Παράρτημα 01

<-Βιβλιογραφία Παράρτημα: Μανουήλ Β’

Ανώνυμος: Αφήγηση τής πολιορκίας τής Κωνσταντινούπολης από τούς Τούρκους (1394-1402) και τής άρσης της λόγω τής ήττας τού Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο στη μάχη τής Άγκυρας1

Διήγηση τού θαύματος που έκανε η υπεραγία Θεοτόκος την εποχή τού ευσεβέστατου αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιόλογου όταν, ενώ η Κωνσταντινούπολη κινδύνευε να καταληφθεί από τούς Αγαρηνούς, επιτέθηκε ξαφνικά εναντίον των Αγαρηνών ο Πέρσης και, κατά τη διάρκεια φοβερής μάχης στην Άγκυρα τής Γαλατίας, ο στρατός των Αγαρηνών διαλύθηκε, ο αρχηγός τους Βαγιαζήτ συνελήφθη αιχμάλωτος, και η πόλη επωφελήθηκε απόλυτης ελευθερίας και απαλλάχθηκε από τούς κινδύνους που την απειλούσαν, χάρη στην Υπεραγία Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία.2

Διήγησις περὶ τοῦ γεγονότος θαύματος παρὰ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως κῦρ Μανουὴλ τοῦ Παλαιολόγου, ἡνίκα, τῆς μεγαλοπόλεως ὑπὸ τῶν Ἀγαρηνῶν ἁλῶναι κινδυνευούσης, ἐπελθὼν ἐξαίφνης κατὰ τῶν Ἀγαρηνῶν ὁ Πέρσης καὶ, πολέμου μεγάλου συγκροτηθέντος ἐν Ἀγκύρᾳ τῆς Γαλατίας, τό τε τῶν Ἀγαρηνῶν στράτευμα διελύθη ἀκόσμως καὶ ὁ τούτων ἔξαρχος ἑάλω Παγιαζίτης, ἥ τε πόλις ἐλευθερίας ἔτυχε παντελοῦς καὶ τῶν ἐπῃρτημένων αὐτῇ φόβων ἀπηλλάγη προνοίᾳ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας.

Δεν έγιναν μόνο αυτά τα υπέροχα θαύματα3 σε διαφορετικές εποχές και ώρες χάρη στην Παναγία Μητέρα τού Θεού. Στις μέρες μας επίσης επί τής βασιλείας των Παλαιολόγων έγινε κι άλλο ένα θαύμα, που σε καμία περίπτωση δεν είναι κατώτερο από τα προαναφερθέντα θαύματα, εκτός αν προτιμά κανείς να πει ότι είναι ίσο ή σχεδόν ίσο με τα προηγούμενα. Αυτό θα δείξει η παρούσα ιστορία.

Οὐ ταῦτα δὲ μόνον τὰ παράδοξα γεγόνασι θαύματα κατὰ διαφόρους καιρούς τε καὶ χρόνους ὑπὸ τῆς πανάγνου καὶ θεομήτορος, ἀλλὰ καὶ νῦν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Παλαιολόγων γένους ἕτερον αὖθις γέγονε θαῦμα κατ’ οὐδέν τι μεῖον τῶν προρρηθέντων θαυμάτων, εἰ μὴ καὶ μᾶλλον ἔχοι τις αὐτὸ λέγειν τοῖς προηγησαμένοις ἴσον ἤ παραπλήσιον ὅ δὴ καὶ ὁ λόγος δηλώσων ἔρχεται.

Επειδή ο ασεβής λαός των Αγαρηνών, που όπως έχει ειπωθεί σε προηγούμενα γραπτά εξαπλώθηκε εξαιτίας των αμαρτιών μας πέρα από τα σύνορά τους σε πλήθος που είναι αδύνατο να εκτιμηθεί, κατέλαβε σχεδόν όλη τη γη και τη θάλασσα και δεν άφησε κανένα μέρος ασφαλές από την απληστία του, συνέβαινε συχνά η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία να πέσει εξαιτίας τους σε ακραίες κακοτυχίες, με αποτέλεσμα να στερηθεί πόλεις, εδάφη, έσοδα και όλα όσα αποτελούν το προπύργιο τής ρωμαϊκής ασφάλειας. Συνέβαινε όμως αμέσως μετά να συνέρχεται με κάποιον τρόπο από τις συμφορές της, επειδή αυτοί οι δολοφόνοι επέστρεφαν στα εδάφη τους. Όμως, αν και κατέστρεφαν τις επαρχίες με τις επιδρομές τους και γέμιζαν την επικράτεια των Ρωμαίων με αναρίθμητα κακά, επέστρεφαν σαν κλέφτες και πειρατές κορεσμένοι με λάφυρα, απ’ όπου είχαν έρθει. Με αυτόν τον τρόπο δρούσαν, ιδιαίτερα από την εποχή τού αυτοκράτορα Θεόφιλου μέχρι την κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης από τούς Λατίνους.4 Όταν όμως η εξουσία των Ρωμαίων ανατράπηκε εντελώς και ταπεινώθηκε και η αυτοκρατορία δεν ήταν πια σε θέση να αντισταθεί σε τόσο ισχυρά και πολυάριθμα θηρία που τής επιτίθεντο από όλες τις πλευρές, τότε αυτοί οι βάρβαροι, εκμεταλλευόμενοι την παντελή απουσία εμποδίων, όρμησαν, λίγο μετά την κατάληψη τής πόλης, στα τμήματα τής Ανατολής, σε εκείνα που αν και από μεγάλα είχαν γίνει μικρά, είχαν παραμείνει υποταγμένα στους Ρωμαίους. Προχωρώντας σταδιακά, αποβιβάστηκαν ακόμη και στην Ευρώπη5 και λεηλάτησαν όλη τη Θράκη και τη Μακεδονία, ενώ υποδούλωσαν και την αυτοκρατορία των Βουλγάρων που ήταν εκτεταμένη και πολυπληθής και καθώς ούτε οι Ιλλυριοί ούτε οι Τριβαλλοί δεν μπορούσαν να τούς αντισταθούν, τούς υπέταξαν ταυτόχρονα με τούς Παίονες.6 Προχώρησαν θα λέγαμε σε όλη την Ευρώπη, υποδουλώνοντας και καταστρέφοντας ό,τι συναντούσαν, άλλοτε πολεμώντας, άλλοτε χωρίς μάχη. Η σθεναρή αντίσταση με την οποία τούς αντιτάχθηκαν πολλοί λαοί δεν οδήγησε σε τίποτε, αφού πάντοτε υπερίσχυαν οι Αγαρηνοί. Όταν στις περισσότερες ρωμαϊκές πόλεις τής Ευρώπης γκρεμίστηκαν από σεισμό τα τείχη τους μέσα σε μια μόνο νύχτα, όπως λέγεται, έπεσαν και αυτές στα χέρια των απίστων. Ακόμη και οι λιγότερο γνώστες μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν ότι αυτά τα γεγονότα δεν ήσαν τίποτε άλλο παρά σημάδι θεϊκής οργής και τιμωρία για τις αμαρτίες που είχαμε παράλογα διαπράξει εναντίον τού Θεού. Την ίδια περίπου εποχή, όταν ο ευσεβέστατος αυτοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος είχε τα σκήπτρα των Ρωμαίων,7 η διοίκηση των Αγαρηνών πέρασε σε εκείνον τον Βαγιαζήτ8 που ξεπερνούσε όλους τούς ανθρώπους στην ασέβεια, την ακολασία και τα άλλα κακά, ενώ μεταξύ των Ρωμαίων η εξουσία πέρασε στον γιο τού προαναφερθέντος ευσεβούς αυτοκράτορα, στον ευσεβή αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο,9 έναν άνθρωπο τόσο ανώτερο σε αρετή από τούς καλύτερους πριν από αυτόν αυτοκράτορες, όσο εκείνος ο Βαγιαζήτ, αντίθετα, αν μπορεί κανείς να πει, υπερέβαινε σε διαστροφή τούς πιο διεστραμμένους. Ή μάλλον, για να μιλήσουμε ακριβέστερα, η απόλυτη αρετή βρέθηκε αντιμέτωπη με την απόλυτη κακία. Αλλά διαφορετικές είναι οι αποφάσεις τού Θεού. Αυτός ο τόσο ενάρετος αυτοκράτορας αναγκάστηκε να υποχωρήσει σε ασεβέστατο βάρβαρο, και η δύναμη των Ρωμαίων ήταν τόσο εξασθενημένη εκείνη την εποχή, που δεν υπήρχε σχεδόν τίποτε άλλο στην αυτοκρατορία ως πηγή εισοδήματος παρά μόνο η πόλη τής Κωνσταντινούπολης. Και τι νόημα έχει να πούμε όλα όσα αναγκάστηκε να υποφέρει ο ευσεβής αυτοκράτοράς μας, αυτός που εξουθενωνόταν σε αδιάκοπες εξορμήσεις προς όλες τις κατευθύνσεις, στις οποίες ήταν υποχρεωμένος να συμπαρασύρεται δίπλα στους απίστους;10 Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι τελευταίες μας πόλεις στην Ασία έπεσαν στην εξουσία των Αγαρηνών. Κι έτσι, καθώς κάτω από αυτές τις συνθήκες τα πράγματα συνέχισαν να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο και οι Ρωμαίοι κατακλύζονταν από αναρίθμητες κακοτυχίες, υπομένοντας κάθε είδους προσβολή από τούς εχθρούς τους, ενώ ο ευσεβέστατος αυτοκράτορας καταδικάστηκε, ως τίμημα αυτής τής μακρόχρονης υπηρεσίας, να στερηθεί την όρασή του,11 αν και το βασανιστήριο αυτό προφανώς το εμπόδισε εκείνος που καταστρέφει τα διεστραμμένα σχέδια των αρχόντων, σύμφωνα με το κείμενο τής Αγίας Γραφής, οι συνθήκες ειρήνης που ίσχυαν μεταξύ Ρωμαίων και Αγαρηνών ακυρώθηκαν, η πόλη έκλεισε τις πόρτες της και προετοιμαζόταν για πόλεμο.12 Ασφαλώς και οι εχθροί δεν παρέμεναν αδρανείς, αλλά έμπαιναν σε κίνηση από αυτούς αναρίθμητες μηχανές, άλλες ορατές, άλλες αόρατες, με σκοπό να καταλάβουν την πόλη και, για να είμαι ειλικρινής, δεν υπήρχε ούτε ένα είδος ενέδρας που να μην επιχείρησαν εναντίον μας. Στην επίθεση που ετοίμαζαν οι εχθροί προστέθηκε και λιμός, αφού εκείνοι, κόντρα στις προσδοκίες μας, κυριαρχούσαν στη θάλασσα που μάς περιβάλλει και εμπόδιζαν με όλες τους τις δυνάμεις την εισαγωγή σιταριού. Η δυστυχία μας ήταν αφόρητη και ξεπερνούσε κάθε περιγραφή. Κατά συνέπεια οι περισσότεροι κάτοικοι διέφευγαν προς τον εχθρό φανερά ή κρυφά, ενώ όσοι έμεναν, βυθίζονταν σε βαθιά αποθάρρυνση. Και ο φίλος τού Χριστού αυτοκράτορας, βλέποντας ότι καμία άμεση βοήθεια, τουλάχιστον όσον αφορά τούς άνδρες, δεν ερχόταν από την Ασία και την Ευρώπη, κατάλαβε ότι έπρεπε να πλεύσει στην Ιταλία και να βρει εκεί, αν ήταν δυνατόν, κάποια βοήθεια για την πόλη.13 Κι ενώ εκείνος έπλευσε στις Γαλλίες, μιλούσε για συμμαχία με τούς ηγεμόνες αυτών των χωρών και προσπαθούσε να τούς πείσει, η πόλη έπεσε σε τέτοια δυσκολία από την πείνα και όλες τις άλλες συμφορές, που όλοι σχεδόν είχαν απελπιστεί και δεν περίμεναν τίποτε άλλο, παρά μόνο ότι η πόλη θα καταλαμβανόταν μόλις οι εχθροί αποφάσιζαν να επιτεθούν στα τείχη. Έτσι η πόλη άδειαζε από τούς κατοίκους της και το μεγαλύτερο μέρος της περνούσε στον εχθρό. Όσο για το πλήθος ανδρών και γυναικών που έφυγαν από τη θάλασσα και αιχμαλωτίστηκαν στην Άβυδο και τη Σηστό,14 ποιος θα μπορέσει να το μετρήσει ακριβώς; Οι εχθροί θεωρούσαν περιττό να πλησιάσουν κοντά στα τείχη τής πόλης και να επιτεθούν σε αυτά, καθώς μπορούσαν να την κατέχουν όλη μέσω των φυγάδων και εκείνων που συλλαμβάνονταν στη στεριά και στη θάλασσα. Τούς φαινόταν ότι η πείνα και η δυστυχία θα τα πετύχαιναν όλα για αυτούς. Όμως, καθώς έβλεπαν ότι ο χρόνος παρατεινόταν (γιατί ο αποκλεισμός τής Κωνσταντινούπολης κράτησε οκτώ χρόνια), ενώ επίσης ότι το μεγαλύτερο μέρος τής πόλης βρισκόταν στα χέρια τους, αν μπορούμε πραγματικά να αποκαλέσουμε πόλη εκείνους που ζούσαν εκεί, αποφάσισαν να μην παραμείνουν στο εξής ανενεργοί, αλλά να επιτεθούν μόλις ετοίμαζαν τα απαραίτητα για την πολιορκία. Γι’ αυτό και συναρμολογούνταν από αυτούς πολιορκητικές μηχανές στη Θράκη, ετοιμάζονταν σκάλες και κατασκευάζονταν με επιμέλεια κάθε είδους μηχανήματα. Όλα ήσαν έτοιμα για τούς εχθρούς.

Τοῦ γὰρ ἀθέου τῶν Ἀγαρηνῶν ἔθνους, καθὼς καὶ ἐν τοῖς ἄνωθεν εἴρηται λόγοις, διὰ τὰς ἡμῶν ἀμαρτίας ὑπερεκχυθέντος ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτοῦ εἰς πλῆθος ἐπιδεδωκότος ἀριθμοῦ κρεῖττον, γῆς τε ἁπάσης καὶ θαλάττης σχεδὸν ἐπιλαθομένου καὶ οὐδένα τόπον καταλελοιπότος τῆς ἑαυτοῦ πλεονεξίας ἀπείρατον, πολλάκις μὲν συνέβη τὴν Ῥωμαίων ἀρχὴν ἐσχάταις περιπεσεῖν ὑπ’ αὐτῶν συμφοραῖς, περιαιρεθεῖσαν πόλεις τε καὶ χώρας καὶ προσόδους καὶ τἄλλα πάντα ἅ τείχη τῆς Ῥωμαίων ἀσφαλείας ἐστίν. Ὅμως γε μὴν συνέβαινε πάλιν μετὰ μικρὸν ὥσπερ ἀναφέρειν αὐτὴν τῶν κακῶν, τῶν μιαιφόνων ἐκείνων ἀναστρεφόντων εἰς τὰ οἰκεῖα. Εἰ γὰρ καὶ τὰς ἐπαρχίας ἐδῄουν ἐπερχόμενοι καὶ μυρίων κακῶν ἐνεπίμπλασαν τὴν ὑπὸ Ῥωμαίους, ἀλλ’ οἷα δὴ κλέπται καὶ λησταὶ σκύλων ἐμπιπλάμενοι καὶ τῆς ἄλλης ὠφελείας πάλιν ἐπανέστρεφον ὅθεν ἐξῄεσαν καὶ τοῦτο ποιοῦντες οὑτωσὶ διετέλουν ἀπὸ τῶν Θεοφίλου τοῦ βασιλέως μάλιστα χρόνων ἕως τῆς ἁλώσεως Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ Λατίνων γενομένης. Τηνικαῦτα δὲ τῶν ῥωμαϊκῶν σκήπτρων παντελῶς ὑποκλιθέντων καὶ ταπεινωθέντων καὶ τῆς βασιλείας μηκέτι δυναμένης ἀντέχειν τηλικούτοις καὶ τοσούτοις θηρίοις πανταχόθεν ἐπικειμένοις, τότε δὴ τότε καὶ οἱ βάρβαροι λοιπὸν οὗτοι κατὰ πολλὴν τὴν τοῦ κωλύσοντος ἐρημίαν ὀλίγου τὸ μεταξὺ διαλιπόντος χρόνου μετὰ τὴν ἅλωσιν κατέδραμον μὲν τὰ λοιπὰ τῆς ἀνατολῆς ὅσα ἐκ πολλῶν ὀλίγα ὑπολειφθέντα Ῥωμαίοις ὑπήκοα ἦν. κατὰ μικρὸν δ’ ἐπιόντες καὶ εἰς τὴν Εὐρώπην διαβαίνουσι καὶ διαφθείρουσι μὲν Θρᾴκην ἅπασαν καὶ Μακεδονίαν, δουλοῦνται δὲ καὶ τὴν βασιλείαν τῶν Βουλγάρων μεγάλην οὖσαν καὶ πολυάνθρωπον, οὐδὲ τῶν Ἰλλυριῶν τε καὶ Τριβαλλῶν αὐτοῖς ἀντισχεῖν δυνηθέντων, ἀλλὰ τούτους τε καὶ Παίονας ὁμοῦ χειρωσάμενοι, διὰ πάσης ὡς εἰπεῖν ᾔεσαν τῆς Εὐρώπης δουλούμενοι καὶ διαφθείροντες τὸ προστυχόν, νῦν μὲν πολέμου νόμῳ, νῦν δὲ ἀμαχεί, καὶ πολλῶν αὐτοῖς ἐναντιωθῆναι προθυμηθέντων οὐδέν τι πλέον ἐντεῦθεν ἐγίγνετο, ἀλλ’ ἦσαν ἐπικρατέστεροι καὶ τούτων οἱ Ἀγαρηνοί. Ὅτε καὶ τῶν ἐν Εὐρώπῃ ῥωμαϊκῶν πόλεων αἱ πλείους, σεισμῷ καταπεσόντων αὐταῖς τῶν τειχῶν ὑπὸ μίαν ὥς φασι νύκτα, ὑποχείριοι τοῖς ἀσεβέσιν ἐγένοντο, καὶ ἦν ἐντεῦθεν οὐδὲν ἄλλο τοῖς καὶ ὁπωσοῦν ἐπαΐουσι συνορᾷν ἤ θεομηνίαν εἶναι τὰ γιγνόμενα καὶ τῶν ἡμετέρων ἀμαρτιῶν ἔκτισιν ὧν εἰς Θεὸν ἀφρόνως πεπαρῳνήκαμεν. ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους Ἰωάννου τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως τοῦ Παλαιολόγου τὰ σκῆπτρα Ῥωμαίων ἰθύνοντος, παραλαμβάνει μὲν τὴν τῶν Ἀγαρηνῶν ἀρχὴν ὁ πάντας ἀνθρώπους ὑπερβαλὼν ἀσεβείᾳ τε καὶ ἀκολασίᾳ καὶ τοῖς ἄλλοις κακοῖς Παγιαζίτης ἐκεῖνος, Ῥωμαίων δὲ διαδέχεται τὴν ἡγεμονίαν ὁ τοῦ προρρηθέντος εὐσεβοῦς βασιλέως υἱὸς εὐσεβὴς βασιλεὺς Μανουὴλ ὁ Παλαιολόγος, ἀνὴρ τοσοῦτο πλεονεκτῶν ἐν ἀρετῇ τοὺς ἀρίστους τῶν πρὸ αὐτοῦ βασιλέων ὅσον ἐκεῖνος, εἰ θέμις εἰπεῖν, ἐκ τοῦ ἐναντίου πονηρίᾳ τοὺς πονηροὺς ὑπερέβαλλε· μᾶλλον δέ, εἰ χρὴ τό γε ἀκριβέστερον εἰπεῖν, ἄκρα τις ἀρετὴ πρὸς ἄκραν ἀντικειμένη πλέον ἤ ἐκ διαμέτρου κακίαν. Πλὴν ἀλλοῖα τὰ τοῦ Θεοῦ κρίματα. ὁ τοιοῦτος τὴν ἀρετὴν βασιλεὺς εἴκειν ἠναγκάζετο βαρβάρῳ δυσσεβεστάτῳ καὶ οὕτω τὰ Ῥωμαίων ἐταπεινώθησαν ἐν ἐκείνοις τοῖς χρόνοις ὡς μηδὲν ἄλλο σχεδὸν ὑπολειφθῆναι τῇ βασιλείᾳ πρὸς ἀφορμὴν προσόδων ἤ μόνην τὴν Κωνσταντινούπολιν. καὶ τί δεῖ τἄλλα λέγειν ὁπόσα πάσχειν ὁ εὐσεβὴς ἡμῶν βασιλεὺς ἠναγκάζετο, ἄνω καὶ κάτω ταῖς συνεχέσι στρατείαις ταλαιπωρούμενος ἅς συνδιαφέρειν τοῖς ἀσεβέσιν ἐπάναγκες ἦν αὐτῷ; διὰ γὰρ τούτου μάλιστα τὰς ὑπολοίπους τῶν ἐν Ἀσίᾳ πόλεων οἱ Ἀγαρηνοὶ ἐχειρώσαντο. Ἐπεὶ δέ, τούτων οὕτω γινομένων, ἀεὶ τὰ χείρω προὔβαινε καὶ μυρίων ἀνεπίμπλαντο Ῥωμαῖοι συμφορῶν, πᾶν εἶδος ὕβρεως ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ὑπομένοντες, καὶ ὁ εὐσεβέστατος βασιλεὺς μισθὸν κατεκρίθη τῆς μακρᾶς ἐκείνης ὑπηρεσίας λαβεῖν τὴν τῶν οἰκείων ὀφθαλμῶν ἐκκοπήν, εἰ καὶ διεκώλυσε τοῦτο προδήλως ὁ βουλὰς ἀρχόντων ἀθετῶν πονηράς, τὸ τῆς θείας φάναι γραφῆς, διαλύονται μὲν αἱ περὶ τῆς εἰρήνης δῆθεν συνθῆκαι Ῥωμαίων τε καὶ Ἀγαρηνῶν, ἥ τε πόλις ἀποκλείει τὰς πύλας καὶ πρὸς πόλεμον ἑαυτὴν εύτρεπίζει. Οὐ μὴν οὐδὲ τὰ τῶν ἐχθρῶν ὑπῆρχεν ἐν ἡρεμίᾳ, ἀλλὰ μυρίαι μηχαναὶ παρ’ αὐτῶν ἐκινοῦντο φανεραί τε καὶ ἀφανεῖς πρὸς τὸ τὴν πόλιν ἑλεῖν καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν οὐδὲν εἶδος ὑπῆρχεν ἐπιβουλῆς ὅ τούτοις ἀπείρατον ἦν καθ’ ἡμῶν. Συνεπέθετο δὲ τῇ παρὰ τῶν πολεμίων ἐφόδῳ καὶ λιμός, ἅτε δὴ καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς θαλάττης τῶν ἐχθρῶν παρὰ δόξαν κεκρατηκότων καὶ τὴν σιτοπομπίαν ὅση δύναμις κωλυόντων, ἦν τε ἀφόρητον τὸ κακὸν καὶ πάντα λόγον ὑπερβαίνον. Ἐντεῦθεν οἱ μὲν πλεῖστοι τῶν οἰκητόρων ἔφευγον εἰς τοὺς πολεμίους φανερῶς τε καὶ ἀφανῶς, τὸ δὲ περιλειπόμενον ἦν ἐν ἀθυμίᾳ πολλῇ. Βασιλεὺς δὲ ὁ φιλόχριστος μηδεμίαν ὁρῶν ἐγγύθεν τό γε εἰς ἀνθρώπους ἧκον βοήθειαν ἀπό τε Ἀσίας καὶ Εὐρώπης εἰς Ἰταλίαν ἔγνω δεῖν ἀποπλεῖν κἀκεῖθεν εἰ δύναιτο βοήθειαν εὑρέσθαι τῇ πόλει τινά· οὗ καὶ διαπλεύσαντος εἰς τὰς Γαλλίας καὶ τοῖς ἐκεῖσε ἄρχουσι περὶ συμμαχίας διαλεγομένου καὶ πείθοντος, εἰς τοσοῦτον ἀπορίας ἦλθεν ἡ πόλις ὑπό τε λιμοῦ καὶ τῶν ἄλλων συμφορῶν ὡς ἀπελπίσαι σχεδὸν ἅπαντας καὶ μηδὲν ἄλλο προσδοκᾷν ἤ ταύτην εὐθέως ἁλώσεσθαι, ἡνίκα ἄν δόξειε τοῖς ἐχθροῖς ἀποπειράσασθαι τῶν τειχῶν. Οὕτως ἐκενώθη τῶν οἰκητόρων καὶ τὸ πλεῖστον αὐτῆς μέρος παρὰ τοὺς ἐχθροὺς ηὐτομόλησεν. τὸ δὲ πλῆθος τῶν διὰ θαλάττης μὲν τὴν φυγὴν ποιουμένων ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, αἰχμαλωσίᾳ δὲ περιπεσόντων ἐν Ἀβύδῳ καὶ Σηστῷ, τίς ἀκριβῶς καταλέξαι δυνήσεται; Τοῖς γὰρ ἐχθροῖς περιττὸν ἐδόκει μέχρι πολλοῦ νόμῳ πολέμου πλησιάζειν τῷ τείχει τῆς πόλεως καὶ τούτου πειρᾶσθαι, ἐξὸν αὐτοῖς ἅπασαν ἔχειν διὰ τῶν φευγόντων ὁμοῦ καὶ ἀλισκομένων κατὰ γῆν τε καὶ θάλατταν, πάντα γὰρ ἄν τὸν λιμὸν καὶ τὴν ταλαιπωρίαν ἀνύσειν αὐτοῖς. Ἐπεὶ δὲ ἑώρων τὸν χρόνον μηκυνόμενον (η’ ἔτη γὰρ ἠνύετο χρόνος ἀποκεκλεισμένῃ τῇ Κωνσταντίνου) καὶ ἅμα τὸ πλεῖστον αὐτῆς μέρος εἶχον ὑπὸ χεῖρα, εἴπερ χρὴ πόλιν ἀληθῶς τοὺς ἐνοικοῦντας καλεῖν, ἔδοξεν αὐτοῖς τοῦ λοιποῦ μὴ ἀμελητέα εἶναι, ἀλλὰ τὰ πρὸς πολιορκίαν αὐτῇ παρασκευάσαντας ἐπελθεῖν. Ἐντεῦθεν ἐπήγνυντο μὲν ὑπ’ αὐτῶν ἑλεπόλεις ἐν Θρᾴκῃ, κλίμακες ἐξηρτύοντο, μηχαναὶ πᾶσαι πρὸς πολιορκίαν ἐπιμελῶς ἐσκευάζοντο, πάντα ἕτοιμα ἦν τοῖς ἐχθροῖς.

Ποιος όμως μπορεί να εξηγήσει τα θαύματα τού Θεού; Ποιος μπορεί να υμνήσει την ανεξάντλητη δύναμη και φροντίδα που έδειξε η Παρθένος και Θεοτόκος στους ανθρώπους μας; Γιατί, ενώ οι εχθροί μας ήσαν απασχολημένοι με αυτές τις προετοιμασίες, όπως έχουμε πει, κατευθύνονταν προς εμάς και επρόκειτο να πλησιάσουν στα τείχη σε δύο ημέρες, όπως λέγεται, φτάνει η είδηση ότι ο Σκύθης Τιμούρ βαδίζει εναντίον τού Bαγιαζήτ από τα βάθη τής Ανατολής, από τα Σούσα και τα Eκβάτανα. Είχε ήδη ταξιδέψει σε όλη τη Συρία, είχε καταλάβει τη Δαμασκό με τη βία και είχε γίνει κύριος σε αυτούς τούς τόπους αμέτρητων και απερίγραπτων πλούτων. Τώρα, ύστερα από αυτή τη μεγάλη πεζοπορία, βαδίζει εναντίον τού Βαγιαζήτ επικεφαλής στρατού, ο αριθμός τού οποίου ήταν δύσκολο να εκτιμηθεί. Από την πλευρά του ο επικεφαλής των Αγαρηνών βάδιζε να τον συναντήσει με θράσος που ξεπερνούσε την τρέλα, έχοντας και αυτός συγκεντρώσει σημαντικό στρατό από την Ασία, την Ευρώπη και όλα τα άλλα έθνη που ήσαν υπόδουλα ή σύμμαχα με τούς Αγαρηνούς. Τώρα, μολονότι απειλούνταν από τόσο μεγάλους κινδύνους και παρόλο που ετοιμαζόταν να πολεμήσει έναν άνθρωπο που είχε μεγάλη εμπειρία στον πόλεμο, όπως έδειξε αργότερα, δεν άφησε ούτε για λίγο την εναντίον μας οργή του. Αντίθετα, απείλησε με όρκο ότι, αν νικούσε τούς εχθρούς του, θα καταλάμβανε αμέσως την πόλη μας και ότι θα μετέτρεπε σε τζαμιά για τούς Αγαρηνούς όλους τούς ιερούς ναούς τής πόλης μας και, πάνω απ’ όλα, την πολύ μεγάλη εκκλησία τής Σοφίας τού Θεού, και ότι θα ανάγκαζε όλους τούς χριστιανούς να εγκαταλείψουν την πίστη τους στον Χριστό και έλπιζε να τούς πείσει εύκολα. Γιατί όταν κατακτιόταν η πόλη που ξεπερνούσε όλες τις άλλες πόλεις, οι περισσότεροι χριστιανοί θα αποδέχονταν ευκολότερα να υπακούσουν στις εντολές του και να απαρνηθούν τη θρησκεία. Και τώρα λοιπόν, ξεκινώντας από εκεί σαν ακρόπολη, θα μπορούσε αμέσως να επιδράμει και να υποδουλώσει όλη τη στεριά και τη θάλασσα. Αυτές οι απειλές και άλλα ανάλογα δεν διαδίδονταν απλώς ως φήμες, αλλά αυτός ο άνδρας ενημέρωσε ξεκάθαρα και αναμφίβολα πολλούς από τούς ομοφύλους μας και χριστιανούς που βρίσκονταν δίπλα του όταν ο στρατός του κύκλωσε την πόλη μας. Ευρισκόμενος πάνω σε κάποιον λόφο και βλέποντας τις εκκλησίες τής πόλης, ρωτώντας για καθεμία από αυτές και ζητώντας να μάθει το όνομά της, τις μοίραζε στους γιους του και στους σατράπες του, κρατώντας για τον εαυτό του μόνο τη μεγάλη εκκλησία τής Σοφίας τού Θεού. Αυτό ήταν το αντικείμενο των ονείρων του και τής φαντασίας του, αλλά ο Θεός αποφάσισε τη μοίρα και η μοίρα, θα έλεγε κανείς, γελούσε με τις ελπίδες τού τρελού.

Ἀλλὰ τίς ἄν ἀξίως ἐξείποι τοῦ Θεοῦ τὰ θαυμάσια; Τίς δὲ τῆς Παρθένου καὶ Θεοτόκου τὴν ἄρρητον δύναμιν καὶ κηδεμονίαν ὑμνήσειεν, ἥν περὶ τὸ γένος ἡμῶν ἐπιδείκνυται; Ὄντων γὰρ ἐν παρασκευῇ τῶν ἐχθρῶν, ὥσπερ εἴρηται, καὶ τῆς ὡς ἡμᾶς ἀγούσης ἁψαμένων ὁδοῦ καὶ δυσὶν ἡμέραις, ὥς φασι, μελλόντων τοῖς τείχεσι προσάγειν, ὁ Σκύθης ἀγγέλλεται Τιμούρης ἐκ τῶν ἐνδοτάτω τῆς ἀνατολῆς μερῶν ἀπὸ Σούσων καὶ Ἐκβατάνων κατὰ τοῦ Παγιαζίτου ἐπιών, ὅς πρότερον καταδραμὼν τὴν Συρίαν ἅπασαν καὶ Δαμασκὸν κατὰ κράτος αἱρήσας καὶ πολλῶν καὶ ἀμυθήτων χρημάτων ἐντεῦθεν γενόμενος κύριος, ἐκπεριοδεύσας ἐπῄει τῷ Παγιαζίτῃ, στρατίαν ἐπαγόμενος ὅσην οὐ ρᾷδιον ἦν ἀποβαλεῖν ἀριθμῷ. Ἀντεπεξῄει δὲ αὐτῷ μετὰ θράσους πολλοῦ καὶ μείζονος τῆς μανίας καὶ ὁ τῶν Ἀγαρηνῶν ἀρχηγός, συναγαγὼν καὶ αὐτὸς οὐκ ἐλάχιστον στράτευμα ἀπό τε Ἀσίας καὶ Εὐρώπης καὶ τῶν ἄλλων ἐθνῶν ὅσα δοῦλα καὶ σύμμαχα τοῖς Ἀγαρηνοῖς ἦν. Καίπερ τοίνυν τηλικούτοις ὑποκείμενος κινδύνοις καὶ μέλλων ἀνδρὶ πολεμεῖν πολλὴν ἐμπειρίαν περὶ τὰ πολεμικὰ κεκτημένῳ ὡς ἔδειξεν ἐκ τῶν μετὰ ταῦτα ἔργων, οὐδὲ οὕτω μικρὸν τῆς καθ’ ἡμῶν ὑφῆκε μανίας, ἀλλ’ ἠπείλησε μεθ’ ὅρκων, ἄν τῶν ἐχθρῶν περιγένηται, τὴν μὲν πόλιν εὐθέως αἱρήσειν, ἱερὰ δὲ πάντα τὰ παρ’ ἡμῖν καί, πρὸ πάντων, τὸν μέγιστον τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου Σοφίας ναὸν ἀποδείξειν εἰς συναγωγὴν τοῖς Ἀγαρηνοῖς, τό τε σύμπαν φύλον ἡμῶν τῶν χριστιανῶν ἀναγκάσειν τὴν εἰς Χριστὸν ἐξομώσασθαι πίστιν καὶ πείσειν ἤλπιζε ῥᾳδίως. τῆς γὰρ πασῶν πόλεων ὑπερκειμένης ἁλούσης, ῥᾷον εἶναι τοῖς πολλοῖς τῶν χριστιανῶν εἶξαι τοῖς ἐκείνου προστάγμασι καὶ τὴν εὐσέβειαν ἐξομώσασθαι, κἀντεῦθεν λοιπὸν ὡς ἀπό τινος ὁρμώμενον ἀκροπόλεως πᾶσαν καταδραμεῖν εὐθέως καὶ δουλώσασθαι γῆν τε καὶ θάλατταν. Ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα οὐ λόγος ἦν ἄλλως τῇ φήμῃ πλαττόμενος, ἀλλὰ παρέσχε τοῦτο σαφῶς καὶ ἀναντιρρήτως μαθεῖν ἐκεῖνος οὐκ ὀλίγοις τῶν τε ὁμοφύλων καὶ χριστιανῶν ὅσοι τηνικαῦτα παρέτυχον ὅτε, τοῦ στρατεύματος αὐτῷ τὴν ἡμετέραν πόλιν περιλαβόντος, αὐτὸς ἐπί τινος ἐστὼς λόφου καὶ θεώμενος τοὺς νεὼς τῆς πόλεως πυνθανόμενός τε περὶ ἑκάστου καὶ τὴν κλῆσιν ἐκμανθάνων, ἀπεχαρίζετο τούτους τοῖς υἱέσιν αὐτοῦ καὶ σατράπαις αὐτῷ, καταλιμπάνων μόνον τὸν μέγιστον τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου Σοφίας νεών. Ἀλλ’ ὁ μὲν οὕτως ὀνειροπολῶν ἦν τε καὶ φανταζόμενος, Θεὸς δὲ ἄρα ἐκύρου τὴν κατ’ ἐκείνου ψῆφον καὶ τὸ χρεών, ὡς ἄν εἴποι τις, ἐπεγέλα ταῖς ἐλπίσι τοῦ ἄφρονος.

Λίγο πριν από τη σύγκρουση των στρατών των Σκυθών και των Αγαρηνών οι κάτοικοι τής Κωνσταντινούπολης, αποθαρρυμένοι, έχοντας μειωθεί από πολλοί σε λίγους και πιστεύοντας ότι θα εύρισκαν τώρα στον Βαγιαζήτ έναν πιο πράο άνδρα απ’ όσο προηγουμένως, λόγω τής αβεβαιότητας τού μέλλοντος, τού έστειλαν κάποιες εξέχουσες προσωπικότητες ως πρεσβευτές, συμφωνώντας να τον υπακούουν σε ό,τι τούς διέταζε, μόνο με τη μορφή υπηρεσίας, αφού δεν επιτρεπόταν να παραδώσουν οικειοθελώς την πόλη.15 Εκείνος όμως, αφού πρώτα τούς περιγέλασε με τούς σατράπες του ότι έχοντας τη μοίρα μελλοντικών αιχμαλώτων τού πρόσφεραν όρους νικητών, τούς έστειλε πίσω με άδεια χέρια, έχοντας φανεί με αυτή τη στάση πιο σκληρός από τον Σκύθη χαγκάν.16 Ο τελευταίος μάλιστα, ακόμη κι αν δεν έλεγε την αλήθεια, υποσχέθηκε τουλάχιστον στους Κωνσταντινουπολίτες ότι θα ήσαν ελεύθεροι μετά την κατάληψη τής πόλης να την αφήσουν γυμνοί και να πάνε όπου ήθελαν, ενώ ο Βαγιαζήτ ούτε αυτό υποσχέθηκε, αλλά σαν να κρατούσε σφιχτά την πόλη και τούς κατοίκους της, δεν έδειξε προς τούς πρεσβευτές μας ούτε καν ψεύτική εικόνα καλοσύνης.

Μικρῷ δὲ πρότερον ἤ συμβαλεῖν ἀλλήλοις τὸ σκυθικόν τε καὶ ἀγαρηνὸν στράτευμα, ἀπειπόντες οἱ τῆς Κωνσταντίνου οἰκήτορες, ἐκ πολλῶν ὀλίγοι περιλειφθέντες, καὶ νομίσαντες ἡμερωτέρου τυχεῖν ἐκείνου, νῦν γοῦν, εἰ δὲ μὴ πρότερον διὰ τὸ τοῦ μέλλοντος ἄδηλον, πέμπουσιν αὐτῷ πρεσβείαν ἄνδρας τῶν παρὰ σφίσιν ἐνδόξων, εἴκειν ἅπασιν ὁμολογοῦντες οἷς ἄν ἐκεῖνος ἐπιτάξειε ποιεῖν διὰ μόνον δουλείας ὡς μὴ ἐνὸν αὐτοῖς ἑκουσίως τὴν πόλιν καταπροδοῦναί ποτε. ὁ δὲ τούτους πρότερον διὰ τῶν αὐτοῦ σατραπῶν μυκτηρίσας εἰ τύχην ἁλωσομένων ἔχοντες τὰ νικώντων αὐτῷ προτείνουσιν ἀπράκτους ἀπέστειλεν, ὠμότερος κἄν τούτῳ χαγάνου τοῦ Σκύθου φανείς. ὁ μὲν γάρ, εἰ δὲ μὴ τἀληθῆ λέγων ἦν, ἀλλ’ οὖν ἐλευθερίαν ὑπισχνεῖτο τοῖς Κωνσταντινουπολίταις μετὰ τὴν ἅλωσιν καὶ τὸ γυμνοὺς ἐκεῖθεν ἐξιόντας ἀπελθεῖν ὅπου βούλονται. Παγιαζίτης δὲ οὐδὲ τοῦτο, ἀλλ’ ὡς ἔχων ἀκριβῶς τήν τε πόλιν καὶ τοὺς ἐνοικοῦντας οὐδ’ ὁτιοῦν πεπλασμένης εἶδος φιλανθρωπίας πρὸς τοὺς πρέσβεις ἡμῶν ἐνεδείξατο.

Τι συνέβη στη συνέχεια; Οι πολιορκημένοι χριστιανοί, κυριευμένοι από απόγνωση, έχοντας εμπιστευτεί τη μοίρα τους στον Θεό και την Παναγία μητέρα του, εξέταζαν το μέλλον και σκέφτονταν τις συμφορές που επρόκειτο να υποφέρουν. Από πουθενά δεν μπορούσε να αναμένεται ανθρώπινη βοήθεια. Δεν μπορούσε κανείς να βρει μια έμπνευση για να διώξει την κακοτυχία. Όλοι, με μια λέξη, ήσαν πρόθυμοι μετά τη νίκη να παραδοθούν στους βαρβάρους χωρίς μάχη, γιατί πίστευαν ότι οι Αγαρηνοί θα θριάμβευαν επί των Σκυθών και των Σαρματών, όπως είχαν κάνει και με πολλούς άλλους λαούς πιο πριν, και γι’ αυτό τούς φαινόταν χωρίς ελπίδα η πλήρης ανατροπή τής κατάστασης. Επίσης, αφού οι άνθρωποι ήσαν αβοήθητοι, έπρεπε ο Κύριος, που είναι ο μόνος δυνατός και φιλάνθρωπος, να αποκαλύψει τη δύναμή του υπέρ μας. Έπρεπε εκείνος που έδωσε το αίμα του ως λύτρο και σε αντάλλαγμα για εμάς, να μην εγκαταλείψει την ουσία τής κληρονομιάς του, που κινδύνευε να ξαναπέσει στην εξουσία τού διαβόλου και να καταδικαστεί σε ολοκληρωτική καταστροφή, αν δεν έπαιρνε κάποια βοήθεια. Και να μην παραδώσει στα χέρια εχθρών, αδίκων, αποστατών και σε βασιλιά άδικο και τον πιο διεστραμμένο σε όλη τη γη, την πόλη που ξεπερνούσε όλες τις άλλες πόλεις, το μάτι τού σύμπαντος, τη λαμπάδα τής θρησκείας, το εργαστήριο τής αρετής, όπου άψογα επικαλούνταν κανείς το άγιο και σεβάσμιο όνομά του. Έτσι δεν την παρέδωσε, αλλά ενθυμούμενος τα θαύματα που έγιναν στο παρελθόν και υποχωρώντας στις παρακλήσεις τής αειπαρθένου μητέρας του, στην οποία ο μεγάλος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος είχε αφιερώσει την πόλη και την οποία εμείς ονομάζουμε σωτήρα και πολιούχο μας, επέτρεψε να τελειώσουν εκείνη τη στιγμή οι δοκιμασίες μας και μάς πρόσφερε πλήρη απελευθέρωση από τις συμφορές μας.

Τί τὸ ἐντεῦθεν; Ἀπογνόντες οἱ περιληφθέντες ἐνταῦθα χριστιανοὶ ἐκάθηντο, Θεῷ καὶ τῇ πανάγνῳ τούτου μητρὶ τὰ καθ’ ἑαυτοὺς ἐπιτρέψαντες, τὸ μέλλον ἀποσκοποῦντες, ὀνειροπολοῦντες ἅς ἔμελλον πείσεσθαι συμφοράς· οὐκ ἦν τοιγαροῦν οὐδαμόθεν ἀνθρωπίνης βοηθείας ἐλπίς, οὐκ ἦν οὐδ’ ἐπίπνοιαν εὕρασθαι πρὸς ἀποστροπὴν τοῦ κακοῦ· πάντες, ὡς εἰπεῖν, ἦσαν ἕτοιμοι μετὰ τὴν νίκην παραδώσειν ἑαυτοὺς ἀμαχητὶ τοῖς βαρβάροις· ᾤοντο γὰρ ὥσπερ ἄλλων πολλῶν πρότερον οὕτω δὴ καὶ Σκυθῶν καὶ Σαυροματῶν τοὺς Ἀγαρηνοὺς περιέσεσθαι καὶ διὰ τοῦτο ἀνέλπιστον εἶχον τὴν ἐπὶ τὸ ἐνάντιον μεταβολήν. ἀλλὰ τῶν ἀνθρώπων ἐξαπορησάντων ἔδει τὸν μόνον δυνατὸν καὶ φιλάνθρωπον Κύριον ἐπιδείξασθαι τὰ ἑαυτοῦ πρὸς ἡμᾶς, ἔδει τὸν τὸ ἴδιον αἷμα λύτρον ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀντάλλαγμα δεδωκότα μὴ περιιδεῖν τῆς αὐτοῦ κληρονομίας τὸ κεφάλαιον, αὖθις ὑπὸ τῷ διαβόλῳ γενέσθαι κινδυνεύον καὶ παντελῶς, εἰ μὴ τύχοι βοηθείας τινός, ἀπολούμενον, καὶ τὴν πόλιν τὴν πασῶν ὑπερκειμένην τῶν πόλεων, τὸν τῆς οἰκουμένης ὀφθαλμόν, τὴν λαμπάδα τῆς εὐσεβείας, τὸ τῆς ἀρετῆς ἐργαστήριον, ἥ τὸ ἅγιον αὐτοῦ καὶ σεβάσμιον ὄνομα καθαρῶς ἐπικέκληται, μὴ παραδοῦναι εἰς χείρας ἐχθρῶν, ἀνόμων, ἀποστατῶν καὶ βασιλεῖ ἀδίκῳ καὶ πλέον ἤ πονηροτάτῳ παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν. Οὐκοῦν οὐδὲ προὔδωκεν, ἀλλὰ μνησθεὶς τῶν ἀπ’ αἰῶνος αὐτοῦ θαυμασίων καὶ ταῖς αἰτήσεσιν εἴξας τῆς ἀειπαρθένου μητρὸς αὐτοῦ, ᾗ τὴν πόλιν ὁ μέγας ἐν βασιλεῦσι Κωνσταντῖνος ἀνέθηκεν καὶ ἥν ἡμεῖς σωτῆρα καὶ πολιοῦχον ἐπιγραφόμεθα, συγχωρεῖ στῆναι τὰ τῶν πειρασμῶν ἐνταυθοῖ καὶ δίδωσιν ἐλευθερίαν παντελῆ τῶν δεινῶν.

Με ποιον τρόπο; Ας το πούμε λοιπόν με χαρά και ας μεταδώσουμε στις μελλοντικές γενιές την ιστορία των θαυμάτων που έκανε ο Λόγος τού Θεού και η μητέρα του. Ο Σκύθης Τιμούρ έστησε το στρατόπεδό του στην Άγκυρα, εμψυχωμένος από τόση θέρμη και τόση αλαζονεία που, ό,τι κι αν συνέβαινε, δεν θα ησύχαζε έως ότου σκοτωνόταν ο εχθρός του.

Καὶ ὁ τρόπος οἷος; Λεγέσθω γὰρ οὗτος μεθ’ ἡδονῆς καὶ παραδεδόσθω ταῖς μεθ’ ἡμᾶς γενεαῖς τὸ διήγημα κηρύττον τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τῆς αὐτοῦ μητρὸς τὰ θαυμάσια. Στρατοπεδεύεται μὲν ἐν Ἀγκύρᾳ ὁ Σκύθης Τιμούρης μετὰ τοσούτου θυμοῦ καὶ φρονήματος ὡς μηδ’ ἄν, εἴ τι καὶ γένοιτο, ἀνήσων τὸ μὴ οὐ κακὸν κακῶς ἀπολέσαι τὸν ἐχθρόν.

Ο Βαγιαζήτ, τού οποίου η κακία ήταν απαράμιλλη, οδήγησε τα δικά του στρατεύματα εναντίον του με ίση ή και μεγαλύτερη μανία. Κατά τη διάρκεια τής συμπλοκής που έγινε στην Άγκυρα τής Γαλατίας,17 οι σατράπες τού Βαγιαζήτ και οι στρατιώτες στους οποίους είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, μη μπορώντας να αντέξουν την πρώτη επίθεση, έστρεψαν τα νώτα τους στον εχθρό και τράπηκαν σε φυγή με όλη τους τη δύναμη. Μαζί τους διαλύθηκε και όλος ο υπόλοιπος στρατός και κανείς δεν ήθελε να κρατήσει τη θέση του, τόσο που οι Σκύθες άρχισαν να τούς καταδιώκουν και συνέλαβαν στη μάχη ζωντανό τον Βαγιαζήτ, καθώς κι εκείνον στον οποίο είχε αναθέσει τη διοίκηση τής Ευρώπης και πολλούς άλλους από τούς δικούς του σατράπες.

Ἀντεπεξάγει δὲ κατ’ αὐτοῦ τὰς ἰδίας δυνάμεις μεθ’ ὁμοίας ἤ καὶ μείζονος τῆς μανίας ὁ τὴν πονηρίαν ἀπαράμιλλος Παγιαζίτης. καὶ συμβολῆς γενομένης ἐν Ἀγκύρᾳ τῆς Γαλατίας, οἱ τοῦ Παγιαζίτου σατράπαι καὶ οἷς μάλιστα ἐκεῖνος ἐπίστευε μηδὲ τὴν πρώτην ὑπομείναντες προσβολήν, νῶτα δεδωκότες τοῖς ἐχθροῖς ἔφυγον ἀνὰ κράτος. Σὺν αὐτοῖς δὲ καὶ τὸ λοιπὸν ἀκόσμως διελέλυτο στράτευμα καὶ οὐδεὶς ἦν ὁ μένειν ἔτι βουλόμενος. ὡς οἱ Σκύθαι διώκοντες ἐπῄεσαν καὶ τόν τε Παγιαζίτην ζῶντα συλλαμβάνουσιν ἐν τῷ πολέμῳ καὶ τὸν τὴν ἀρχὴν τῆς Εὐρώπης ἐπιτετραμμένον ἐκείνῳ καὶ πολλοὺς ἑτέρους τῶν αὐτοῦ σατραπῶν.

Οι άλλοι με δυσκολία διέφυγαν από τον κίνδυνο και διαλύθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Μεταξύ αυτών ήσαν και όλοι οι γιοι τού Βαγιαζήτ, έξι σε αριθμό. Τη συμφορά που προκλήθηκε τότε από τούς Σκύθες και τούς Αγαρηνούς στους χριστιανούς τής Ασίας δεν είναι τώρα καιρός να την πούμε. Γιατί θα χρειαζόταν να γραφούν πολλά βιβλία και να εξηγηθούν πολλές ιστορίες, για να αποδειχθούν τα αδικήματα που διαπράχθηκαν τότε από αυτούς τούς ασεβείς. Γιατί μετέτρεψαν σε μάρτυρες σημαντικό αριθμό χριστιανών που δεν ανέχονταν να απαρνηθούν τον Χριστό και τούς λήστεψαν, με λίγα λόγια, τα υπάρχοντά τους. Αρκεί να πούμε ότι τη «Σκυθών ερημία», όπως την έχουν τραγουδήσει αρχαίοι και πρόσφατοι συγγραφείς, οι Σκύθες την έδειξαν με τη συμπεριφορά τους, καθώς ερήμωσαν και κατέστρεψαν όλη σχεδόν την Ανατολή.

Οἱ δὲ λοιποὶ μόλις διαφυγόντες τὸν κίνδυνον, τῇδε κἀκεῖσε διασκέδνανται, ἐν οἷς καὶ οἱ τοῦ Παγιαζίτου πάντες υἱοὶ τὸν ἀριθμὸν ἕξ τυγχάνοντες. τὴν μὲν οὖν συμβᾶσαν τότε συμφορὰν ὑπό τε Σκυθῶν καὶ Ἀγαρηνῶν ὁμοίως τοῖς ἐν Ἀσίᾳ χριστιανοῖς οὐ τοῦ παρόντος ἐστὶ λέγειν καιροῦ· πολλῶν γὰρ ἄν βίβλων δεήσει καὶ ἱστοριῶν ἐξηγησομένων τοῖς ἔπειτα τὴν τότε γενομένην ὑπὸ τῶν ἀθέων ἐκείνων παρανομίαν· μάρτυράς τε γὰρ οὐκ ὀλίγους ἀπέδειξαν τῶν χριστιανῶν μὴ ἀνασχομένους ἀρνήσασθαι τὸν Χριστὸν καὶ πάντας ἁπλῶς τῶν οὐσιῶν ἀπεστέρησαν, πλὴν τοσοῦτον μόνον εἰπεῖν ἀναγκαῖον ὅτι τὴν ἀδομένην ὑπὸ παλαιῶν καὶ νέων συγγραφέων ὁμοίως Σκυθῶν ἐρημίαν ἐπὶ τῶν ἔργων αὐτῶν ἔδειξαν οἱ Σκύθαι, πᾶσαν μικροῦ δεῖν τὴν ἀνατολὴν ἐρημώσαντες καὶ πορθήσαντες.

Έτσι, η καλοσύνη τού Θεού έφερε την ελευθερία στην πόλη μας. Έτσι αγωνίστηκε η πάναγνη Θεοτόκος υπέρ των αδυνάμων, των φτωχών και των στερημένων κάθε ελπίδας σωτηρίας, χαρίζοντάς τους όχι μόνο ειρηνική απελευθέρωση από τούς κινδύνους που τούς απειλούσαν, αλλά επίσης —ω θαύμα!— υποτάσσοντας τούς ίδιους τούς γιους τού Βαγιαζήτ στα πόδια τού ευσεβούς αυτοκράτορά μας.18 Οι βάρβαροι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν τα εδάφη και τις πόλεις των Ρωμαίων από τούς οποίους τα είχαν ληστέψει λίγο πριν και με τη σειρά τους ζητούσαν ειρήνη για αντάλλαγμα. Ως εκ τούτου, πολλές άλλες πόλεις τού Ευξείνου Πόντου και τής Ευρώπης είχαν την ευκαιρία να απελευθερωθούν, συμπεριλαμβανομένης τής πολύ γνωστής πόλης τής Θεσσαλονίκης. Αυτό το θαύμα ήταν μεγαλύτερο και πιο θαυμαστό απ’ όλα εκείνα που είχε πετύχει ποτέ η μητέρα τού Θεού για την πόλη μας. Γιατί ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, αν και έχασε όλη, τρόπος τού λέγειν, την Ανατολή από τούς Πέρσες, που προέλασαν μέχρι τη Χαλκηδόνα, παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσε να έχει το μεγαλύτερο μέρος τής Ευρώπης προστατευμένο από ατυχίες, όλη την Ιταλία και τη Γαλατία, τη Γερμανία και τις Γαλλίες19 και πολλούς άλλους λαούς από τούς πιο διάσημους στην Ευρώπη, και επίσης όλα σχεδόν τα νησιά, απ’ όπου μπορούσε να συγκεντρώνει σημαντικούς φόρους και να προσλαμβάνει στρατιώτες. Γιατί οι Σκύθες δεν είχαν υποδουλώσει τότε όλη την Ευρώπη, αλλά ξεκινώντας από τις παραδουνάβιες περιοχές, είχαν ερημώσει μόνο τη Θράκη και τη Μακεδονία, ενώ οι άλλες επαρχίες ήσαν ακόμη ελεύθερες από τέτοιες καταστροφές. Γι’ αυτό ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, που τον κύκλωναν οι εχθροί από όλες τις πλευρές, μη έχοντας πώς να τούς πολεμήσει, επειδή βρισκόταν υπό πολιορκία,20 εισέβαλε στη χώρα των Περσών από τον Εύξεινο Πόντο, άλλαξε εντελώς την κατάσταση των Περσών και έκανε τη νίκη τους αμφίβολη. Με τη σειρά του ένας απόγονος τού Ηρακλείου, ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος,21 καθώς και ο Λέων ο Ίσαυρος,22 είχαν επαρκείς ανθρώπινους πόρους για να διασφαλίσουν τη σωτηρία τους (αν δεν μπορούσαν να διώξουν τούς εχθρούς από τα εδάφη τους, μπορούσαν τουλάχιστον να διασφαλίσουν τη σωτηρία τους και εκείνη τής πόλης για μεγάλο χρονικό διάστημα, επειδή μεγάλο μέρος των λαών που απαριθμήθηκαν προηγουμένως υπόκεινταν επίσης σε αυτούς), και οι αυτοκράτορες κατά συνέπεια ήσαν σε θέση να πολεμήσουν γενναία τούς βάρβαρους, έως ότου ο πόλεμος τελείωσε προς όφελός τους χάρη στη Μητέρα τού Θεού, που είτε βούλιαξε τούς εχθρούς στον βυθό τής θάλασσας είτε τούς συνέθλιψε από την πείνα και τον θάνατο είτε τούς στέρησε βίαια την εδώ ζωή κάτω από κάποιο άλλο είδος τιμωρίας. Αλλά το γεγονός που έχουμε βιώσει είναι απολύτως διαφορετικό από τα προηγούμενα γεγονότα. Αυτός είναι και ο λόγος που το θαύμα είναι ανώτερο και εκδηλώνει σαφώς τη δύναμη τής Θεοτόκου, επειδή ήταν απαλλαγμένο από κάθε ανθρώπινη παρέμβαση. Γιατί ποιος άραγε δεν γνωρίζει σε ποιον βαθμό ταπείνωσης και δυστυχίας είχε φτάσει η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία την εποχή τού Βαγιαζήτ, που τής είχαν αφαιρεθεί από τους Αγαρηνούς όλες οι πόλεις της και όλα τα εδάφη της, ο πλούτος της, το εισόδημά της, με μια λέξη όλα αυτά που είναι απαραίτητα για την άσκηση εξουσίας; Ποιος αγνοεί την ακραία φτώχια των ανθρώπων που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη, τον βαρύ ετήσιο φόρο υποτέλειας που οι Ρωμαίοι αναγκάζονταν να πληρώνουν στους Αγαρηνούς πολύ πέρα από τις δυνάμεις τους και αυτό όταν, όπως φαινόταν, δεν είχαν σχεδόν τίποτε άλλο πέρα από το έδαφος τής πόλης τους και μικρή γύρω περιοχή; Πόσο όμως επιβεβαιώνει τη δουλεία μας το γεγονός ότι οι βάρβαροι δεν άφηναν τον ευσεβέστατο αυτοκράτορά μας ούτε στιγμή να ανασάνει, για να το πούμε έτσι, αλλά τον κουβαλούσαν πάνω-κάτω μέσα στην αυτοκρατορία και υπέτασσαν με τη βοήθειά του τις πόλεις που δεν είχαν ακόμη υποταχθεί; Κατά συνέπεια, αφού, ύστερα από τόσες και τόσο μεγάλες απώλειες, οι υποθέσεις μας έχουν βελτιωθεί σε τέτοιο σημείο, που όχι μόνο αυτοί που μάς μισούσαν έχουν χαθεί, αλλά και σημαντικό μέρος τής επικράτειας που είχαν αφαιρέσει εδώ και πολύ καιρό έχει ανακτηθεί από τούς προηγούμενους άρχοντές της, ποια άραγε αμφιβολία έχει απομείνει, ότι δεν είναι όλα σαφώς έργο τής Παναγίας μητέρας τού Θεού; Αν θέλετε να μάθετε ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο πέθανε ο εχθρός μας, θα τον βρείτε πιο εκπληκτικό από αυτό που μόλις είπαμε. Γιατί όχι, δεν είναι το ίδιο πράγμα να σε κακομεταχειρίζεται ένας ξένος, όπως είναι να σε κακομεταχειρίζεται ένας άνθρωπος που μοιράζεται την ίδια θρησκεία ή, για να μιλήσουμε ακριβέστερα, ένας άνθρωπος πολύ πιο διάσημος για την ασέβειά του. Επειδή η διαφορά θρησκείας κάνει υποφερτή τη συμφορά, αφού είναι φυσικό να κακομεταχειρίζεται ένας εχθρός τον εχθρό του και επίσης επειδή μια τέτοια κατάσταση συνεπάγεται μεγάλη παρηγοριά στα βάσανα. Όμως στην άλλη περίπτωση ο πόνος είναι αφόρητος και γι’ αυτό ο προφήτης Δαυίδ, αναφερόμενος στην υπερβολική θλίψη που προκύπτει από αυτό, λέει ότι θα μπορούσε καλύτερα να αντέξει την οργή τού εχθρού του παρά εκείνου που προσποιείται ότι είναι φίλος του και συμφωνεί μαζί του. Ο Θεός, λοιπόν, που αναζητούσε ένα είδος τιμωρίας ανάλογης με την κακία αυτού τού ανθρώπου, αποφάσισε ότι ο ασεβής έπρεπε να υποστεί την πιο σκληρή τιμωρία. Θα τον παρέδιδε στα χέρια κάποιου εξίσου ασεβούς. Χλευάστηκε λοιπόν και διακωμωδήθηκε από αυτόν και υπέστη ο άθλιος κάθε είδους προσβολές: είδε τις γυναίκες του να εξυβρίζονται επίτηδες μπροστά στα μάτια του από τούς Σκύθες. Τον έσερναν εδώ κι εκεί για μήνες, χωρίς κανένα σεβασμό από τούς εχθρούς του. Τον τρυπούσαν τα πολύ σκληρά αγκάθια τής αποθάρρυνσης. Εξαντλημένος από θλίψη ύστερα από όσα άκουσε και όσα αναγκάστηκε να δει, εγκατέλειψε τη διεστραμμένη ψυχή του.23

Οὕτως ἡ τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπία τὴν τῆς ἡμετέρας πόλεως ᾠκονόμησεν ἐλευθερίαν· οὕτως ἡ πάναγνος Θεοτόκος ὑπὲρ τῶν ἀσθενῶν καὶ ἀπόρων καὶ μηδεμίαν ἐχόντων σωτηρίας ἐλπίδα προεπολέμησεν, οὔτε λείαν μόνον ἀπαλλαγὴν τῶν έπῃρτημένων κινδύνων χαρισαμένη, ἀλλὰ καὶ αὐτούς, ὦ τοῦ θαύματος, τοὺς τοῦ Παγιαζίτου υἱοὺς τοῖς τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως ἡμῶν ποσὶν ὑποτάξασα. Χώρας οὖν καὶ πόλεις ἠναγκάζοντο διδόναι τοῖς οὐ πρὸ πολλοῦ τούτων ἀπεστερημένοις Ῥωμαίοις οἱ βάρβαροι καὶ μισθὸν τὴν εἰρήνην παρ’ αὐτῶν ἀνταιτεῖν. Πλεῖσται τοιγαροῦν ἄλλαι πόλεις ἐπί τε τοῦ Εὐξείνου πόντου καὶ τῆς Εὐρώπης εἰς ἐλευθερίαν ἀπήλαυσαν τοῦ καιροῦ καὶ ἡ περιώνυμος ἐν πόλεσι Θεσσαλονίκη. τοῦτο τὸ θαῦμα τῶν πώποτε γενομένων θαυμάτων ὑπὸ τῆς θεομήτορος ἐπὶ τῆς ἡμετέρας πόλεως μεῖζον καὶ ὑψηλότερον. Ἡράκλειος μὲν γὰρ ὁ βασιλεύς, εἰ καὶ πᾶσαν ὡς εἰπεῖν τὴν ἐῴαν ἀφῄρητο παρὰ τῶν Περσῶν μέχρι Χαλκηδόνος αὐτῆς ἐλασάντων, ἀλλ’ οὖν εἶχε τὸ πλέον τῆς Εὐρώπης ἀπαθὲς ἔτι κακῶν, τήν τε Ἰταλίαν ἅπασαν καὶ Γαλατίαν, Γερμανίαν τε καὶ τὰς Γαλλίας καὶ πολλὰ ἕτερα ἔθνη τῶν κατὰ τὴν Εὐρώπην ὀνομαστότατα, πρὸς δὲ καὶ τὰς νήσους σχεδὸν ἁπάσας, ἐξ ὧν καὶ φόρους ὑπῆρχεν αὐτῷ συλλέγειν οὐκ ὀλίγους καὶ στρατιωτῶν εὐπορεῖν. Οὐ γὰρ πᾶσαν οἱ Σκύθαι τότε τὴν Εὐρώπην ἐδουλώσαντο, ἀλλ’ ἀπὸ τῶν παριστρίων ὡρμήμενοι τόπων Θρᾴκην καὶ Μακεδονίαν μόνον ἠρήμωσαν, αἱ δὲ λοιπαὶ τῶν ἐπαρχιῶν ἔμενον ἔτι συμφορῶν ὁμοίων ἀπείρατοι. Διὰ ταῦτα καὶ ὁ βασιλεὺς Ἡράκλειος, πανταχόθεν περικαθημένων αὐτὸν τῶν ἐχθρῶν, μὴ ἔχων ὅπως ἄν ἀνταγωνίσαιτο τούτοις, ἅτε δὴ τειχήρης ὤν, διὰ τοῦ Εὐξείνου πόντου τῇ Περσῶν χώρᾳ προσέβαλλε καὶ τοῖς Πέρσαις εἰς τοὐναντίον τὰ πράγματα περιέστησε καὶ ἀμφήριστον τὴν νίκην αὐτοῖς εἶναι πεποίηκεν. Ὅ τε Ἡρακλείου ἀπόγονος αὖθις Κωνσταντῖνος ὁ Πωγωνάτος καὶ Λέων ὁ Ἴσαυρος εἶχον ἀνθρωπίνας ἀφορμὰς ὁπωσοῦν εἰς σωτηρίαν, εἰ καὶ μὴ ὥστε τοὺς πολεμίους δύνασθαι τῆς ἑαυτῶν χώρας ἐκβαλεῖν, ἀλλ’ οὖν σφᾶς αὐτοὺς καὶ τὴν πόλιν διαφυλάττειν ἄχρι πολλοῦ, πλεῖστα γὰρ καὶ τούτοις ἐδούλευε τῶν προαπηριθμημένων ἐθνῶν, καὶ διήρκουν ἐντεῦθεν οἱ βασιλεῖς τοῖς βαρβάροις γενναίως πολεμοῦντες ἕως οὗ πέρας ἐπετίθει τῷ πολέμῳ συμφέρον ἡ τοῦ Θεοῦ μήτηρ, ἡ βυθῷ θαλαττίῳ καταποντίσασα τοὺς ἐχθροὺς ἤ λιμῷ καὶ θανάτῳ ἐκτρίψασα ἤ ἑτέρῳ τινὶ τιμωρίας τρόπῳ τῆς παρούσης ζωῆς βιαίως ἀποστερήσασα. τὸ δὲ ἡμέτερον δὴ τοῦτο παντάπασίν ἐστι τοῖς προρρηθεῖσιν ἀνόμοιον. διὰ τοῦτο καὶ μεῖζον ἐκεῖ τὸ θαῦμα καὶ τὴν δύναμιν τῆς Θεοτόκου καθαρῶς ἐμφανίζει, πάσης ἀνθρωπίνης βοηθείας ἐστερημένον. Τίς γὰρ οὐκ οἶδεν εἰς ὅσον ταπεινότητος καὶ πτωχείας καὶ ἐπὶ τῶν Παγιαζίτου χρόνων ἡ Ῥωμαίων κατήντησε βασιλεία, ἀφῃρημένη πρὸς τῶν Ἀγαρηνῶν πόλεις καὶ χώρας ἁπάσας, χρήματα, προσόδους, ἑνὶ λόγῳ, πᾶσαν ἀφορμὴν πρὸς τὸ ἄρχειν; Τίς ἀγνοεῖ τὴν ἐσχάτην τοῦ ἐνοικοῦντος τῇ Κωνσταντινουπόλει λεὼ πενίαν, τὸ ἐνιαύσιον βάρος τῶν φόρων ὅ τελεῖν οἱ Ῥωμαῖοι τοῖς Ἀγαρηνοῖς ὑπὲρ τὴν αὐτῶν δύναμιν ἠναγκάζοντο καὶ ταῦτα μηδενὸς ἑτέρου σχεδὸν πλὴν τοῦ τῆς πόλεως ἐδάφους καὶ χώρας ὀλίγης τῷ δοκεῖν κυριεύοντες; τὸ δὲ τοὺς βαρβάρους μηδεμίαν ὥραν ὡς εἰπεῖν ἀναπνεῖν ἐᾷν τὸν εὐσεβέστατον ἡμῶν βασιλέα, ἀλλ’ ἄνω καὶ κάτω τῆς οἰκουμένης περιάγειν καὶ δι’ αὐτοῦ χειροῦσθαι τὰς μήπω τῶν πόλεων ὑποκυψάσας πόσην ἡμῖν προσμαρτυρεῖ τὴν δουλείαν; Τὸ τοίνυν ἐκ τοσούτων καὶ τοιούτων ἑλαττωμάτων οὕτω τὰ καθ’ ἡμᾶς ἐπιδοῦναι ὡς μὴ μόνον ἀπολέσθαι τοὺς μισοῦντας ἡμᾶς, ἀλλὰ καὶ ἥν ἐξ ἡμῶν πρὸ πολλῶν χρόνων ἀφῄρηντο κληρονομίαν ταύτης οὐ μικρόν τι μέρος τοὺς πρώην δεσπότας ἀπολαβεῖν, τίνα λοιπὸν ἀμφιβολίαν καταλείπει τὸ μὴ οὐ σαφῶς εἶναι τὸ πᾶν ἔργον τῆς πανάγνου καὶ Θεομήτορος; Εἰ δὲ καὶ τὸν τρόπον τῆς ἀπωλείας ἐθελήσεις καταμαθεῖν ἀκριβῶς ὅν ἀπόλωλεν ὁ ἐχθρὸς ἡμῶν, εὑρήσεις αὐτὸν τῶν προειρημένων θαυμασιώτερον. Οὐ γὰρ ἴσον, οὐκ ἴσον ὑπὸ ἀλλοφύλου πάσχειν κακῶς καὶ τῆς ὁμοίας κεκοινωνηκότος θρησκείας ἤ, εἰ χρὴ τό γε ἀληθέστερον εἰπεῖν, περιφανεστέρου πολλῷ τὴν ἀσέβειαν. Τῷ μὲν γὰρ ἡ τῆς θρησκείας ἐναντίωσις φορητὴν παρασκευάζει τὴν συμφοράν, ὅτι μηδὲ ἔξω τοῦ εἰκότος ἐστὶ τὸν ἐχθρὸν ὑπ’ ἐχθροῦ πάσχειν κακῶς καὶ ἅμα ὡς ἐν κακοῖς ἔχει τὸ τοιοῦτον οὐκ ὀλίγην παραμυθίαν. τοῦ δὲ ἀφόρητός ἐστιν ἡ λύπη, διά τοι τοῦτο καὶ ὁ προφήτης Δαυὶδ τὸ ὑπερβάλλον αἰνιττόμενος τῆς ἐντεῦθεν ἀνίας τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ ἐχθροῦ μᾶλλον ἄν φησι δύνασθαι ὑπενεγκεῖν ἤ τοῦ φίλου δοκοῦντος εἶναι καὶ τῶν αὐτῶν κοινωνεῖν. ὁ τοίνυν Θεὸς ἐπισκεψάμενος τιμωρίας τρόπον τῆς ἐκείνου κακουργίας ἐπάξιον ἔκρινε τὸν ὡς ἀληθῶς πικρότατον ὑποστῆναι τὸν ἀσεβῆ· ὁ δὲ ἦν παραδοῦναι τοῦτον εἰς χείρας τοῦ ὁμοίως ἀσεβοῦντος. Ἐνεπαίζετο γοῦν ὑπ’ αὐτοῦ καὶ ἐκωμῳδεῖτο καὶ πᾶσαν παροινίαν ὁ δείλαιος ὑφίστατο τὰς ἑαυτοῦ γυναῖκας ὁρῶν ἐπίτηδες ὑπὸ τῶν Σκυθῶν ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὑβριζομένας καὶ τοῦτον τὸν τρόπον περιαγόμενος ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἀτίμως ἄνω καὶ κάτω μῆνας ὅλους καὶ πικροτάτοις ἀθυμίας κέντροις βαλλόμενος· ἔκ τε ὧν ἤκουεν ἅ τε βλέπειν ἠναγκάζετο τῇ λύπῃ κατεργασθείς, τὴν πονηρὰν ἀφῆκε ψυχήν.

Να χαθούν εκείνοι που θεωρούν αυτό το γεγονός συμπτωματικό και τυχαίο και που πιστεύουν ότι η χωρίς λόγο σύμπτωση είναι η πηγή ενός τέτοιου γεγονότος τόσο στο παρελθόν όσο και πρόσφατα. Γιατί, πώς μπορεί μια τέτοια διαδοχή και μια τέτοια σειρά γεγονότων να αποδοθεί σε καθαρή σύμπτωση ή, πείτε μου, θα αποδώσουμε επίσης στην ίδια τύχη και στην ίδια τυχαία συγκυρία τον θάνατο, λίγο μετά, τού Τιμούρ, τού αρχηγού των Σκυθών, που καταδικάστηκε να γίνει τροφή των σκουληκιών,24 καθώς και την καταστροφή από την πανούκλα σχεδόν όλου τού στρατού του; Διαφορετικά, τίποτε δεν θα τον εμπόδιζε να επιδράμει σε όλη την Ευρώπη σε σύντομο χρονικό διάστημα, να την εκπορθήσει και, θα έλεγε κανείς, να εξαφανίσει κάθε άνθρωπο από προσώπου γης. Αλλά η καλοσύνη τού Θεού, αφού χρησιμοποίησε αυτό το κακό όργανο ενάντια στην κακία, και αυτό, όπως είπαμε, για να καταστήσει πιο πικρό τον πόνο του, τον εξαφάνισε επίσης κι αυτόν αμέσως μετά από τούς ανθρώπους, όταν είδε ότι η κακία του ήταν πολύ χειρότερη από εκείνη τού προηγούμενου.

Ἐρρέτωσαν οἱ τὸ αὐτόματον ἐνταῦθα καὶ τὴν τύχην πρεσβεύοντες καὶ νομίζοντες ἀλόγῳ τινὶ συντυχίᾳ τὸ τοιοῦτον συμβεβηκέναι καθάπερ ἄλλοτε πρότερον ἤ ὕστερον. Ποῦ γὰρ ἀλόγου συντυχίας ἡ τοιαύτη τῶν πραγμάτων ἀκολουθία καὶ τάξις ἤ καὶ τοῦτο, εἰπέ μοι, τῆς αὐτῆς εἶναι θήσομεν τύχης καὶ τῆς ἀλόγου φορᾶς τὴν τοῦ Σκυθῶν ἀρχηγοῦ Τιμούρη μετὰ μικρὸν ἀπώλειαν, σκωλήκων τροφὴν γενέσθαι κατακριθέντος, καὶ τὴν τῶν αὐτοῦ στρατευμάτων ὀλίγου δεῖν ἁπάντων ὑπὸ τῆς λοιμικῆς νόσου πανωλεθρίαν; ὅν, εἴπερ ἦν, οὐδὲν ἄν ἐκώλυσε τὴν Εὐρώπην ἅπασαν ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ καταδραμεῖν καὶ πορθῆσαι καὶ σχεδὸν εἰπεῖν ἐξαλεῖψαι πάντα ἄνθρωπον ἐκ προσώπου τῆς γῆς· ἀλλ’ ἡ τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπία χρησαμένη τούτῳ πονηρῷ κατὰ τῆς πονηρίας ὀργάνῳ καὶ τοῦθ’ ἵνα πικροτέραν ἐκείνῳ καταστήσῃ τὴν ὀδύνην, ὡς εἴρηται, μετὰ μικρὸν καὶ αὐτὸν ἐξ ἀνθρώπων ἐποίησεν, ὡς εἶδε τὴν τούτου πονηρίαν τῆς τοῦ προτέρου παρὰ πολὺ χείρονα.

<-Βιβλιογραφία Παράρτημα: Μανουήλ Β’

error: Content is protected !!
Scroll to Top