από αυτά τα λόγια και εξοπλίστηκαν για να αντιταχθούν στους εχθρούς τού σταυρού. Με τον ερχομό τής άνοιξης ο βασιλιάς τής Φλάνδρας,9 πολλοί Άγγλοι, οι ευγενείς τής Γαλλίας και πολλοί Ιταλοί ήρθαν στην Ουγγαρία. Την εποχή τής ανόδου του Σείριου10 έστησαν τις σκηνές τους στις όχθες τού Δούναβη. Ήταν μαζί τους ο Σίγκισμουντ, ο κράλης τής Ουγγαρίας, που ονομαζόταν επίσης αυτοκράτορας των Ρωμαίων.11 Περνώντας απέναντι στη Νικόπολη, ήσαν έτοιμοι να πάρουν τα όπλα εναντίον τού Βαγιαζήτ. Ο Βαγιαζήτ, ο οποίος είχε ενημερωθεί πολλές ημέρες νωρίτερα για τη συγκέντρωση των εθνών από τη Δύση, μάζεψε ολόκληρο τον στρατό του από την Ανατολή και τη Δύση, περαιτέρω ενισχυμένο από τα στρατεύματά του που πολιορκούσαν την Πόλη, και τον οδηγούσε αυτοπροσώπως. Προχωρώντας μέσω τής Φιλιππούπολης και πάνω από πανύψηλα βουνά, έφτασε στα έλη πριν από τη Σόφια και τούς περίμενε εκεί. Την επόμενη μέρα εμφανίστηκαν οι χριστιανοἰ σε διάταξη. Κρατώντας τις ασπίδες τους κοντά τη μία στην άλλη, πρώτα εισέβαλαν στο κέντρο τής φάλαγγας τού εχθρού. Πολεμούσαν σκληρά και κατέκοπταν όλους εκείνους που τούς αντιστέκονταν, μέχρι που διαπέρασαν και έφτασαν στην ίδια την οπισθοφυλακή τού εχθρού. Έχοντας καταστήσει άπρακτους τούς Τούρκους σφενδονιστές και τοξότες, επέστρεψαν και σημείωσαν τις καλύτερες επιδόσεις. Όταν τα στρατεύματα τής Φλάνδρας είδαν τη μάχη να γυρίζει εναντίον των Τούρκων, που έσπευδαν να διαφύγουν, τούς κυνήγησαν γρήγορα μέσα από το τουρκικό στρατόπεδο, και αφήνοντας τα έλη αιμόφυρτα επέστρεψαν στο δικό τους στρατόπεδο.

[13.8] Ὁ δὲ βασιλεὺς Μανουὴλ ἀπορήσας καὶ μηδεμίαν βοήθειαν οὖσαν ἐξ ἅπαντος γράφει πρὸς πάπαν, πρὸς τὸν ρήγα Φραγγίας, πρὸς τὸν κράλην Οὐγγρίας, μηνύων τὸν ἀποκλεισμὸν καὶ τὴν στενοχωρίαν τῆς πόλεως. Καὶ εἰ μὴ τάχος φθάσει ἀρωγή τις καὶ βοήθεια, παραδίδοται εἰς χείρας ἐχθρῶν τῆς τῶν χριστιανῶν πίστεως. Καμφθέντες οὖν ἐπὶ τούτοις τοῖς λόγοις οἱ τῶν ἑσπερίων ἀρχηγοὶ καὶ πρὸς ἀντιπαράταξιν τῶν ἐχθρῶν τοῦ σταυροῦ καθοπλίσαντες ἑαυτοὺς, ἤλθοσαν εἰς Οὐγγρίαν ἔαρος ἀρξαμένου ὅ τε ῥὴξ Φλάνδρας καὶ ἐκ τῶν Ἰγγλήνων πλεῖστοι καὶ τῆς Φραγγίας οἱ μεγιστᾶνες καὶ ἐκ τῶν Ἰταλῶν οὐκ ὀλίγοι. Καὶ δὴ πρὸς τὰς ἐπιτολὰς τοῦ κυνὸς ἔπηξαν τὰς σκηνὰς παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ Δανούβεως, ἔχοντες μετ’ αὐτῶν τὸν κράλην Οὐγγρίας Σιγισμοῦνδον, ὅς καὶ βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων ὑπῆρχε τε καὶ ἐλέγετο. Καὶ δὴ περάσαντες τὴν περαίαν ἐν Νικοπόλει καὶ καλῶς ἑτοιμασθέντες κατὰ τοῦ Παγιαζὴτ ὡπλίζοντο. Ὁ δὲ Παγιαζὴτ πρὸ ἱκανὰς ἡμέρας μαθὼν τὴν ἄθροισιν τῶν γενῶν τῶν ἀπὸ ἑσπερίων, καὶ συναθροίσας καὶ αὐτὸς ἅπαντα τὸν στρατὸν αὐτοῦ ἀνατολῆς τε καὶ δύσεως, καὶ αὐτοὺς τοὺς φυλάσσοντας τὴν πόλιν, κατὰ πρόσωπον ἤλαυνε. Καὶ περάσας τὴν Φιλίππου καὶ τὰ ὄρη τὰ ὑπερμεγέθη καὶ ἐν τοῖς λιβᾶσι καταντήσας τοῖς πρὸς Σοφίαν, ἐκεῖ αὐτοὺς ἀπεκδέχετο. Τῇ ἐπιούσῃ τοίνυν ἐμφανείς γενόμενοι οἱ χριστιανοὶ καὶ κατὰ σειρὰν παραστάντες, συνασπισμὸν ποιησάμενοι πρῶτον τὸ μέσον διέρρηξαν τῆς τῶν πολεμίων φάλαγγος, λίαν εὐρώστως ἀγωνιζόμενοι καὶ κατακόπτοντες τοὺς ἀνθισταμένους, ἕως διήλασαν καὶ ἐς αὐτὴν τὴν τῶν πολεμίων οὐραγίαν. Καὶ συστρέψαντες αὖθις πάντ’ ἔδρων τὰ κράτιστα, ὡς ἀπράκτους ἤδη φαίνεσθαι τοὺς τῶν Τούρκων σφενδονήτας τε καὶ τοξότας. Ὡς δὲ οἱ τῆς Φλάνδρας εἶδον τὸν πόλεμον δεξιῶς πρὸς τοὺς Τούρκους ἀντικαθιστάμενον καί, τὰ πρὸς φυγήν, ὁρμώμενοι, καὶ αὐτοὶ χύδην ὄπισθεν ἔτρεχον καὶ τὰς παρεμβολὰς τῶν Τούρκων διαβάντες καὶ αἱματόφυρτα τὰ τέλματα τοῦ πεδίου ἐργασάμενοι εἰς τὰς αὐτῶν παρεμβολὰς ὑπέστρεφον.

Ο Βαγιαζήτ συντρίβει τούς χριστιανούς (25 Σεπτεμβρίου 1396)

Οι Τούρκοι που ονομάζονται Πύλη,12 δηλαδή φρουροί τού παλατιού, οι οποίοι είναι εξαγορασμένοι σκλάβοι από διαφορετικά χριστιανικά έθνη και ήσαν σε αριθμό πάνω από δέκα χιλιάδες, κρύβονταν σε κάποια λόχμη για να μην τούς εντοπίσουν. Με την πρώτη κραυγή, όρμησαν όλοι μαζί με τον αρχηγό τους Βαγιαζήτ εναντίον των Φράγκων και των Ούγγρων. Τούς κύκλωσαν και συνεπλάκησαν σε μάχη, σκοτώνοντας μερικούς με το σπαθί και τρέποντας τούς άλλους σε φυγή. Στρέφοντας οι Φλαμανδοί είδαν τη φυγή των Ούγγρων και τούς Τούρκους να φωνάζουν την κραυγή τού πολέμου, να αλαλάζουν και να τρέχουν. Ξαφνικά εμφανίστηκαν κι άλλοι Τούρκοι. Πέφτοντας πάνω στους Φράγκους με μεγάλη φασαρία και ήχους σαλπίγγων, καταδίωκαν μερικούς, άλλους έβαζαν κάτω από τα άλογα, ενώ σκότωναν εκείνους που αντιστέκονταν. Οι επιζώντες διέφυγαν προς τον Δούναβη, όπου η πλειοψηφία τους έπεσαν στον ποταμό και πνίγηκαν. Ευγενείς όπως ο δούκας τής Φλάνδρας και τής Βουργουνδίας, μαζί με άλλους Γάλλους και υψηλούς βαρόνους, συνελήφθησαν ζωντανοί. Ο Βαγιαζήτ τούς έστειλε στην Προύσα όπου φυλακίστηκαν και αργότερα ελευθερώθηκαν με πληρωμή μεγάλου ποσού λύτρων, έχοντας δώσει ως εγγυητή τους τον άρχοντα τής Μυτιλήνης, τον γιο τού προαναφερθέντος Φραντσέσκο Γκατελούζο.13

[13.9] Οἱ δὲ Τοῦρκοι σὺν τῷ ἀρχηγῷ Παγιαζήτ, οἵτινες Πόρτα καλεῖται οἷον θύρα τοῦ παλατίου τῆς αὐλῆς, ὄντες ἀργυρώνητοι πάντες καὶ ἐκ διαφόρων γενῶν τῶν ἀπαριθμουμένων ἐν χριστιανοῖς, ὑπὲρ μυρίους ὄντας καὶ ἐν λόχμῃ τινὶ κεκρυμμένους διὰ τὸ ἀνύποπτον, συμφρονήσαντες αὐτοβοεί τε κατὰ τῶν Φράγκων καὶ τῶν Οὔγγρων ὁρμήσαντες καὶ κατὰ κύκλον περιελθόντες καὶ συμμίξαντες, τοὺς μὲν ἔργον ἀπέφαινον ξίφους, τοὺς δὲ φυγάδας ἐποίουν. Στραφέντες δὲ οἱ τῶν Φρανδάλων καὶ ἰδόντες τὴν τροπὴν τῶν Οὔγγρων καὶ τοὺς Τούρκους ἀλαλάζοντας καὶ εἰς ἀέρα φωνὰς πέμποντας καὶ κατόπιν τρέχοντας, ἐξαίφνης ἄλλοι σὺν βοῆ ταραχώδει καὶ σαλπίγγων ἠχῇ ἐπεισπεσόντες τοῖς Φράγγοις, τοὺς μὲν ἐδίωξαν, ἄλλους δὲ ἔβαλον κάτω τῶν ἵππων καὶ τοὺς ἑτέρους τοὺς ἀνθισταμένους κατέσφαξαν, καταδιώξαντες τοὺς λοιποὺς ἄχρι Δανούβεως, ὧν οἱ πλεῖστοι ἐν τῷ ποταμῷ ἔρριψαν ἑαυτοὺς καὶ ἀπεπνίγησαν. Ἐζώγρησαν οὖν ζῶντας μεγιστάνας, τὸν δοῦκα τῶν Φρανδάλων καὶ Μπεργονίας καὶ ἑτέρους Φραντζέζιδας καὶ ὑψηλοτάτους μπαρούνιδας, οὕς πέμψας ἐν τῇ Προύσῃ ἀπέκλεισεν καὶ διὰ πολλῶν χρημάτων ἀπεμπόλησεν, δόντες ἐγγυητὴν τὸν αὐθέντην Μιτυλήνης καὶ υἱὸν τοῦ προρρηθέντος Φραντζήσκου τοῦ Γατελούζου.

Ο Βαγιαζήτ απαιτεί την παράδοση τής Κωνσταντινούπολης (1396-1397)

Ο Βαγιαζήτ, πολύ ενθουσιασμένος από μια τέτοια καλή τύχη, έστειλε πρέσβεις στον αυτοκράτορα Μανουήλ απαιτώντας την παράδοση τής Πόλης, αλλά ο αυτοκράτορας δεν έδωσε καμία απάντηση. Η πλειοψηφία των Κωνσταντινουπολιτών, υποφέροντας από λιμό και βαθιά ταλαιπωρημένοι, θα προτιμούσαν να παραδώσουν την Πόλη. Όταν όμως θυμούνταν εκείνα που διαπράχθηκαν από τούς Τούρκους στην Ασία, την καταστροφή πόλεων, την ερήμωση των ιερών ναών, τις συνεχείς ταραχές και συκοφαντίες που τούς ανάγκαζαν να αποκηρύξουν την πίστη τους, άλλαζαν γρήγορα γνώμη, λέγοντας:

[14.1] Φυσιωθεὶς οὖν ἐν τῷ τοιούτῳ εὐτυχήματι καὶ λίαν ἐπαρθεὶς πέμπει πρὸς τὸν βασιλέα Μανουὴλ ἀποκρισιαρίους, ζητῶν τὴν πόλιν αὐτὸς δὲ οὐδ’ ἀπόκρισιν ἔδωκεν. Οἱ δὲ πλεῖστοι τῆς πόλεως βιαζόμενοι ὑπὸ τοῦ λιμοῦ, συνεθλίβοντο μὲν καὶ δώσειν προαιροῦντο τὴν πόλιν. Ἀλλ’ ὑπομιμνήσκοντες τὰ πραχθέντα ἐν τῇ Ἀσίᾳ παρὰ τῶν Τούρκων, τὴν φθορὰν τῶν πόλεων, τὴν ἐρήμωσιν τῶν ἱερὼν τεμενῶν, τοὺς καθ’ ἑκάστην ὥραν πειρασμοὺς καὶ συκοφαντίας τοῦ ἐξομόσασθαι τὴν εὐσέβειαν, ὀπισθόρμως τὸν νοῦν ἤλαυνον λέγοντες·

«Ας μην εγκαταλείψουμε. Ας εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στον Θεό. Ας υπομείνουμε λίγο ακόμη, και ποιος ξέρει; Ίσως ο Θεός, παραβλέποντας τις αμαρτίες μας, μάς δείξει έλεος όπως έκανε κάποτε για τούς Νινευίτες και μας σώσει από αυτό το θηρίο».

«Μή ἀποκάμωμεν· θήσωμεν εἰς Θεὸν τὰς ἐλπίδας ἡμῶν· ἔτι μικρὸν ὑπομείνωμεν καὶ τίς οἶδεν, εἰ ἄρα ὁ Θεὸς παριδὼν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, ὥς ποτε τοὺς Νινευΐτας ἐλεήσει καὶ σώσει ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ θηρίου τούτου.»

Όσο περισσότερο ο τύραννος έβλεπε τούς Κωνσταντινουπολίτες να αντιστέκονται και να μην ανταποκρίνονται στις επιθυμίες του, τόσο περισσότερο αγρίευε και οργιζόταν εναντίον τής Πόλης.

Ὁ δὲ τύραννος ὅσον ἔβλεπε τοὺς Πολίτας άνθισταμένους καὶ μὴ ἐνδόντας τοῖς αὐτοῦ θελήμασιν, τοσοῦτον ἠγρίαινε καὶ ἐθυμοῦτο κατὰ τῆς πόλεως.

Πεθαίνει ο Ανδρόνικος Δ’ (28 Ιουνίου 1385)

Τι συνέβη στη συνέχεια; Ο Ανδρόνικος [Δ’], ο αδελφός τού αυτοκράτορα Μανουήλ [Β’], πέθανε στη Σηλυμβρία.14 Όταν ο έφηβος γιος του Ιωάννης [Ζ’] έφτασε στην ηλικία τής ωριμότητας και διαδέχτηκε στο αξίωμα τον πατέρα του, ο Βαγιαζήτ [Α’] τού ζήτησε τη Σηλυμβρία. Ο Ιωάννης, ο οποίος δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό, διηγούνταν τις αδικίες που είχε υποστεί αυτός και ο πατέρας του από τον παππού του [τον Ιωάννη Ε’]. Υποστήριζε ότι κανονικά η αυτοκρατορία ανήκε σε αυτούς, ενώ εκείνος, που τούς είχε αδικήσει, είχε δώσει την αυτοκρατορική εξουσία στον δεύτερο γιο

[14.2] Τί δὲ συνέβη; Ὁ πρὸ μικροῦ λαληθεὶς Ἀνδρόνικος καὶ ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως Μανουὴλ ἦν τεθνηκὼς ἐν Σηλυβρίᾳ, Ὁ δὲ μείραξ Ἰωάννης, ὁ υἱὸς αὐτοῦ, ἀνδρωθεὶς καὶ τὸν τόπον ἐπέχων τὸν πατρικόν, ἐζητεῖτο παρὰ τοῦ Παγιαζὴτ Σηλυβρία. Ὁ δὲ οὐκ ἠνέσχετο, λέγων καὶ διηγούμενος τὴν ἀδικίαν, ἥν ἔπαθεν παρὰ τοῦ πάππου αὐτοῦ, αὐτὸς καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ. Καὶ ἀνέκειτο εἰς αὐτοὺς τὸ βασίλειον, ὁ δὲ ἀδικήσας αὐτοὺς ἔδωκε τὴν βασιλείαν τῷ δευτέρῳ υἱῷ

«και στον πατέρα μου το φρούριο που βλέπετε τώρα. Και αν το πάρετε κι αυτό, θα έχω αδικηθεί ακόμη περισσότερο».

«καὶ τὸν ἐμὸν πατέρα τὸ πολίχνιον τοῦτο, ὡς ὁρᾷς· εἰ δὲ καὶ σὺ τοῦτο λάβεις, ὑπερηδίκημαι.»

Τότε ο Βαγιαζήτ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να αλλάξει τακτική. Από τότε, όποτε ζητούσε την παραχώρηση τής Κωνσταντινούπολης, δεν παρέλειπε ποτέ να αναφέρει το όνομα τού Ιωάννη, ανιψιού τού Μανουήλ, λέγοντας:

Τότε ὁ Παγιαζὴτ χώραν εὑρῶν, ἄλλην ἐτράπη· ζητῶν γὰρ ἔκτοτε τὴν Κωνσταντίνου, καὶ τὸ τοῦ Ἰωάννου, τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ Μανουήλ, ὄνομα οὐκ ἔλειπε λέγων·

«Μανουήλ, βγες εσύ από την Πόλη. Άφησε τον Ιωάννη να μπει ως νόμιμος διάδοχος τής αυτοκρατορίας και εγώ θα τηρήσω έξω κατάσταση απόλυτης ηρεμίας και ειρήνης με τούς Κωνσταντινουπολίτες».

«Ἔξελθε, σὺ Μανουήλ, ἐκ τῆς Πόλεως· εἰσαχθήτω ὁ Ἰωάννης ὡς φύσει κληρονόμος τῆς βασιλείας καὶ ἐγὼ παντοίαν γαλήνην ἕξω καὶ εἰρηναίαν κατάστασιν σὺν τοῖς Πολίταις.»

Ο Βαγιαζήτ υποστηρίζει τις αξιώσεις τού Ιωάννη Ζ’

Ο αυτοκράτορας Μανουήλ γνώριζε ότι ο λαός κλονιζόταν τότε από διαφωνίες. Η μία φλογερή φατρία υποκινούσε τούς πολίτες σε στάση, ενώ η άλλη, εξαιρετικά τολμηρή, φώναζε:

[14.3] Τότε ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ ὁρῶν τὸν δῆμον ἐν διχοστασίαις σαλευόμενον —καὶ τὸ μὲν ἀνταῖρον ἦν καὶ καταβοῶν, τὸ δὲ καὶ μάλα ἐνθαρρύνετο καὶ ἐκέκραγεν, ὡς·

«Αφήστε τον Ιωάννη να μπει στην Πόλη και να σταματήσουν τα σκάνδαλα».

«Ἰωάννης εἰσαχθήτω καὶ ἀρθήτω τὰ σκάνδαλα·»—

Ο αυτοκράτορας Μανουήλ, ο οποίος ήταν συνετός και πολύ ευφυής, βλέποντας ότι ο όχλος διαμαρτυρόταν και τον κατηγορούσε ότι δεν επέστρεφε τον θρόνο στον διάδοχο και ότι δεν ασχολούνταν με τη σωτηρία τού κράτους επειδή ήθελε να κυβερνάει τυραννικά, συνέλαβε ένα πολύ σοφό και λογικό σχέδιο. Ειδοποίησε τον Ιωάννη, που βρισκόταν τότε σταθμευμένος έξω από την Κωνσταντινούπολη με δέκα χιλιάδες Τούρκους. Αντάλλαξε μαζί του όρκους, ώστε να μπει ο Ιωάννης στην Πόλη και να παραδώσει σε αυτόν την αυτοκρατορία των Ρωμαίων. Ο ίδιος ο Μανουήλ θα αναχωρούσε με τις γαλέρες που βρίσκονταν εκεί και θα απέπλεε προς οποιονδήποτε προορισμό ήθελε ο Θεός. Ο Ιωάννης πείστηκε από τα λόγια και τούς όρκους και μπήκε. Ο αυτοκράτορας τον δέχτηκε ευγενικά και τού παρέδωσε το παλάτι. Αφού μίλησε ενώπιον όλων των ευγενών και των εκπροσώπων τού λαού, ο Μανουήλ επιβιβάστηκε σε γαλέρες με τη γυναίκα και τα παιδιά του και έφυγε από την Πόλη, παραδίδοντας την αυτοκρατορία στον Ιωάννη.15

ὁ δὲ βασιλεὺς Μανουὴλ σύννους ὤν καὶ παιδείας μεστός, ὁρῶν τὸν χυδαῖον λαὸν παραψιθυρίζοντα καὶ αἰτιῶντα, ὡς οὐ παραχωρεῖ τῷ ἐφέδρῳ τὴν καθέδραν, ἀλλὰ τυραννικῶς ἡγεμονεύειν ἐθέλων οὐ φροντίζει τὰ περὶ τῆς σωτηρίας τοῦ κοινοῦ, βουλὴν βουλεύεται σοφωτάτην καὶ μάλα συνετικήν. Μηνύει τῷ Ἰωάννῃ παρακαθημένῳ τότε τῇ Κωσταντίνου σὺν Τούρκοις χιλιάσι δέκα καὶ δίδει ὅρκους αὐτῷ καὶ λαμβάνει παρ’ αὐτοῦ τοῦ εἰσαχθῆναι ἐντὸς τῆς πόλεως καὶ παραδοῦναι αὐτῷ τὴν βασιλείαν τῶν Ῥωμαίων, αὐτὸς δὲ ὁ Μανουὴλ ἐξελθεῖν σὺν ταῖς τριήρεσι ταῖς εὑρισκομέναις καὶ ἀπελθεῖν, ὅπου ἄρα Θεὸς βούλεται. Πεισθεὶς οὖν τοῖς ρήμασι καὶ τοῖς ὅρκοις εἴσεισι· καὶ δὴ φιλοφρόνως δεξάμενος αὐτὸν ὁ βασιλεὺς καὶ παραδοὺς αὐτῷ τὸ παλάτιον καὶ δημηγορήσας κατενώπιον πάντων τῶν ἀρίστων καὶ τῶν τοῦ δήμου, αὐτὸς ἐν τριήρεσιν ἐμβὰς σὺν γυναικὶ καὶ τέκνοις ἐξῆλθε τῆς Πόλεως, παραδοὺς τὴν βασιλείαν τῷ Ἰωάννῃ.

Ποιος ήταν ο στόχος τού Βαγιαζήτ και ποια ήταν η πρόθεση τού αυτοκράτορα Μανουήλ; Ο Βαγιαζήτ φανταζόταν ότι θα έπαιρνε την Πόλη από το χέρι τού Ιωάννη. Το είχε ζητήσει εκ των προτέρων και ο Ιωάννης είχε δώσει την υπόσχεσή του. Αντί για την Πόλη, ο Βαγιαζήτ είχε υποσχεθεί με όρκο να παραδώσει στον Ιωάννη την Πελοπόννησο και στο εξής να βρίσκονται σε κατάσταση ειρήνης. Ο αυτοκράτορας, ευσεβής και συνετός χριστιανός, θυμόταν τα λόγια τής Αγίας Γραφής, όταν έβλεπε όλους τούς υπηκόους του να υποφέρουν από την πείνα. Γιατί ένας μόδιος σιταριού πουλιόταν για περισσότερα από είκοσι νομίσματα. Και πού μπορούσε να βρεθεί νόμισμα;16 Το κρασί επίσης, ενώ υπήρχε έλλειψη και άλλων αναγκαίων τροφίμων. Από απόλυτη ανάγκη, οι απλοί άνθρωποι σκέφτονταν την απιστία και την προδοσία τής χώρας τους. Και αυτός [ο Μανουήλ] εξομολογιόταν στον Θεό κάθε ώρα και μέρα, προσευχόμενος:

[14.4] Τίς δὲ ὁ σκοπὸς τοῦ Παγιαζὴτ καὶ τίς ὁ τοῦ βασιλέως Μανουήλ; Ὁ μὲν Παγιαζὴτ ἐφαντάζετο τὴν πόλιν ἔχειν ἐκ χειρὸς τοῦ Ἰωάννου· καὶ γὰρ προεζήτησε τοῦτο καὶ αὐτὸς ὑπέσχετο· καὶ ὁ Παγιαζὴτ ἀντὶ τῆς πόλεως ὑπέσχετο δώσειν τὴν Πελοπόννησον ἐνόρκως καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἔχειν εἰρηναίαν κατάστασιν. Ὁ δὲ βασιλεὺς χριστιανικώτατος ὤν καὶ μεμυημένος τὰ θεῖα καὶ ἐν φρονήσει μεστός, ὁρῶν τὸ ὑπήκοον ἅπαν ταλαιπωρούμενον ὑπὸ ἐνδείας, μόδιος γὰρ σίτου ὑπὲρ τὰ εἴκοσι νομίσματα· καὶ ποῦ νόμισμα; οἴνου τὸ ὁμοίως· καὶ ἄλλων ἀναγκαίων τροφῶν λείψις· ἐξ ἀνάγκης ὁ κοινὸς λαὸς εἰς ἀπιστίαν καὶ προδοσίαν πατρίδος ἑώρα· καί αὐτὸς ἐξωμολογεῖτο καθ’ ἑκάστην ὥραν τε καὶ ἡμέραν τῷ Θεῷ, λέγων

«Μη μού συμβεί αυτό, Χριστέ, Κύριε. Ας μην ακουστεί στα αμέτρητα χριστιανικά έθνη, ότι στις ημέρες τού Μανουήλ, τού αυτοκράτορα, παραδόθηκε η Πόλη και τα μέσα σε αυτήν άγια και πολύτιμα σκεύη στους ασεβείς και εχθρούς τού Χριστού».

«Μή μοι γένοιτο, Χριστὲ βασιλεῦ, μηδὲ ἀκουσθήτω ἐν τοῖς ἀπείροις ἔθνεσι τῶν χριστιανῶν, ὅτι ἐν ἡμέραις Μανουὴλ τοῦ βασιλέως παρεδόθη ἡ Πόλις καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἅγια καὶ τίμια σκεύη τοῖς ἀσεβέσι καὶ χριστομάχοις·»

Βρίσκοντας λοιπόν ότι ο Ιωάννης συνεργαζόταν τότε με τον τύραννο για να τον κάνει αυτοκράτορα και ότι ο τύραννος υποστήριζε τον Ιωάννη για δικό του όφελος, ο Μανουήλ είπε:

Εὑρὼν οὖν τότε τὸν Ἰωάννην συνεργοῦντα τῷ τυράννῳ τοῦ ποιῆσαι αὐτὸν βασιλέα, καὶ ὁ τύραννος φροντίζων τὴν πραγματείαν ὡς ὑπὲρ ἐκείνου, ὁ Μανουὴλ εἴρηκε

«Σώσε τον εαυτό σου και μη σκέφτεσαι τη θέση τού αυτοκράτορα».

«τό σῶζον σῴζου καὶ μὴ μελέτω σοι περὶ βασιλείας».

Ο Μανουήλ Β’ ταξιδεύει στην Ιταλία και στη Γαλλία

Όταν ήρθε στην ακτή τής Πελοποννήσου, ο Μανουήλ άφησε εκεί την αυτοκράτειρα με τα παιδιά, γιατί ο Ιωάννης ήταν βρέφος και ο Θεόδωρος νήπιο. Τούς άφησε στη Μεθώνη και έστειλε πίσω τις γαλέρες. Στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε ένα από τα μεγάλα ιστιοφόρα πλοία και ταξίδεψε στη Βενετία, το Μιλάνο, τη Γένουα, τη Φλωρεντία και τη Φερράρα. Διασχίζοντας όλη την Ιταλία, προχώρησε από την Προβηγκία στη Γερμανία, δηλαδή στη Φραγκία [Γαλλία]. Όλοι οι βασιλείς και οι δούκες και οι κόμητες τον τίμησαν και τον αντάμειβαν με δώρα σαν να ήταν ημίθεος. Περνώντας από όλη τη Φραγκία και διασχίζοντας τα σύνορα της Αλαμανίας [Γερμανίας;], επέστρεψε στη Βενετία. Οι Ενετοί τον φιλοξένησαν όπως έπρεπε και αφού τού έδωσαν πολλά δώρα, επέστρεψε στη Μεθώνη με τις γαλέρες τους. Εκεί συνάντησε την αυτοκράτειρα και τα παιδιά του και περίμενε ποιες κακοτυχίες θα έρχονταν στην Πόλη ή, μάλλον, ποιες δυστυχίες θα έρχονταν στο έθνος των Ρωμαίων.17

[14.5]Ἐλθὼν δὲ ἐν τοῖς παραλίοις τοῦ Πέλοπος ἀφῆκε τὴν δέσποιναν σὺν τοῖς τέκνοις ἐκεῖ· εἶχε γὰρ τὸν Ἰωάννην βρέφος καὶ τὸν Θεόδωρον νήπιον. Καταλείψας δ’ αὐτοὺς ἐν Μεθώνῃ, καὶ τὰς τριήρεις ὄπισθεν πέμψας, αὐτὸς ἐν μιᾷ τῶν μεγάλων νηῶν εἰσελθὼν ἔπλει εἰς Βενετίαν, εἰς Μεδιόλανα, Γένουαν, Φλωρεντζίαν, Φεραρίαν, καὶ ἅπασαν Ἰταλίαν διελθὼν ἀπὸ Προβέντζας ἐχώρει εἰς Γερμανίαν ἥτοι Φραγγίαν· καὶ πάντες οἱ ῥηγάδες καὶ δοῦκαι καὶ κόντιδες ἐτίμων αὐτὸν καὶ ὡς ἡμίθεον δώροις ἠμείβοντο· διελθὼν δὲ πᾶσαν Φραγγίαν καὶ εἰς τὰ τῶν Ἀλαμανῶν ὅρια περάσας πάλιν ἦλθεν εἰς Βενετίαν. Οἱ δὲ Βένετοι πρεπόντως φιλοξενήσαντες καὶ σὺν δώροις πλείστοις ἀποπέμψαντες, ἐστράφη εἰς Μεθώνην σὺν ταῖς αὐτῶν τριήρεσι καὶ συντυχὼν τῇ δεσποίνῃ καὶ τοῖς τέκνοις ἐκάθητο καραδοκῶν τὰ τῆς πόλεως ἀτυχήματα, μᾶλλον τὰ τοῦ ἔθνους τῶν Ῥωμαίων δυστυχήματα.

Ο Βαγιαζήτ ταπεινώνει πρεσβεία τού Τιμούρ για τα εμιράτα τής Ανατολίας

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης18 μπήκε στην πόλη και στέφθηκε αυτοκράτορας. Στη συνέχεια, για να συμμορφωθεί με το αίτημα τού Βαγιαζήτ, έβαλε έναν Τούρκο δικαστή για να αποφαίνεται σύμφωνα με τον αραβικό νόμο για τις διαφωνίες μεταξύ Ρωμαίων και Τούρκων. Επίσης όλα τα εδάφη που ανήκαν στους Ρωμαίους μέχρι τη Σηλυμβρία, συμπεριλαμβανομένης τής Σηλυμβρίας, παραχωρήθηκαν στον Βαγιαζήτ. Ο Ιωάννης βασίλευε μόνο μέσα στην Πόλη.

[15.1] Ὁ δὲ βασιλεὺς Ἰωάννης εἰσελθὼν ἐν τῇ πόλει καὶ στεφθεὶς βασιλεὺς εἰσῆξε πρῶτον κατὰ τὸ αἴτημα τοῦ Παγιαζὴτ κριτὴν Τοῦρκον, ὅς τὰς ἀμφιβολίας τὰς ἀναμεταξὺ συμβαινούσας Ῥωμαίοις καὶ Τούρκοις αὐτὸς διέκρινε κατὰ τὸν Ἀραβικὸν νόμον. καὶ πάντα ὅσα εἶχον Ῥωμαῖοι μέχρι Σηλυμβρίας, καὶ αὐτὴ Σηλυμβρία τοῦ Παγιαζὴτ ἐγένοντο, καὶ ὁ Ἰωάννης ἦν βασιλεύων μόνον ἐντὸς τῆς πόλεως.

Στην Προύσα ο Βαγιαζήτ αναπαυόταν βλέποντας τα πλούσια σε φύλλωμα δέντρα τής καλής τύχης να είναι γεμάτα καρπούς. Απολάμβανε καθημερινά τα κελαηδίσματα πολλών πουλιών. Τίποτε όμορφο δεν τού έλειπε από τούς διάφορους λαούς, είτε επρόκειτο για ζώο ή για μέταλλο ή για οτιδήποτε άλλο στον κόσμο που τού έδωσε ο Θεός ευχάριστη όψη. Τίποτε δεν υπήρχε που να μη βρίσκεται στους θησαυρούς του. Αγόρια και κορίτσια, επιλεγμένα για το άψογο σώμα τους και την ομορφιά τού προσώπου τους, τρυφερά νεαρά παιδιά και κορίτσια που έλαμπαν περισσότερο από τον ήλιο. Παιδιά ποιών; Ρωμαίων, Σέρβων, Βλάχων, Αλβανών, Ούγγρων, Σαξόνων, Βουλγάρων και Λατίνων, που καθένα μιλούσε στη δική του γλώσσα και βρίσκονταν όλα εκεί ενάντια στη θέλησή τους. Και ο Βαγιαζήτ, ζώντας στην αδράνεια και την ακολασία, δεν σταματούσε να επιδίδεται στη λαγνεία, ασελγώντας πάνω σε αγόρια και κορίτσια.

[15.2] ὁ δὲ Παγιαζήτ καθήμενος ἐν Προύσῃ, καὶ τὰ τῆς εὐτυχίας ὑψίκομα δένδρα ὁρῶν καρποῖς βρίθοντα καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἀδεῶς κατατρυφῶντα ἐν διαφόροις στρουθῶν κελαδίσμασιν· οὐ γὰρ ἔλλειπέ τι τῶν ἐν τοῖς γένεσι τῶν γλωσσῶν ὡραῖον, εἴτε ἐν σώματι ζώου ἤ μετάλλου ἤ ἄλλης τινός ἐν τῷ κόσμῳ δοθείσης παρὰ τοῦ θεοῦ ἡδέας ὄψεως, τοῦ μὴ εἶναί τε καὶ εὑρίσκεσθαι ἐν τοῖς θησαυροῖς αὐτοῦ. ἐκλεγόμενα τοίνυν τὰ καθαρὰ τῶν σωμάτων καὶ τῶν ὡραίᾳ τῇ ὄψει ἀρρένων τε καὶ θηλέων παρίσταντο, παιδάρια νέα καὶ τρυφερά, καὶ κόραι ὑπὲρ τὸν ἥλιον λάμπουσαι, τίνων; Ῥωμαίων, Σέρβων, Βλάχων, Ἀλβανίτων, Οὔγγρων, Σάξων, Βουλγάρων καὶ Λατίνων. ἕνα ἕκαστον μελωδοῦντα τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ καὶ μὴ βουλευομένων. αὐτὸς δὲ καθήμενος καὶ κατασπαταλῶν οὐκ ἐπαύετο ἀφροδισιάζων, ἐν ἀρρένοις ἀσελγαίνων καὶ θήλεσι.

Αυτές είναι οι συνέπειες των αμαρτιών μας! Δίκαιη είναι η τιμωρία τού Θεού! Αλλά εσύ, Κύριε, να αποδώσεις και σε αυτούς σύμφωνα με τα έργα τους. Παράβλεψε τις αμαρτίες μας δέσποτα και μην αφήσεις να σπάσουμε σαν καλάμι, αλλά κοίταξέ μας με το εύσπλαχνο βλέμμα σου.

[15.3] ταῦτα τῶν παρανομιῶν ἡμῶν τὰ ἐπίχειρα. δικαία ἡ τοῦ θεοῦ παίδευσις. ἀλλὰ σύ, κύριε, ἀπόδος καὶ αὐτοῖς κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν. πάριδε τὰς ἀνομίας ἡμῶν, δέσποτα, καὶ μὴ ἐάσῃς συντριβῆναι ἡμᾶς ὡς καλάμην στυπίου, ἀλλὰ βλέψον εἰς ἡμᾶς ἱλέῳ ὄμματί σου.

Ενώ ο Βαγιαζήτ περνούσε τον καιρό του ζώντας έκφυλα, ενημερώθηκε μια μέρα ότι είχαν φτάσει πρέσβεις από την Περσία ζητώντας να δουν τον ηγεμόνα.

[15.4] κατασπαταλοῦντος οὖν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἰδοὺ μήνυμα ὡς ἀποκρισιάριοι ἤλθοσαν ἀπὸ Περσίας ζητούντες ἰδεῖν τὸν ἡγεμόνα.

«Από ποιόν;» ρώτησε.

«ἀπὸ τίνος;» ἀπεκρίνετο,

«Από τον Τιμούρ-χαν, τον σουλτάνο Περσίας και Βαβυλώνας», απάντησαν.

οἱ δὲ «παρὰ τοῦ Τεμὺρ χὰν σουλτάνου Περσίας καὶ Βαβυλῶνος.»

Πρόσταξε να τούς δοθεί ένα μέρος για να ξεκουραστούν. Τούς κάλεσε ύστερα από λίγες ημέρες, ζητώντας να μάθει τον σκοπό τής πρεσβείας τους. Αυτοί ήρθαν ενώπιόν του σε ακρόαση και είπαν:

ὁ δὲ προσέταξε τοῦ δοῦναι αὐτοῖς τόπον εἰς ἀνάπαυσιν, μετὰ δέ τινας ἡμέρας προσκαλεσάμένος αὐτοὺς ἐζήτει τὰ τῆς πρεσβείας ἀκοῦσαι. οἱ δὲ ἐλθόντες καὶ παραστάντες ἐνώπιον αὐτοῦ ἔφησαν

«Ο μεγάλος χαν Τιμούρ σε ενημερώνει με εμάς, τούς δούλους του, ότι δεν επιτρέπεται να αρπάζεις περιοχές άλλων για να γίνεις με αυτές σπουδαίος κυβερνήτης. Να αρκεστείς σε αυτά που σού έχει δώσει ο Θεός, τα οποία πήρες από τούς άπιστους. Τις επαρχίες τις οποίες έχεις αρπάξει από τούς άλλους [μουσουλμάνους] ηγεμόνες με ληστρικό τρόπο, να τις επιστρέψεις αμέσως, ώστε να τα έχεις καλά με τον Θεό και να έχεις και τις ευχαριστίες και τον έπαινο αυτών των ηγεμόνων.19 Αν δεν το κάνεις, θα είμαι εγώ ο εκδικητής τους μαζί με τον Θεό».

«ὁ μέγας χὰν Τεμὺρ δι’ ἡμᾶς τοὺς δούλους αὐτοῦ μηνύει σοι λέγων ὅτι οὐκ ἔξεστίν σοι ἁρπάζειν τὰ ἀλλότρια καὶ δι’ αὐτῶν γενέσθαι σε μέγας ἀρχηγός. ἀρκοῦ εἰς ὅσα σοι ὁ θεὸς δέδωκε παρὰ τῶν ἀπίστων λαβών. τὰς δὲ ἐπαρχίας ἅς παρὰ τῶν λοιπῶν ἡγεμόνων ληστρικῶς ἥρπασας, παρευθὺ στρέψας δός, ἵνα καὶ παρὰ θεῷ εὔ σοι γένηται καὶ παρὰ τῶν λοιπῶν ἡγεμόνων εὐχαριστίας καὶ ἐπαίνους ἕξεις. εἰ δὲ μὴ, ἐγὼ ἔσομαι σὺν θεῷ ἐκδικητὴς αὐτῶν.»

Αφού οι πρεσβευτές είπαν αυτά και πολλά άλλα, ο Βαγιαζήτ διέταξε να ξυριστούν τα γένια τους με ξυράφι και να σταλούν πίσω ατιμασμένοι, λέγοντάς τους:

ταῦτα καὶ ἄλλα πλείω εἰπόντες, ὁ Παγιαζὴτ ἐκέλευσεν ξυρίῳ καθᾶραι τοὺς πώγωνας καὶ ἀποπέμψαι ἀτίμους, φήσας αὐτοῖς

«Πηγαίνετε και ενημερώστε τον κύριό σας να έρθει γρήγορα, γιατί τον περιμένω. Αν δεν έρθει, τότε να είναι χωρισμένος από τη νόμιμη σύζυγό του».

«ὑπάγετε, ἀπαγγείλατε τῷ κυρίῳ ἡμῶν, ἐρχέσθω ταχύ· ἐκδέχομαι γὰρ αὐτόν. ἔστω κεχωρισμένος ἀπὸ τῆς αὐτοῦ νομίμου γαμετῆς, εἰ μὴ ἔλθοι.»

Αφού τούς είπε αυτά και άλλα χλευαστικά λόγια, τούς έδιωξε ντροπιαστικά. Ο ίδιος δεν παραμέλησε τις δικές του υποθέσεις, αλλά οδήγησε όλες τις δυνάμεις του προς τις πάνω περιοχές τής Αρμενίας.

ταῦτα καὶ ἕτερα ἀδολεσχήματα εἰπὼν πρὸς αὐτοὺς ἀτίμως ἀπέπεμψεν· αὐτὸς δὲ μὴ ἀμελήσας, ἀλλὰ σὺν πάσῃ τῇ στρατείᾳ πρὸς τὰ ἀνώτερα μέρη τῆς Ἀρμενίας ἐστράτευσεν.

Πριν από μερικά χρόνια ο Βαγιαζήτ είχε πάρει τη μεγάλη Σεβάστεια τής Καππαδοκίας.20 Κατά τη διάρκεια εκείνης τής εκστρατείας, αφού διέσχισε τα σύνορα τής Μεγάλης Αρμενίας και μπήκε στη χώρα των Τουρκο-Περσών,21 κατέλαβε μια από τις πόλεις τους που ονομάζεται Έρζιντζαν.22 Κατά την επιστροφή του ήρθε στην Προύσα. Στη συνέχεια, αφήνοντας την Προύσα, διέσχισε τον πορθμό [των Δαρδανελλίων], ήρθε στην Αδριανούπολη και έστειλε μήνυμα στον αυτοκράτορα Ιωάννη [Ζ’] λέγοντας:

[15.5] ἦν γὰρ τῷ προλαβόντι χρόνῳ λαβὼν τὴν τῆς Καππαδοκίας μεγάλην Σεβάστειαν, ἐν δὲ τῇ στρατείᾳ ταύτῃ διαβὰς τὰ ὅρια τῆς μεγάλης Ἀρμενίας καὶ εἰς τὴν τῶν Τουρκοπερσῶν γῆν εἰσελθὼν ἐκράτησε μίαν τῶν πόλεων λεγομένην Ἀρσυγγάν. ἐπαναζεύξας δὲ ἦλθεν ἐν Προύσῃ, ἀπάρας δὲ ἐκ τῆς Προύσης καὶ διαβὰς τὸν πορθμὸν ἦλθεν εἰς Ἀδριανούπολιν, καὶ τῷ βασιλεῖ Ἰωάννῃ μηνύει λέγων ὅτι

«Αν έδιωξα τον αυτοκράτορα Μανουήλ από την πόλη, το έκανα όχι για χάρη σου αλλά για δική μου. Αν θέλεις να είσαι φίλος μου, τότε φύγε από την Πόλη και θα σού δώσω όποια επαρχία θέλεις. Αλλά αν αρνηθείς, μάρτυρές μου ο Θεός και ο μεγάλος προφήτης ότι δεν θα λυπηθώ κανέναν, αλλά θα σκοτώσω όλους χωρίς εξαίρεση».

«ἐγὼ μὲν εἰ καὶ τὸν βασιλέα Μανουὴλ εξέωσα τῆς πόλεως, οὐ διὰ σὲ ἀλλὰ δι’ ἐμὲ τοῦτο πεποίηκα. εἰ μὲν βούλει τοῦ εἶναί σε ἡμέτερον φίλον, μετάστηθι τῶν ἐκεῖ, καὶ δώσω ἐπαρχίαν ἥν ἄν βούλῃ· εἰ δὲ μή γε, μάρτυς μοι θεὸς καὶ ὁ μέγας προφήτης, οὐ φείσομαί τινος, ἀλλὰ πάντας ἄρδην ὀλεσω.»

Όταν ο Βαγιαζήτ έστειλε αυτό και άλλα οργισμένα μηνύματα, οι Κωνσταντινοπολίτες εναπέθεσαν τις ελπίδες τους στον Θεό. Πολύ πριν είχαν φέρει στην Πόλη μικρό απόθεμα προμηθειών. Η απάντησή τους στον Βαγιαζήτ ήταν η εξής:

ταῦτα καὶ ἕτερα ὁ Παγιαζὴτ ὀργίλα πέμψας μηνύματα, αὐτοὶ τῷ θεῷ τὰς ἐλπίδας ἀνέθεντο· ἦσαν γὰρ προμελετηκότες ἐκ πολλῶν ὀλίγα πρὸς τροφήν. οἱ δὲ ἀπεκρίναντο λέγοντες

«Πηγαίνετε και πείτε στον κύριό σας: Είμαστε αδύναμοι και καταπιεσμένοι. Δεν υπάρχει μέρος όπου μπορούμε να βρούμε καταφύγιο, εκτός από τον Θεό που βοηθάει τους αδύναμους και καταπιέζει τούς καταπιεστές. Κάνε ό, τι θέλεις».

«ὑπάγετε, ἀναγγείλατε τῷ κυρίῳ ὑμῶν. ἡμεῖς ἐν ἀδυναμίᾳ ὄντες καὶ δυναστείᾳ πολλῇ οὐκ ἔχομεν ποῦ καταφυγεῖν, εἰ μὴ εἰς θεὸν τὸν βοηθοῦντα τοὺς ἀδυνάτους καὶ καταδυναστεύοντα τοὺς δυνάστας. καὶ εἴ τι βούλει, ποίει.»

Ο Τιμούρ καταλαμβάνει το Έρζιντζαν, τη Σεβάστεια, τη Δαμασκό και το Χαλέπι

Εκείνες τις ημέρες ήρθαν αγγελιοφόροι φέρνοντας μηνύματα από την Aμάσεια, ότι ο Τιμούρ-χαν εκστρατεύει εναντίον τής Συρίας. Ο Βαγιαζήτ διέσχισε τα στενά και μένοντας στην Προύσα έστειλε μηνύματα παντού, καλώντας όλες τις δυνάμεις του από την Ανατολή και τη Δύση. Ο Τιμούρ-χαν περνώντας από την Αρμενία, κατέλαβε πρώτα το Έρζιντζαν με τον νόμο τού πολέμου και κατέσφαξε όλους τούς αποίκους που είχε εγκαταστήσει εκεί ο Βαγιαζήτ. Ύστερα προχώρησε στη μεγαλούπολη τής Σεβάστειας και την περιχαράκωσε. Ζήτησε να τού παραδώσουν την πόλη, αλλά οι μέσα δεν ενέδωσαν, οπότε την κατέσκαψε από όλες τις πλευρές και την έκανε να στηρίζεται πάνω σε δοκάρια και σανίδες που πατούσαν σε θεμέλια, χωρίς να γνωρίζει κανένας από τούς μέσα εκείνα που γίνονταν εναντίον τους, γιατί οι υπονομευτές είχαν αρχίσει το σκάψιμο πάνω από ένα μίλι μακριά από την πόλη. Η πόλη ήταν χτισμένη από άψητα τούβλα. Τότε έστειλε πάλι μήνυμα στους μέσα λέγοντας:

[15.6] ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἦλθον μηνύματα φέροντες ἐξ Ἀμασείας ὡς ὁ Τεμὺρ χὰν στρατεύει κατὰ τῆς Συρίας. ὁ Παγιαζὴτ δὲ περάσας καὶ ἐν τῇ Προύσῃ διάγων πέμψας ἁπανταχοῦ προσεκαλεῖτο τὰς δυνάμεις πάσας τῆς ἑῴας καὶ τῆς δύσεως. ὁ δὲ Τεμὺρ χὰν διαβὰς τὴν Ἀρμενίαν ἐχειρώσατο πρῶτον τὸ Ἀρσυγγὰν πολέμου νόμῳ, καὶ πάντας τοὺς οἰκισθέντας παρὰ τοῦ Παγιαζὴτ ξίφει κατέσφαξεν. εἶτα ἐλθὼν εἰς Σεβάστειαν καὶ μεγαλόπολιν οὖσαν ἔπηξε χάρακα· καὶ ζητήσας τὴν πόλιν, καὶ μὴ ἐνδόντες οἱ ἐντός, κατορύξας γύροθεν ἔστησεν αὐτὴν ἐπάνω τῶν δοκῶν καὶ τῶν σανίδων κάτωθεν ἐκ θεμέθλων, μὴ γνόντος τινὸς τῶν ἐντὸς τὶ ἄρα ἐγεγόνει τὰ κατ’ αὐτῶν· ἦσαν γὰρ οἱ ὀρύκται ἀρξάμενοι τὴν ὀρυγὴν ἀπὸ μακρόθεν τῆς πόλεως μίλιον ἕν καὶ πλέον. ἦν δὲ ἡ πόλις ἐκ πλίνθου ὠμῆς οἰκοδομηθεῖσα. τότε πάλιν ἐμήνυσε τοῖς ἔνδον λέγων

«Αν θέλετε να σωθείτε, παραδώστε την πόλη».

«εἰ βούλεσθε τοῦ σώζεσθαι, παράδοτε τὴν πόλιν.»

Επειδή εκείνοι δεν πείθονταν, αλλά εκτόξευαν χωρίς μέτρο άσεμνες φράσεις, οι άνδρες του έβαλαν φωτιά στα δοκάρια πάνω στα οποία στηριζόταν η πόλη, η οποία γκρεμίστηκε συθέμελα και μπαίνοντας άρχισαν να σφάζουν αλύπητα και να γδύνουν τούς πολίτες. Ο Τιμούρ-χαν διέταξε να μαζευτούν όλοι οι προύχοντες τής πόλης και πρόσταξε να σκαφτούν λάκκοι σε μέγεθος τάφων και να τούς δέσουν με τρόπο που δεν είχε ποτέ σκεφτεί κανείς από τούς άλλους τυράννους. Λύγιζαν τον αυχένα τους και τον έβαζαν ανάμεσα στα σκέλη τους, μέχρι η μύτη κάθε ταλαίπωρου να φτάσει στον πρωκτό του, οι δε κνήμες και τα γόνατά του να κρέμονται δίπλα σε καθένα από τα αυτιά του. Ο άνθρωπος ριχνόταν στον τάφο σαν σφαιροειδής σκαντζόχοιρος. Βάζοντας σε κάθε μνήμα δέκα ή περισσότερους, δεν το γέμιζαν με χώμα, αλλά αφού το έκλειναν με σανίδες, έριχναν το χώμα από πάνω, ώστε να μην πεθάνουν εύκολα από πνιγμό. Τέτοιο βασανιστήριο επινόησε ο Σκύθης. Αφού κατέστρεψε εντελώς την πόλη, πήγε στα μέρη τής Φοινίκης και, προχωρώντας μέχρι τη Δαμασκό, έκαψε και λεηλάτησε και άρπαξε αμέτρητα πλούτη και πολλούς αιχμαλώτους. Αφού ερήμωσε τη Δαμασκό, προχώρησε στο Χαλέπι και το αφάνισε και μετέφερε πολλούς τεχνίτες στην Περσία. Αφού τρομοκράτησε τούς Άραβες, επέστρεψε στη Σαμαρκάνδη, τη μητρόπολη τής Περσίας. Ο Βαγιαζήτ, έχοντας ενημερωθεί για τα γεγονότα στο Έρζιντζαν, την πόλη τής Σεβάστειας και στη Συρία, στη Δαμασκό και το Χαλέπι, δεν σταματούσε να στρατολογεί στρατεύματα στην Ανατολή και την Ασία, συγκεντρώνοντας νέο στρατό και μεγαλώνοντάς τον πολύ.

αὐτοὶ δὲ μὴ πεισθέντες ἀλλὰ λοιδορίας ἐκχέαντες ἀμέτρους, πῦρ ἐνίησι ταῖς δοκοῖς αἷς ἐνίδρυτο ἡ πόλις, καὶ ἐκ τῶν θεμελίων κατέπεσε, καὶ εἰσελθόντες ἤρξαντο ἀφειδῶς κα-τακόπτειν καὶ σκυλεύειν τοὺς πολίτας. ὁ δὲ Τεμὺρ χὰν ἐκέλευσε πάντας τοὺς προύχοντας τῆς πόλεως συναθροῖσαι εἰς ἕν, καὶ προστάξας λάκκους ὀρύγειν ὡς τάφους μεγέθεις, καὶ δεσμεῖν αὐτοὺς δεσμὸν ὅν οὐκ ἐσοφίσατό τις τῶν τυράννων· τὸν γὰρ αὐχένα ὑποκλίναντες καὶ ἐν μέσῳ τῶν σκελῶν ὠθήσαντες, ἄχρις ἡ ρὶν τοῦ δυστυχοῦς ἐκείνου, ὁποίου ἄρα καὶ εἴη, κατάντησεν τῷ πρωκτῷ, αἱ δὲ κνῆμαι σὺν τοῖς γόνασι ἐξ ἑκατέρων τῶν ὤτων ἀπῃωρημέναι. καὶ ὁ ἄνθρωπος ὥσπερ κανθόχοιρος σφαιροειδὴς ἐν τῷ τάφῳ ἠκοντίζετο. καὶ δέκα ἤ καὶ πλείονες ἐν ἑνὶ μνημείῳ ὄντες, οὐ συνέκλειον χώμασιν, ἀλλὰ σανίσιν ἀσφαλίσαντες ἐπάνω τῶν σανίδων ἐχωμάτιζον, ἵνα μὴ εὐκόλως πνιγέντες ἀποβάλλωνται τοῦ ζῆν. τοιαύτην ὁ Σκύθης ἐπενοήσατο βάσανον. ἐπεὶ οὖν αὐτὴν εἰς τέλος ἠφάνισεν, ἔρχεται εἰς τὰ τῆς Φοινίκης μέρη καὶ ἕως αὐτῆς Δαμασκοῦ, καὶ ἐμπιπρᾷ καὶ λεηλατεῖ καὶ λαμβάνει πλοῦτον ἀναρίθμητον καὶ αἰχμαλωσίαν πολλήν. καὶ τὴν Δαμασκὸν ἐρημώσας ἐπὶ τὸ Χάλεπ διαβαίνει, καὶ αὐτὸ ἠφάνισεν, καὶ πολλοὺς τῶν τεχνῶν ἐπιστήμονας εἰς Περσίαν μετῴκισεν, καὶ τοὺς Ἄραβας φοβήσας ἐπανέζευξεν εἰς Σαμαρχὰντ μητρόπολιν Περσίας. ὁ δὲ Παγιαζὴτ ἀκούων τὰ γενόμενα ἐν τῷ Ἀρσυγγάν, ἐν Σεβαστείᾳ τῇ πόλει, ἐν Συρίᾳ καὶ ἐν τῇ Δαμασκῷ καὶ τῷ Χάλεπ, οὐκ ἐπαύετο ποιῶν ἀπογραφὰς ἔν τε ἑῴᾳ καὶ ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ἀθροίζων νέον στρατὸν καὶ ὑπὲρ περισσοῦ τοῦτον πληθύνων.

Οι φτωχοί Κωνσταντινουπολίτες και ο αυτοκράτορας, υψώνοντας τα χέρια τους προς τον Θεό ικέτευαν με πολλά δάκρυα λέγοντας:

[15.7] οἱ δὲ πτωχοὶ πολῖται σὺν τῷ βασιλεῖ χεῖρας πρὸς θεὸν αἵροντες σὺν δάκρυσι πλείστοις ἱκέτευον, λέγοντες

«Θεέ και Κύριε τού ελέους, βοήθησε εμάς, τούς κακούς υπηρέτες σου. Σε αυτόν που απειλεί εμάς και αυτή τη δική σου κατοικία και τα ιερά πράγματα που βρίσκονται μέσα σε αυτήν, δώσε άλλη προσοχή, άλλο ενδιαφέρον, άλλην ανησυχία, ώστε να απελευθερωθούμε από την τυραννία του και να δοξάσουμε εσένα τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τον Ένα Θεό, στους αιώνες. Αμήν».

«θεὲ καὶ κύριε τοῦ ἐλέους, ἐλέησον ἡμᾶς τοὺς ἀχρείους δούλους σοῦ, καὶ δὸς τὸν ἐπαπειλοῦντα ἡμᾶς καὶ τὸν σὸν οἶκον τοῦτον καὶ τὰ ἐν αὐτῷ ἅγια ἄλλην μέριμναν, ἄλλην φροντίδα, ἄλλον λογισμόν, ἵνα ἐλευθερωθέντες τῆς αὐτοῦ τυραννίδος δοξάσωμεν σὲ τὸν πατέρα καὶ υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα, τὸν ἕνα θεὸν εἰς τοὺς αἰῶνας. ἀμήν.»

Ο Τιμούρ συντρίβει τούς Οθωμανούς και συλλαμβάνει τον Βαγιαζήτ

Όταν μπήκε η άνοιξη, ο Τιμούρ-χαν πήγε από την Περσία στις περιοχές τού ποταμού Ντον και συγκέντρωσε τούς Ταυροσκύθες και τούς Ζυγούς και τούς Αβασγούς.23 Κατεδάφισε τα φρούρια τού Βοσπόρου24 και στη συνέχεια διέσχισε τις περιοχές τής Αρμενίας. Πέρασε από την Καππαδοκία με μεγάλο στρατό, στρατολογώντας πολλούς Αρμένιους, και έφτασε στην περιοχή τής Γαλατίας, έχοντας τόσο μεγάλο στρατό, όπως και ο Ξέρξης τού παρελθόντος.

[16.1] Ἔαρος δ’ ἀρξαμένου ἰδοὺ καὶ ὁ Τεμὺρ χὰν ἐκ Περσίας πρὸς τὰ τοῦ Τανάϊδος μέρη ἐλθών, καὶ τοὺς Ταυροσκύθας καὶ Ζυκχοὺς καὶ Ἀβασγοὺς ἀθροίσας, καὶ τὰ ἐν τῷ Βοσπόρῳ πολίχνια κατασκάψας, διέβη πρὸς τὰ τῆς Ἀρμενίας μέρη, καὶ τὴν Καππαδοκίαν διελθὼν σὺν πολλῇ στρατιᾷ καὶ ἐκ τῶν Ἀρμενίων οὐκ ὀλίγους παραλαβὼν πρὸς τὰ τῶν Γαλατῶν μέρη ἀφίκετο, στρατὸν ἔχων ὡς ὁ ποτὲ Ξέρξης πολυαρίθμητον.

Και ο Βαγιαζήτ, έχοντας κι αυτός συγκεντρώσει όλα τα στρατεύματά του από τη Θράκη και την Ανατολή καθώς και τις νεοστρατολογημένες δυνάμεις του, έχοντας μαζί του και τον Σέρβο Στέφανο, τον γιο τού Λάζαρου,25 με πολλούς λογχοφόρους, ξεκίνησε να συναντήσει τον Τιμούρ. Καθώς πλησίαζε στη Γαλατία, έμαθε ότι ο Τιμούρ είχε στήσει στρατόπεδο στην πόλη τής Άγκυρας. Ο Βαγιαζήτ έστησε τις σκηνές του στη μέση τού κάμπου κοντά στην Άγκυρα, εκεί όπου ο ποταμός έρρεε απευθείας, παρέχοντας πόσιμο νερό για τις ανάγκες τού στρατού και των αλόγων και ολόκληρης τής εκστρατευτικής δύναμης. Ο Τιμούρ είχε στρατοπεδεύσει σε άνυδρη περιοχή. Τι έγινε όμως μετά; Ο Βαγιαζήτ έστειλε εντολή σε όλο το στρατόπεδο, ότι την επόμενη μέρα έπρεπε να βγουν όλοι για να κυνηγήσουν. Βγήκε λοιπόν μαζί με ολόκληρο τον στρατό, κυνηγώντας τρεις ημέρες και καταδιώκοντας ελάφια. Στο μεταξύ ο Τιμούρ άφησε τον τόπο όπου βρισκόταν και ήρθε και στρατοπέδευσε στις όχθες τού ποταμού, εκεί όπου βρισκόταν πριν ο Βαγιαζήτ. Το νερό ήταν λιγοστό, επειδή ο ήλιος περνούσε τώρα στο ζώδιο τού Λέοντα, αλλά ο Τιμούρ δεν φρόντιζε πια για πόσιμο νερό. Ο Βαγιαζήτ όμως, αντιμετωπίζοντας αλαζονικά και υπεροπτικά τη σύγκρουση με τον Τιμούρ, τη θεώρησε δευτερεύουσας σημασίας και ασχολούνταν με το κυνήγι. Αυτή ήταν η αρχική αιτία τής ατυχίας του. Γιατί καθώς βγήκε για κυνήγι ενώ ο ήλιος βρισκόταν ψηλά στον ουρανό, οι στρατιώτες ταλαιπωρούνταν από τον καύσωνα. Ζητούσαν νερό και δεν υπήρχε. Χωρίς νερό πέθαιναν. Πέντε χιλιάδες άνδρες πέθαναν από αυτό το μαρτύριο. Ο Βαγιαζήτ επέστρεψε ύστερα από τρεις ημέρες στον ίδιο τόπο, αλλά βρήκε τον Τιμούρ στρατοπεδευμένο εκεί. Το νερό δεν ήταν πια υπό τον έλεγχό του, ούτε υπήρχε εύκολη πρόσβαση σε αυτό λόγω τού εδάφους. Από την τρομερή ανάγκη και τη σοβαρότητα τής κατάστασής τους συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να δώσουν μάχη την επόμενη μέρα.26

[16.2] ὁ δὲ Παγιαζὴτ καὶ αὐτὸς πᾶσαν στρατιὰν συνάξας Θρακικήν τε καὶ ἀνατολικὴν καὶ νεόλεκτον ἄλλον στρατόν, καὶ τὸν Σέρβον ἔχων ὁμοῦ Στέφανον τὸν τοῦ Λαζάρου υἱὸν σὺν δορυφόροις πλείστοις, ἐξῆλθε καὶ αὐτὸς συναντήσων τῷ Τεμύρ. ὡς δὲ καὶ αὐτὸς προσέγγισε τοῖς μέρεσι Γαλατίας, ἔμαθεν ὅτι Τεμὺρ ἐν Ἀγκύρᾳ τῇ πόλει πληκεύων ἦν. ἐγγίσας δὲ κἀκεῖνος πλησίον, καὶ τὰς σκηνὰς πήξας ἐν μέσῳ τοῦ κάμπου πλησίον Ἀγκύρας, εἶχε καὶ τὸν ποταμὸν εὐθυροοῦντα καὶ τὸ πότιμον ὕδωρ διά τε τὴν χρείαν τοῦ στρατοῦ καὶ τῶν ἵππων καὶ πάσης τῆς παρατάξεως· ὁ δὲ Τεμὺρ ἦν οἰκῶν ἐν ἀνύδρῳ γῇ. πλὴν τὶ γίνεται; κελεύει ὁ Παγιαζὴτ διαλαλίας γενέσθαι ἐν μέσῳ τοῦ φωσάτου τῇ ἐπιούσῃ ἐξελθεῖν ἅπαντας ἐν κυνηγεσίῳ. ἐξῆλθεν οὖν σὺν παντὶ τῷ στρατεύματι τρεῖς ἡμέρας κυνηγετῶν καὶ ἐλάφους διώκων. ὁ δὲ Τεμὺρ ἀναστὰς ἀπὸ τοῦ τόπου οὗ ἦν, ἦλθε καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ταῖς ὄχθαις τοῦ ποταμοῦ, ὅπου ἐκάθητο πρώην ὁ Παγιαζήτ. ὕδατος τοίνυν σπανίζοντος, ἐπεὶ καὶ ὁ ἥλιος ἐν τῷ λέοντι τὴν πορείαν ἐποίει, ὁ Τεμὺρ οὐκ ἐφρόντιζε πλέον περί ὑδροποσίας· ἀλλ΄ ὁ Παγιαζὴτ ἀλαζονευόμενος, καὶ ὑπεροπτικῶς δεικνύων τὴν συμπλοκὴν τοῦ Τεμύρ, ὡς ἐκ δευτέρου λόγου προσέχων αὐτήν, ἐνήργει τὰ κυνηγέσια, καὶ ἡ πρώτη τῆς αὐτοῦ δυστυχίας ἐμβολὴ ὑπῆρχεν αὕτη. ἐξελθὼν γὰρ, καὶ τοῦ ἡλίου ὄντος ἐν μεσουρανήματι, οἱ στρατιῶται ὑπὸ τοῦ καύσωνος ἀπελέγοντο τῇ ζωῇ καὶ ἐζήτουν ὕδωρ, καὶ οὐκ ἦν, καὶ ἐλειποψυχοῦντο καὶ ἀπέθνησκον. ἀπέθανον οὖν ἐν τῇ κακοπαθείᾳ αὐτῇ ἄνδρες πενταχισχίλιοι. μετὰ δὲ τρεῖς ἡμέρας στραφεὶς ἐν ᾧ τόπῳ ἔκειτο, εὗρε τὸν Τεμὺρ ἐκεῖ κατουνεύσαντα, καὶ τὸ ὕδωρ οὐχ ὑπ’ ἐξουσίαν αὐτοῦ ἦν, ἀλλ’ ἡ θέσις τοῦ τόπου ἀπεμάκρυνε τοῦτο, καὶ οὐκ εἶχον εὐκόλως. ἐξ ἀνάγκης οὖν ἔγνωσαν ὅτι τῇ ἐπιούσῃ ἐξ ἀνάγκης μέλλουσι συνάψαι πόλεμον.

Εκείνες τις ημέρες, όταν ο ήλιος έμπαινε στην άνοιξη περνώντας από το ζώδιο των Διδύμων, στις δυτικές περιοχές εμφανίστηκε ένα σημάδι από τον ουρανό, προάγγελος κακών που θα έρχονταν. Ήταν ένας λαμπρός κομήτης με την ουρά του όρθια ψηλά σαν δυνατή φωτιά, πάνω από τέσσερις πήχεις, ωθώντας τη δέσμη του σαν δόρυ από τη δύση προς την ανατολή. Όταν ο ήλιος βυθιζόταν κάτω από τον ορίζοντα, τότε ο κομήτης άπλωνε τη δική του ακτίνα και φώτιζε τις πιο μακρινές γωνίες τής γης. Δεν επέτρεπε στα άλλα αστέρια να λάμπουν ούτε στον αέρα να μαυρίζει, αλλά αντίθετα απλωνόταν πολύ. Η φλόγα ήταν πιο έντονη στο μεσουράνισμα, ενώ οι ακτίνες περιορίζονταν μόνο από τον ίδιο τον ορίζοντα. Οι Ινδοί, οι Χαλδαίοι, οι Αιγύπτιοι, οι Φρύγες και οι Πέρσες είδαν αυτό το σημάδι, καθώς και οι κάτοικοι τής Μικράς Ασίας και οι Θράκες, οι Ούννοι, οι Δαλμάτες, οι Ιταλοί, οι Ισπανοί και οι Γερμανοί, καθώς και κάθε άλλο έθνος που κατοικούσε στις ακτές τού ωκεανού. Αυτός ο πολύ τρομακτικός κακός οιωνός συνέχιζε να ακτινοβολεί και να λάμπει παντού —γι’ αυτό και ονομάζεται λαμπαδίας27— μέχρι τη φθινοπωρινή ισημερία, όταν ο ήλιος ξεκινούσε την πορεία του στο ζώδιο τού Ζυγού.

[16.3]Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ὁπότε τὴν ἐαρινὴν ὥραν ὁ ἥλιος ἐποίει διιὼν τοὺς διδύμους, περὶ τὰ ἑσπέρια μέρη σημεῖον ἐφάνη ἐξ οὐρανοῦ καὶ προάγγελος κακῶν. τὸ δὲ ἦν κομήτης περιφανής, ὄρθιον ἔχων τὴν κόμην καὶ ὡς πῦρ φλογερόν, ὑπὲρ πήχεις τέτταρας ἀπὸ δύσεως ἐν ἑῴᾳ ὡς δόρυ κινῶν τὴν ἀκτῖνα. ὁπότε δ΄ ἄν ὁ ἥλιος ὑπὸ τὸν ὁρίζοντα δύνας ἦν, τότε καὶ αὐτὸς ἐξήπλου τὴν ἰδίαν ἀκτῖνα, καὶ κατηύγαζε πάντα τὰ γῆς πέρατα, καὶ οὐκ ἐδίδου τοῖς λοιποῖς ἀστράσιν ἐξαυγάζειν οὐδὲ τὸν ἀέρα μελανίζειν, ἀλλὰ μᾶλλον ὑπερεκτείνετο καὶ ἐν τῷ μεσουρανίσματι ὑπερεκκέχυτο ἡ φλόξ, ἕως ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα περιωρίζετο. τοῦτο τὸ σημεῖον ἐωράκασιν Ἰνδοί, Χαλδαῖοι, Αἰγύπτιοι, Φρύγες, Πέρσαι καὶ οἱ τὴν μικρὰν Ἀσίαν οἰκοῦντες, Θρᾶκαί τε καὶ Οὖννοι, Δαλμάται καὶ Ἰταλοὶ καὶ Ἱσπανοὶ καὶ Γερμανοὶ καὶ ἄλλο εἴ τι ἔθνος ἦν οἰκῶν ἐν τοῖς τοῦ Ὠκεανοῦ ρεύμασιν. ἔστη οὖν τὸ τοιοῦτον φρικωδέστατον τέρας ἁπανταχοῦ φαίνον καὶ λάμπον, ὅ καὶ λαμπαδίας καλεῖται, ἄχρι τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας, τοῦ ἡλίου ἐν τῷ ζυγῷ τὴν πορείαν ἀρξαμένου ποιεῖσθαι.

Ας επιστρέψουμε τώρα και ας δούμε τα παράξενα θαύματα τού Θεού. Πώς δηλαδή καταπόντισε τον Φαραώ μέσω ενός άλλου Φαραώ και πώς ο λαός τού Κυρίου βρήκε κατάπαυση από τις πολλές δοκιμασίες του, αλλά δεν το είδε ούτε το κατάλαβε.

[16.4] ἀλλ΄ ἐπανίωμεν αὖθις καὶ ἴδωμεν τὰ τοῦ θεοῦ ξένα τεράστια, πῶς τὸν Φαραὼ κατεπόντισε δι’ ἑτέρου Φαραώ, καὶ πῶς ὁ τοῦ κυρίου λαὸς εὗρεν ἀνακωχὴν τῶν πολλῶν πόνων αὐτοῦ, ἀλλ’ οὐκ εἶδεν οὐδὲ συνῆκε.

Εκείνο το βράδυ ο Σκύθης εξέδωσε εντολές σε ολόκληρο το στρατόπεδο, ότι όλοι έπρεπε να είναι έτοιμοι το πρωί, πάνω στα άλογα και πλήρως οπλισμένοι. Σηκώθηκε νωρίς το πρωί και παρέταξε όλους τούς αξιωματικούς του. Τοποθέτησε διοικητή στη δεξιά πτέρυγα τον μεγαλύτερο γιο του και στην αριστερή τον εγγονό του (γιατί ο Τιμούρ ήταν πάνω από εξήντα ετών). Ο ίδιος πήρε τη θέση του στο πίσω μέρος. Τότε απευθύνθηκε στα στρατεύματά του λέγοντας:

Ὁ Σκύθης οὖν διαλαλίας ἀφ’ ἑσπέρας ποιήσας ἐν παντὶ τῷ στρατοπέδῳ ὥστε πρωὶ εὑρεθῆναι τοὺς πάντας ἐποχουμένους καὶ περιφραγμένους τοῖς ὅπλοις. ἀναστὰς ἤδη ὄρθρου βαθέος παρετάξατο πάντας τοὺς ταγματάρχας καὶ χιλιάρχους, καὶ ἐν μὲν τῷ δεξιῷ κέρατι ἔστηκεν ἀρχηγὸν τὸν πρῶτον τῶν υἰῶν αὐτοῦ, ἐν δὲ τῷ ἀριστερῷ τὸν ἔκγονον αὐτοῦ (ἦν γὰρ ὑπὲρ τὰ ξ’ ἔτη ὁ Τεμύρ)· ἐν δὲ τῇ οὐραγίᾳ αὐτὸς ἐτέτακτο. τότε προσέταξεν αὐτοῖς λέγων

«Ω παραταγμένα στρατεύματά μου και αήττητε στρατέ μου, αδαμάντινη φύση, συμπαγές τείχος και αδάμαστη φυλή. Έχετε ακούσει για τα ηρωικά κατορθώματα που έγιναν από την αρχή από τούς πατέρες μας, όχι μόνο στην Ανατολή (γιατί αυτή είναι και η πατρίδα μας), αλλά και στην Ευρώπη και στην Αφρική και, με λίγα λόγια, σε ολόκληρο τον κόσμο. Γνωρίζετε πολύ καλά την εκστρατεία που ανέλαβαν ο Ξέρξης και ο Αρταξέρξης εναντίον των Ελλήνων, των Ελλήνων λέω, αυτών των ηρωικών ημιθέων ανδρών. Συγκριτικά με εκείνους, αυτοί οι μισοβάρβαροι Τούρκοι είναι σαν την ακρίδα μπροστά στα λιοντάρια. Δεν τα υπενθυμίζω αυτά για να σάς δώσω θάρρος. Γιατί το θήραμα βρίσκεται ήδη στα χέρια μας. Ας μην ξεφύγει αυτό το σκιάχτρο από τα χέρια μας. Πιάστε το σώο και αβλαβές, ώστε να το πάμε πίσω στην Περσία, να το δείξουμε στα παιδιά μας και να το διδάξουμε να μη μάς ζητάει ν’ αποκηρύξουμε τις συζύγους μας. Τώρα θέλω να κυκλωθεί αυτό το μεγάλο πεδίο που βρίσκεται μπροστά μας. Η δεξιά πτέρυγα ας προχωρήσει προς τα εμπρός με κυκλικό ελιγμό, καθώς και η αριστερή. Περικυκλώστε ολόκληρο το πεδίο και αφήστε τον εχθρό να βρεθεί στη μέση, σαν κέντρο τού άξονα».

«ὦ ἐμὸν ἄθροισμα καὶ στρατὸς ἀκαταγώνιστος, φύσις ἀδαμάντινος καὶ στερρὸν τεῖχος καὶ γενεὰ δυσανάλωτος, ἠκούσατε τὰς ἐξ ἀρχῆς γεγονυίας παρὰ τῶν πατέρων ἡμῶν ἀριστείας, οὐκ ἐν τῇ ἐῴᾳ (καὶ γὰρ αὕτη ἡμετέρα πατρίς ἐστιν) ἀλλ’ ἐν Εὐρώπῃ καὶ ἐν Λιβύῃ καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν ἐν πάσῃ τῇ γῇ. οἴδατε ἀκριβῶς τὴν Ξέρξου καὶ Ἀρταξέρξου καθ’ Ἑλλήνων ἐπανάστασιν, Ἑλλήνων λέγω τῶν ἡμιθέων ἡρώων ἀνδρῶν· οὗτοι γὰρ οἱ μιξοβάρβαροι Τοῦρκοι ὡς ἀκρὶς πρὸς λέοντες ἐγγὺς ἐκείνων εἰκάζονται. οὐ γὰρ θαρρύνων ὑμᾶς ἀναμιμνήσκω ταῦτα. καὶ γὰρ ἤδη ἐν χερσὶν ἡμετέραις τὸ θήραμα. ἀλλὰ μὴ ἀποδρασάτω τὸ μορμολύκιον τοῦτο ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν, ἀλλ’ ἀγρευθήτω σῶον καὶ ὑγιές, ἵνα ἐν τῇ Περσικῇ γῇ ἀπαγαγόντες δείξωμεν αὐτὸ τοῖς τέκνοις ἡμῶν, καὶ παιδεύσωμεν αὐτὸν τοῦ μὴ ἀφορκίζειν ἡμᾶς κατὰ τῶν συζύγων ἡμῶν. βούλομαι τοίνυν τό ὁρώμενον τοῦτο μέγα χωρίον περικυκλωθῆναι, καὶ τό μὲν δεξιὸν κυκλοφορικῶς ἀγέσθω, ὁμοίως καὶ το ἀριστερόν· καὶ χαρακώσατε τὸ πεδίον ἅπαν, καὶ ὁ ἐχθρὸς ἐν μέσῳ ὡς κέντρον τοῦ πόλου εὑρεθήτω.»

Τότε οι δύο πτέρυγες, η μία από τα δεξιά και η άλλη από τα αριστερά, άρχισαν να περικυκλώνουν την περιοχή, ενώ ήταν ακόμη νωρίς το πρωί.

τότε τὰ δύο κέρατα τό μὲν ἐκ δεξιῶν τὸ δὲ ἐξ εὐωνύμων ἤρξαντο κυκλεῖν τὸ περίγειον ἔτι πρωΐας οὔσης.

Όταν ανέτειλε ο ήλιος, ο Βαγιαζήτ ανέπτυξε και αυτός τις λεγεώνες του. Έδωσε εντολή να ηχήσει το πολεμικό σάλπισμα και στεκόταν περιμένοντας την αρχική επίθεση των Σκυθών. Οι Σκύθες, από την άλλη πλευρά, έκαναν εκείνα που τούς είχαν προστάξει, χωρίς ήχο ή φωνή ή θόρυβο οποιουδήποτε είδους, εργαζόμενοι σαν ακούραστα μυρμήγκια. Ο Βαγιαζήτ άρχισε να χλευάζει και να βρίζει τούς ευγενείς του. Χτυπούσε τούς διοικητές και τούς μαστίγωνε, επειδή δεν αναπτύσσονταν σωστά για τη μάχη. Ένας διοικητής που πολεμούσε με τη σημαία τού Αϊδινιού, ακούγοντας ότι ο άρχοντάς του, ο εμίρης τού Αϊδινιού, βρισκόταν απέναντι μαζί με τον αδελφό του, εγκατέλειψε τη θέση του και παίρνοντας τη σημαία, μαζί με πεντακόσιους βαριά οπλισμένους στρατιώτες, λιποτάκτησε στον εχθρό. Το ίδιο έκαναν και οι δυνάμεις τού εμιράτου τού Σαρουχάν. Επίσης και οι στρατιώτες των εμιράτων τού Μεντεσέ και τού Τζερμιγιάν, όταν είδαν τούς εμίρηδές τους να τούς φωνάζουν και να τούς κάνουν νοήματα, έφευγαν επίσης και πήγαιναν με τούς αντιπάλους τους.28 Ο Βαγιαζήτ, σαν την καλιακούδα, έχανε σταδιακά τα φτερά του.29> Τα στρατεύματα των Σκυθών τον περικύκλωναν, μέχρι που ο κύκλος τελικά έκλεισε.

[16.5] ὁ δὲ Παγιαζὴτ ἡλίου ἀνατέλλοντος καὶ αὐτὸς τοὺς λεγεῶνας συντάξας καὶ τό ἐνυάλιον ἠχήσας, ἵστατο ἐκδεξόμενος ἀφετηρίας παρὰ τοῖς Σκύθαις. οἱ δὲ ἔπραττον τὰ προσταχθέντα ἄνευ φωνῆς καὶ ἀλαλαγμοῦ ἤ τοῦ τυχόντος ἤχου, ἐργαζόμενοι ὠς ἄοκνοι μύρμηκες. ἤρξατο οὖν ὁ Παγιαζὴτ ἀδολεσχῶν, καὶ ὑβρίζων τοὺς μεγιστᾶνας αὐτοῦ, καὶ τοὺς τζιαβούσιδας ὑποβιβάζων καὶ δέρων, ὡς οὐ καλῶς τὸν πόλεμον ἀντιτίθενται. εἷς δὲ τῶν ὑπερεχόντων ἀπὸ τοῦ βάνδου τοῦ Ἀτήν, ἐνωτισθεὶς ὡς ὁ κύριος αύτοῦ ὁ Ἀτὴν σὺν τῷ ἀδελφῷ κατὰ πρόσωπον εἰστήκει, ἀφεὶς ὅλας τὰς ἡνίας καὶ λαβὼν τὸ βάνδον σὺν πεντακοσίοις ὁπλίταις αὐτόμολος εἰς τοὺς ἐναντίους ἔδραμεν. οἱ δὲ τοῦ Σαρχὰν καὶ αὐτοὶ τὰ ὅμοια ἔπραττον. ὁμοίως καὶ οἱ τοῦ Μανταχία καὶ τον Καρμιάν, ὁρῶντες τοὺς ἡγεμόνας αὐτῶν κράζοντας καὶ σημειοῦντας, εἰς αὐτοὺς ἅπαντες ἔφευγον καὶ πρὸς τοὺς ὑπεναντίους ἐχώρουν. ὁ δὲ Παγιαζὴτ ὡς κολοιὸς κατ΄ ὀλίγον ἐψιλοῦτο, ὁ χορὸς δὲ τῶν Σκυθῶν ἐκυκλοῦτο, καὶ σφαῖρα ὡς ἄρτι ἐγένετο.

Ο γιος τού Λαζάρου Στέφανος, ο κουνιάδος τού Βαγιαζήτ, που βρισκόταν ακόμη στο πλευρό του με τούς πέντε χιλιάδες Σέρβους λογχοφόρους του, βλέποντας αυτούς τούς ελιγμούς αρνήθηκε να δεχτεί την ήττα. Αυτός και οι δυνάμεις του προχώρησαν προς τούς Σκύθες με πολεμική μανία, γέρνοντας όλες τις λόγχες προς το μέτωπο των Σκυθών. Όταν οι Σκύθες είδαν την άγρια και τολμηρή τους επίθεση, άνοιξαν τις γραμμές τους και τούς άφησαν να περάσουν. Οι Σκύθες τόξευαν τα βέλη τους στο πίσω μέρος των ιππέων, χτυπώντας τα πλευρά των αλόγων. Δεν κατάφεραν όμως να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά στους αναβάτες, επειδή εκείνοι φορούσαν σιδερένιες πανοπλίες. Όταν οι Σέρβοι γύρισαν, οι Σκύθες άνοιξαν ξανά τις γραμμές τους και τούς άφησαν να περάσουν. Έπεσαν πολλοί και από τις δύο πλευρές. Ο Στέφανος πλησίασε τον Βαγιαζήτ και προσπάθησε να τον πείσει να δραπετεύσει, αλλά δεν μπόρεσε. Πολλά σκυλιά τον είχαν ήδη περικυκλώσει και δυνατοί ταύροι τον είχαν περιβάλει. Κι ο Στέφανος, βλέποντας τι συνέβαινε και προβλέποντας τι επρόκειτο να ακολουθήσει, πήρε τούς δικούς του άνδρες και τον μεγαλύτερο γιο τού Βαγιαζήτ, τον Σουλεϊμάν, και χτύπησε ξανά στο κέντρο τού εχθρού. Διασκορπίζοντάς τους με μεγάλη δύναμη και χάνοντας και ο ίδιος πολλούς, σφάζοντας μεγάλο πλήθος, μόλις κατάφερε να ξεφύγει από την ενέδρα. Οι Σκύθες είχαν πυκνώσει, μετακινούμενοι από τον εξωτερικό κύκλο στο γεμάτο κέντρο. Ο Στέφανος έφυγε παίρνοντας τον δρόμο που οδηγούσε στην Προύσα και ο Σουλεϊμάν πήγε μαζί του.

[16.6] ἰδὼν δὲ Στέφανος ὁ τοῦ Λαζάρου υἱὸς καὶ γυναικαδελφὸς τοῦ Παγιαζήτ, ἔτι συνὼν αὐτῷ σὺν πεντακισχιλίοις ἀνδράσι Σέρβοις δορυφόροις καὶ μὴ φέρων τὴν ἦτταν, ἀρεϊκῷ θυμῷ πρὸς τοὺς Σκύθας χωρεῖ, στήσαντες τὰ δόρατα πάντα κατὰ πρόσωπον τῶν Σκυθῶν. οἱ δὲ Σκύθαι ἰδόντες τὴν τόλμαν πλήρη θυμοῦ, ἀνοίξαντες θύραν ἔδωκαν αὐτοῖς διέξοδον. οἱ δὲ Σκύθαι ἐξόπισθεν ἔβαλλον βέλεσι τοὺς στρατιώτας ἐν τοῖς ὀπισθίοις τῶν ἵππων · τοὺς γὰρ ἐπιβάτας οὐκ εἶχον ἀδικῆσαί τε περιφραγμένους ὄντας μέλανι σιδήρῳ. οἱ Σέρβοι πάλιν ἐπαναστραφέντες, καὶ πάλιν θύραν ἀνοίξαντες οἱ Σκύθαι ἔδωκαν αὐτοῖς εἴσοδον, πλὴν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἔπεσον οὐκ ὀλίγοι. πλησιάσας δὲ ὁ Στέφανος τῷ Παγιαζήτ, καὶ εἰπὼν εἰς τὸ οὖς ἱκανὰ ῥήματα, οὐκ ἐποίησεν αὐτὸν καταπειθὴ τοῦ ἀποδρᾶσαι· ἤδη γὰρ περιεκύκλωσαν αὐτὸν κύνες πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον αὐτόν. ὁ δὲ Στέφανος ὁρῶν τὰ γενόμενα καὶ προβλέπων τὰ μετ΄ ὀλίγον ἐσόμενα, τοὺς ἰδίους λαβὼν καὶ τὸν πρῶτον υἱὸν τοῦ Παγιαζὴτ τὸν λεγόμενον Μουσουλμάν, κρούσας ἐν μέσῳ πάλιν τῶν ὑπεναντίων καὶ σὺν δυνάμει πολλῇ ἀραιώσας αὐτούς, καὶ ἀποβαλὼν πολλοὺς καὶ αὐτὸς κατασφάξας πλείστους, μόλις ἐξῄει τὰς ἐνέδρας. ἦσαν γὰρ οἱ Σκύθαι πεπυκνωμένοι, ἀπὸ τοῦ πρώτου κύκλου εἰς τὸ ναστὸν καταντήσαντες. ὁ δὲ Στέφανος τὴν πρὸς Προῦσαν ἀπάγουσαν φεύγων ἦν, καὶ ὁ Μουσουλμὰν σὺν αὐτῷ.

Οι Σκύθες έσφαζαν ανελέητα τούς Τούρκους που τρέπονταν σε φυγή, έως ότου ο Βαγιαζήτ, εξαιτίας τής μεγάλης συμφόρησης, ανέβηκε σε λόφο στη μέση τής πεδιάδας, μαζί με δέκα περίπου χιλιάδες σκλάβους του, τούς οποίους ονομάζουν Γενίτσαρους.30 Όλοι οι άλλοι τρέπονταν σε φυγή με αναταραχή. Όταν οι Σκύθες, καταδιώκοντας τούς Τούρκους, είδαν τον Βαγιαζήτ στη μέση τού διχτυού σαν λαβράκι που σπαρταράει, ακούστηκε η εντολή:

[16.7] οἱ δὲ Σκύθαι πάντας τούς Τούρκους, ὅσοι φεύγοντες ἦσαν, ἅπαντας ἀφειδῶς κατέτεμον, ἕως οὗ ὁ Παγιαζὴτ ἀνελθὼν ἐν μέσῳ τοῦ κάμπου δι’ ἄκραν στενοχωρίαν ἐν βουνῷ τινί, ἔχων περιλειπομένους ὡς δέκα χιλιάδας ἀργυρωνήτους σὺν αὐτῷ δούλους αὐτοῦ, τοὺς οὕς καλοῦσι Γενητζάριδας· τὸ δὲ λοιπὸν ἅπαν χύδην ᾤχετο. οἱ δὲ Σκύθαι διώκοντες τοὺς Τούρκους, ὡς ἴδον τὸν Παγιαζὴτ ἐν μέσῳ τῶν ἀρκύων ἤδη ὡς λάβρακα σπαίροντα, διαλαλίας γενομένης

«Μη σκοτώσετε κανέναν».

μηδεὶς φονεῦσαί τινα,

Έγδυσαν τούς αιχμάλωτους και τούς άφησαν. Υπάρχει θεϊκός νόμος που μεταβιβάζεται στους απογόνους μέσω διαδοχικών γενεών —όχι μόνο μεταξύ των Ρωμαίων αλλά και μεταξύ των Περσών και των Τριβαλλών και των Σκυθών— ότι όταν ο εχθρός είναι ομόθρησκος, λάφυρα μόνο πρέπει να λαμβάνονται. Οι άνθρωποι να μην αιχμαλωτίζονται, ούτε να φονεύονται έξω από το πεδίο τής μάχης.

γυμνοὺς ποιοῦντες ἀφίεσαν. νόμος γάρ ἐστιν οὗτος ἄνωθεν ἐκ διαδοχῆς ἀεὶ πρὸς τοὺς ἀπογόνους κατιὼν ἀκήρατος, οὐ μόνον Ῥωμαίοις ἀλλὰ καὶ Πέρσαις καὶ Τριβαλλοῖς καὶ Σκύθαις διὰ τὴν ταυτότητα τῆς πίστεως, τὰ μὲν πράγματα μόνα σκυλεύειν, τα δὲ σώματα μὴ ἀνδραποδίζεσθαι, μηδὲ φονεύειν ἔξω τῆς πολεμικῆς παρατάξεως μηδένα.

Τότε οι σκλάβοι τού Βαγιαζήτ έπεφταν σαν λιοντάρια πάνω στους Σκύθες. Οι Σκύθες όμως, χάρη στους πολύ μεγαλύτερους αριθμούς τους, αντιστέκονταν στους Τούρκους. Τι άραγε μπορούσαν να κάνουν δέκα από αυτούς εναντίον εκατό Σκυθών; Σφάχτηκαν όλοι. Οι ατυχίες που είχαν πλήξει τον Βαγιαζήτ είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να τον πλησιάσουν οι Σκύθες και να τού πουν:

[16.8] τότε οἱ τοῦ Παγιαζὴτ δοῦλοι ὡς λέοντες ἀντέπιπτον τοῖς Σκύθαις· οἱ δὲ Σκύθαι διὰ τὴν ὑπὲρ περισσοῦ αὐτῶν σύνταξιν ἀντικαθίσταντο τοῖς Τούρκοις· τί γὰρ εἶχον ποιῆσαι δέκα πρὸς ἑκατὸν Σκύθας; πλὴν πάντες ἐσφάγησαν, καὶ τόσον κατηντήκει τὰ τοῦ Παγιαζὴτ δυστυχήματα ὡς πλησιάσαι τοὺς Σκύθας καὶ εἰπεῖν αὐτῷ

«Κύριε Βαγιαζήτ, κατέβα από το άλογο και προχώρα. Σε θέλει ο Τιμούρ-χαν».

«κατάβηθι τοῦ ἵππου, κύριε Παγιαζήτ, καὶ δεῦρο· καλεῖ σε Τεμὺρ χάν.»

Τότε, χωρίς να θέλει, κατέβηκε από το άλογό του, που ήταν αραβικό και άξιζε πάρα πολλά χρήματα. Εκείνοι σέλλωσαν ένα μικρό αλογάκι, τον έβαλαν να καθήσει πάνω του και τον οδήγησαν στον Τιμούρ-χαν.

τότε καὶ μὴ θέλων κατέβη τοῦ ἵππου· ἦν γὰρ ὁ ἵππος Ἀραβικῆς πολλοῦ τιμήματος ἄξιος· οἱ δὲ ἔστρωσαν ἱππάριον σμικρόν, καὶ καθίσαντες αὐτὸν ἐπάνω πρὸς τὸν Τεμὺρ χὰν ἀπήγαγον.

Όταν ο Τιμούρ πληροφορήθηκε ότι είχε συλληφθεί ο Βαγιαζήτ, διέταξε να στηθεί μια σκηνή. Καθόταν μαζί με τον γιο του μέσα στη σκηνή παίζοντας σκάκι (ζατρίκιον), το οποίο οι Πέρσες αποκαλούν σαντράτζ και οι Λατίνοι σκάκις, θέλοντας έτσι να δείξει ότι

[16.9] ὁ δ’ αὐτὸς ἐνωτισθεὶς ὅτι Παγιαζὴτ ἐν χερσὶν ἦν, κελεύσας πῆξαι σκηνήν, ἐκάθητο μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ἔνδον τῆς σκηνῆς παίζων ζατρίκιον, ὅ οἱ Πέρσαι σαντράτζ καλοῦσιν, οἱ δὲ Λατῖνοι σκάκον, δηλῶν ἐν αὐτῷ ὡς

«δεν ανησυχούσα για τη σύλληψη τού Βαγιαζήτ, αφού με την πολύ μεγάλη αριθμητικά δύναμή μου τον είχα σαν πουλάκι σε παγίδα».

«οὐκέτι μοι φροντὶς ἦν περὶ τῆς τοῦ Παγιαζὴτ θηρεύσεως· εἶχον γὰρ αὐτὸν διὰ τῆς ἀναριθμήτου μου δυνάμεως ὡς στρουθίον ἐν παγίδι.»

Στην πραγματικότητα όμως υποκρινόταν, γιατί παρόλο που είχε διπλάσια σε αριθμό στρατεύματα στο πεδίο, τον βασάνιζε μεγάλη ανησυχία και μνησικακία, μέχρι που είδε την πορεία τής τύχης να ρέει βολικά προς τη δική του κατεύθυνση. Τότε επινόησε ιστορίες και προχώρησε σε μυθοπλασίες και θεωρούσε τα δώρα τής τύχης ως δικά του ηρωικά κατορθώματα.

πλὴν τὸ ἀληθὲς ἦν ὑποκρίνων τὴν ἀλήθειαν· καὶ γὰρ εἰ καὶ ἐπὶ διπλασίονα ἐχώρει τὰ τούτου στρατεύματα, ἀλλὰ καὶ μεγάλη φροντὶς καὶ κότος συνεῖχεν αὐτῷ, ἕως οὗ τὰ τῆς τύχης ἴδεν εὐμαρῶς εἰς αὐτὸν διαρρέοντα. τότε καὶ ἐτεχνάζετο καὶ εἰς μύθους ἐχώρει, καὶ τῆς αὐτοῦ ἀνδραγαθίας ἐμέτρει τὰ τῆς τύχης δωρήματα.

Οδήγησαν τον Βαγιαζήτ στην πόρτα τής σκηνής, τον έστησαν όρθιο και ύψωσαν τις φωνές τους επευφημώντας τον Τιμούρ-χαν, φωνάζοντας μαζί με τις επευφημίες και το όνομα τού Βαγιαζήτ λέγοντας:

[16.10] ἀπαγαγόντες οὖν αὐτὸν καὶ ἐν τῇ πύλῃ τῆς σκηνῆς στήσαντες ὄρθιον ἦραν φωνήν, εὐφημοῦντες τὸν Τεμὺρ χάν, καὶ σὺν τῇ εὐφημίᾳ καὶ τὸ τοῦ Παγιαζὴτ ὄνομα ἐπὶ χείλεσιν,

«Να λοιπόν και ο αρχηγός των Τούρκων, στάθηκε μπροστά σου αιχμάλωτος».

«ἰδού», λέγοντες, «καὶ ὁ τῶν Τούρκων ἀρχηγὸς παρεστήκει σοι δέσμιος.»

Ο Τιμούρ, απασχολημένος με τη μελέτη τής παρτίδας τού σκακιού, δεν σήκωνε τα μάτια να δει εκείνους που τον επευφημούσαν. Τότε τον επευφήμησαν και πάλι, αλλά με πιο δυνατή φωνή, ενώ ανάγγειλαν για δεύτερη φορά το όνομα τού Βαγιαζήτ. Εκείνη τη στιγμή ο Τιμούρ ηττήθηκε στην παρτίδα τού σκακιού από τον γιο του, ο οποίος έκανε την κίνηση που ονομάζεται ρουά ματ, στα περσικά σαχ ρουχ31 και στα ιταλικά σκάκο ζόγκο. Από τότε ο Τιμούρ αποκαλούσε Σαχ Ρουχ τον γιο του. Σηκώνοντας τα μάτια και βλέποντας τούς φρουρούς με τον Βαγιαζήτ να στέκεται στη μέση σαν εγκληματίας, τούς ρώτησε:

ὁ δὲ Τεμὺρ ἀσχολούμενος ἐπὶ τῇ μελέτῃ τῶν σκάκων οὐκ ἀνέθορε πρὸς τοὺς εὐφημοῦντας αὐτόν, τότε πάλιν γεγωνοτέρᾳ φωνῇ εὐφήμουν οἱ παρεστηκότες, καὶ τὸ τοῦ Παγιαζὴτ ὄνομα ἐκ δευτέρου ἀνήγγειλαν. τότε καὶ ὁ Τεμὺρ ἠττηθεὶς ἐν τῷ τοῦ σκάκου παιγνίῳ παρὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, δοὺς αὐτῷ Περσιστὶ σιαχρούχ, ὅ λέγεται παρ’ Ἰταλοῖς σκάκω ζόγκω, ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἔκτοτε Σιαχρούχ, ἤγουν τοῦ υϊοῦ αὐτοῦ. ἀτενίσας οὖν καὶ ἰδὼν τὴν φάλαγγα καὶ τὸν Παγιαζὴτ ἐν μέσῳ ὡς κακοῦργον, ἠρώτησεν αὐτοὺς λέγων

«Αυτός είναι που πριν από λίγο καιρό θα μάς χώριζε από τις γυναίκες μας, αν δεν τον αντιμετωπίζαμε σε μάχη;»

«οὗτός ἐστιν ὁ πρὸ μικροῦ διαζευγνύων τὰς ἡμετέρας γυναῖκας, εἰ μὴ ἀντιπαραταξόμεθα;»

Ο Βαγιαζήτ απάντησε:

ὁ δὲ Παγιαζὴτ ἀντιλαβὼν τὴν ἀπόκρισιν ἔφη

«Εγώ είμαι. Αλλά δεν πρέπει να περιφρονείς αυτούς που έχουν πέσει. Είσαι επίσης κυβερνήτης και πρέπει να ξέρεις ότι είναι καθήκον σου να υπερασπίζεσαι τα σύνορα τής επικράτειάς σου».

«ἐγώ εἰμι· οὐδὲ γὰρ σὲ τοσοῦτον καταφρονεῖν τοὺς πεπτωκότας· ἀλλ’ ἴσθι καὶ αὐτὸς ἀρχηγὸς ὤν φυλάττειν σε τοὺς ὅρους τῆς ἡγεμονίας.»

Ο Τιμούρ, συνειδητοποιώντας ότι ο Βαγιαζήτ υπέφερε από εξάντληση (επειδή δεν είχε φάει από το πρωί μέχρι το σούρουπο και είχε αφυδατωθεί από τον μεγάλο καύσωνα και την υγρασία), σηκώθηκε και διέταξε τον Βαγιαζήτ να καθίσει απέναντί του. Τού μίλησε με λόγια ανακούφισης και παρηγοριάς, πρόσταξε να στηθούν τρεις σκηνές, δηλαδή θαυμάσια περίπτερα, και τού είπε:

τότε ὁ Τεμὺρ αἰσθόμενος τὴν εἰς ὑπερβολὴν χολώδη ὑπέκκαυσιν αὐτοῦ (ἦν γὰρ ἀπὸ πρωΐ ἕως δείλης νῆστις, καὶ ὑπὸ τοῦ καύσωνος τοῦ δριμυτάτου καὶ τῆς ἀχλύος κατάξηρος) σταθεὶς ὄρθιος ἐκέλευσε καθίσαι τῷ Παγιαζὴτ ἀντικρὺ τούτου. καὶ ψυχαγωγήσας καὶ παρηγορήσας διὰ λόγων ἐκέλευσε πῆξαι σκηνὰς τρεῖς, ἤγουν τέντας ἐντίμους, εἰπὼν αὐτῷ

«Πήγαινε και ξεκουράσου. Μην ανησυχείς ότι θα κάνω σε σένα εκείνα που έχεις κάνει σε άλλους. Σού ορκίζομαι στον Θεό και τον προφήτη του, ότι κανένας δεν θα χωρίσει την ψυχή σου από το σώμα της, εκτός από τον Θεό που την ένωσε».

«ὕπαγε, ἀναπαύσθητι, καὶ μὴ λογίζου πράττειν εἰς σὲ ἅ σὺ εἰς ἄλλους πέπραχας. ὄμνυμί σοι θεὸν καὶ τὸν αὐτοῦ προφήτην, ὡς οὐκ ἄλλος χωρίσει τὴν ψυχήν σου ἐκ τοῦ σώματος αὐτῆς, εἰ μὴ θεὸς ὁ ἑνώσας αὐτήν.»

Όταν ο Βαγιαζήτ μπήκε στις σκηνές που είχε δώσει ο Τιμούρ, ο Τιμούρ πρόσταξε να σκαφτεί τάφρος γύρω από τις σκηνές. Χίλιοι βαριά οπλισμένοι Πέρσες στρατιώτες έπρεπε να φρουρούν περικυκλώνοντας τις σκηνές, ενώ έξω από την τάφρο έπρεπε να φρουρούν πέντε χιλιάδες ελαφρώς οπλισμένοι οικιακοί στρατιώτες, εναλλασσόμενοι μέρα και νύχτα.

τότε ὁ Παγιαζὴτ εἰσελθὼν ἐν ταῖς σκηναῖς ἅς ὁ Τεμὺρ ἐδωρήσατο, ἐκέλευσεν ὁ Τεμὺρ τάφρον ὀρύξαι γύρωθεν τῶν σκηνῶν, καὶ κύκλῳ τῶν σκηνῶν φυλάττειν χιλίους ὁπλίτας Πέρσας, ἐκτὸς δὲ τῆς τά-

φρου πεντακισχιλίους εὐζώνους ἐκ τῶν οἰκιακῶν, καθ’ ἑκάστην νύχτα τε καὶ ἡμέραν ἐναλλάσων αὐτούς.

Ο Τιμούρ έμεινε οκτώ ημέρες στο πεδίο όπου είχε γίνει η μάχη. Στη διάρκεια αυτών των ημερών ο περσικός στρατός διασκορπίστηκε από τη Γαλατία στη Φρυγία, τη Βιθυνία, την Παφλαγονία, τη Μικρά Ασία, την Καρία, τη Λυκία και την Παμφυλία, έτσι ώστε να φαίνεται ότι ολόκληρος ο στρατός τού Τιμούρ, καθώς και ο ίδιος ο Τιμούρ, βρισκόταν σε κάθε επαρχία και πόλη. Σε αυτές τις οκτώ μέρες ο στρατός απλώθηκε και πλημμύρισε τα πάντα. Ο Τιμούρ, παίρνοντας πολλούς αιχμαλώτους και πλούτη από την Άγκυρα και πυρπολώντας και καταστρέφοντας όλους εκείνους που αντιμετώπιζε, έφτασε στην Κιουτάχεια, τη μητρόπολη τής Φρυγίας, έχοντας μαζί του και τον Βαγιαζήτ, που ήταν περιφραγμένος καλά, με τον τρόπο που περιγράψαμε πιο πάνω.

[16.11] ἐποίησεν οὖν ἡμέρας ὀκτὼ ἐν αὐτῷ τῷ πεδίῳ ὅπου ὁ πόλεμος ἐγένετο, καὶ ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις διεσκεδάσθη τὸ Περσικὸν στράτευμα ἀπὸ Γαλατίας εἰς Φρυγίαν, Βιθυνίαν, Παφλαγονίαν, Ἀσίαν μικράν, Καρίαν, Λυκίαν καὶ Παμφυλίαν, ὥστε ἐν πάσῃ ἐπαρχίᾳ καὶ πόλει δοκεῖν εἶναι ἅπαν τὸ στράτευμα τοῦ Τεμὺρ καὶ αὐτὸν τὸν Τεμύρ· ἐν αὐταῖς ταῖς ὀκτὼ ἡμέραις ὑπερεχύθη καὶ ἐπλημμύρησεν. ὁ δὲ Τεμὺρ λαβὼν πλοῦτον καὶ αἰχμαλωσίαν πολλὴν ἐξ Ἀγκύρας, καὶ τοὺς συναντῶντας φλέγων καὶ καταναλίσκων, ἦλθεν εἰς Κοτύαιον μητρόπολιν τῆς Φρυγίας, ἔχων σὺν αὐτῷ καὶ τὸν Παγιαζήτ, καλῶς περιπεφραγμένον τῷ τρόπῳ ᾧ προλαβόντες εἰρήκαμεν.

Συνέβη όμως κάτι στην Άγκυρα, που είναι αξιομνημόνευτο. Κατά τη διάρκεια τής μάχης ο Βαγιαζήτ είχε μαζί του τέσσερις από τούς γιους του: τον Σουλεϊμάν που ήταν ο μεγαλύτερος, τον δεύτερο Ισά, τον τρίτο Μεχμέτ και τον τέταρτο, τον Μούσα.32 Οι άλλοι δύο γιοι του, ο Μουσταφά και ο Ορχάν, ήσαν βρέφη και βρίσκονταν ακόμη στο σπίτι. Εκείνη τη χρονιά στον τρίτο γιο, τον Μεχμέτ, είχε ανατεθεί από τον πατέρα του η επαρχία τής Γαλατίας. Όταν λοιπόν είδε κι εκείνος ότι ο πατέρας του θα έπεφτε σε λίγο στα χέρια των Σκυθών, δραπέτευσε και αυτός με τα στρατεύματα υπό την ηγεσία του και έφυγε στα βουνά, όπου περίμενε να δει τι θα συμβεί. Βρήκε εξειδικευμένους επαγγελματίες σκαπανείς, που ήρθαν τη νύχτα και έσκαψαν την τάφρο. Έφτασαν ακριβώς ανάμεσα στις σκηνές και θα είχαν ολοκληρώσει το πονηρό τους σχέδιο, αν κάποια θεία δύναμη δεν εμπόδιζε την απελευθέρωση τού άθλιου. Νωρίς την αυγή (ο ήλιος, διασχίζοντας τον αστερισμό τού Λέοντα, είχε κρυφτεί κάτω από τη γη εννέα περίπου ώρες) έφτασε η νέα φρουρά και βλέποντας τα χώματα τής τρύπας έβαλαν τις φωνές. Σηκώθηκαν οι φρουροί τής νύχτας και φώναξαν κι εκείνοι. Υπήρξε μεγάλη αναστάτωση σε ολόκληρο το στράτευμα. Πήδηξαν πάνω από την τάφρο και βρήκαν τον Βαγιαζήτ να στέκεται στη μέση τής σκηνής του μαζί με τον Χότζα Φιρούζ, τον αρχιευνούχο του, ο οποίος είχε συλληφθεί μαζί του. Οι σκαπανείς διέφυγαν και μαζί τους και ο Μεχμέτ. Το πρωί ο Βαγιαζήτ παρουσιάστηκε στον Τιμούρ. Εκείνος τον περιγέλασε, τον απείλησε και πρόσταξε να αποκεφαλίσουν τον Χότζα Φιρούζ μπροστά στα μάτια τού Βαγιαζήτ. Από εκείνη λοιπόν τη στιγμή και μετά πρόσεχαν ιδιαίτερα τον Βαγιαζήτ. Κατά τη διάρκεια τής νύχτας τού περνούσαν σιδερένια περιλαίμια και χειροπέδες, ενώ κατά τη διάρκεια τής ημέρας τον φρουρούσαν πολλοί στρατιώτες.

[16.12] πλὴν ἐγεγόνει ἐν Ἀγκύρᾳ τι ὅπερ ἐστὶ μνήμης ἄξιον. ἔτι ὄντος τοῦ Παγιαζὴτ ἐν τῷ καιρῷ τοῦ πολέμου ἦσαν σὺν αὐτῷ τέσσαρες τῶν υἱῶν αὐτοῦ, πρῶτος ὁ Μουσουλμάν, ὁ μετὰ τοῦτον Ἐσσὲς καὶ τρίτος ὁ Μεχεμὲτ καὶ τέταρτος ὁ Μωσῆς. εἶχε δὲ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ δύο, Μουσταφᾶν καὶ Ὀρχάν, ἔτι νήπια ὄντα. εἶχε δὲ τὴν ἐπαρχίαν τῆς Γαλατίας κληρωθεῖσαν τὸ ἔτος ἐκεῖνο παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ὁ Μεχεμὲτ ὁ τρίτος. ὡς οὖν ἴδε κἀκεῖνος τὸν πατέρα ἔτι ἐν χερσὶ τῶν Σκυθῶν ὡς ἐν ὀλίγῳ ἐσόμενον, ἀπέδρα καὶ αὐτὸς σὺν τοῖς ὑπ’ αὐτοῦ, καὶ ἦν ἐν ὄρεσι φυγαδεύων καὶ καραδοκῶν τὸ μέλλον. εὑρὼν οὖν τεχνίτας ὀρύκτας ἐπιτηδείους εἰς ἄγαν, καὶ κατελθὼν διὰ τῆς νυκτὸς ὤρυξαν τὴν τάφρον, καὶ ἕως τὸ μέσον αὐτῶν σκηνῶν καταντήσαντες, εἶχον γὰρ τελισιουργήσαντες τὸ πανούργημα, εἰ μὴ θεία τις δύναμις ἐκώλυσε τοῦ μὴ ἐλευθερωθῆναι τὸν ἀλάστορα. καὶ δὴ πρωΐας οὔσης (ἦν γὰρ ὑπὸ γῆν κρυπτόμενος ὁ ἥλιος ἐννέα που ὥρας ἐν τῷ λέοντι βαδίζων) ἦλθεν ἡ παράταξις ἡ νέα, καὶ ἰδὼν τὰ χώματα τῆς ὀπῆς ἐβόησαν, καὶ ἐγερθέντες οἱ φυλάσσοντες τὴν νύκτα ἀνεβόησαν, καὶ θόρυβος μέγας ἐγεγόνει παντὶ τῷ στρατῷ. καὶ εἰσπηδήσαντες εὗρον τὸν Παγιαζὴτ ἱστάμενον ἐν μέσῳ τῆς τέντας, καὶ τὸν Χοτζιαφεροὺζ τὸν ἀρχιευνοῦχον αὐτοῦ· ἦν γὰρ οὗτος ὁμοῦ ἑαλωκὼς σὺν αὐτῷ. οἱ δ’ ὀρύκται ἔφυγον, καὶ σὺν αὐτοῖς ὁ Μεχεμέτ. πρωΐας δὲ παραστὰς τῷ Τεμὺρ καὶ λοιδορήσας αὐτὸν καὶ λόγους ἐπαπειλητικοὺς εἰπὼν αὐτῷ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ, προσταξας ἀπεκεφάλισαν τὸν Χοτζιαφερούζ. ἔκτοτε οὖν ἐγένετο μεγάλη φυλακὴ εἰς αὐτὸν καὶ σιδηροῖ κλοιοὶ καὶ χειροπέδες διὰ τῆς νυκτός· τῇ δὲ ἡμέρᾳ μόνον συχνοὶ στρατιῶται οὐ διέλειπον φυλάσσοντες.

Ο Τιμούρ παίρνει τη Σμύρνη από τούς Ιωαννίτες ιππότες

Αναχωρώντας από την Κιουτάχεια, καταστρέφοντας, αιχμαλωτίζοντας και αρπάζοντας κάθε θησαυρό, η ύπαρξη τού οποίου αποκαλυπτόταν με βασανιστήρια και πολλές τιμωρίες, καίγοντας, κρεμώντας, θάβοντας ανθρώπους ζωντανούς και προκαλώντας κάθε πιθανό είδος βασανισμού, ο Τιμούρ ήρθε στην Προύσα. Ανοίγοντας τα ταμεία, άδειασε τούς χρυσούς και ασημένιους θησαυρούς που είχαν κερδίσει οι Ρωμαίοι, πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια που τούς μετρούσαν με τον χοίνικα, σαν να ήσαν κόκκοι σιταριού. Στην Προύσα βρήκε επίσης τις συζύγους και τις παλλακίδες τού Βαγιαζήτ και ανάμεσά τους την κόρη τού Λάζαρου. Αρπάζοντας τα πάντα από την Προύσα, τη Νίκαια, τη Νικομήδεια και τις γύρω πόλεις, όλους τούς ανεξάντλητους θησαυρούς, έφτασε στην κάτω Φρυγία. Καταστρέφοντας όλα αυτά τα φρούρια και τις πόλεις, προχώρησε στη Μικρά Ασία. Περνώντας στη συνέχεια από το Αδραμύττιον και την Άσσο, έφτασε στην Πέργαμο. Παρέμεινε εκεί αρκετές ημέρες, συγκέντρωσε τούς θησαυρούς των γύρω πόλεων, πήρε αιχμάλωτους νέους και κορίτσια, βασάνισε και τιμώρησε όλους, Τούρκους και Ρωμαίους, καίγοντάς τους ζωντανούς ή αφήνοντάς τους να πεθάνουν στη φυλακή από την πείνα μέχρι να τού δώσουν χρυσό και ασήμι. Αφού συνέλεξε όλα αυτά τα πλούτη, πήγε στη Μαγνησία που βρίσκεται κοντά στο όρος Σίπυλος. Μάζεψε εκεί όλους τούς χρυσούς και ασημένιους θησαυρούς που βρήκε στη Λυδία, καθώς και όλα τα πλούτη των Σάρδεων και τής Φιλαδέλφειας και τής Αττάλειας, και στη συνέχεια πήγε στη Σμύρνη.

[17.1] Ἀπάρας δὲ ἀπὸ τοῦ Κοτυαίου, φθείρας, αἰχμαλωτεύσας, λαβὼν πάντα θησαυρὸν τὸν εὑρισκόμενον σὺν βασάνοις καὶ τιμωρίαις πλείσταις, καίων, κρεμάζων, ζωντοθάπτους δεικνύων τοὺς ἀνθρώπους, καὶ πᾶσαν ἄλλην τιμωρίαν ποιῶν, ἦλθεν εἰς Προῦσαν· καὶ ἀνοίξας τοὺς θησαυροὺς ἐξήντλει τὰ παρὰ τῶν Ῥωμαίων κερδηθέντα κειμήλια χρυσᾶ ἀργύρεα, λίθους τιμίους, μαργαρίτας δίκην κόκκων σίτου μετρουμένους ἐν χοίνικι. εὗρεν οὖν ἐκεῖ καὶ τὰς γυναῖκας αὐτοῦ καὶ τὰς παλλακάς, καὶ σὺν αὐταῖς τὴν θυγατέρα Λαζάρου. καὶ λαβὼν πάντα τὰ τῆς Προύσης, Νικαίας, Νικομηδίας καὶ τῶν πέριξ πόλεων τοὺς ἀκενώτους θησαυρούς, εἰς Φρυγίαν τὴν κάτω ἀφίκετο. καὶ πορθήσας ἅπαντα πολίχνιά τε καὶ πόλεις ἦλθεν εἰς Ἀσίαν. καὶ διαβὰς Ἀδραμύντιον καὶ Ἀσσὸν ἦλθεν εἰς Πέργαμον, κἀκεῖ ποιήσας ἡμέρας, καὶ ἀθροίσας τῶν πέριξ πόλεων τοὺς θησαυρούς, καὶ αἰχμαλωτίσας νέους καὶ παιδίσκας, καὶ κολάσας καὶ τιμωρήσας πάντας Τούρκους τε καὶ Ῥωμαίους, πυρικαύστους καὶ ἐγκλείστους ὑπὸ ἀσιτίας λιμοκτονήσας ἕνεκα χρυσοῦ καὶ ἀργυρίου, πάντα πλοῦτον σωρεύσας ἦλθεν εἰς Μαγνησίαν τὴν ἐν Σιπύλῳ κειμένην. κἀκεῖ συναθροίσας πάντα τὰ τῆς Λυδίας χρύσεά τε καὶ ἀργυρᾶ κειμήλια, καὶ πάντα τὸν ἐν ταῖς Σάρδεις καὶ Φιλαδελφείᾳ καὶ Ἀττάλῳ σωρεύσας πλοῦτον, ἦλθεν εἰς Σμύρναν.

Ο Τιμούρ έστησε τις σκηνές του μπροστά στο φρούριο των Ιπποτών τού Οσπιταλίου, το οποίο είχαν χτίσει την εποχή τού προαναφερθέντος33 Ουμούρ και ζήτησε την παράδοσή του. Όμως οι Ιππότες τού Οσπιταλίου αρνούνταν, επειδή στο φρούριο είχαν καταφύγει πολλοί άνδρες και γυναίκες από την Έφεσο, τα Θείρα, το Νυμφαίον, καθώς και χριστιανοί από άλλες πόλεις, που πίστευαν ότι αυτό δεν επρόκειτο να πέσει σε κανέναν. Γιατί ο Βαγιαζήτ έκανε κάθε χρόνο επίθεση στο φρούριο, ενώ δεν παρέλιπε να φρουρεί με ασφάλεια τις εξόδους, για να εξαναγκάσει σε παράδοση από πείνα, καθώς δεν πετύχαινε τίποτε με τον πόλεμο. Τότε ο Τιμούρ, συλλαμβάνοντας την ιδέα τής απόφραξης τού στόμιου τού λιμανιού, έδωσε εντολές το απόγευμα, ότι το πρωί κάθε στρατιώτης έπρεπε να πάρει μια πέτρα και να τη ρίξει στο στόμιο τού λιμανιού, όπως κι έγινε. Όταν το είδαν οι υπερασπιστές τού φρουρίου, δείλιασαν. Αν δεν είχαν προλάβει να τραβήξουν τις γαλέρες και τα άλλα πλοία έξω από το λιμάνι, στη θάλασσα, μέχρι την πρώτη ώρα τής ημέρας [στις έξι το πρωί], θα τα είχαν κάνει στάχτη οι Σκύθες. Τα στρατεύματα τού Τιμούρ είχαν μεταμορφώσει τη θάλασσα σε στεριά μέχρι την πρώτη ώρα τού πρωινού. Ούτε το ένα δέκατο —γιατί λέω ένα δέκατο;— ούτε το ένα εκατοστό των στρατευμάτων δεν συμμετείχε στην εκτέλεση τής εντολής.

[17.2] κἀκεῖ τεντώσας ἐν τῷ πολιχνίῳ τῶν φρερίων, ὅ ἀνήγειραν ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ προρρηθέντος Ὀμοῦρ, ἐζήτει τοῦτο παρ’ αὐτῶν. ὡς δὲ ἀντέλεγον οἱ φρέριοι, ἦσαν γὰρ πλεῖστοι ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες προσφυγόντες ἐν τῷ φρουρίῳ, Ἐφέσιοι Θύραιοι Νύμφαιοι καὶ ἀπὸ ἄλλων πόλεων Χριστιανοί, θαρροῦντες ὡς οὐ κυριευθήσεται παρά τινος. καὶ γὰρ ὁ Παγιαζὴτ κατ’ ἔτος ἐπολέμει, καὶ οὐ διέλιπεν ἀσφαλῶς τὰς διεξόδους τηρῶν, ὅπως ὑπὸ τοῦ λιμοῦ ἐγκρατὴς γένηται τοῦ πολιχνιου· ὑπὸ γὰρ πολέμου οὐδὲν ἤνυεν. τότε ὁ Τεμὺρ εἰς νοῦν λαβὼν φράττει τὸ τοῦ λιμένος στόμα, διαλαλίας ποιήσας ἀφ’ ἑσπέρας ἵνα τὸ πρωΐ ὁ κάθεὶς τῶν στρατιωτῶν ἀνὰ λίθον ἄρας ῥίψῃ ἐν τῷ στόματι τοῦ λιμένος· ὅ καὶ γέγονεν. ὁρῶντες δὲ οἱ τοῦ κάστρου ἐδειλίασαν· καὶ εἰ μὴ ἥλκυσαν τὰς τριήρεις καὶ τὰ πλοῖα ἔξω τοῦ λιμένος ἐν τῷ πελάγει τῇ πρώτῃ ὥρᾳ τῆς ἡμέρας, ἐτεφρώθησαν ἄν παρὰ τῶν Σκυθῶν. ἀρξάμενοι δὲ πρωΐ ἄχρι τῆς πρώτης ὥρας ἐποίησαν τὴν ὑγρὰν ξηράν· οὐδὲ τὸ δέκατον, τί λέγω δέκατον; οὐδὲ τὸ ἑκατοστὸν ὑπούργησεν τὸ τῆς διαλαλίας πρόσταγμα.

Πού βρισκόταν λοιπόν όλος ο στρατός τού Τιμούρ τότε; Αφού περικύκλωσαν ολόκληρη τη χώρα, όπως είπαμε, έπαιρναν τη μια περιοχή μετά την άλλη πριν δοθεί προειδοποίηση, καλύπτοντας συχνά ταξίδι τριών ημερών σε μια μέρα. Περιέτρεχαν ολόκληρη τη χώρα σαν πετούμενα πουλιά, μη έχοντας τίποτε μαζί τους, εκτός από τα εφόδια που χρειάζονταν για να πετύχουν εύκολη νίκη. Ήταν το ίδιο είτε ο στρατός που αγωνιζόταν ήταν μικρός ή μεγάλος σε αριθμό. Ελίσσονταν επιθετικά με μεγάλη ταχύτητα, και το πιο σημαντικό, αδιαφορούσαν εντελώς για τον εαυτό τους και στη μάχη αντιμετώπιζαν τον εχθρό σαν άγρια θηρία.

[17.3] ποῦ γὰρ ἦν ὁ πᾶς ἀριθμὸς τοῦ στρατοῦ τότε; καθὼς ἔφημεν, περικυκλώσαντες τὴν ἅπασαν, ἄλλην ἐξ ἄλλης, πρὶν ἀκουσθῆναι, καταλαμβάνοντες γῆν, καὶ τριῶν διὰ μιᾶς ἡμέρας πολλάκις, δίκην πτηνῶν αἰθερίων περιτρέχοντες οἰκουμένην, μηδὲν μὲν ἐπαγόμενοι, πάντα δ’ οὖν ἔχοντες ὅσα πρὸς τὸ ῥᾳδίως νικᾶν ἐφόδια κράτιστα. εἶναι γὰρ ταυτὶ τό τε κατὰ πλῆθος ἐξιέναι μικροῦ καὶ ἀριθμὸν ὑπερβαῖνον, τό τε τῆς κινήσεως εὔστροφον καὶ ὀξύτατον, καὶ ὅ τούτων μεῖζον, τὸ τελέως ἀφειδεῖν ἑαυτῶν καὶ κατὰ πρόσωπον δίκην ἀγρίων θηρῶν ἀπαντᾶν εἰς τὰς μάχας.

Οι Σκύθες κατάφεραν να διασχίσουν το στόμιο τού λιμανιού και εμφανίστηκαν μπροστά στην τάφρο. Οι Ιππότες τού Οσπιταλίου πολεμούσαν γενναία από τις επάλξεις και τα βέλη τους έκοβαν τούς Σκύθες, που έπεφταν στην τάφρο σαν ακρίδες που τις έκοβαν πουλιά. Τα πτώματά τους γέμιζαν την τάφρο, αλλά οι Σκύθες πολλαπλασιάζονταν σαν τα κεφάλια τής Λερναίας Ύδρας. Όταν λοιπόν η τάφρος γέμισε σώματα, οι υπόλοιποι Σκύθες, αμέτρητος αριθμός από αυτούς, διέσχισαν την τάφρο πατώντας πάνω στα πτώματα. Έστησαν σκάλες και ανέβαιναν προς τα πάνω, ενώ άλλοι κατέβαιναν στον Άδη, χωρίς να ανησυχεί ο ζωντανός για τον νεκρό, αν ήταν πατέρας ή γιος. Ένας μόνο στόχος υπήρχε στο μυαλό όλων: Ποιος θα ανέβει πρώτος και θα στήσει το λάβαρο στον πύργο. Σκαρφαλώνοντας από όλες τις πλευρές, κυνηγούσαν τούς Ιππότες που έφευγαν μέσα για να σωθούν. Τράβηξαν τις γαλέρες κοντά στο φρούριο και οι Ιππότες τού Οσπιταλίου επιβιβάζονταν μέσα σε απόλυτη σύγχυση και αταξία, παίρνοντας μαζί τους τον βαΐλο34 και τα υπόλοιπα μέλη τού τάγματός τους. Εκείνοι που είχαν έρθει από έξω για να προστατευτούν, χριστιανοί όλοι με τις συζύγους και τα παιδιά τους, μερικοί πήδηξαν στη θάλασσα ενώ άλλοι, αρπάζοντας είτε τα πηδάλια των γαλερών ή τα κουπιά ή τα σχοινιά τής πλώρης ή τις άγκυρες, φώναζαν σε εκείνους που βρίσκονταν πάνω στα πλοία:

[17.4] διαβάντες τοίνυν τὸ στόμα τοῦ λιμένος καὶ παραστάντες τὴν τάφρον, οἱ μὲν φρέριοι διὰ τῶν βελῶν ἀνδρείως ἐμάχοντο ἐκ τῶν προμαχώνων, καὶ δίκην ἀκρίδων κατακοπτομένων ὑπὸ στρουθῶν ἐν τῇ τάφρῳ ἐνέπιπτον, καὶ ἡ τάφρος ὑψοῦτο τοῖς σώμασι τῶν Σκυθῶν, καὶ οἱ Σκύθαι ὡς αἱ κεφαλαὶ τῆς ὕδρας ἐφύοντο. πληρωθείσης οὖν τῆς τάφρου τῶν σωμάτων, οἱ περιλειπόμενοι ὑπὲρ μέτρον Σκύθαι πατήσαντες τὰ τεθνηκότα τῶν σωμάτων καὶ κλίμακας ἐπιθέντες ἀνέβαινον, οἱ μὲν ἄνω, οἱ δὲ τὴν πρὸς Ἅδην φέρουσαν κάθοδον, μὴ φροντίζων ὁ ζῶν διὰ τὸν τεθνηκότα εἰ πατήρ ἐστιν ἤ υἱὸς γνήσιος· ἀλλὰ τὸ σπουδαζόμενον ἕν ἦν ἐν ταῖς τῶν ἁπάντων ψυχαῖς, τίς πρῶτος ἀναβαίνειν καὶ τὸ σκῆπτρον θεῖναι ἐν τῷ πύργῳ. τότε ἐκ πάντων τῶν μερῶν ἀναβάντες καὶ τοὺς φρερίους εἰς τὸ ἐνδότερον καταδιώξαντες, φυγῇ τὴν σωτηρίαν ἐπιμελοῦντο, τὰς δὲ τριήρεις ἐγγὺς τῆς ἀκροπόλεως ἑλκύσαντες φύρδην καὶ ἀτάκτως εἰσήρχοντο, ἔχοντες τὸν Μπαίουλον αὐτὸν ὁμοῦ καὶ τοὺς λοιποὺς φρερίους. οἱ δὲ ἐλθόντες τοῦ φυλαχθῆναι ἐκ τῶν ἐκτὸς Χριστιανοὶ ἅπαντες σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις, οἱ μὲν ἐν τῇ θαλάσσῃ, οἱ δὲ κρατοῦντες τὰ πηδάλια τῶν τριήρεων, οἱ δὲ τὰς κώπας, ἄλλοι τὰ τῆς πρώρας καλώδια καὶ τὰς ἀγκύρας, ἐβόων πρὸς τοὺς ἐπιβάτας

«Λυπηθείτε μας! Χριστιανοί είμαστε! Μη μάς αφήνετε εδώ».

«ἐλεήσατε ἡμᾶς Χριστιανούς ὄντας, καὶ μὴ ἐγκαταλίπητε ὦδε.»

Και οι Ιππότες τού Οσπιταλίου, αφού χτύπησαν με ρόπαλα αυτά τα τεντωμένα χέρια, άνοιξαν πανιά και αναχώρησαν, αφήνοντας πίσω τούς χριστιανούς μισοπεθαμένους. Στη συνέχεια οι Σκύθες κατέλαβαν την ακρόπολη και αφού συγκέντρωσαν τούς αιχμαλώτους (γιατί μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά ήσαν περισσότεροι από χίλιους), τούς οδήγησαν ενώπιον τού Τιμούρ, ο οποίος διέταξε να κοπούν τα κεφάλια όλων με το σπαθί. Ύψωσε έναν πύργο, τοποθετώντας σειρές από πέτρες και κεφάλια σε εναλλασσόμενη σειρά. Όπου υπήρχε πέτρα σε ένα επίπεδο, τοποθετούνταν κεφάλι πάνω της στο επόμενο επίπεδο, ενώ όπου υπήρχε κεφάλι, τοποθετούνταν πέτρα πάνω από αυτό και όλα τα πρόσωπα κοιτούσαν προς τα έξω. Ήταν πράγματι παράξενο θέαμα και απάνθρωπη επινόηση.

αὐτοὶ δὲ σὺν ῥοπάλοις κρούσαντες εἰς χεῖρας τὰς ἀπῃωρημένας, καὶ πτερώσαντες τὰ ἰστία, ἀφέντες αὐτοὺς ἡμιθανεῖς ἔπλεον. οἱ δὲ Σκύθαι παραλαβόντες καὶ τὴν ἀκρόπολιν, καὶ εἰς ἕν ἀθροίσαντες τὴν αἰχμαλωσίαν (ἦσαν γὰρ σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ὑπὲρ τοὺς χιλίους) καὶ ἀπαγαγόντες αὐτοὺς ἐνώπιον τοῦ Τεμύρ, ἐκέλευσε πάντας ξίφει τὰς κεφαλὰς ἀποτμηθῆναι· καὶ οἰκοδομήσας πύργον ἕνα, μίαν πέτραν ἐνθεὶς καὶ μίαν κεφαλὴν συναρμόσας, ὥστε τὸ πρόσωπον ἵστασθαι καθ’ εἰρμόν· καὶ ἐν τῇ ἑτέρᾳ τάξει, ὅπου ἡ πέτρα ἦν, ἐπάνω ταύτης κεφαλή, καὶ ὅπου κεφαλὴ ἦν, ἐπάνω ταύτης πέτρα, καὶ τα πρόσωπα πάντα φαινόμενα περί τὴν ἔξω ἐμφάνειαν. καὶ ἦν ἰδεῖν ξένον τέρας καὶ ἀπάνθρωπον ἐπινόημα.

Οι Γενουάτες και ο Γκατελούζο υποτάσσονται στον Τιμούρ

Οι πόλεις τής Παλαιάς και τής Νέας Φώκαιας έστειλαν πρέσβεις στον Τιμούρ πριν φτάσει στην περιοχή τής Ιωνίας και τον προσκύνησαν προσφέροντας πολλά δώρα. Εκείνος τούς καλωσόρισε και έκανε μαζί τους συνθήκη ειρήνης. Η Νέα Φώκαια ανήκε στους Γενουάτες ενώ η Παλαιά Φώκαια αναφερόταν στον άρχοντα τής Μυτιλήνης. Όταν ο Τιμούρ έφτασε στη Σμύρνη και πολεμούσε εκεί, έστειλε τον εγγονό του να κατοπτεύσει τις πόλεις τής Παλαιάς και τής Νέας Φώκαιας. Όταν το έμαθε ο άρχοντας τής Λέσβου, επιβιβάστηκε σε γαλέρα και έπλευσε στην Παλαιά Φώκαια, όπου βγήκε από την πόλη και φιλοξένησε όπως έπρεπε τον εγγονό τού Τιμούρ.35 Αφού έφαγαν και ήπιαν και χάρηκαν μαζί, τον έστειλε πίσω με πολλά δώρα. Με τη σειρά του ο εγγονός τού Τιμούρ τού έδωσε ένα σκήπτρο ως ένδειξη φιλίας, και ασπάστηκαν ο ένας τον άλλο. Ο ένας επιβιβάστηκε στη γαλέρα, ο άλλος ανέβηκε στο άλογό του και έτσι χώρισαν. Όταν ο εγγονός τού Τιμούρ έφτασε στη Σμύρνη και τη βρήκε ισοπεδωμένη μέχρι τα θεμέλιά της, προχώρησε προς την Έφεσο, στην οποία συνέρρεαν στρατεύματα από παντού. Γιατί ο Τιμούρ είχε δώσει εντολή από την Άγκυρα, ότι όπου κι αν βρίσκονταν οι ευγενείς και οι σατράπες με τα στρατεύματά τους, έπρεπε όλοι να συναντηθούν στην Έφεσο, επειδή από την Έφεσο επρόκειτο να επιστρέψει στην πατρίδα του.

[17.5] αἱ δὲ Φώκαιαι ἔστειλαν πρέσβεις πρὸ τοῦ ἐλθεῖν αὐτὸν ἐν τοῖς μέρεσι τῆς Ἰωνίας, καὶ προσεκύνησαν σὺν δώροις πλείστοις· καὶ αὐτὸς ὑπεδέξατο, καὶ εἰρήνην σὺν αὐτοῖς ἐσπείσατο. ἦν γὰρ ἡ μία τῶν Γενουιτῶν, ἡ καὶ νέα καλουμένη· ἡ δὲ ἑτέρα ὑπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Μιτυλήνης ἀνέκειτο, ἡ καὶ παλαιὰ καλουμένη. ὁ δὲ Τεμὺρ ἐλθὼν ἐν τῇ Σμύρνῃ καὶ πολεμίζων αὐτὴν ἔστειλε τὸν υἱωνὸν αὐτοῦ ἱστορήσων τὰς Φωκαίας. καὶ τοῦτο μαθὼν ὁ τῆς Λέσβου ἡγεμών, ἐμβὰς ἐν τριήρει ἦλθεν εἰς Φωκαίας, καὶ ἐξελθὼν ἔξω τῆς πόλεως καὶ φιλοξενήσας ὡς ἐχρῆν τὸν υἱωνὸν τοῦ Τεμύρ, φαγόντες καὶ πιόντες καὶ εὐφρανθέντες ὁμοῦ, σὺν δώροις πλείστοις ἀπέπεμψεν. ὁ δὲ τοῦ Τεμὺρ ἔκγονος δοὺς αὐτῷ σκῆπτρον σημεῖον ἀγάπης, καὶ ἀσπασάμενοι ἀλλήλους, ὁ μὲν ἐν τριήρει ὁ δὲ ἀναβὰς ἐφ’ ἵππου ἀπ’ ἀλλήλων ἐχωρίσθησαν. ἐλθὼν δὲ καὶ εὑρὼν τὴν Σμύρναν κατασκαφεῖσαν ἕως τῶν θεμελίων, πρὸς τὴν Ἔφεσον τὴν πορείαν ἐποίουν, καὶ πανταχόθεν τὸ στράτευμα συνέρρεεν. ἦν γὰρ πρόσταγμα παρ’ αὐτοῦ ἐκδοθὲν ἐξ Ἀγκύρας, ὅπου ἄν τύχωσι οἱ μεγιστᾶνες καὶ οἱ σατράπαι σὺν τοῖς ὑπ’ αὐτούς, οἱ πάντες εὑρεθῶσιν ἐν Ἐφέσῳ· καὶ γὰρ ἐξ Ἐφέσου ἦν ἀναποδίζων πρὸς τὰ πάτρια.

Ο Τιμούρ έστησε τις σκηνές του εκεί και έμεινε για τριάντα ημέρες. Συγκέντρωσε τούς κατοίκους από όλα τα οχυρά στα περίχωρα τής πόλης και από τις γειτονικές πόλεις και χωριά. Μάζεψε τα χρυσά και ασημένια τιμαλφή που είχαν αφήσει οι πρόγονοί τους, καθώς και κάθε άλλο πολύτιμο υλικό και πολυτελή ενδυμασία, τα οποία παρέδωσαν αφού τούς βασάνισαν και τούς έκαψαν. Ύστερα έφυγε και πήγε στη Μύλασα, τη μητρόπολη τής Καρίας. Ο χειμώνας ήταν τόσο βαρύς, που από το κρύο και τον παγετό είχε αλλάξει και αυτή ακόμη η φύση των τετράποδων ζώων, των πτηνών τού αέρα και των ζωντανών τού νερού. Είχαν στερεοποιηθεί και είχαν μετατραπεί σε πάγο. Τα στρατεύματα πήγαιναν από πόλη σε πόλη και καθεμιά που καταλάμβαναν την άφηναν σε τέτοια κατάσταση ερήμωσης, που δεν ακουγόταν πια ούτε γαύγισμα σκύλου, ούτε κακάρισμα κότας ούτε κλάμα παιδιού. Όπως ο ψαράς ρίχνει το δίχτυ του και το τραβάει στη στεριά από τη θάλασσα, και ό, τι κι αν συναντάει, το τραβάει μαζί του στη στεριά, είτε είναι μεγάλο ψάρι ή μικρό, ακόμη και το πιο ασήμαντο ψαράκι και το μικρό καβούρι, έτσι και αυτοί λεηλάτησαν όλη τη Μικρά Ασία πριν φύγουν μακριά.

[17.6] ἐκεῖ δὲ πήξας τὰς σκηνὰς ἐποίησεν ἡμέρας τριάκοντα, καὶ τὰ πέριξ ἅπαντα τῆς πόλεως κάστρα καὶ πόλεις καὶ κώμας ἀθροίσας ἅπαντας, καὶ τὰ ἀπὸ τῶν προγόνων καταλειφθέντα χρυσᾶ τε καὶ ἀργυρᾶ καὶ ἄλλην πᾶσαν τιμίαν ὕλην καὶ ἱματισμὸν πολυτελῆ διὰ πολλῶν βασάνων καὶ καυστηριασμῶν συλλέξας ἐξῆλθε, καὶ πρὸς τὴν Μυλασέων μητρόπολιν Καρίας ἔρχεται, χειμῶνος οὕτω σφοδροῦ γενομένου, κρύους τε καὶ παγετοῦ, ὡς καὶ αὐτὴν τὴν τετραπόδων φύσιν τῶν ζώων καὶ τὰ πτηνὰ τὰ ἀέρια καὶ τὰ ἔνυγρα ζῶα παγιωθῆναι καὶ εἰς κρύσταλλον μεταμεῖψαι τὴν φύσιν αὐτῶν. ἐξερχόμενοι δὲ ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν ἀπιέναι, τὴν καταλελειμμένην εἰς τόσον ἀφίεσαν ἔρημον ὅτι οὔτε κυνὸς ὑλακὴ τὸ παράπαν ἠκούετο οὐδὲ ὄρνιθος ἡμέρου κοκκυσμὸς οὐδὲ παιδίου κλαυθμηρισμός. ἀλλ’ ὥσπερ σαγήνην χαλῶν ἁλιεὺς ἕλκει ταύτην ἐν τῇ ξηρᾷ ἀπὸ τοῦ πελάγους, εἴ τι ἄν συναντεῖ, τοῦτο καὶ ἕλκει πρὸς τὴν ξηράν, κἄν τε μέγαν ἰχθὺν κἄν τε σμικρόν, καὶ αὐτὸ τὸ φαυλότατον ἰχθύδιον καὶ καρκινίδιον, οὕτω καὶ οὗτοι τὴν ἅπασαν Ἀσίαν λεηλατήσαντες ᾤχοντο.

Ο Βαγιαζήτ πεθαίνει. Ο Τιμούρ επιστρέφει στην Ανατολή (1403)

Από τη Μύλασα πήγαν στην άνω Φρυγία, την Καπατιανή, κάνοντας τα ίδια. Από τη Λαοδίκεια έφτασαν στη Σαλουταρία Φρυγία, την οποία οι Τούρκοι αποκαλούν Καράχισαρ στη γλώσσα τους. Εκεί πέθανε και ο ταλαιπωρημένος Γιλντιρίμ Βαγιαζήτ.36 Φημολογείται ότι αυτοκτόνησε παίρνοντας δηλητήριο. Γιατί ο Τιμούρ ήθελε να ζήσει αυτός και να τον πάει στην Περσία, για να δείξει στους Πέρσες τι είδους θηρίο είχε συλλάβει. Πρώτα, να τον επιδείξει ως θέαμα και να τον διαπομπεύσει και ύστερα, αφού θα τον είχε βασανίσει πολύ, να τού πάρει τη ζωή. Όταν ο Βαγιαζήτ έπνεε τα λοίσθια, ζήτησε το εξής από τον Τιμούρ:

[17.7] ἀπὸ δὲ Μυλάσων εἰς τὴν ἄνω Φρυγίαν Καπατιανὴν ᾒεσαν, τὰ ὅμοια πράττοντες. ἀπὸ δὲ Λαοδικείας εἰς Φρυγίαν Σαλουταρίαν κατήντησαν, ἥν καὶ κατὰ τὴν αὐτῶν γλῶσσαν οἱ Τοῦρκοι Καράσαρ λέγουσιν. ἐκεῖ καὶ ὁ πολυπαθὴς Ἰλτρὶμ Παγιαζὴτ ἀπέθανεν. ᾂδεται οὖν παρὰ πολλῶν ὅτι αὐτὸς ἑαυτὸν φαρμάκῳ τῆς ζωῆς ἐστέρησεν. ὁ γὰρ Τεμὺρ ἠβούλετο μὲν αὐτὸν ζῆν καὶ ἐν τῇ Περσίᾳ ἄγειν, καὶ δεῖξαι τοὺς Πέρσας ποδαποῦ θηρίου ἐγκρατὴς ἐγένετο, καὶ θεατρίσαι καὶ πομπεῦσαι, καὶ μετὰ ταῦτα διὰ πολλῆς στενοχωρίας τοῦ ζῆν ἀπαλλάξειν ποιῆσαι. ἀλλ’ ἐπειδὴ τὰ λοίσθια πνέων ἦν, μηνύει τῷ Τεμὺρ ὡς

«Εγώ τώρα φεύγω από τη ζωή. Εσύ να είσαι ευγενικός τώρα που πεθαίνω και να δώσεις το σώμα μου για ταφή στον τάφο που έχω χτίσει».

«ἐγὼ νῦν μεταλλάττω τὸν βίον, σὺ δὲ ἱλαρῶς βλέψον τεθνηκότα με, καὶ τὸ σῶμά μου δὸς ταφῆναι ἐν τῷ παρ’ ἐμοῦ δομηθέντι μνημείῳ.»

Ο Σκύθης, ακούγοντας αυτά τα λόγια, παραιτήθηκε από τον σκοπό του. Έστειλε το σώμα του με εκατό σκλάβους ενταφιαστές, ελευθερώνοντάς τους ταυτόχρονα. Συνόδευσαν το σώμα του στην Προύσα και το έθαψαν στον τάφο που είχε χτίσει ο Βαγιαζήτ. Φεύγοντας από το Καράχισαρ ο Τιμούρ έφτασε στη Λυκαονία, από εκεί προχώρησε στην Καισάρεια και στη συνέχεια στη Μικρή και τη Μεγάλη Αρμενία. Αφού πέρασε ένα ολόκληρο έτος έξω από την Περσία, ο Τιμούρ επέστρεψε ως κατακτητής και τροπαιοφόρος, φέρνοντας πίσω περισσότερα λάφυρα και λεία από οποιονδήποτε τύραννο Περσών πριν από αυτόν.

ἀκούσας δὲ τὰ ῥήματα ταῦτα ὁ Σκύθης ἐκάμφθη τῇ γνώμῃ, καὶ στείλας αὐτὸν δι’ ἐνταφιαστῶν δούλων αὐτοῦ ὡς ἑκατόν, ἐλευθερώσας αὐτούς, ἀπήγαγον αὐτὸν ἐν τῇ Προύσῃ, καὶ ἔθαψαν ἐν τῷ μνημείῳ ὅ αὐτὸς ᾠκοδόμησεν. ὁ Τεμὺρ ἀπάρας ἐκεῖθεν πρὸς Λυκαονίαν ἀφίκετο, κἀκεῖθεν εἰς Καισάρειαν, εἶτα εἰς Ἀρμενίαν μικράν τε καὶ μεγάλην. πληρώσας ἐνιαυτὸν ἕνα ἐκτὸς τῆς Περσίας, καὶ μετὰ τὸν χρόνον εἰσῆλθεν νικητὴς τροπαιοῦχος, φέρων λάφυρα καὶ λείαν ὡς οὐδεὶς τῶν πώποτε τυράννων Περσῶν.

Ας επιστρέψουμε τώρα στους επόμενους ηγεμόνες των Οθωμανών και ας διερευνήσουμε πώς κατάφεραν να εξουσιάσουν.

Ἀλλ’ ἐπανίωμεν πάλιν εἰς τοὺς μεταγενεστέρους ἡγεμόνας τῶν Ὀθμάνων, καὶ ἴδωμεν καὶ ποίῳ τρόπῳ μετέπεσον εἰς αὐτοὺς τὰ τῆς ἡγεμονίας εὐτυχήματα.

Ο Μανουήλ επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη (9 Ιουνίου 1403)

Όταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ έμαθε για την ήττα των Τούρκων και ότι ο Βαγιαζήτ είχε υποστεί συντριπτική αντιστροφή τής τύχης του, σαν να είχε πέσει αστραπή από τον ουρανό, επέστρεψε αμέσως στο Βυζάντιο. Ο ανιψιός του [Ιωάννης Ζ’] τού παρέδωσε το πηδάλιο τής εξουσίας και στάλθηκε στο νησί τής Λήμνου. Ο Μανουήλ ανακηρύχθηκε τώρα μοναδικός αυτοκράτορας από τούς αξιωματούχους τού παλατιού και τον λαό.

[18.1] ὁ γὰρ βασιλεὺς Μάνουὴλ ἐνωτισθεὶς τὴν ἦτταν τῶν Τούρκων καὶ τὴν τοῦ Παγιαζὴτ ἀθρόαν μεταβολὴν πως ἀπ’ οὐρανοῦ ὡς ἀστραπήν πεσόντα, παρευθὺ πρὸς Βυζάντιον ἄνεισι. καὶ ὁ ἀνεψιὸς αὐτοῦ παραχωρεῖ τῶν οἰάκων τῆς βασιλείας, καὶ αὐτὸς ἐν τῇ νήσῳ Λήμνῳ πέμπεται, καὶ ὁ Μανουὴλ μόνος βασιλεὺς παρὰ τοῦ παλατίου καὶ τοῦ δήμου εὐφημίζεται.

Ο Σουλεϊμάν, γιος τού Βαγιαζήτ, επιδιώκει την υποστήριξή του Μανουήλ

Ο Σουλεϊμάν, ο οποίος είχε περάσει στη Δύση, μπήκε στην Πόλη και, πέφτοντας στα πόδια τού αυτοκράτορα, τον παρακάλεσε με τα ακόλουθα λόγια:

[18.2] Ὁ δὲ Μουσουλμὰν περάσας ἐν τῇ δύσει εἰσῆλθεν ἐντὸς τῆς πόλεως, καὶ πίπτει ἐν τοῖς ποσὶ τοῦ βασιλέως, καὶ δέεται τοῦτον λέγων ὅτι

«Θα γίνω σαν γιος σου και θα γίνεις ο πατέρας μου. Στο εξής, ανάμεσά μας δεν θα φυτρώσει ζιζάνιο ούτε θα υπάρξουν σκάνδαλα. Μόνο να με αναγορεύσεις ηγεμόνα τής Θράκης και όσης άλλης γης έχω αποκτήσει από τούς γονείς μου».

«ἐγὼ ἔσομαί σοι εἰς υἱόν, σὺ δὲ πατὴρ ἐμὸς ἔσῃ· καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν ἐν μέσῳ ἡμῶν οὐ φύει ζιζάνιον, ἀλλ’ οὔτε σκάνδαλα ἔσονται. Μόνον ἀναγόρευσὸν με ἡγεμόνα Θρᾴκης, ὅσην καὶ ἄλλην γῆν διὰ τῶν γονέων ἐπεκτησάμην.»

Έδωσε στον Μανουήλ ως όμηρους έναν έφηβο αδελφό και μια αδελφή, το όνομα τής οποίας ήταν Φατμά-Χατούν. Υποσχέθηκε να παραδώσει στον αυτοκράτορα τη Θεσσαλονίκη και τις περιοχές τού Στρυμώνα μέχρι και το Ζητούνιον, την Πελοπόννησο, καθώς και τα εδάφη που περιβάλλουν την Πόλη, από την Πάνιδο μέχρι το Ιερό Στόμιο37 και όλα τα παράκτια φρούρια που βρίσκονται κατά μήκος τού Εύξεινου Πόντου, από το Ιερό Στόμιο μέχρι τη Βάρνα.38 Ο Μανουήλ διαπραγματεύτηκε συνθήκη ειρήνης και έστειλε τον Σουλεϊμάν στην Αδριανούπολη. Ύστερα έστειλε τον Δημήτριο Λεοντάρη, συνετόν άνδρα, ικανό στην τέχνη τού πολέμου, να παραλάβει τη Θεσσαλονίκη.39 Εκείνος, αφού την παρέλαβε και ενημέρωσε τον αυτοκράτορα, εισήγαγε σε αυτήν τον αυτοκράτορα Ιωάννη [Ζ’] και τον ανακήρυξε αυτοκράτορα όλης τής Θεσσαλίας. Ο αυτοκράτορας έστειλε επίσης επιφανείς Ρωμιούς σε όλες τις σημαντικές πόλεις και φρούρια και αυτοί ανέλαβαν τον πλήρη έλεγχο, διὠχνοντας τούς Τούρκους. Στις περιοχές τής Θράκης κυριαρχούσε η απόλυτη ειρήνη και η γαλήνη χωρίς εξεγέρσεις, ενώ στις περιοχές τής Ανατολής υπήρχε μεγάλη αναταραχή και συνεχής αλλαγή των ηγεμόνων στις επαρχίες.

Δοὺς αὐτῷ καὶ ὁμήρους ἕνα τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ τῶν ἀνήβων καὶ μίαν τῶν ἀδελφίδων Φατμάκατουν ἐπονομαζομένην, ὑποσχεθεὶς δοῦναι τῷ βασιλεῖ τὴν Θεσσαλονίκην καὶ τὰ τοῦ Στρυμόνος ἄχρις αὐτοῦ Ζητουνίου καὶ τὴν Πελοπόννησον, τὰ δὲ τῆς πόλεως πέριξ ἀπὸ Πανίδου μέχρι Ἱεροῦ Στομίου καὶ ἀπὸ τοῦ Ἱεροῦ Στομίου μέχρι Βάρνας ἅπαντα τὰ παράλια κάστρα τὰ ἐν τῷ Εὐξείνῳ Πόντῳ κείμενα, ὁ δὲ βασιλεὺς εἰρηναίαν κατάστασιν ποιήσας καὶ αὐτὸν ἐν Ἀνδριανουπόλει πέμψας, ἔστειλε Δημήτριον τὸν Λεοντάριν, ἄνδρα συνετὸν καὶ περὶ τὰ πολεμικὰ εὔστροφον τοῦ παραλαβεῖν τὴν Θεσσαλονίκην. Ὁ δὲ παραλαβὼν αὐτὴν καὶ μηνύσας τῷ βασιλεῖ, εἰσάγει τὸν βασιλέα Ἰωάννην ἐντὸς καὶ δεικνύει τοῦτον βασιλέα πάσης Θετταλίας. Ὁμοίως καὶ ἐν πάσαις ταῖς πόλεσι καὶ τοῖς πολιχνίοις ἔστειλεν ὁ βασιλεὺς Ῥωμαίους τῶν ἐνδόξων καὶ παρέλαβον πάντα διώξαντες τοὺς Τούρκους. Καὶ ἦν ἐν τοῖς Θρακῴοις μέρεσιν εἰρήνη παντοία καὶ ἀστασίαστος γαλήνη, τὰ δὲ τῆς ἕω ἐν μεγάλῃ ταραχῆ καὶ ἀθρόᾳ μεταβολῇ τῶν ἡγεμόνων ἐν ταῖς ἐπαρχίαις.

Οι Τούρκοι αντίπαλοι των Οθωμανών ανακτούν τον έλεγχο των εμιράτων

Όταν πέρασε εκείνος ο σκληρός και θυελλώδης χειμώνας και έφτασε η άνοιξη, τρομερός λιμός και επιδημία έπληξαν όλες τις επαρχίες στις οποίες είχαν πατήσει τα πόδια των Σκυθών και ξέσπασαν εμφύλιοι πόλεμοι. Με την άδεια τού Τιμούρ επέστρεψε ο Τζερμιγιάν, ο επονομαζόμενος Αλισούρ, και παρέλαβε και πάλι την πατρική του επαρχία. Επίσης ο Σαρουχάν πήρε πίσω την πατρική του επαρχία Λυδία. Οι δύο γιοι τού Ορχάν και τού Αϊντίν, ο Ουμούρ και ο Ισά,40 μοιράστηκαν και αυτοί όλη την Ιωνία. Ο Ιλυάς, ο γιος τού Μεντεσέ, απέκτησε την Καρία και τη Λυδία.41

[18.3] Ἔαρος τοίνυν ἀρξαμένου καὶ τοῦ σφοδροῦ χειμῶνος ἐκείνου καὶ κλύδωνος παρελθόντος, ἐγεγόνει λιμὸς ισχυρὸς καὶ λοιμὸς ἐν πάσαις ταῖς ἐπαρχίαις, αἷς οἱ πόδες τῶν Σκυθῶν ἐπάτησαν, καὶ ἐμφύλιοι πόλεμοι. Καταβὰς τοίνυν ὁ Καρμιάν, δοὺς ὁ Τεμὴρ ἄδειαν, ἔλαβε τὴν πατρικὴν αὐτοῦ ἐπαρχίαν, Ἀλυσὰρ ἐπονομαζόμενος. Ὁμοίως καὶ Σαρχὰν Λυδίαν τὴν πατρικὴν ἐπαρχίαν πρὸς ἑαυτὸν ἐποιήσατο. Ὁ Ὀρχὰν καὶ οἱ τοῦ Ἀτὴν δύο υἱοὶ Ὁμοῦρ καὶ Ἐσὲς καὶ αὐτοὶ τὴν Ἰωνίαν πᾶσαν ἐκληρώσαντο. Καὶ ὁ τοῦ Μανταχία Ἐλιὲζ καὶ αὐτὸς Καρίαν καὶ Λυκίαν ἐπεκτήσατο.

Από τούς γιους τού Βαγιαζήτ που είχαν απομείνει στην Ανατολή, ο Μεχμέτ βρισκόταν στην Άγκυρα τής Γαλατίας επειδή δεν είχε κληρονομιά ή επαρχία. Μαζί του βρισκόταν ο αδελφός του Μούσα που ήταν ακόμη μικρό παιδί. Ο άλλος αδελφός, ο Ισά, περιπλανιόταν εδώ κι εκεί, χωρίς να έχει καμία εξουσία. Το ίδιο και ο Μουσταφά. Καθώς ο Ισά ἐμενε τότε σε εκείνα τα μέρη, έστειλε ο Μεχμέτ από την Άγκυρα έναν από τούς ευγενείς τού πατέρα του, τον Τεμιρτάς, ο οποίος τον αντιμετώπισε [τον Ισά] σε μάχη και έκοψε το κεφάλι του. Ο Μεχμέτ αποκτούσε δύναμη στη Γαλατία.

[18.4] Οί δὲ καταλειφθέντες ἐν τῇ ἑῴᾳ τοῦ Παγιαζὴτ υἱοί, ὁ μὲν Μεχεμὲτ ἐν Ἀγγύρᾳ ἦν τῆς Γαλατίας, ἐπεὶ οὐκ εἶχε κληρονόμον ἡ ἐπαρχία, ἦν δὲ καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Μωσῆς μετ’ αὐτοῦ ἔτι παιδαρίσκος ὤν. Ὁ δὲ Ἐσὲς ὁ ἕτερος ἦν πλανώμενος ἔνθεν κἀκεῖθεν, μὴ ἔχων αὐθεντίαν· ὁμοίως καὶ Μουσταφᾶς. Ὅθεν στείλας ὁ Μεχεμέτ τινα τῶν μεγιστάνων τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Τεμηρτὲς ἐπονομαζόμενον ἐξ Ἀγγύρας, διάγοντα τότε τὸν Ἐσὲν ἐν τοῖς μέρεσιν ἐκείνοις, καὶ συνάψας πόλεμον μετ’ αὐτοῦ ἀπέτεμε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. Ὁ δὲ Μεχεμὲτ ἦν μεγαλυνόμενος ἐν Γαλατίᾳ.

<-Παράρτημα: Χορτασμένος Παράρτημα: Χαλκοκονδύλης
error: Content is protected !!
Scroll to Top