Παράρτημα 02

<-Παράρτημα: Ανώνυμος Παράρτημα: Χορτασμένος

Μανουήλ B’ Παλαιολόγος: Βαγιαζήτ Κεραυνός και Ταμερλάνος

Τιμούρ προς Βαγιαζήτ1

Ποια λόγια χρησιμοποίησε ο αρχηγός των Περσών και των Σκυθών προς τον τύραννο των Τούρκων, που έλεγε μεγάλα και σπουδαία πράγματα και ήταν ανυπόφορος στις απειλές, όταν τα πήγαινε καλά, αλλά άλλαξε προς το αντίθετο μετά τη νίκη:

Τίνας ἄν εἶπε λόγους ὁ τῶν Περσῶν τε καὶ Σκυθῶν ἐξηγούμενος τῷ τυραννοῦντι τῶν Τούρκων, μεγάλα τε καὶ σοβαρὰ φθεγγομένῳ, καὶ ἀφορήτῳ ὄντι ταῖς ἀπειλαῖς, ἡνίκα εὖ ἔπραττε, τραπέντι δὲ πρὸς τοὐναντίον μετὰ τὴν νίκην.

«Όπως φαίνεται, αυτός που από μακριά και από την αρχή θέλει να πολεμάει, είναι εχθρικός από τη φύση του και κινούμενος από φυσική παρόρμηση αδυνατεί να ελέγξει τον εαυτό του, προσπαθώντας να μη στενοχωριέται σε καμία περίπτωση. Με τον ίδιο τρόπο και συ όλη την ώρα, όταν σκεφτόσουν τι έπρεπε να κάνεις, προσπαθώντας να εναντιωθείς στα δικά μου με αλαζονία και ύβρεις (γιατί στην πράξη δεν υπερίσχυες), κι ενώ τώρα πια έχει πέσει το φρύδι σου, το σηκωμένο και μεγάλο, και η αυθάδεια δεν σε απέτρεψε από τίποτε, δεν διάκεισαι και τώρα λιγότερο εχθρικά προς εμάς, με άλλον τρόπο. Γιατί κλαίγοντας μετά την ήττα (επειδή δεν ήξερες ότι αυτή η ζωή είναι γεμάτη από πολλή παλίρροια, ούτε περίμενες, όπως δείχνουν τα πράγματα, ότι θα άλλαζε η καλή σου τύχη, παρά το γεγονός ότι είναι κάτι που συμβαίνει συχνά, όχι παράλογο, ούτε αδύνατο), μικραίνεις το δικό μου κατόρθωμα, και δαγκώνεις τώρα όχι λιγότερο από πριν, πετώντας αμέσως μακριά την υπερηφάνεια. Εγώ νόμιζα ότι θα είχα λαμπρή και διαρκή δόξα, έχοντας υποτίθεται επικρατήσει απέναντι σε λαμπρόν άνδρα, που είχε κατορθώσει μεγάλα πράγματα με την αρετή του. Κι εσύ αυτή τη γνώμη μου την καθιστάς καθόλου αληθινή, ρίχνοντας πάνω σου ντροπή, και δείχνοντας ότι είσαι ύπουλος άνθρωπος, που δεν αντέχει αντρικά αυτή τη συμφορά. Για σένα λοιπόν το να νικάει κανείς είναι συνδεδεμένο με την τύχη και όχι με την αρετή. Και σε μένα τώρα αντιτίθεσαι και ντροπιάζεις τα δικά μου κατορθώματα, αντιστρέφοντας τη δόξα στο αντίθετο εκείνης για σένα. Γιατί εγώ, αν δεν επικράτησα επί ενός γενναίου, πώς άραγε θα φανώ έτσι γενναίος; Ας χαθεί λοιπόν ο χρυσός, ας χαθούν όλα τα λάφυρα, και τα πολλά σου πλούτη τα συγκεντρωμένα από πολλά μέρη, όταν απουσιάζει η δόξα την οποία ποθούσα. Αυτή από την άκρη τής γης και γερασμένο με οδήγησε σε σένα. Και τώρα βλέπω τούς κόπους μου εξαπατημένους».

Ὡς ἔοικε, τὸ πόῤῥωθεν ἐθέλον καὶ ἐξαρχῆς πολεμεῖν φύσει πολέμιόν ἐστι, καὶ τῷ πεφυκότι κινούμενον, οὐ δύναται κατέχειν ἑαυτό, τοῦ μὴ λυπεῖν ἐπιχειρεῖν ἐν ἅπασι τοῖς καιροῖς. Καὶ σὺ δὴ πάντα τὸν χρόνον, ἡνίκα τὰ πρακτέα σοι κατὰ νοῦν ἔτρεχε, τοῖς ἐμοῖς ἐναντιοῦσθαι πειρώμενος ἀλαζονείαις καὶ ὕβρεσιν (οὐδὲ γὰρ τοῖς πράγμασιν ἴσχυες), ἤδη τῆς ὀφρύος σοι πεπτωκυίας, τῆς ἐπηρμένης τε καὶ πολλῆς, καὶ τοῦ κενοῦ φρυάγματος εἰς οὐδέν σοι λήξαντος, οὐχ ἥκίστά γε καὶ νῦν ἐχθρῶς πρὸς ἡμᾶς διάκεισαι τρόπον ἕτερον. Κλαίων γὰρ μετὰ τὴν ἦτταν (οὐ γὰρ ἐπέγνως τόνδε τὸν βίον πολλῆς παλιῤῥοίας γέμοντα, οὐδὲ προσεδόκησας, ὡς δηλοῖ τὰ πράγματα, τὴν ἀγαθήν σοι τύχην μεταπεσεῖσθαι, καὶ τοι εἰωθὸς ὄν πρᾶγμα, οὐκ ἀπεικός, οὐδ’ ἀνένδεκτον), τοὐμὸν ἀνδραγάθημα σμικρύνεις, καὶ δάκνεις γε οὐχ ἧττον νῦν ἤ πρὸ τοῦ, τῷ τὸ φρόνημα αὐτίκα ἀποβαλέσθαι. Καίτοι γε ᾤμην ἐγὼ λαμπράν τινα καὶ διαρκέσουσαν σχήσειν εὔκλειαν, ὡς δῆθέν γε ἀνδρὸς λαμπροῦ περιγεγονώς, ἀρετῇ μεγάλα κατωρθωκότος. Σὺ δὲ ἐλέγχεις τὴν δόξαν οὐκ ἀληθεύουσαν, αἰσχύνην σεαυτοῦ καταχέων, καὶ ἀποφαίνων σεαυτὸν εὐεπιχείρητον ἄνθρωπον, ἐν οἷς οὐ φέρεις κατ’ ἄνδρα τὴν συμφοράν. Τύχῃ σοι τοίνυν τὸ νικᾷν, οὐκ ἀρετῇ συγκεκλήρωται· καὶ μοι νῦν ἀντιπίπτεις, καὶ λυμαίνῃ τοῖς ἐμοῖς κατορθώμασι τὴν δόξαν περιτρέψας εἰς τοὐναντίον τήν περὶ σοῦ. Ὁ γὰρ μὴ γενναίου κρατήσας ἐγὼ πῶς ἄν ταύτῃ γενναῖος δόξαιμι; Ἐῤῥέτω τοίνυν χρυσός, ἐῤῥέτω λάφυρον ἅπαν, καὶ ὁ πολὺς σοι πλοῦτος πολλαχόθεν συνειλεγμένος, ἀπούσης δόξης, ἧς ἤρων. Αὕτη με τερμάτων τῆς γῆς γεγηρακότα κατήγαγεν ἐπὶ σε. Καὶ νῦν ὁρῶ μου τοὺς πόνους ἠπατημένους.

Για τον Βαγιαζήτ Κεραυνό2

Σχετικά με τον Αγαρηνό Κεραυνό. Τότε ο Θεός κοίταξε τον λαό του και μέσω των εχθρών του σκότωσε αυτό το άγριο θηρίο.

Περὶ Κεραυνοῦ τοῦ Ἀγαρηνοῦ· ὁπότε ἐπεσκέψατο ὁ θεὸς τὸν Λαὸν αὐτοῦ, καὶ διὰ τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ τὸν παντοδαπὸν ἀπέκτεινε θῆρα.

Υπέρτατος ήταν ο Κύριος ο Θεός μας στην αρχή, για άπειρους αιώνες, στον ουρανό και σε ολόκληρη τη γη, πριν δημιουργηθούν αυτές οι ουράνιες δυνάμεις. Και θα παραμείνει ο ίδιος. Τώρα μαζεύτηκαν οι κτηνώδεις. Γιατί είδαν τα θαύματά του που έγιναν επάνω τους και τα όπλα τους εξασθενημένα. Τον ίδιο τον [Βαγιαζήτ] Κεραυνό να φλέγεται από τη δική του ματαιοδοξία. Ο οποίος, καθώς καθυστερούσε η θεία καλοσύνη και διέθετε η θεία πρόνοια, καταφρονούσε. Συγκρατούσε ο θεός την οργή του, κι εκείνος τον περιφρονούσε. Βλασφημούσε, και ο Θεός έδειχνε μακροθυμία. Και ο ασεβής άνθρωπος σήκωσε το κεφάλι του ψηλά. Εξουσίαζε ολόκληρη τη γη στο όνειρό του, και δεν επέτρεπε στον Κύριο των ουρανών να την κυβερνήσει. Όμως, ενώ καυχιόταν λόγω τής δικής του δύναμης, και νόμιζε ότι στηριζόμενος στο πλήθος των δυνάμεών του θα έβαζε τον εαυτό του ενάντια στο ποίμνιο τού Θεού, έφτασε η συρροή των κακών. Και τον πλήρωσε και για όλα τα προηγούμενα αδικήματα. Να το ξέρει αυτό ολόκληρη η γη και να μην αυτοθαυμάζεται. Γιατί με ένα νεύμα τού Θεού όλα υποχωρούν. Και Αυτός, που είχε δείξει μακροχρόνια ανεκτικότητα, το ξεπλήρωσε ξαφνικά. Όποιος εμπιστεύεται Αυτόν, να μη φοβάται κανένα κακό. Γιατί σώζει εκείνους που υπομένουν τις αντιξοότητες, αν έχει λάβει από αυτούς τη θυσία τής εξομολόγησης, και με τη σειρά του το ανταποδίδει. Γιατί είναι ωκεανός καλοσύνης. Ας τον δοξάσει ο λαός του και ας είναι γεμάτοι καλή ελπίδα όσοι τον εμπιστεύονται.

Ὕψιστος ὁ Κύριος ἐν ἀρχῇ, ὁ θεὸς ἡμῶν εἰς αἰῶνα αἰῶνος ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, πρὸ τοῦ τὰς δυνάμεις παρῆχθαι, ἦν· καὶ ὁ αὐτὸς μενεῖ. Νῦν οἱ κτηνώδεις συνῆκαν. Καὶ γὰρ εἶδον τὰ θαυμάσια αὐτοῦ, ἐπ’ αὐτοὺς γεγενημένα, καὶ τὰ βέλη αὐτῶν ἐξησθενηκότα· τὸν δὲ κεραυνόν, ἐμπρησθέντα τῇ ἰδίᾳ ματαιότητι· ὅς ἀναβαλλομένης τῆς ἀγαθότητος, καὶ τῆς προνοίας οἰκονομούσης, κατωλιγώρει. Ἐπέσχεν ὁ θεὸς ὀργήν, ὁ δὲ ὑπερεφρόνει· βλασφημοῦντος, ἐμακροθύμει· καὶ ὁ ἀσεβὴς ὑψοῦ τὴν κεφαλὴν ἧρεν. Ὠνειροπόλει τὴν γῆν, καὶ τὸν οὐρανοῦ Δεσπότην οὐκ ἐδίδου ταύτης ἄρχειν. Ἀλλ’ ἐν τῷ μεγαλαυχεῖν ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ, καὶ πολυχειρίᾳ θαῤῥοῦντα κατεπαίρεσθαι τῆς ποίμνης τοῦ θεοῦ, ἔφθασεν ἡ σύῤῥοια τῶν κακῶν· καὶ τὰ ἐξαρχῆς ἀδικήματα ἅμα ἀποδέδωκε. Γνώτω δὴ πᾶσα ἡ γῆ, καὶ μὴ ὑψούσθω ἐν ἑαυτῷ γηγενής. Τῷ γὰρ θεοῦ νεύματι ἅπαν εἵκει· καὶ εἰς μακρὸν ἀνεχόμενος, ἐξάπινα ἀποδίδωσιν. Ὁ δὲ ἐλπίζων ἐπ’ αὐτὸν μὴ φοβηθήτω κακά. Τοὺς γὰρ ὑπομένοντας σώζει, ἐὰν παρ’ αὐτῶν θυσίαν ἐξομολογήσεως λάβῃ, καὶ ἀνταποδοίη ὑπὲρ αὐτῆς, ὅτι χρηστότητος πέλαγος. Δότω δόξαν ὁ λαὸς αὐτοῦ, καὶ ἐλπίδων ἀγαθῶν ἐμφορείσθωσαν οἱ πεποιθότες ἐπ’ αὐτόν.

<-Παράρτημα: Ανώνυμος Παράρτημα: Χορτασμένος
error: Content is protected !!
Scroll to Top