Παράρτημα 03

<-Παράρτημα: Μανουήλ Β' Παράρτημα: Δούκας

Ιωάννης Χορτασμένος: Αγόρευση τού βασιλέα των Περσών Τιμούρ, ενόψει τού πολέμου εναντίον τού Τόκταμις, βασιλέα των Σκυθών1

Ομιλία τού βασιλέα των Περσών Τιμούρ, με την οποία αγόρευσε όταν επρόκειτο να πολεμήσει εναντίον τού Τόκταμις,2 τού βασιλέα των Σκυθών. Μάς την ανέφερε ο γιος τού κυρίου Δημητρίου Αθηναίου, ο κύριος Θεόδωρος Αθηναίος, που την έμαθε από τον πατέρα του όταν εκείνος εξουσίαζε στη Ρωσία, όπως τού τη μετέφερε ο ονομαζόμενος Ετιγίς,3 ο ύστερα από αυτά αρχηγός των Σκυθών, που πήρε μέρος στη μάχη και άκουσε με τα αυτιά του εκείνα που είπε ο Τιμούρ.

Δημηγορία τοῦ Περσῶν βασιλέως Τεμύρη, ἥν ἐδημηγόρησεν, ὅτ’ ἔμελλε πολεμήσειν πρὸς Τακταμύσην, τὸν τῶν Σκυθῶν βασιλέα· ἀπήγγειλε δὲ ταύτην ἡμῖν ὁ τοῦ Ἀθηναίου κυροῦ Δημητρίου υἱός, κυρὸς Θεόδωρος ὁ Ἀθηναῖος, παρὰ τοῦ πατρὸς μαθὼν δυναστεύοντος ἐν τῇ Ῥωσίᾳ, καθὼς ἐκείνῳ παρέδωκεν ὁ μετὰ ταῦτα Σκυθῶν ἀρχηγός Ἐτιγὶς οὕτω καλούμενος, παρατυχὼν τῷ πολέμῳ καὶ τῶν ὑπὸ τοῦ Τεμύρη λεγομένων αὐτήκοος γεγονώς.

Όταν επέλασε εκστρατεύοντας εναντίον των νομάδων Σκυθών ο Τιμούρ, ο αυτοκράτορας των Μήδων και των Περσών, προχωρώντας ανάμεσα σε κάποια δύσβατα βουνά, τότε, με το στράτευμα να δυσφορεί εναντίον του και να κατηγορεί τον στρατηγό για την τόση ταλαιπωρία, καταλαβαίνοντας ο βασιλιάς ότι αυτή ήταν η στάση τους απέναντί του, συγκέντρωσε τούς ταξίαρχους και τούς τοπάρχες των Περσών και ανεβαίνοντας σε κάποιο ψηλό σημείο, ώστε να τον βλέπουν όλοι, είπε τα εξής:

Ὅτε κατὰ Σκυθῶν τῶν νομάδων στρατείαν ἤλασε Τεμύρης, ὁ Μήδων καὶ Περσῶν βασιλεύς, διά τινων δυσβάτων ὀρῶν τὴν πορείαν ποιούμενος, τότε τοῦ στρατεύματος αὐτῷ τρυχομένου καὶ τὸν στρατηγὸν αἰτιωμένου τῆς τοσαύτης κακοπαθίας, αἰσθόμενος αὐτῶν ὁ βασιλεὺς οὕτω διακειμένων τοὺς τῶν Περσῶν ταξιάρχους τε καὶ τοπάρχας συναγαγών, ἐπί τινος ὑψηλοῦ τόπου καταστάς, ὡς ἄν εἴη πᾶσι καταφανής, ἔλεξε τοιάδε·

Άνδρες που συγκεντρωθήκατε μαζί μου για τον πόλεμο εναντίον των Σκυθών, καταλαβαίνω ότι εσείς υποφέρετε πολύ για τη δική μου καλή φήμη και ότι θέλετε, αν ήταν δυνατό, να απαλλαγείτε γρήγορα από αυτά τα θλιβερά. Γιατί ευλόγως σάς κάνει να τα σκέφτεστε αυτά τόσο η δυσκολία τού εδάφους που είναι σχεδόν άβατο ακόμη και για ζώα, πόσο μάλλον για στρατιώτες, καθώς και το γεγονός ότι στερείστε κάθε παρηγοριάς, ενώ ταυτόχρονα τα περισσότερα άλογά μας και τα σώματά μας έχουν βασανιστεί κι έχουν, θα λέγαμε, ξοδέψει εκ τών προτέρων το πνεύμα τού πολέμου, από το οποίο βλέπουμε μάλιστα να ηττώνται παντού οι εχθροί και όχι από τα όπλα. Και εγώ ο ίδιος συμμετέχω μαζί σας στους κόπους, αν θεωρούνται επαρκείς αποδείξεις ότι στο σώμα μου έχει οδυνηρά ακρωτηριαστεί ο μηρός μου, ενώ και οι οσφύες μου είναι γεμάτες πολλή μούχλα από το τέντωμα τής φαρέτρας και των τόξων.

Ἄνδρες οἱ συναράμενοί μοι τοῦ πρὸς Σκύθας πολέμου, αἰσθάνομαι μὲν ὑμῶν πλεῖστα κακοπαθούντων περὶ τῆς ἐμῆς εὐδοκιμήσεως καὶ βουλομένων, εἰ οἷόν τε ἦν, διὰ ταχέων ἀπαλλαγὴν εὕρασθαι τῶν τοιούτων ἀνιαρῶν· ποιεῖ γὰρ ὑμᾶς εἰκότως ταῦτ’ ἐννοεῖν ἥ τε τοῦ τόπου δυσχέρεια καὶ θηρίοις σχεδὸν ἄβατος οὖσα, μὴ ὅτι γε στρατιώταις, διὰ τὸ πάσης ἐστερῆσθαι παραμυθίας, καὶ ἅμα τῷ τοὺς ἵππους ἡμῶν καὶ τὰ σώματα πλεῖστα ἐκτετρυχῶσθαι καὶ οἷον εἰπεῖν τὸν θυμὸν τοῦ πολέμου προανηλῶσθαι, δι’ οὗ μάλιστα τοὺς πολεμίους ἤ τοῖς ὅπλοις ὁρῶμεν πανταχοῦ νικωμένους. ἐγὼ δὲ καὶ αὐτὸς κοινωνῶ μὲν ὑμῖν κατά γε τοὺς πόνους, εἴπερ ἱκανὰ ταῦτα μαρτύρια τοῦ τὸ σῶμα πονήρως ἔχειν τό τε τὸν ἐμὸν μηρὸν πεπηρῶσθαι καὶ τὸ τὰς ὀσφῦς εὐρωτιῶν πολλῶν πεπληρῶσθαι τῇ τῆς φαρέτρας καὶ τῶν τόξων ἀποκρεμάσει·

Και γνωρίζετε καλά, λόγω μεγάλων κόπων στο παρελθόν, αν δίστασα γι’ αυτούς έχοντας ηττηθεί. Πιστεύω όμως ότι δεν πρέπει άνδρες στρατιώτες και μάλιστα Πέρσες να αποτρέπονται έτσι από μικρά κακοπαθήματα, αλλά ότι είναι επιθυμία για τιμή να κινηθείτε εσείς προς τούς κόπους, για υπόθεση τόσο πολύ αναγκαία στη ζωή και στην οποία μάλιστα τούς κατά τα άλλα ελευθέρους βλέπουμε να ηττώνται. Για μένα, όσον αφορά εκείνα που με πείθουν να οδηγήσω τον παρόντα πόλεμο σε έργο και να μην υποχωρήσω ό τι κι αν γίνει, αυτά ισχύουν.

καὶ εὖ ἴστε, πόνων ὑπερβολῆς ἕνεκα πάλαι, ἄν ἀπώκνησα πρὸς αὐτοὺς ἠττηθείς. ἀλλ’ οὐκ οἶμαι δεῖν στρατιώταις ἀνδράσι καὶ μάλιστα Πέρσαις προσήκειν ἐπὶ μικροῖς οὕτω κακοπαθήμασιν ἀπαγορεύειν, ἀλλ’ ὑμᾶς μὲν κινείτω πρὸς τοὺς πόνους τιμῆς ἔφεσις, πράγματος οὕτω σφόδρα ἀναγκαίου τῷ βίῳ καὶ οὗ μάλιστα τοὺς τἄλλα ἐλευθέρους ἡττωμένους ὁρῶμεν· ἐμὲ δι’ ὅ μάλιστα πείθει τὸν παρόντα πόλεμον εἰς ἔργον ἀγαγεῖν καὶ μηδ’ ἄν εἴ τι καὶ γένοιτο ἐνδώσειν, ταῦτά ἐστιν·

Εκείνος που είχε γίνει αρχηγός των Περσών πριν από μένα, ήταν αλλοίθωρος όπως όλοι γνωρίζετε. Λόγω καταγωγής βρισκόταν σε καλή κατάσταση και αμέσως μόλις έγινε κατάλληλος για τα πράγματα, οφέλησε πολύ την εξουσία των Περσών. Μετά τον θάνατο τού οποίου, παραλαμβάνοντας εγώ την εξουσία, δεν θα μπορούσα να αποφύγω και ο ίδιος να μην πάθω ύστερα τα ίδια και να χωριστώ κάποτε από τούς ανθρώπους με τον θάνατο. Είναι λοιπόν ανάγκη εμείς όταν πεθάνουμε και πάμε στον παράδεισο, σύμφωνα με τις διδασκαλίες τού Μωάμεθ, να φιλονικούμε μεταξύ μας για τα πρωτεία. Κι εκείνος, που δεν θα δέχεται να παραχωρήσει σε μένα τον θρόνο, θα πει οπωσδήποτε τα εξής:

ὁ πρὸ ἐμοῦ γενόμενος Περσῶν ἀρχηγὸς ὡς ἅπαντες ἴστε, παραβλώψ, γένους δὲ εἵνεκεν εὖ ἔχων καὶ ἅμα γενόμενος ἐν τοῖς πράγμασιν ἐπιτήδειος πλεῖστα ὠφέλησε τὴν Περσῶν ἀρχὴν· μεθ’ ὅν ἀποθανόντα τὴν ἀρχὴν ἐγὼ παραλαβὼν οὐκ ἄν δυναίμην διαφύγειν τὸ μή, οὗ καὶ αὐτός, ὕστερον τὰ αὐτὰ πείσεσθαι καὶ θανάτῳ ποτὲ ἐξ ἀνθρώπων γενέσθαι. ἀνάγκη τοίνυν ἡμᾶς μετὰ θάνατον εἰς τὸν παράδεισον ἰόντας κατὰ τὰς τοῦ Μωάμεθ διδασκαλίας ἀλλήλοις περὶ τῶν πρωτείων ἀμφισβητεῖν· ὁ δὲ μὴ ἀνεχόμενος παραχωρεῖν ἐμοὶ τοῦ θρόνου τοιαῦτα πάντως ἐρεῖ·

«Κουτσέ, πιο κακέ από όλους τους ανθρώπους, πώς άραγε είναι δίκαιο, όταν εγώ είμαι παρών, να μιλάς εσύ για προβάδισμα; Είμαι ο ευγενέστερος από τούς βασιλείς και παρέλαβα την εξουσία των Περσών σύμφωνα με τούς νόμους, όπως είναι δίκαιο τα παιδιά να παραλαμβάνουν από τούς πατέρες τις κληρονομιές. Και κανένας Πέρσης δεν τόλμησε να ξεσηκωθεί εναντίον μου, ούτε, για να το πω πιο ανεκτά, να ισχυριστεί ότι δεν κυβερνιόταν από καλύτερον. Αλλά εγώ επόπτευα τις υποθέσεις, όπως έπρεπε, και όλοι σε μένα την υποταγή με ευγνωμοσύνη αναγνώριζαν, ενώ άκουγα και από όλους τα ίδια, άρα είμαι πολύ πιο ισχυρός από τους υποτελείς, υπερέχοντας μάλιστα και σε τίτλους ευγενείας και στον ζήλο για τα άλλα. Εσύ όμως ταλαίπωρε, όντας απλός πολίτης όλα τα προηγούμενα χρόνια και μάλιστα από τούς πιο τιποτένιους και άσημους, και επίσης κερδίζοντας τα προς το ζην από ληστρική συμπεριφορά —τής οποίας το τέλος θα ήταν ο θάνατος, αν συνέβαινε να συλληφθείς— πώς έφτασες σε τόση παραφροσύνη, ώστε να συναγωνίζεσαι εμένα περί ισότητας, και μάλιστα στον παράδεισο, όταν έχω πολύ πιο πολλά και θα έπρεπε να με αγαπάς πολύ;»

ὦ κάκιστε ἀνθρώπων χωλέ, ποῦ δίκαιόν ἐστιν, ὅλως ἐμοῦ παρόντος σὲ περὶ προτιμήσεως ποιεῖσθαι τὸν λόγον; ὅς εἰμὶ μὲν εὐγενέστατος βασιλέων, διεδεξάμην δὲ τὴν Περσῶν ἀρχὴν κατὰ νόμους, ὥσπερ ἐστὶ δίκαιον παῖδας παρὰ πατέρων διαδέχεσθαι τὰς κληρονομίας. καὶ μοι Περσῶν οὐδεὶς ἐτόλμησεν ἐπαναστῆναι, οὐδέ, ὅ τούτου μετριώτερον εἰπεῖν, ὡς ἄρα οὐχ ὑπὸ βελτίονος ἄρχοιτο· ἀλλ’ ἔγωγε ἐπεστάτουν τοῖς πράγμασιν, ᾗ προσῆκεν, καὶ πάντες ἐμοὶ τὴν δουλείαν μετ’ εὐγνωμοσύνης ὡμολόγουν, ἤκουόν τε παρὰ πάντων ὁμοίως, ἄρα πολλῷ κρείττων εἰμὶ τῶν ὑποτεταγμένων, εὐγενείᾳ μάλιστα προέχων καὶ τῇ περὶ τἄλλα σπουδῇ. σὺ δέ, ὦ ταλαίπωρε, πάντα τὸν ἔμπροσθεν χρόνον ἰδιώτης ὤν καὶ τῶν σφόδρα εὐτελῶν καὶ ἀδόξων, καὶ ἔτι τὸν βίον ἀπὸ ληστρικῆς διαγωγῆς ποριζόμενος — ἧς τὸ τέλος ἦν, εἰ συνέβαινεν ἁλῶναι, θάνατος — πῶς εἰς τοσοῦτον ἦλθες ἀπονοίας, ὥστε περὶ τῶν ἴσων ἐμοὶ νῦν, καὶ ταῦτα ἐν παραδείσῳ, διαγωνίζεσθαι, ὁπότε καὶ τὸ πολλοστὸν ἔχοντα καὶ σφόδρα ἐχρῆν ἀγαπᾶν;

Αυτά θα έλεγε εκείνος. Κι εγώ θα απαντούσα:

ἀλλ’ ἐκεῖνος μὲν οὕτως· ἐγὼ δὲ ἀντείποιμ’ ἄν·

«Αλλοίθωρε, γι’ αυτό ακριβώς απαιτώ να με τιμούν περισσότερο από σένα. Γιατί απέκτησα τη βασιλεία των Περσών ακριβώς από ταπεινή θέση και ιδιαίτερα ασήμαντη. Γιατί εσύ, έχοντας βρει έτοιμα μπροστά σου τα αγαθά και χωρίς να έχεις καθόλου κοπιάσει γι’ αυτά, αλλά διαδεχόμενος απλώς τον πατέρα σου στη βασιλεία, ζούσες μέσα στην ασωτία με τούς κόπους άλλων, σπαταλώντας την εξουσία στην πολυτέλεια και απολαμβάνοντας τις ηδονές όσο ήταν δυνατό, χωρίς να λυπάσαι τα πράγματα, αφού δεν είχε μοχθήσει, αλλά ούτε να υποπτεύεσαι την εκθρόνιση από όλους στους οποίους είχε δοθεί η εξουσία να δρουν με τον ίδιο τρόπο. Εγώ όμως, όπως λες και ο ίδιος, όντας αρχικά λωποδύτης και ζώντας από ληστείες, όπως δείχνει καθαρά και η κατάσταση τού μηρού μου, στον οποίο έριξε βέλος ένας γελαδάρης και με έκανε κουτσό πιάνοντάς με επ’ αυτοφώρω, μπόρεσα όμως, ξεκινώντας από τόσα και τέτοια ελαττώματα, με ανδρεία και σωφροσύνη να παραλάβω τη βασιλεία, βάζοντας το σώμα μου σε κινδύνους όχι απλούς αλλά αγωνιζόμενος και στις σκέψεις, πράγμα που είναι πολύ συνηθισμένο στην ανθρώπινη φύση, πώς θα μπορέσω να επικρατήσω επί των αντιτιθεμένων και να ανέβω στη βασιλεία. Κι εκείνο που πολλοί από τους ανθρώπους που ύστερα δοξάστηκαν και μάλιστα ξεκινώντας πολλές φορές με μεγάλους πόρους και παρόλο που μόχθησαν πολύ δεν κατόρθωσαν να το πραγματοποιήσουν, αυτό μόνο εγώ ο ίδιος χωρίς κανένα πόρο κέρδισα για τον εαυτό μου στον μικρότερο χρόνο. Κι αυτό είναι πολύ πιο θαυμαστό από το να μην είναι κάποιος παρών ο ίδιος όταν αποκτώνται τα αγαθά, αλλά να τα κληρονομεί από άλλον. Το ένα λοιπόν είναι έργο τύχης, την οποία αν απέδιδε κανείς σε ανήθικο αγωνοθέτη, δεν θα έκανε λάθος, αφού περισσότερο στεφανώνει εκείνους που δεν νίκησαν, ενώ το άλλο είναι έργο ανδρείας και σύνεσης. Όσο λοιπόν είναι πιο πολύτιμη η ανδρεία από την τύχη και η φυσική ομορφιά από την επίπλαστη, τόσο εγώ καλύτερος και υψηλότερος είμαι από σένα».

ὅτι δι’ αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτο, ὦ παραβλώψ, ἀξιῶ σοῦ προτιμᾶσθαι, ὅτι τὴν βασιλείαν Περσῶν ἀπὸ ταπεινοῦ κομιδῇ τοῦ σχήματος καὶ σφόδρα εὐτελοῦς ἐκτησάμην· σὺ μὲν γὰρ εὑρὼν ἐξ ἑτοίμου τἀγαθὰ προκείμενα καὶ μηδὲν ἐπ’ αὐτοῖς πονήσας, ἀλλ’ ἤ μόνον πατρικὴν τὴν βασιλείαν διαδεξάμενος ἐτρύφας ἐν τοῖς ἑτέρων πόνοις καθηδυπαθῶν τῆς ἀρχῆς καὶ ἀπολαύων τῶν ἡδονῶν ὅσον ἐξῆν, μήτε φειδόμενος τῶν πραγμάτων τῷ μὴ πονῆσαι, μήτε μὴν ἀφαίρεσιν ὑποπτεύων τῷ πᾶσιν ἐξουσίαν δεδωκέναι τά ὅμοια δρᾶν. ἐγὼ δέ, ὡς αὐτὸς φῄς, τὸ ἐξ ἀρχῆς λωποδύτης ὤν καὶ τὸν βίον ἀπὸ λῃστείας ποιούμενος, καὶ τὰ τοῦ μηροῦ μαρτυρεῖ μοι σαφῶς, ὅν τις ὀιστεύσας τῶν βουκόλων χωλὸν ἐποίησεν, ἐπ’ αὐτοφώρῳ καταλαβών, ἀλλ’ ὅμως ἐκ τοσούτων καὶ τοιούτων ἑλαττωμάτων ὁρμημένος ἠδυνήθην ἀνδρείᾳ τε καὶ συνέσει τὴν βασιλείαν παραλαβεῖν, παραλαβὼν μὲν τό σῶμα κινδύνοις οὐ τοῖς τυχοῦσιν, ἀγωνισάμενος δὲ τοῖς λογισμοῖς, ἐφ’ ὅσον πλεῖστον ἐξῆν ἀνθρωπίνῃ φύσει, εἴ πως δυνηθείην τῶν ἐναντιουμένων κρατήσας ἐπιβῆναι τῆς βασιλείας· καὶ ὅ πολλοί τῶν ὕστερον ἐν δόξῃ γενομένων ἀνθρώπων καὶ ταῦτ’ ἀπὸ μεγάλων ἀφορμῶν ὡρμημένοι πολλάκις καὶ πολλὰ μογήσαντες οὐκ ἴσχυσαν εἰς ἔργον ἀγαγεῖν, τοῦτ’ αὐτὸς ἐγὼ μόνος ἀπ’ οὐδεμιᾶς ἀφορμῆς δι’ ἑλάττονος ἐμαυτῷ περιεποιησάμην τοῦ χρόνου· πολλῷ δὲ δὴ που θαυμασιώτερον αὐτόν τινα μὴ παρόντα κτήσασθαι τἀγαθὰ καὶ παρ’ ἄλλου διαδεξάμενον ἔχειν· τὸ μὲν γὰρ τύχης ἔργον ἐστίν, ἥν ἀγωνοθέτῃ φαύλῳ τις ἀπεικάζων οὐκ ἄν ἁμάρτοι, ὅτι τὰ πλείω τοὺς μὴ νικήσαντας στεφανοῖ, τὸ δ’ ἕτερον ἀνδρείας ἤ συνέσεως ἔργον. ὅσῳ τοίνυν ἀνδρεία τύχης καὶ τὸ φυσικὸν κάλλος τοῦ ἐπιποιήτου παρὰ πολὺ τιμιώτερον, τοσοῦτον ἐγὼ σοῦ κρείττων καὶ ὑψηλότερος.

Όμως ο αλλοίθωρος ούτε με αυτά τα λόγια δεν θα βρεθεί σε αμηχανία, αλλά απαντώντας θα πει:

ἀλλ’ οὐδὲ πρὸς ταῦτα λόγων ὁ παραβλὼψ ἀπορήσει, ἀλλ’ ὑπολαβὼν ἐρεῖ·

«Κουτσέ, πιο κακέ από όλους τους ανθρώπους, όταν ήμουν εγώ βασιλιάς των Περσών, όλη η γη απολάμβανε πολλή ειρήνη, ιδιαίτερα η χώρα των Περσών, και ούτε πόλεμος ξεκίνησε από εμάς προς τούς γειτονικούς λαούς, από τον οποίο μάλιστα θα μπορούσε να συμβεί να καταστραφεί η χώρα των Περσών, αλλά ούτε και από τούς άλλους μάς συνάντησε κάτι ενοχλητικό, ενώ τελειώνοντας να πω, ότι ούτε συνωμότησα ποτέ εναντίον τής εξουσίας λόγω κάποιας ζήλιας, ούτε εναντίον μου συνωμότησαν άλλοι. Γιατί κανένας δεν αδικείται, αν προηγουμένως δεν έχει θελήσει να αδικήσει. Συνέβαινε τότε οι υπήκοοι να απολαμβάνουν κάθε είδους αγαθά, τόσο εκείνα που παράγει η γη όσο και όλα εκείνα που διατίθενται ελεύθερα στη χώρα λόγω τής ειρήνης. Επομένως μεγάλη ευθυμία ήταν παρούσα στις ανθρώπινες ψυχές, ενώ η λύπη απουσίαζε και οι άνθρωποι τύχαινε να έχουν το μυαλό τους στις ευχαριστήσεις και τα πανηγύρια, απολαμβάνοντας ξεκούραστα τα αγαθά τής ειρήνης και περνώντας ευτυχισμένα τη ζωή, τής οποίας η ουσία είναι ότι η ευχαρίστηση πρέπει να υπάρχει χωριστά από τη λύπη, όπως είναι δυνατό, που κατασπαταλά μάλιστα την ψυχή, όπως η σκουριά το σίδερο.4 Σε αυτό, κατά τη διάρκεια τής δικής σου βασιλείας, φαίνεται ότι έχει γίνει ακριβώς το αντίθετο. Γιατί γέμισες όλη τη γη με πολέμους και δεν άφησες κανένα έθνος χωρίς να δοκιμαστεί από τη δική σου πλεονεξία, εκστρατεύοντας τότε εναντίον αυτών και τώρα εναντίον εκείνων, ενώ όλους διαδοχικά σχεδίαζες να βλάψεις, ανεξάρτητα αν αδικούσαν ή όχι. Από αυτά συνέβαινε πάντοτε οι μεν Πέρσες να καταστρέφονται από τον πόλεμο, εξαγοράζοντας τη δική σου ευχαρίστηση με δικούς τους κινδύνους και να υφίστανται στα σώματά τους τον κόπο, ελάχιστα συμμετέχοντας στο όφελος. Όμως, για να μη διοικείς άδικα περισσότερες χώρες και πόλεις, όταν αυτοί πέθαιναν, μιλώντας συνολικά, δεν υπάρχει τίποτε που να μην ξεσηκώθηκε και μετατοπίστηκε επί τής δικής σου βασιλείας, σαν να ήσουν κάποιος κακός και ζηλιάρης δαίμονας που επιτίθεται στις πόλεις, αλλά όχι βασιλικός άνδρας όπως εγώ, που υπήρξα μάλιστα πιο ειρηνικός από όλους τούς ανθρώπους και πού γέμισα όλη τη γη με χιλιάδες αγαθά».

ὦ κάκιστε ἀνθρώπων χωλέ, ἐμοῦ Περσῶν βασιλεύοντος ἅπασα μὲν ἡ γῆ πολλῆς ἀπέλαβε τῆς εἰρήνης, μάλιστα δὲ ἡ Περσῶν, καὶ οὔτε πόλεμος ἡμῖν ἐκινήθη πρὸς τοὺς ὁμόρους, ἐξ οὗ μάλιστ’ ἄν συνέβη βλάπτεσθαι τὴν χώραν Περσῶν, οὔτ’ ἔτι παρὰ τῶν ἄλλων ἡμῖν ἀπήντησε δυσχερές, συνελόντα δὲ εἰπεῖν, οὔτε ἐπεβούλευσά ποτέ τισι φθόνῳ τῆς ἀρχῆς, οὔθ’ ὑφ’ ἑτέρων ἐπεβουλεύθην αὐτός· οὐδὲ γὰρ ἦν ἀδικεῖσθαι μὴ προαδικεῖν βουλόμενον. ἐντεῦθεν συνέβαινε τοὺς ὑποτεταγμένους παντοίων ἀγαθῶν ἀπολαύειν, ἅτε τῆς γῆς εὐθυνουμένης καὶ πάντων τῶν ἐν τῇ χώρᾳ διὰ τὴν εἰρήνην ἐπιδιδόντων· ὅθεν εὐθυμία μὲν ἅπασα παρῆν ταῖς ἀνθρωπίναις ψυχαῖς, λύπη δὲ ἀπῆν καὶ πρὸς ἡδοναῖς ἐτύγχανον οἱ ἄνθρωποι τὸν νοῦν ἔχοντες καὶ πανηγύρεσιν, ἀπραγμόνως τῶν ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἀγαθῶν ἀπολαύοντες καὶ μακαριστῶς τὴν ζωὴν διανύοντες, ἧς ἐστι κεφάλαιον ἡδονὴ λύπης ἀμιγὴς ὡς οἷόν τε καταδαπανώσης μάλιστα τὴν ψυχήν, ὥσπερ ὁ ἰὸς τὸν σίδηρον. οὗ πᾶν τοὐναντίον ἐπὶ τῆς σῆς βασιλείας φαίνεται γεγενημένον· πολέμων τε γὰρ ἐνέπλησας τὴν γῆν ἅπασαν καὶ οὐδὲν ἔθνος ἀπείρατον τῆς σῆς πλεονεξίας ἀφῆκας, ἀλλὰ νῦν μὲν τούτοις, νῦν δὲ ἐκείνοις ἐπιστρατεύων διετέλεις, πᾶσι δὲ ἑξῆς ἐπεβούλευες ἀδικοῦσί τε ὁμοίως καὶ μή. ἐξ ὧν συνέβαινε μὲν ἀεὶ τοὺς Πέρσας φθείρεσθαι τῷ πολέμῳ, κινδύνοις ἰδίοις τὴν σὴν ἡδονὴν ὠνουμένους καὶ τοῖς μὲν σώμασι τοὺς πόνους ὑφισταμένους, τῆς δὲ ὠφελείας ἥκιστα μετέχοντας· ἀλλ’ ἵνα οὐ πλειόνων ἄρχῃς χωρῶν καὶ πόλεων ἀδίκως, αὐτοὺς ἀποθνήσκοντας, καθόλου τε εἰπεῖν οὐδὲν ὅτι οὐκ ἀνάστατον γέγονεν ἐπὶ τῆς σῆς βασιλείας, καθάπερ τινὸς πονηροῦ καὶ βασκάνου δαίμονος ἐπιόντος ταῖς πόλεσιν, ἀλλ’ οὐκ ἀνδρὸς βασιλέως οἷος ἐγώ, μάλιστα πάντων ἀνθρώπων εἰρηνικώτατος γενόμενος καὶ τὴν γῆν ἅπασαν μυρίων ἐμπλήσας τῶν ἀγαθῶν.

Κι αν έπρεπε να απαντήσω σε αυτό, εγώ θα τού έλεγα:

καὶ εἰ διὰ τοῦτο φαίην ἄν ἐγὼ πρὸς ἐκεῖνον·

«Αλλοίθωρε, καθόλου δεν κρίνομαι εγώ κοντά σε σένα. Σκέψου όχι μόνο τον πόλεμο, αλλὰ και τα καλά που θα προκύψουν για τούς Πέρσες από αυτόν. Κι αν τα βρεις πολύ περισσότερα από εκείνα τής ειρήνης, να σταματήσεις να με χλευάζεις. Εγώ λοιπόν υπέταξα με πόλεμο πολλά δυσκολοκατάβλητα έθνη και τα πρόσθεσα στην αυτοκρατορία των Περσών, ενώ με τούς πολλούς φόρους που στέλνονται από εκεί καθημερινά, γέμισα τα θησαυροφυλάκια των Περσών. Στις κοινές υποθέσεις τού έθνους υπήρξε λοιπόν μεγάλη συνεισφορά, όχι όμως μόνο, αλλά και στις ιδιωτικές. Γιατί ειλικρινά, δεν υπάρχει κανένας από εκείνους που εκστράτευσαν μαζί μου, που να μην έγινε κύριος πολλών αιχμαλώτων και χρημάτων, ενώ την προηγούμενη φτώχια που υπήρχε στο έθνος για τη διατήρηση τής ειρήνης τη μετέτρεψα σε άφθονο πλούτο και έγινα ο υπεύθυνος γι’ αυτό για όλους γενικά. Τώρα υπάρχουν εξαιτίας μου σωροί αργύρου και χρυσού και πολύτιμων λίθων στην Περσίδα και καθένας μπορεί αυτά να τα παρέχει άφθονα στους έξω. Κι αυτό που είναι μεγαλύτερο μιλώντας για αρετή, είναι ότι υποδούλωσα όχι μόνο τα σώματα αλλά και τα φρονήματα των εχθρών και έκανα να βλέπουν στο μέλλον με φόβο τούς Πέρσες. Γιατί ποιος άραγε που ακούει το μεγάλο όνομα τού Τιμούρ δεν δειλιάζει και συστέλλεται από φόβο και δεν συμφωνεί ότι είναι αφέντης δικός του και όλων των ανθρώπων; Κι αν η ειρήνη είναι πιο ευλογημένη από τον πόλεμο, όπως λοιπόν θα έλεγα κι εγώ, εγώ είμαι ο απολύτως υπεύθυνος που οι Πέρσες περνούν βαθιά ειρήνη με όλα τα έθνη. Γιατί πολέμησα, για να επιβάλω ειρήνη ξεκάθαρα, και μαθαίνοντας να μην αδικώ στη συνέχεια, απέκτησα τη δύναμη να μην αδικούμαι πολύ πιο πριν και έγινα απόλυτος κύριος δύο πολύ μεγάλων πραγμάτων, στα οποία χωρίζεται όλη η ζωή των ανθρώπων, ώστε ευλόγως και για αυτό απαιτώ να έχω περισσότερα από σένα, που ούτε για την ίδια την ειρήνη δεν υπήρξες χρήσιμος. Γιατί οι γείτονες δεν πολεμούσαν επειδή περιφρονούσαν και πάντως όχι επειδή φοβούνταν. Το να είναι δυνατό αυτοί να κακοποιούν, όταν επιθυμούσαν, τα δικά σου, έκανε κάθε στιγμή να φαίνεται κατάλληλη για να υποστεί τα πιο φρικτά ο βασιλέας των Περσών. Έτσι ώστε, αν πει κανείς ότι από οίκτο δεν σε πολέμησαν αυτοί όλα τα προηγούμενα χρόνια, δεν θα κάνει λάθος, ενώ από σένα, πιο χυδαίε απ’ όλους, αν σού στερούσαν με ανδρεία τα αντίστοιχα έσοδα, ευλόγως θα στερούσαν επίσης καὶ κάθε τιμή».

ὦ παραβλώψ, οὐδ’ ὁτιοῦν ἐγὼ κρίνομαι παρὰ σέ· σκόπει μὴ τὸν πόλεμον μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀπὸ τούτου προσγενόμενα τοῖς Πέρσαις ἀγαθά· κἄν εὕρῃς ταῦτα πολλῷ πλείω τῶν ἀπὸ τῆς εἰρήνης, παῦσαι λοιδορούμενος ἐμοί. ἐγὼ τοίνυν πολλὰ μὲν ἐχειρωσάμην ἔθνη δυσμαχώτατα τῷ πολέμω καὶ ταῦτα τῇ Περσῶν προσέθηκα βασιλείᾳ, πολλοῖς δὲ φόροις ἐκεῖθεν ὁσημέραι πεμπομένοις τοὺς τῶν Περσῶν ηὔξησα θησαυρούς· τά τε κοινά τοῦ ἔθνους ἐπίδοσιν ἔλαβεν ἐντεῦθεν πολλήν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὰ ἴδια. οὐδεὶς γάρ ἐστιν ἁπλῶς τῶν ἐμοὶ συστρατευσαμένων, ὅς οὐ κύριος ἐγένετο πολλῶν αἰχμαλώτων τε καὶ χρημάτων, καὶ τὴν πρότερον οὖσαν διὰ τὴν εἰρήνην τῷ ἔθνει πενίαν εἰς πλοῦτον ἄφθονον μετέστησα, πᾶσιν ἁπαξαπλῶς αἰτιώτατος τούτου γενόμενος, καὶ νῦν εἰσι θημῶνες ἀργύρου τε καὶ χρυσοῦ καὶ λίθων πολυτελῶν ἐν Περσίδι δι’ εμέ, καὶ πᾶς τις αὐτῶν ἄφθονα ταῦτα δύναται τοῖς ἔξω παρέχειν. τὸ δὲ τούτου μεῖζον εἰς ἀρετῆς λόγον, ὅτι μὴ τὰ σώματα μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ φρονήματα τῶν ἐχθρῶν κατεδουλωσάμην καὶ Πέρσας φοβερούς εἰς τὸ μέλλον ἐποίησα. τίς γὰρ ἀκούων τὸ μέγα τοῦ Τεμὺρ ὄνομα οὐ δειλιᾷ καὶ συστέλλεται φόβῳ καὶ δεσπότην ἑαυτοῦ τε καὶ πάντων ἀνθρώπων ὁμολογεῖ; εἰ δὲ εἰρήνη πολέμου μακαριώτερον, ὥσπερ οὖν κἀγὼ φαίην ἄν, ἐγὼ πάντως αἰτιώτατός εἰμι τοῦ βαθεῖαν ἄγειν εἰρήνην Πέρσας παρὰ πάντων ἐθνῶν· ἐπολέμησα γάρ, ὅπως εἰρηνεύσω καθαρῶς, καὶ μὴ ἀδικεῖν ὕστερον ἐγνωκὼς τὴν τοῦ μὴ ἀδικεῖσθαι πολλῷ πρότερον δύναμιν ἐκτησάμην καὶ γέγονα δυοῖν μεγίστων πραγμάτων αὐτοκράτωρ, οἷς ὁ βίος ἅπας τῶν ἀνθρώπων μερίζεται, ὥστ’ εἰκότως διὰ τοῦτο ἀξιῶ καὶ σοῦ πλέον ἔχειν, ὅς οὐδ’ ἐν αὐτῇ χρήσιμος γέγονας τῇ εἰρήνῃ· καταφρονοῦντες γάρ, οὐχὶ φοβούμενοι πάντως οὐκ ἐπολέμουν οἱ πρόσοικοι καὶ τὸ ἐξεῖναι τούτοις κακῶς ποιεῖν, ὁπότε βουληθεῖεν τὰ σά, πάντα καιρὸν ἐποίει νομίζειν ἐπιτήδειον τοῦ τὰ αἴσχιστα πάσχειν τὸν βασιλέα Περσῶν· ὥστ’ εἴ τις αὐτοὺς οἴκτω φαίη μὴ πολεμῆσαί σοι πάντα τὸν ἔμπροσθεν χρόνον, οὐκ ἄν ἁμάρτοι, καὶ σὲ δέ, ὦ πάντων ἀγεννέστατε, λήμματος ἀνδρείᾳ προσήκοντος ἀποστερῶν καὶ πάσης ἄν εἰκότως προσαποστεροίη τιμῆς.

Πιστεύω λοιπόν ότι και τώρα εκείνος δεν θα ξεμείνει από απαντητικά λόγια προς εμένα, αλλά ότι θα προσθέσει κι εκείνο στα ειπωμένα. Γιατί θα πει:

οἶμαι τοίνυν μὴ ἀπορήσειν ἐκεῖνον ἔτι πρὸς ἐμὲ λόγων, ἀλλ’ ἐκεῖνο ἄν προσθεῖναι τοῖς εἰρημένοις· ἐρεῖ γάρ·

«Έτυχε πάντως κουτσέ, πιο κακέ από όλους τους ανθρώπους, να πεις εσύ ότι δεν υπάρχει κανένα έθνος από εκείνα που κατοικούν κάτω από τον ουρανό, που δεν ακούει με έκπληξη τη δική σου επωνυμία, όντας υποδουλωμένο όχι μόνο στο σώμα αλλά και στο φρόνημα. Και ότι όλους ξεκάθαρα υποχείρια τούς έκανες στη δική σου βασιλεία, πείθοντας να ονομάζουν μόνον εσένα μέγιστο βασιλέα όλων των άλλων, ενώ εγώ γνωρίζω ότι έχει γίνει ακριβώς το αντίθετο επί της δικής σου βασιλείας. Γιατί αν είναι αλήθεια ότι κρέμασες τον δικό σου φόβο πάνω από όλους τούς ανθρώπους, πώς άραγε τον βασιλέα των Σκυθών Τόκταμις, άνδρα που έγινε δικό σου υποχείριο και από σένα πήρε πάλι το βασίλειο και υποσχόταν συνέχεια ότι δεν θα απομακρυνθεί ποτέ από τη νομιμοφροσύνη προς εσένα, αλλά ότι θα θυμάται πάντοτε τα καλά τα οποία έδειξες προς αυτόν ελεώντας τον φιλάνθρωπα όταν περιπλανιόταν, βοηθώντας τον όταν κινδύνευε, χαρίζοντάς του τη ζωή την οποία μπορούσες να αφαιρέσεις, επιστρέφοντάς του το προηγούμενο βασίλειό του, έχοντας γίνει γι’ αυτόν η κύρια αιτία τής μετέπειτα ευημερίας του, τότε πώς αυτόν που σε έβριζε έτσι τον παράβλεψες, ώστε και λωποδύτη να σε αποκαλεί στα γράμματα και κουτσό και άλλα πολλά, τα οποία θα ήταν ντροπιαστικό να τα πω;»

τυχόν, ὦ κάκιστε ἀνθρώπων χωλέ, σὺ πάντως ἔφης, ὡς οὐδέν ἐστιν ἔθνος τῶν ὑπ’ οὐρανὸν οἰκούντων, ὅ μὴ μετ’ ἐκπλήξεως ἀκούει τῆς σῆς ἐπωνυμίας, δεδουλωμένον οὐ σώματι μόνον, ἀλλὰ καὶ φρονήματι. καὶ ὅτι πάντας ἁπλῶς ὑποχειρίους ἐποίησας τῇ βασιλείᾳ τῇ σῇ, πείσας σὲ μόνον βασιλέα μέγιστον τῶν ἄλλων ἁπάντων ἀποκαλεῖν, οὗ πᾶν τοὐναντίον ἐπὶ τῆς σῆς βασιλείας οἶδα γεγενημένον. εἰ γὰρ ἀληθές, ὅτι πᾶσιν ἀνθρώποις τὸν σὸν ἐπήρτησας φόβον, πῶς τὸν βασιλέα Σκυθῶν Τακταμύσην, ἄνδρα ὑποχείριόν σοι γενόμενον καὶ διὰ σοῦ τὴν βασιλείαν αὖθις ἀπολαβόντα καὶ πολλὰ ὑποσχόμενον, μηδέποτε τῆς πρὸς σὲ πίστεως ἀποστήσεσθαι, ἀλλὰ πάντως ἀπομνημονεύσειν ἐσαεὶ τῶν ἀγαθῶν, ἅ πρὸς αὐτὸν ἐνεδείξω φιλανθρώπως ἐλεήσας ἁλώμενον, κινδυνεύοντι βοηθήσας, τὴν ζωὴν χαρισάμενος ἐξὸν ἀφαιρεῖν, τὴν προτέραν ἀποδεδωκὼς βασιλείαν, τῆς ἐσύστερον εὐδαιμονίας αὐτῷ γενόμενος αἰτιώτατος, τοῦτον οὕτως ὑβρίζοντα περιεῖδες, ὡς καὶ λωποδύτην ἀποκαλεῖν ἐν τοῖς γράμμασι καὶ χωλὸν καὶ ἄλλα πλεῖστα, ἅ καὶ λέγειν αἰσχρόν;

Προς τον οποίο εγώ θα έλεγα απαντώντας:

πρὸς ὅν ἐγὼ φαίην ἄν ὑπολαβών·

«Και ποιος από τούς ανθρώπους, δεν λέω μόνο από τούς τωρινούς, αλλὰ και από εκείνους που θα υπάρξουν αργότερα, θα μπορέσει να οδηγήσει στρατό εναντίον των Σκυθών και να επικρατήσει, απέναντι σε εκείνους που ζουν νομαδική και άγρια ζωή και ούτε σε πόλεις κατοικούν, για τις οποίες να χρειάζεται να πολεμούν τούς εχθρούς, ούτε έχοντας διαλέξει ένα οποιοδήποτε μέρος τής γης παραμένουν σε αυτήν, σπέρνοντας τη χώρα και φροντίζοντάς την και με άλλον τρόπο. Αλλά ούτε με την καλοπέραση ασχολούνται και τις απολαύσεις, ώστε για αυτές να θέλουν να μένουν κοντά στην ευημερία τού τόπου, παραβλέποντας εκείνα για τα οποία είναι πολλές φορές ανάγκη να υποφέρουν από τούς εχθρούς. Αλλά όλη η γη σε αυτούς αφήνεται να την εξουσιάζουν, πηγαίνοντας όπου θέλουν μαζί με όλη την οικογένεια. Και δεν τούς εμποδίζει τίποτε, ούτε το κρύο τού χειμώνα, ούτε ο καύσωνας τού καλοκαιριού, ούτε κατί άλλο αντίστοιχο, από το να φτάσουν σε όλη τη γη. Γιατί καθώς από την αρχή δεν συνήθιζαν να χτίζουν πόλεις, δεν ανέχονται να ζουν στον ίδιο τόπο για πολύ καιρό, αλλά όπως τα θηρία που αγαπούν τον κατάλληλο κάθε φορά για βοσκή χώρο, έτσι και στους Σκύθες αγαπητός είναι ο χώρος που μπορεί να παρέχει χορτάρι στα ζώα και αφθονία κρεάτων και νερών, αφενός για κάθε ευχαρίστηση αλλά ομοίως χωρίς εξάρτηση και υποταγή, πράγμα που κινδυνεύει να φαίνεται δικό τους χαρακτηριστικό. Η μοναδική ιδιοκτησία τους είναι ως επί το πλείστον υποζύγια και πλήθος τετραπόδων, που τούς ακολουθούν παντού. Κι αν έχουν μαζί τους και κάτι πολυτιμότερο γι’ αυτούς, και τούτο πάνω στα κάρρα το περιφέρουν, πάνω στα οποία πηδούν οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Και πραγματικά η περιοχή ανάμεσα στη δική μας χώρα και εκείνη των Σκυθών είναι βουνά δύσβατα και πετρώδη, πεδιάδες χωρίς νερό, που δεν προσφέρουν καμιά παρηγοριά στο στρατόπεδο. Το κλίμα τού τόπου είναι δριμύ τον χειμώνα, ενώ ταυτόχρονα οι Σκύθες υποχωρούν συνεχώς πιο περα στη χώρα, αν τους ακολουθεί κάποιος, και με αυτό το τέχνασμα επικρατούν των εχθρών. Έπειτα, επιτιθέμενοι ξαφνικά στους αντιπάλους με βάση κάποιο σχέδιο, φαίνονται σε όλους τούς ανθρώπους ότι είναι ανίκητοι. Αφού λοιπόν έχουν θαυμαστή φήμη γι’ αυτά και είναι καλά εκπαιδευμένοι στα ζητήματα τού πολέμου, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν τόσα εμπόδια, το να θέλει κάποιος να ξεπεράσει αγωνιζόμενος τούς εχθρούς θα ήταν στρατηγική την οποία δεν έπρεπε να ακολουθήσει ένας άνδρας μυαλωμένος και πλούσιος σε εμπειρία, γιατί ο ίδιος θα υπέφερε πολύ, χωρίς να προκαλέσει καμία ζημιά στους εχθρούς».

καὶ τίς ἀνθρώπων, οὐ τῶν νῦν λέγω μόνον, ἀλλὰ καὶ τῶν ὕστερον ἐσομένων, δυνήσεται στρατιὰν ἐλάσαι κατὰ Σκυθῶν καὶ τούτους καταγωνίσασθαι, οἵ ζῶσι μὲν βίον νομαδικόν τε καὶ θηριώδη καὶ οὔτε πόλεις οἰκοῦσιν, ὑπὲρ ὧν ἀνάγκη προπολεμεῖν τοῖς ἐχθροῖς, οὔτε γῆς ἀπολεξάμενοι μέρος ὁτιοῦν ἐν αὐτῇ ποιοῦνται τὰς διατριβάς, σπείροντες τὴν χώραν καὶ ἄλλως ἐπιμελόμενοι· ἀλλ’ οὐδὲ τρυφῇ δουλεύουσι καὶ ἡδοναῖς, ὡς διὰ ταύτας ἐθέλειν ἀρετῇ τόπου προσλιπαρεῖν, ὑπερορῶντας ὧν ἀνάγκη πολλάκις πάσχειν παρὰ τῶν ἐχθρῶν· ἀλλὰ πᾶσα μὲν ἡ γῆ τούτοις ἀνεῖται κατ’ ἐξουσίαν, ὅποι βουληθεῖεν ἀπελθεῖν πανοικί· κωλύει δὲ οὐδέν, οὐ χειμῶνος ψῦχος, οὐ καῦμα θέρους, οὐκ ἄλλο τι τοιοῦτον τὸ μὴ οὐ τὴν γῆν ἅπασαν ἐπιέναι· πόλεις τε γὰρ ἐξ ἀρχῆς οὐ νομίσαντες κτίζειν οὐκ ἀνέχονται τόποις τισὶν ἐνδιατρίβειν επὶ πολύν τινα χρόνον, ἀλλ’ ὥσπερ τὰ θηρία τὸν ἀεὶ πρὸς νομὴν ἐπιτήδειον ἁγαπᾷ χῶρον, οὕτω καὶ Σκύθαις ἀγαπητός ἐστι χῶρος πόαν τε τοῖς κτήνεσι παρέχειν δυνάμενος καὶ κρεῶν δαψίλειαν καὶ ὑδάτων ἀφθονίαν τό τε πρὸς πᾶσαν ἡδονήν ὁμοίως ἀκλινὲς καὶ ἀνένδοτον ὥσπερ ἴδιον αὐτῶν κινδυνεύει δοκεῖν. ἥ γε μὴν κτῆσις αὐτῶν ἔστι μὲν τὸ πλέον ὑποζύγια καὶ πλῆθος τετραπόδων, ἅ τούτοις ἕπεται πανταχοῦ· εἰ δέ τι καὶ τῶν τιμιωτέρων αὐτοῖς πρόσεστι, καὶ τοῦτο ἐφ’ ἁμαξῶν περιφέρουσιν, ἐφ’ ὧν αἵ τε γυναῖκές σφισι καὶ οἱ παῖδες ὀχοῦνται· καὶ μὴν τὸ μεταξὺ τῆς τε ἡμετέρας γῆς καὶ Σκυθῶν ὄρη τε δύσβατα καὶ πετρώδη, πεδία τε ἄνυδρα καὶ μηδεμίαν ἔχοντα στρατοπέδῳ παραμυθίαν. ἥ τε κρᾶσις τοῦ τόπου δυσχείμερος καὶ ἅμα τὸ Σκυθικὸν ὑποφεῦγον ἀεὶ τὸ πρόσω τῆς χώρας, εἴ τις αὐτοῖς ἐπίοι, καὶ οὕτω τοὺς πολεμίους καταστρατηγοῦν· ἔπειτα ἐξαίφνης ἐκ προνοίας τινὸς τοῖς ἐναντίοις ἐπιτιθέμενον ἀνίκητον εἶναι πᾶσιν ἀνθρώποις δοκεῖ. τὰ τοίνυν πρὸς οὕτω δόξαν ἔχοντας θαυμαστὴν καὶ συγκεκροτημένους τὰ τοῦ πολέμου καὶ ἅμα τοσούτων ὄντων ἐναντιωμάτων αὐτὸν ἐθέλειν διαγωνίζεσθαι ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν ἦν στρατηγεῖν, ὅπερ οὐ πρὸς ἀνδρὸς ἄν εἴη νοῦν ἔχοντος καὶ στρατηγικὴν ἐμπειρίαν πλουτοῦντος αὐτὸν πολλὰ πάσχειν, μηδὲν ἀντιβλάπτοντα τοὺς ἐχθρούς.

«Ανοησίες είναι όλα αυτά προφανείς»,

λῆρος ἅπαντα ταῦτα σαφής,

θα πει ίσως σε εμάς ο αλλοίθωρος.

εἴποι ἄν πρὸς ἡμᾶς ἴσως ὁ παραβλώψ,

«Τα λόγια αυτά είναι προκαλύμματα δειλίας. Γιατί θα έπρεπε, κουτσέ, αν ήσουν γενναίος και στρατηγικός, να πιέσεις την εναντίον των εχθρών πορεία όσο ήταν δυνατό, χωρίς να λογαριάσεις κανένα εμπόδιο. Και όταν σού διαφωνούσαν τα υποζύγια ή τελείωνε η τροφή και ήταν αδύνατο από τις παρούσες συνθήκες να κατευνάσεις την ανάγκη, τότε να επιστρέψεις. Γιατί έτσι θα είχες ευπρεπή δικαιολογία για την επιστροφή. Κι αφού χωρίς να συμβεί τίποτε από τα παραπάνω, εκστράτευσες για λίγο και έπειτα σκέφτηκες να επιστρέψεις, πώς άραγε δεν είναι φανερό, ότι το έκανες αυτό επειδή φοβήθηκες τον εχθρό; Και πώς θα συνέχιζες να είσαι δίκαιος κομπάζοντας για τέτοια και αμφισβητώντας τα δικά μου πρωτεία;»

καὶ τὰ ῥήματα ταῦτα δειλίας ἐστὶ προκαλύμματα· ἔδει γάρ, εἰ γενναῖος ἦσθα καὶ στρατηγικός, ὦ χωλέ, βιάσασθαι τὴν κατὰ τῶν ἐχθρῶν πορείαν μέχρις οὗ δυνατὸν ἦν, παντὸς ἐναντιώματος καταφρονήσαντα· καὶ ὅτε σοι τά τε ὑποζύγια διαπεφωνήκοι ἥ τε τροφὴ ἐπέλιπε καὶ ἀδύνατον ἦν ἐκ τῶν παρόντων τὴν ἀνάγκην παραμυθήσασθαι τηνικαῦτα ὑποστρέφειν· εἶχε γὰρ ἄν εὐσχήμονά σοι τὴν ἀπολογίαν τὰ τῆς ὑποστροφῆς· ὅτε δὲ μηδενὸς τοιούτου συμβάντος ὀλίγον ἐκστρατεύσας ἔπειτα ὑποστρέψαι διενοήθης, πῶς οὐ φανερόν, ὅτι δειλιάσας τὸν ἐχθρόν τοῦτο πεποίηκας; καὶ πῶς ἄν εἴης ἔτι τοῦ λοιποῦ δίκαιος τοιαῦτα κομπάζειν κἀμοὶ περὶ πρωτείων ἀμφισβητεῖν;

Άνδρες Πέρσες, αν ο αλλοίθωρος αποφασίσει να πει εναντίον μου τέτοια πράγματα, δεν ξέρω, μα τον προφήτη μας, τι να απαντήσω. Νομίζω ότι έτσι βρίσκομαι σε εντελώς αδιέξοδο απάντησης και μετανιώνω και για εκείνα που είπα προηγουμένως, καθώς κι εκείνα με το τωρινό αδιέξοδο καθίστανται απροβλέπτως προσβεβλημένα. Γιατί αυτά μού φράζουν το στόμα, μού αφαιρούν τη γλώσσα, με πνίγουν, με κάνουν να σιωπώ. Δεν απομένει λοιπόν, παρά να με διώξουν από τον παράδεισο πολύ ντροπιασμένο, έχοντας έτσι σθεναρά ηττηθεί στις αιτιολογήσεις. Πράγμα που δεν θα ανεχόμουν να πάθω, όντας ο Τιμούρ.

ταῦτα, ἤν ἐπέλθῃ παραβλῶπι κατ’ ἐμοῦ λέγειν, ὦ ἄνδρες Πέρσαι, οὐκ οἶδα, νὴ τὸν ἡμέτερον προφήτην, τί ἄν ἀποκριθείην· οὕτω μοι δοκῶ παντάπασιν ἀπόρως ἔχειν τῆς ἀπολογίας καί μοι μεταμέλει καὶ τῶν πρότερον εἰρημένων, ὡς κἀκείνων διὰ τῆς νῦν ἀπορίας περιυβρισμένων. ταῦτα γὰρ ἐμφράττει μοι τὸ στόμα, παραιρεῖται τὴν γλῶτταν, ἄγχει, σιωπᾶν ποιεῖ. λείπεται τοίνυν μετὰ πολλῆς ἀτιμίας ἐξωσθῆναί με τοῦ παραδείσου ταῖς δικαιολογίαις οὕτω λαμπρῶς ἡττημένον· ὅπερ οὐκ ἄν ἀνασχοίμην παθεῖν, Τεμύρης γε ὤν.

Να ξέρετε λοιπόν όλοι, ταξίαρχοι και στρατιώτες, με λίγα λόγια κάθε γένος και κάθε ηλικία εκείνων που εκστρατεύουν μαζί μου, ότι πρώτα θα σάς λείψει η τροφή και θα διαφωνήσουν τα υποζύγια και θα χαθεί το μεγαλύτερο μέρος τού στρατεύματος έχοντας καταστραφεί από την πείνα και τον μόχθο κι ύστερα εγώ θα επιστρέψω εδώ και θα επιτρέψω στον Τόκταμις και τούς Σκύθες να καυχηθούν εναντίον μου.

ἴστε τοίνυν ἅπαντες, ταξίαρχοι καὶ στρατιῶται, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν πᾶν γένος καὶ ἡλικία πᾶσα τῶν μετ’ ἐμοῦ συστρατευομένων, ὡς πρότερον ἄν ἐπιλίποι τὰ τῆς τροφῆς ὑμῖν καὶ διαφωνήσοι τὰ ὑποζύγια καὶ τὸ πλεῖον ἄν ἀπόλοιτο τοῦ στρατεύματος λιμῷ τε καὶ πόνοις προαναλωθέν, ἤ ἐγὼ τῶν ἐνταῦθα ὑποστρέψω καὶ παρέξω Τακταμύσῃ καὶ Σκύθαις καυχήσασθαι κατ’ ἐμοῦ.

Αφού λοιπόν ακούσατε τη δική μου αμετάβλητη επιθυμία, όσο ακόμη είναι όλα καλά για εμάς, να περιφρονήσετε τις παρούσες δυσκολίες και να ακολουθήσετε με μεγάλη προθυμία.

ὡς οὖν τῆς ἐμῆς ἀκηκοότες ἀμεταθέτου βουλῆς, ἕως ἔτι καλῶς ἡμῖν ἔχει τά πάντα, καταφρονήσαντες τῶν παρόντων δυσχερῶν μετὰ πολλῆς προθυμίας ἕπεσθε.

<-Παράρτημα: Μανουήλ Β' Παράρτημα: Δούκας
error: Content is protected !!
Scroll to Top