<-Κεφάλαιο 10: Από τη Νισαπούρ στον Ώξο | Κεφάλαιο 12: Σαμαρκάνδη-> |
Κεφάλαιο 11: Από τον Ώξο στη Σαμαρκάνδη
Χάρτης 14: Από τον Ώξο στη Σαμαρκάνδη
Η διάβαση τού Ώξου
Ο άρχοντας Τιμούρ, όταν ολοκλήρωσε την κατάκτηση τής χώρας τής Σαμαρκάνδης, που βρίσκεται, όπως είδαμε, στην άλλη πλευρά τού ποταμού Ώξου, αποφάσισε να περάσει πάνω από τον ποταμό και να κατακτήσει τη χώρα τού Χορασάν προς τον νότο. Ζήτησε λοιπόν να κατασκευάσουν μεγάλη γέφυρα από ξύλινα δοκάρια στηριζόμενη πάνω σε σκάφη, από την οποία θα περνούσαν. Μόλις όμως πέρασαν απέναντι ο ίδιος και ο στρατός του, ζήτησε ν΄ αποσυναρμολογηθεί αμέσως αυτή η γέφυρα. Πρόσφατα, όπως μάς είπαν, όταν επέστρεφε στην πατρίδα από τις τελευταίες εκστρατείες του και κατευθυνόταν στη Σαμαρκάνδη, είχε δώσει εντολή να ξαναστηθεί αυτή η γέφυρα, για να περάσει ο ίδιος και τα στρατεύματά του. Την ίδια λοιπόν γέφυρα μπορούσαμε τώρα να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς, για να περάσουμε τον ποταμό. Μάς πληροφόρησαν όμως ότι είχε ήδη σταλεί για δεύτερη φορά εντολή από τον Τιμούρ να λύσουν τη γέφυρα, όπως είχε ζητήσει και την πρώτη φορά. Μάλιστα διαπιστώναμε ότι η γέφυρα δεν απλωνόταν πια μέχρι την άλλη όχθη. Όμως, ξεκινώντας από την εδώ πλευρά, απλωνόταν επί μεγάλου μήκους πάνω από τα νερά, όπου τα άλογα και τα υποζύγιά μας μπορούσαν εύκολα να διασχίσουν, αλλά ξαφνικά στο τέλος τερματιζόταν.1 Σε αυτή τη μεγάλη πεδιάδα, που εδώ συνορεύει με τον Ώξο, έδωσε στο παρελθόν ο Μέγας Αλέξανδρος τη μάχη του με τον Πώρο, τον Ινδό βασιλιά, τον οποίο κατανίκησε.2
Τερμέζ
Την Πέμπτη, την ίδια μέρα που φτάσαμε στην αριστερή όχθη τού Ώξου, περάσαμε στην απέναντι μεριά και εκείνο το βράδυ φτάσαμε σε μεγάλη πόλη εκεί, που ονομάζεται Τερμέζ.3 Σε παλαιότερες εποχές αυτή περιλαμβανόταν στην κυριαρχία τής Ελάσσονος Ινδίας [δηλαδή τού Αφγανιστάν], αλλά τώρα λογίζεται ως έδαφος τής Σαμαρκάνδης, επειδή ο Τιμούρ την πήρε για δική του. Η επαρχία τής Σαμαρκάνδης ξεκινά από τη βόρεια όχθη τού Ώξου και αυτή η επικράτεια είναι γνωστή ως Μογγολία, ενώ η γλώσσα που ομιλείται εδώ είναι η γλώσσα τής Μογγολίας. Αυτή τη γλώσσα δεν την καταλαβαίνουν στα νότια τού Ώξου, όπου όλοι οι άνθρωποι συνήθως μιλούν μόνο περσικά. Μάλιστα οι δύο γλώσσες έχουν ελάχιστα κοινά. Επίσης η γραφή εκείνων που ζουν στην περιοχή τής Σαμαρκάνδης είναι παράξενη και δεν διαβάζεται από εκείνους που ζουν στα νότια τού μεγάλου ποταμού, γιατί είναι μογγολική γραφή, ενώ ο Τιμούρ έχει πάντοτε μαζί του γραφείς, που μπορούν να διαβάζουν και να γράφουν αυτή τη γραφή για όλους τούς σκοπούς του.4 Η ύπαιθρος εδώ γύρω, μέχρι τη Σαμαρκάνδη αλλά και πέρα από αυτήν, είναι πολύ καλά κατοικημένη, επειδή η γη είναι πλούσια σε καλλιέργειες, παράγοντας όλα όσα χρειάζονται οι άνθρωποι και τα ζώα.
Εκείνο που συνηθίζεται, όπως έχει ήδη αναφερθεί, και έχει ορίσει ο Τιμούρ στο ζήτημα τού περάσματος τού Ώξου, είναι ότι μόλις περάσει ο ίδιος πάνω από τον ποταμό, διατάσσεται η διάλυση τής γέφυρας. Στη συνέχεια, ύστερα από αυτό, καθώς κανένας δεν μπορεί πια να διασχίσει τη γέφυρα, χρησιμοποιούνται βάρκες για να μεταφέρουν τούς ανθρώπους από τη μία όχθη στην άλλη. Όμως σε κανέναν από την επαρχία τής Σαμαρκάνδης δεν επιτρέπουν να επιβιβαστεί και να περάσει στις περιοχές νότια τού ποταμού, εκτός αν τού έχει χορηγηθεί ειδική άδεια, η οποία πρέπει να δηλώνει από πού έρχεται αυτός και πού πρόκειται να πάει. Τέτοια άδεια είναι απαραίτητη, ακόμη κι αν πρόκειται για ελεύθερο άνθρωπο, ντόπιο τής Σαμαρκάνδης. Από την άλλη πλευρά, όσοι θέλουν να περάσουν τον ποταμό και να πάνε στην επαρχία Σαμαρκάνδης, μπορούν να το κάνουν απρόσκοπτα και δεν χρειάζεται να δείξουν καμία άδεια για το πέρασμα. Όλα λοιπόν τα πορθμεία έχουν φρουρούς τοποθετημένους σε αυτά, εγκατεστημένους εκεί με εντολή τού Τιμούρ, για να επιβλέπουν και να ελέγχουν το πέρασμα. Οι βαρκάρηδες ζητούν την πληρωμή ακριβής τιμής για διόδια από εκείνους τούς οποίους μεταφέρουν απέναντι.
Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο έχουν τοποθετηθεί εδώ αυτοί οι φρουροί είναι ότι ο Τιμούρ, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, έχει φέρει στη Σαμαρκάνδη σε αιχμαλωσία από τούς πολέμους του τεράστιο αριθμό ανθρώπων για να επανδρώσουν αυτή την επαρχία του, υποχρεώνοντάς τους να μεταναστεύσουν εδώ από όλες τις κατακτημένες επαρχίες. Το έχει κάνει αυτό για να επανεποικίσει την περιοχή τής Σαμαρκάνδης και να την εξευγενίσει. Η πιο πάνω λοιπόν εντολή που έχει δοθεί, είναι ότι κανένας δεν πρέπει να τού ξεφύγει για να επιστρέψει στην πατρίδα του, στον τόπο δηλαδή από τον οποίο τον έχουν φέρει αιχμάλωτο. Μάλιστα καθώς ταξιδεύαμε περνώντας από την Περσία και το Χορασάν, συναντούσαμε συχνά τούς αξιωματούχους που είχαν σταλεί έξω από τον Τιμούρ. Αυτοί αναζητούσαν και συγκέντρωναν όλους εκείνους οι οποίοι, έχοντας χάσει τούς γονείς τους, ήσαν άστεγοι ορφανοί, καθώς και εκείνους τούς άνδρες ή τις γυναίκες που ήσαν άστεγοι περιπλανώμενοι ή χωρίς μέσα διαβίωσης. Όλους τούς ανθρώπους αυτού τού είδους τούς συγκέντρωναν αυτοί οι αξιωματούχοι. Με τη βία, όχι με την ελεύθερη βούλησή τους, στέλνονταν στην περιοχή τής Σαμαρκάνδης, για ν΄ αυξήσουν τον πληθυσμό εκείνης τής επαρχίας. Μπορούσε να τούς δει κανείς να ταξιδεύουν κατά μήκος των δρόμων, μερικοί οδηγώντας αγελάδα, κάποιοι καβάλα σε γάιδαρο, άλλοι ακολουθώντας ένα πρόβατο ή μερικές προβατίνες ή κατσίκες. Στη συνέχεια, καθώς προχωρούσαν διασχίζοντας την ύπαιθρο, τούς τάιζαν στα χωριά οι αρχηγοί, σύμφωνα με τις εντολές που είχαν σταλεί από τον Τιμούρ. Μάλιστα μάς είχαν πει ότι με αυτόν τον τρόπο τελευταία είχε αυξηθεί από αυτόν ο πληθυσμός τής επικράτειας τής Σαμαρκάνδης, έτσι ώστε τώρα ν΄ αριθμεί 100.000 ψυχές ή ίσως περισσότερες.
Το έθιμο των δώρων
Αυτή η πόλη τού Τερμέζ, όπου βρισκόμασταν τώρα, είναι πολύ μεγάλη και πολύ πυκνοκατοικημένη. Δεν έχει τείχος γύρω της, ούτε είναι οχυρωμένη. Ολόγυρα υπάρχουν πολλοί οπωρώνες γιατί η περιοχή είναι καλά αρδευόμενη. Εκτός από το μεγάλο μέγεθός της, όπως ήδη αναφέρθηκε, λίγα πράγματα θα πω για το Τερμέζ. Μάλλον αρκεί να πω, ότι από εκεί που μπήκαμε στην πόλη μέχρι εκεί όπου φτάσαμε τελικά στα καταλύματά μας, η απόσταση ήταν τόσο μεγάλη, που κουραστήκαμε από τη διέλευση. Περάσαμε από αμέτρητους δρόμους και πλατείες, όλους πυκνοκατοικημένους, όπου αγαθά όλων των ειδών προσφέρονταν προς πώληση. Στο Τερμέζ, όπως και αλλού, μάς φιλοξένησαν γενναιόδωρα, ικανοποιώντας άφθονα όλες μας τις ανάγκες, ενώ μάς δώρισαν και τιμητικό φόρεμα από μεταξωτό ύφασμα. Ενώ αναμέναμε ακόμη τις οδηγίες μας εκεί, έφτασε από τον Τιμούρ, σταλμένος ειδικά για να μάς συναντήσει, ένας έφιππος αγγελιοφόρος, που μάς έφερε ευγενικά λόγια χαιρετισμού από την υψηλότητά του, ρωτώντας για τον δρόμο από τον οποίο είχαμε έρθει και για το πώς είχαμε περάσει στο ταξίδι, καθώς και για να διαπιστώσει αν είχαμε παντού καλή μεταχείριση και αν απολαμβάναμε καλής υγείας. Σύμφωνα με το έθιμο τής χώρας, γνωρίζαμε ότι έπρεπε να δώσουμε σε αυτόν τον αυτοκρατορικό αγγελιοφόρο ένα δώρο, πριν αυτός αναχωρήσει για να επιστρέψει στον κύριό του. Αυτό κάναμε λοιπόν, δίνοντάς του ένα χρυσοκέντητο μεταξωτό ένδυμα. Επίσης δωρίζαμε τώρα μερικά κομμάτια φλωρεντινού υφάσματος στον ευγενή τον οποίο είχε στείλει ο Τιμούρ και διορίσει οδηγό μας.5 Τα ίδια έκανε και ο πρέσβης τού σουλτάνου τής Αιγύπτου, ο οποίος, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν και είχε υπάρξει συνεχώς σύντροφός μας στο ταξίδι. Επίσης στον δεύτερο από τούς οδηγούς μας, τον αξιωματούχο τής αυλής που είχε σταλεί πρόσφατα από τον Τιμούρ για να μάς προσέχει,6 δώσαμε επίσης δώρο, στην περίπτωση αυτή ένα άλογο. Επειδή αυτό είναι το αμετάβλητο έθιμο αυτής τής χώρας, δηλαδή ότι όταν κάποιος αγγελιοφόρος στέλνεται από τον άρχοντα Τιμούρ σε οποιοδήποτε πρόσωπο, το πρόσωπο αυτό οφείλει και αναμένεται ότι θα δώσει σε εκείνον τον αγγελιοφόρο ένα δώρο, για να σηματοδοτήσει έτσι την τιμή που τού έκανε, θεωρώντας ως δικαίωμα να προσφέρεται δώρο στον άρχοντα Τιμούρ, έστω και μέσω αντιπροσώπου. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι η αξία τού δώρου που προσφέρεται έτσι στον αγγελιοφόρο του αποτελεί μέτρο τού σεβασμού τον οποίο τρέφει για τον Τιμούρ ο δωρητής, που γνωρίζει ότι τόσο περισσότερο θα τον έχει σε εκτίμηση ο Τιμούρ, όσο περισσότερα έχει δωρίσει στον απεσταλμένο του.
Οι Σιδηρές Πύλες τής Σαμαρκάνδης και εκείνες κοντά στο Ντερμπέντ
Την Παρασκευή 22 Αυγούστου, έχοντας δειπνήσει, αναχωρήσαμε από το Τερμέζ και φτάσαμε στην κατασκήνωσή μας, όπου κοιμηθήκαμε στην ύπαιθρο, αλλά κοντά σε μερικά μεγάλα σπίτια που υπήρχαν εκεί. Την επόμενη μέρα, που ήταν Σάββατο, ο δρόμος μας βρισκόταν πάνω στη μεγάλη πεδιάδα, περνώντας από πολλά πυκνοκατοικημένα χωριά. Τελικά φτάσαμε σε ένα, όπου έπρεπε να σταματήσουμε για τη νύχτα, όπως είχε κανονιστεί. Εδώ μάς φιλοξένησαν πολύ τιμητικά και μάς εφοδίασαν ικανοποιώντας κάθε ανάγκη. Την Κυριακή, την επόμενη μέρα, συνεχίσαμε να ιππεύουμε και γευματίσαμε σε μεγάλο σπίτι που είχε χτιστεί για τη διαμονή τού Τιμούρ κατά τη δική του διέλευση από αυτά τα μέρη. Εδώ μάς σέρβιραν κρέας, κρασί και φρούτα, ιδιαίτερα πεπόνια, τα οποία στην περιοχή αυτή είναι άφθονα, εξαιρετικά και πολύ μεγάλου μεγέθους. Είναι το έθιμο εδώ, όταν προσφέρουν φρούτα, να τα φέρνουν όλα στοιβαγμένα μέσα σε καλάθι και ύστερα να τα κατεβάζουν όλα μαζί μπροστά σου στο έδαφος, σε σωρό. Εκείνο το βράδυ τής Κυριακής ξεκινήσαμε πάλι και εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε σε κατασκήνωση στην όχθη ποταμού. Έπειτα, τη Δευτέρα που ακολουθούσε, φτάσαμε στους πρόποδες σειράς πολύ ψηλών βουνών, όπου γευματίσαμε σε προχωρημένη ώρα σε πανέμορφη κατοικία, που ήταν φτιαγμένη σε κάτοψη στο σχέδιο σταυρού. Αυτό το σπίτι ήταν χτισμένο με καμένα τούβλα, διακοσμημένο με πλακίδια που απεικόνιζαν θέματα σε διάφορα χρωματιστά μοτίβα. Η οροσειρά πέρα από αυτόν τον τόπο είναι πολύ ψηλή και το πέρασμα που τη διασχίζει είναι στενή σχισμή, όπου το πέρασμα φαίνεται σαν να έχει κοπεί από ανθρώπινο χέρι, με το τοίχωμα τού βουνού από κάθε πλευρά να υψώνεται κάθετα σε τεράστιο ύψος. Το ίδιο το οδόστρωμα είναι αρκετά ομαλό, περνώντας βαθιά χαμηλά στη σχισμή. Εδώ, ανάμεσα στα γύρω υψώματα, βρίσκεται ένα χωριό και ο τόπος είναι γνωστός ως Σιδηρές Πύλες.7 Σε όλο το μήκος αυτής τής οροσειράς δεν υπάρχει άλλο πέρασμα για να τη διασχίσεις, εκτός από αυτό, το οποίο είναι επομένως το φυλάκιο τής αυτοκρατορικής πόλης τής Σαμαρκάνδης.
Μόνο από αυτό το πέρασμα μπορούν να έρθουν εκείνοι που ταξιδεύουν προς τη Σαμαρκάνδη από την Ελάσσονα Ινδία [ή Αφγανιστάν]. Ούτε εκείνοι που κατεβαίνουν από την αυτοκρατορική πόλη ταξιδεύοντας στην Ινδία μπορούν να περάσουν από άλλη διαδρομή. Ο άρχοντας Τιμούρ είναι ο αποκλειστικός κύριος αυτών των Σιδηρών Πυλών και τα έσοδα είναι σημαντικά για το κράτος από τούς δασμούς που επιβάλλονται σε όλους τούς εμπόρους που έρχονται από την Ινδία και πηγαίνουν στην πόλη τής Σαμαρκάνδης ή στις περιοχές πέρα από αυτήν. Επίσης, όπως είναι γνωστό, ο Τιμούρ είναι κύριος και των άλλων διάσημων Σιδηρών Πυλών που βρίσκονται κοντά στο Ντερμπέντ,8 χωρίζουν τη χώρα των Τατάρων9 και δεν απέχουν πολύ από την πόλη τού Καφφά.10 Αυτές οι Σιδηρές Πύλες στο Ντερμπέντ είναι επίσης μια σχισμή στην οροσειρά που υπάρχει ανάμεσα στο βασίλειο των Τατάρων και την επαρχία τού Ντερμπέντ,11 η οποία βρίσκεται στη δυτική ακτή τής Κασπίας και τώρα περιλαμβάνεται στο βασίλειο τής Περσίας. Έτσι εκείνοι που θα έρθουν από τη χώρα των Τατάρων στην Περσία πρέπει να περάσουν από αυτές τις Σιδηρές Πύλες τού Ντερμπέντ, ακριβώς όπως εκείνοι που θα ταξίδευαν στη Σαμαρκάνδη πρέπει να περάσουν από εκείνες τις Σιδηρές Πύλες στις οποίες είχαμε φτάσει τώρα. Μεταξύ αυτών των Πυλών τής Σαμαρκάνδης και εκείνων των Πυλών τού Ντερμπέντ η απόσταση είναι τουλάχιστον 1.500 λεύγες γης12 και αυτής τής μεγάλης επικράτειας, όπως πρέπει να γνωρίζετε, άρχοντας είναι ο Τιμούρ. Είναι κύριος και των δύο αυτών Σιδηρών Πυλών και οι Σιδηρές Πύλες τού Ντερμπέντ τού αποφέρουν πολύ σημαντικά ετήσια έσοδα από τελωνειακούς δασμούς, ακριβώς όπως και εκείνες τής Σαμαρκάνδης. Η πόλη τού Ντερμπέντ είναι πολύ μεγάλο μέρος και είναι η πρωτεύουσα μεγάλης περιοχής. Αυτές οι Σιδηρές Πύλες τής δύσης είναι φυσικά εκείνες που βρίσκονται πιο κοντά στην Ισπανία και είναι γνωστές ως Σιδηρές Πύλες τού Ντερμπέντ, ενώ εκείνες που βρίσκονται στην ανατολή είναι πιο μακριά από την Ισπανία και είναι γνωστές ως Σιδηρές Πύλες τού Τερμέζ. Αυτές οι τελευταίες χωρίζουν από την Ελάσσονα Ινδία.13
Σε αυτό το σπίτι14 όπου αναπαυόμασταν τώρα, μάς έκαναν δώρο ένα άλογο ιππασίας. Σε αυτή την περιοχή τα άλογα είναι πολύ διάσημης ράτσας, έχοντας μεγάλο πνεύμα. Τα βουνά αυτής τής οροσειράς, μέσα από την οποία παρέχουν διέλευση οι Σιδηρές Πύλες, είναι εντελώς γυμνά από κάθε είδους δέντρα. Μάς είπαν ότι σε παλαιότερες εποχές υπήρχαν πραγματικά μεγάλες πύλες φραγμού, σφυρηλατημένες από σίδερο, οι οποίες έκλειναν το πέρασμα μεταξύ των γκρεμών των βουνών, οπότε κανένας δεν μπορούσε να περάσει χωρίς άδεια. Εκείνη τη μέρα συνεχίσαμε το ταξίδι και κοιμηθήκαμε σε κατασκήνωση στην πλαγιά τού βουνού. Την επόμενη μέρα,15 συνεχίζοντας να ιππεύουμε, γευματίσαμε και ξεκουραστήκαμε στις σκηνές κάποιων Τσαγκατάι που είχαν κατασκηνώσει δίπλα σε ποτάμι. Εκείνο το βράδυ συνεχίσαμε και όταν νύχτωσε, καταλαβαίνοντας ότι υπήρχε κοντά κι άλλη λοφοσειρά την οποία έπρεπε να διασχίσουμε, αφιππεύσαμε και κοιμηθήκαμε για μερικές ώρες στην ύπαιθρο. Ιππεύοντας και πάλι αμέσως μετά τα μεσάνυχτα, συνεχίσαμε μέχρι το μεσημέρι τής επόμενης ημέρας, φτάνοντας σε χωριό όπου πρόσφεραν το δείπνο μας και ξεκουραστήκαμε εκείνο το απόγευμα. Εδώ, σε αυτό το χωριό, πέθανε ξαφνικά ένας από τούς υπηρέτες τού αδελφού Αλφόνσο Παέθ, τού δάσκαλου τής Θεολογίας, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πολύ άρρωστος για αρκετό καιρό.
Η πόλη τού Κες: το τζαμί και το παλάτι της
Την επόμενη μέρα, που ήταν η Πέμπτη 28 Αυγούστου, την ώρα τής μεσημβρινής λειτουργίας βρισκόμασταν κοντά σε μεγάλη πόλη που είναι γνωστή ως Κες.16 Βρίσκεται στην πεδιάδα και από όλες τις πλευρές η γη είναι καλά αρδευόμενη από ρυάκια και κανάλια νερού, ενώ γύρω από την πόλη υπάρχουν οπωρώνες με πολλές κατοικίες. Πέρα απλώνεται η επίπεδη χώρα, όπου υπάρχουν πολλά χωριά και καλοφτιαγμένοι οικισμοί, απλωμένοι ανάμεσα σε λιβάδια και υγροτόπους. Μάλιστα πρόκειται για πολύ όμορφο θέαμα σε αυτή τη θερινή περίοδο τού έτους. Σε αυτά τα εδάφη καλλιεργούνται ετησίως πέντε σοδειές καλαμποκιού, αμπέλια επίσης, ενώ υπάρχει πολύ καλλιεργούμενο βαμβάκι, γιατί η άρδευση είναι άφθονη. Τα χωράφια με πεπόνια είναι εδώ πάρα πολλά, όπως και τα καρποφόρα δέντρα φρούτων στους παρακείμενους οπωρώνες.
Η Κες περιβάλλεται από χωμάτινο οχύρωμα, έχοντας πολύ βαθιά τάφρο που διασχίζεται στις πύλες με κρεμαστές γέφυρες. Ο άρχοντας Τιμούρ είναι ο ίδιος ντόπιος τής Κες, ενώ ο πατέρας του17 ήταν επίσης από εδώ. Υπάρχουν σε όλη την πόλη πολλά ωραία σπίτια και τζαμιά, πάνω από όλα ένα υπέροχο τζαμί που ο Τιμούρ έχει διατάξει να χτιστεί, αλλά που μέχρι τώρα δεν έχει τελειώσει. Σε αυτό το τζαμί μπορεί να δει κανείς το παρεκκλήσι, στο οποίο έχει φτιαχτεί ο χώρος ταφής τού πατέρα του, ενώ δίπλα σε αυτό υπάρχει δεύτερο παρεκκλήσι, που κατασκευάζεται τώρα και στο οποίο προβλέπεται ότι θα ταφεί ο ίδιος ο Τιμούρ, όταν έρθει η ώρα.18 Μάς είπαν ότι ένα περίπου μήνα πριν από την άφιξή μας εδώ, όταν είχε μπει ο Τιμούρ στο Κες,19 ήταν πολύ δυσαρεστημένος από την εμφάνιση αυτού τού παρεκκλησίου, διαμαρτυρόμενος ότι η πόρτα ήταν πολύ χαμηλή και προστάζοντας να μεγαλώσει σε ύψος. Γι’ αυτή την αλλαγή εργάζονταν τώρα οι εργάτες. Στο ίδιο αυτό τζαμί υπάρχει και ο τάφος τού πρίγκιπα Τζαχανγκίρ, τού μεγαλύτερου γιου τού Τιμούρ.20 Όλο αυτό το τζαμί με τα παρεκκλήσιά του είναι πολύ όμορφα ντυμένο με πλακίδια, μπλε και χρυσά. Μπαίνεις σε αυτό από μεγάλη αυλή, στην οποία έχουν φυτευτεί δέντρα γύρω από δεξαμενή νερού. Εδώ καθημερινά, με ειδική διαταγή τού Τιμούρ, το κρέας είκοσι προβάτων μαγειρεύεται και διανέμεται σε ελεημοσύνη, κάτι που γίνεται στη μνήμη τού πατέρα του και τού γιου του, που κείνται εδώ στα παρεκκλήσια αυτά. Μόλις φτάσαμε σε αυτή την πόλη τού Κες, μάς έφεραν σε αυτό το τζαμί και εδώ μάς πρόσφεραν δείπνο με πιάτα με κρέας και άφθονα φρούτα, μεταφέροντάς μας στη συνέχεια σε υπέροχο παλάτι, όπου μάς διέθεσαν καταλύματα.
Πρώιμη ιστορία τού Τιμούρ
Το επόμενο πρωί, που ήταν Παρασκευή, ήρθαν και μάς πήραν για να δούμε άλλο μεγάλο ανάκτορο που χτιζόταν. Μάς είπαν ότι αυτό το ανάκτορο χτιζόταν με τα χέρια για τα τελευταία είκοσι χρόνια, γιατί αν και εργάζονταν συνεχώς, κάθε μέρα, οι οικοδόμοι συνέχιζαν ακόμη το έργο τους πάνω του. Αυτό το παλάτι, για το οποίο μιλάμε τώρα, είχε διάδρομο εισόδου έτσι κατασκευασμένο, ώστε να έχει μεγάλο μήκος, με ψηλή πύλη μπροστά του, ενώ σε αυτή τη στοά εισόδου, δεξιά και αριστερά, υπήρχαν αψίδες από τούβλα εγκιβωτισμένες και διακοσμημένες με μπλε πλακίδια. Αυτές οι αψίδες οδηγούσαν καθεμιά σε μικρό δωμάτιο, που ήταν ανοιχτό, χωρίς πόρτα, με το δάπεδο στρωμένο με μπλε πλακίδια. Αυτά τα μικρά δωμάτια είναι για εκείνους που φροντίζουν ή συνοδεύουν τον Τιμούρ όταν έρχεται εδώ. Στο τέλος αυτής τής στοάς βρίσκεται άλλη πύλη, πέρα από την οποία υπάρχει μεγάλη αυλή στρωμένη με λευκές πλάκες και περιβαλλόμενη από τις τέσσερις πλευρές από πλούσια δουλεμένες αψίδες, με πολύ μεγάλη δεξαμενή νερού στο κέντρο της. Μάλιστα αυτή η αυλή πρέπει να έχει πλάτος τριακόσια περίπου βήματα, ενώ πέρα από αυτήν μπαίνεις μέσω πολύ ψηλής και ευρύχωρης πύλης στα κύρια κτίρια τού ανακτόρου. Αυτή η πύλη είναι ολόκληρη όμορφα διακοσμημένη με πολύ ωραία εργασία με χρυσά και μπλε πλακίδια, ενώ πάνω από την είσοδο βλέπουμε τις μορφές τού Λέοντος και τού Ήλιου, τις ίδιες μορφές που επαναλαμβάνονται πάνω από καθεμιά από τις αψίδες γύρω από την αυλή. Αυτό το έμβλημα τού Λέοντος και τού Ήλιου μάς είπαν ότι ήταν το οικόσημο τού προηγούμενου άρχοντα τής Σαμαρκάνδης.21 Μάς διαβεβαίωσαν ότι ο ίδιος ο Τιμούρ ήταν ο οικοδόμος αυτού τού μεγάλου παλατιού, αλλά φαντάζομαι ότι στην πραγματικότητα ένα μέρος του πρέπει να είχε χτιστεί από εκείνον τον άρχοντα τής Σαμαρκάνδης, ο οποίος έζησε πριν από την εποχή τής κυριαρχίας τού Τιμούρ. Γιατί ο Λέων και ο Ήλιος που βλέπαμε εδώ είναι τα εμβλήματα αυτού τού προηγούμενου ηγεμόνα.
Το ειδικό οικόσημο τού Τιμούρ είναι οι Τρεις Κύκλοι, διαμορφωμένοι έτσι ώστε να σχηματίζουν τρίγωνο: οοο. Λέγεται ότι αυτό σημαίνει ότι ο Τιμούρ είναι άρχοντας και των τριών περιοχών τού Κόσμου.22 Ο Τιμούρ έχει διατάξει να μπαίνει αυτό το σήμα στα νομίσματα που κόβονται από αυτόν και σε όλα τα κτίρια που χτίζει, ενώ αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι εκείνα τα κτίρια23 χτίστηκαν από άρχοντα που βασίλεψε πριν από την εποχή τού Τιμούρ. Αυτοί οι τρεις μικροί κύκλοι, οι οποίοι, όπως λέγεται, είναι σαν το γράμμα «ο» επαναλαμβανόμενο τρεις φορές για να σχηματίζουν τρίγωνο, είναι επίσης το αποτύπωμα τής σφραγίδας τού Τιμούρ, η οποία, και πάλι, με ειδική του διαταγή, προστίθεται έτσι ώστε να φαίνεται φανερά σε όλα τα νομίσματα, που κόβουν εκείνοι οι ηγεμόνες που έχουν γίνει υποτελείς στην κυβέρνησή του.24 Από αυτή την κύρια πύλη τής αυλής που μόλις περιγράφηκε μπαίνεις σε μεγάλη αίθουσα υποδοχής, η οποία είναι τετράγωνο δωμάτιο, όπου οι τοίχοι είναι επενδεδυμένοι με χρυσά και μπλε πλακίδια και το ταβάνι εξ ολοκλήρου χρυσοσκάλιστο. Από αυτό το δωμάτιο μάς οδήγησαν πάνω στους εξώστες και σε αυτούς, όπως παντού, οι τοίχοι ήσαν επενδεδυμένοι με πλακίδια. Μάλιστα είδαμε εδώ τόσο πολλά διαμερίσματα και ξεχωριστά δωμάτια, όλα διακοσμημένα με πλακίδια μπλε, χρυσά και πολλών άλλων χρωμάτων, που θα χρειαζόταν πολύς χώρος για να τα περιγράψουμε εδώ. Ήσαν όλα τόσο θαυμάσια δουλεμένα, που ακόμη και οι τεχνίτες τού Παρισιού, οι τόσο γνωστοί για την επιδεξιότητά τους, θα συμφωνούσαν ότι αυτό που γίνεται εδώ είναι πολύ ωραία και καλλιτεχνική δουλειά. Στη συνέχεια μάς έδειξαν τα διάφορα διαμερίσματα, τα οποία συνήθιζε ο Τιμούρ να καταλαμβάνει όταν ερχόταν εδώ με τις συζύγους του. Ήσαν όλα πολύ ωραία διακοσμημένα στα δάπεδα, τούς τοίχους και τις οροφές. Πολλές ήσαν οι διάφορες ειδικότητες εργατών, που εργάζονταν ακόμη για την οικοδόμηση και το στόλισμα αυτών των παλατιών. Μάς έδειξαν σε ένα που επισκεφτήκαμε μια μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων, που ο Τιμούρ είχε βάλει να χτίσουν εκεί για να γλεντά με τις πριγκίπισσες. Ήταν υπέροχα διακοσμημένη, πολύ ευρύχωρη, ενώ πέρα από αυτήν έφτιαχναν μεγάλον οπωρώνα, στον οποίο φυτεύονταν πολλά και διάφορα οπωροφόρα δέντρα, μαζί με άλλα που πρόσφεραν σκιά. Τα δέντρα υψώνονταν γύρω από δεξαμενές νερού, δίπλα στις οποίες στρώνονταν ωραίοι χλοοτάπητες. Αυτός ο οπωρώνας ήταν τέτοιας έκτασης, που πολύ μεγάλη παρέα μπορούσε εύκολα να συγκεντρωθεί εδώ και στις καλοκαιρινές ζέστες ν΄ απολαύσει τον δροσερό αέρα δίπλα σε εκείνο το νερό, στη σκιά αυτών των δέντρων. Τέτοιος όμως ήταν πραγματικά ο πλούτος και η ομορφιά τού στολίσματος που παρουσιαζόταν σε όλα αυτά τα ανάκτορα, που θα ήταν αδύνατο για εμάς να τον περιγράψουμε ικανοποιητικά, χωρίς πολύ περισσότερο χρόνο απ’ όσον μπορούμε εδώ ν΄ αφιερώσουμε στο θέμα. Το προαναφερθέν τζαμί και αυτά τα παλάτια είναι ένα έργο που ο Τιμούρ έχει ξεκινήσει και ακόμη τελειοποιείται. Όλα κατασκευάζονται κατ’ αρχάς για να τιμηθεί η μνήμη τού πατέρα του, που βρίσκεται θαμμένος εδώ, και στη συνέχεια, όπως είπαμε, επειδή ο Τιμούρ είναι ντόπιος τής πόλης αυτής τού Κες.
Η φάρα των Τσαγκατάι
Παρόλο που ο Τιμούρ γεννήθηκε εδώ, όμως από καταγωγή δεν ήταν πολίτης τού Κες, όντας στην πραγματικότητα νομάς τής φάρας των Τσαγκατάι. Αυτοί είναι Τάταροι που κατοικούσαν αρχικά στη χώρα των Τατάρων,25 αλλά που μετανάστευσαν εδώ, όταν η ύπαιθρός τους κατά το παρελθόν κατακλύστηκε και κατακτήθηκε.26 Όλα αυτά θα σάς τα εξηγήσουμε πιο λεπτομερώς τώρα, ενώ οι Τσαγκατάι, που έχουν αναφερθεί συχνά στην αφήγησή μας, ονομάζονται έτσι επειδή αποτελούν μέλη αυτής τής φάρας. Ο πατέρας τού Τιμούρ ήταν άνθρωπος από καλή οικογένεια, συγγενής εξ αίματος τής φάρας των Τσαγκατάι, όμως ευγενής μικρής ιδιοκτησίας, έχοντας την υποστήριξη μόνο τριών ή τεσσάρων ιππέων, δηλαδή προσωπικών του οπαδών. Ζούσε σε ένα χωριό όχι μακριά από την πόλη τού Κες, γιατί οι ευγενικοί άνθρωποι τού δικού του είδους προτιμούν πάντοτε την ύπαιθρο από την πόλη. Ο γιος του, ο Τιμούρ, δεν ήταν στην αρχή κάτι περισσότερο από εκείνο που είχε υπάρξει ο ίδιος, όντας ικανός να συντηρεί μόνο τον εαυτό του, έχοντας στην ακολουθία του τέσσερις ή πέντε ιππείς. Όλα αυτά που σάς λέω προέρχονται από εκείνα που μάς αφηγήθηκαν όταν βρισκόμασταν στο Κες, ή αργότερα από αυτά που ακούσαμε στις πόλεις πιο πέρα. Σύμφωνα με τις ιστορίες που μάς είπαν, ο Τιμούρ στα νιάτα του συνήθιζε να ιππεύει με τούς τέσσερις ή πέντε συντρόφους του σε επιδρομές. Τη μια μέρα έκλεβαν ένα πρόβατο και σε άλλη περίπτωση μια αγελάδα, παίρνοντας τα ζώα λαθραία από τα κοπάδια των γειτόνων τους. Ύστερα, όταν επέστρεφαν, ο Τιμούρ έκανε γιορτή με τη λεία του, προσκαλώντας τούς συντρόφους του, ενώ προσέρχονταν και άλλοι, επειδή ήταν εγκάρδιος άνθρωπος και πολύ φιλόξενος και μοιραζόταν με φίλους αυτά που είχε. Τώρα έρχονταν κι άλλοι να ενταχθούν στην ακολουθία του, μέχρι που τελικά είχε τριακόσιους περίπου ιππείς υπό τις διαταγές του. Με αυτούς μπορούσε να ιππεύει στην ύπαιθρο, λεηλατώντας και ληστεύοντας όσους βρίσκονταν στον δρόμο του, αλλά στη συνέχεια μοιράζοντας όσα έπαιρνε σε εκείνους που ίππευαν μαζί του. Έτσι έκανε επιθέσεις σε όλους τούς δρόμους, αποσπώντας φόρο από τούς εμπόρους που συναντούσε.
Τα νέα εκείνων που συνέβαιναν έφτασαν σύντομα στα αυτιά τού σουλτάνου τής Σαμαρκάνδης,27 που ήταν ο κυρίαρχος τής χώρας στην οποία συνέβαιναν αυτές οι ληστείες. Έδωσε λοιπόν εντολές να συλληφθούν ο Τιμούρ και οι άνδρες του και να θανατωθούν οπουδήποτε τούς εύρισκαν. Στην αυλή όμως τού σουλτάνου υπήρχαν ευγενείς που ήσαν από τη φυλή των Τσαγκατάι και συγγενείς τού Τιμούρ και μίλησαν γι’ αυτόν. Έτσι τελικά ο άρχοντας τής Σαμαρκάνδης πείστηκε να τού δώσει χάρη για τις πράξεις του. Επίσης αργότερα ο Τιμούρ ήρθε στην αυλή και τελικά ανέλαβε διαμονή στη Σαμαρκάνδη, στην υπηρεσία τού σουλτάνου. Από εκείνους τούς φίλους που είχαν παρακαλέσει γι’ αυτόν στο παρελθόν τον προαναφερθέντα άρχοντα τής Σαμαρκάνδης, υπάρχουν δύο που ζουν ακόμη σήμερα και έχουν γίνει εδώ και καιρό οι πιο στενοί σύμβουλοι τού Τιμούρ. Ο ένας φέρει το όνομα Ομάρ Τομπάν28 ενώ ο άλλος είναι ο Καλαντάϋ Σεΐχ.29 Και οι δυο έχουν γίνει τώρα ισχυροί άρχοντες και άνδρες με τεράστιες περιουσίες. Τότε, ενώ ο Τιμούρ ζούσε στην αυλή τής Σαμαρκάνδης, οι συνθήκες τον έριξαν σε δυσμένεια, με αποτέλεσμα να καταλήξει ο σουλτάνος να τον θεωρεί κακό. Εκδόθηκαν εντολές για τον θάνατο τού Τιμούρ, ο οποίος όμως ειδοποιήθηκε εγκαίρως από φίλους. Επομένως ο Τιμούρ διέφυγε, ο ίδιος και οι οπαδοί του έγιναν και πάλι ληστές στους δρόμους, όπου μια μέρα επιχείρησαν τη λεηλασία τεράστιου καραβανιού εμπόρων και απέκτησαν μεγάλο ποσό σε λεία. Ύστερα ο Τιμούρ πορεύτηκε προς νότο, φτάνοντας σε επαρχία που ονομάζεται Σιστάν,30 όπου άρπαζε από τούς ανθρώπους τα κοπάδια των προβάτων τους και τις αγέλες των αλόγων τους, επειδή αυτή η περιοχή είναι εξαιρετικά πλούσια σε ζώα.
Την εποχή εκείνη ο Τιμούρ είχε μαζί του ακολουθία μόνο πεντακοσίων περίπου ιππέων, βλέποντας τούς οποίους οι άνδρες τού σουλτάνου συγκεντρώθηκαν για να τον πολεμήσουν. Μια νύχτα που ήταν απασχολημένος κλέβοντας ένα κοπάδι πρόβατα, έπεσαν όλοι πάνω του ξαφνικά και σκότωσαν μεγάλο αριθμό ανθρώπων του. Τον έριξαν κι αυτόν από το άλογό του, τραυματίζοντάς τον στο δεξί πόδι, ενώ από αυτό το τραύμα έμεινε κουτσός όλη του τη ζωή.31 Τραυματίστηκε επίσης στο δεξί του χέρι, χάνοντας το μικρό δάχτυλο και το δάχτυλο δίπλα σε αυτό. Συνέβη έτσι, ώστε να τον παρατήσουν τελικά εκεί θεωρώντας τον νεκρό, αλλά όταν συνήλθε, σύρθηκε όσο μπορούσε μέχρι τις σκηνές κάποιων νομάδων εκείνων των περιοχών, όπου παρέμεινε κρυμμένος μέχρι ν΄ αναρρώσει από τα τραύματά του, επιστρέφοντας στη συνέχεια στην πατρίδα, όπου συγκέντρωσε γύρω του και πάλι τη δική του ομάδα ακολούθων. Εκείνη την εποχή τον σουλτάνο της Σαμαρκάνδης τον υποπτεύονταν και τον θεωρούσαν κακό οι υπήκοοί του, ιδιαίτερα οι επικεφαλής ευγενείς. Έτσι οι άνδρες τής πρωτεύουσας, αφού ενώθηκαν, συναντήθηκαν αμέσως με τον Τιμούρ, ζητώντας του να επιχειρήσει τον θάνατο τού σουλτάνου, οπότε αυτός, ο Τιμούρ, θα γινόταν, όπως είπαν, ο κύριός τους. Έτσι συνέβη, γιατί κάποια μέρα ο σουλτάνος βγήκε για να επισκεφτεί μια πόλη στην περιοχή τής Σαμαρκάνδης και ερχόμενος ο Τιμούρ επιτέθηκε στην ακολουθία του και τούς εξολόθρευσε. Ο σουλτάνος διέφυγε στα γύρω βουνά, όπου αναζήτησε καταφύγιο σε έναν άνθρωπο από εκείνα τα μέρη, στον οποίο υποσχέθηκε μεγάλα πλούτη αν τον έκρυβε, και τού έδωσε τα ακριβά δαχτυλίδια που φορούσε. Παίρνοντάς τα εκείνος ο άνθρωπος, αντί να τον προστατεύσει, ενημέρωσε τον Τιμούρ για την κρυψώνα του κι εκείνος ήρθε αμέσως και θανάτωσε τον σουλτάνο.
Επιστρέφοντας τώρα στη Σαμαρκάνδη, ο Τιμούρ εισήλθε και απέκτησε την πόλη, παίρνοντας ως σύζυγο εκείνη τού εκλιπόντος σουλτάνου, η οποία ακόμη μέχρι σήμερα είναι η πρώτη στην τάξη σύζυγός του, γνωστή ως [Μεγάλη] Χάνουμ,32 τίτλος που σημαίνει «μεγάλη βασίλισσα» ή «μεγάλη αυτοκράτειρα».33 Ξεκινώντας τώρα από τη Σαμαρκάνδη, ο Τιμούρ προχωρούσε στην κατάκτηση όλου τού Χορασάν, εκμεταλλευόμενος τη διαφωνία μεταξύ δύο αδελφών που ήσαν οι άρχοντες αυτής τής χώρας και παίρνοντας το μέρος εκείνων που είχαν εξεγερθεί εναντίον τους. Συνέβη λοιπόν έτσι, ώστε ο Τιμούρ ν΄ αναλάβει σύντομα την ηγεμονία τόσο τής Σαμαρκάνδης όσο και τού Χορασάν και αυτή ήταν η αρχή τής μεγάλης αυτοκρατορίας του. Από εκείνους τούς αρχηγούς που ενώθηκαν με τον Τιμούρ από την αρχή και ήσαν οι σύντροφοι των πρώτων του κατακτήσεων, υπήρχε κάποιος,34 ένας Τσαγκατάι άρχοντας τής γενεαλογίας του, που ήταν ο πιο γενναίος από εκείνους που ίππευαν μαζί του στους πολέμους του. Σε αυτόν ο Τιμούρ έδωσε ως σύζυγο την αδελφή του, κάνοντάς τον μεγάλο άρχοντα τής αυλής του και από αυτούς γεννήθηκε ένας γιος, το όνομα τού οποίου είναι Τζάχαν Σαχ Μίρζα.35 Αυτή τη στιγμή ο άνδρας αυτός, ο ανιψιός του, είναι ο πιο ευνοούμενος από όλους τούς άρχοντες τής αυλής τού Τιμούρ, έχει τεράστια ακολουθία ομοφύλων και διαθέτει εκτεταμένα εδάφη και πολύ πλούτο. Είναι στρατιωτικός διοικητής τού αυτοκρατορικού στρατού, όντας, όπως θα λέγαμε, «Κοντόσταυλος τής Αυτοκρατορίας»,36 ενώ εκτός από τον Τιμούρ προσωπικά, κανένας άλλος ανώτερος από αυτόν δεν υπάρχει στο στράτευμα και από τούς αρχηγούς είναι ο πιο δημοφιλής μεταξύ των μαχητών που έχουν πάρει μέρος στους πολέμους.
Ο λόγος για τον οποίο οι Τάταροι ήρθαν σε αυτή την επαρχία τής Σαμαρκάνδης και ο λόγος για τον οποίο είναι γνωστοί εδώ με το όνομα Τσαγκατάι ήταν ο εξής: Πριν από πολύ καιρό37 υπήρχε ένας Τάταρος ηγεμόνας που κατοικούσε σε πόλη τής χώρας των Τατάρων και το όνομά του ήταν Τζενγκίς Χαν, όνομα ή τίτλος που σημαίνει στη γλώσσα τους «Θησαυρός τού Κόσμου».38 Αυτός ο άνθρωπος κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών39 και πεθαίνοντας άφησε τέσσερις γιους, των οποίων τα ονόματα ήσαν Γκάμπουι, Τσαγκατάι, Εσμπέκε και Τσαρκάς, όλους από την ίδια μητέρα.40 Όταν πέθαινε ο πατέρας τους, ο Τζενγκίς Χαν, χώρισε την αυτοκρατορία του εξ ίσου μεταξύ των τεσσάρων, αφήνοντας σε καθέναν το κομμάτι του. Στον γιο του τον Τσαγκατάι άφησε την επικράτεια που βρίσκεται γύρω από την πόλη τής Σαμαρκάνδης και ανήκει σε αυτήν. Επίσης ο πατέρας τους παρακάλεσε τούς τέσσερις γιους του να είναι πάντοτε καλοί φίλοι και να μην υπάρχει ποτέ καμιά διαμάχη ανάμεσά τους, γιατί η μέρα που θα έφταναν σε κάποια διαφορά, θα ήταν η μέρα τής ανατροπής τους. Ο Τσαγκατάι ήταν τολμηρός άνθρωπος με υπερβολική φιλοδοξία και μεγάλο ενθουσιασμό. Προέκυψε ζήλια ανάμεσα σε εκείνον και τούς αδελφούς του και αυτό οδήγησε στην ανατροπή τους. Γιατί εδώ και καιρό οι τέσσερις αδελφοί βρίσκονταν σε πόλεμο ο ένας εναντίον τού άλλου. Τότε οι επικεφαλής ευγενείς τής Σαμαρκάνδης, όταν είδαν αυτά τα γεγονότα, εξεγέρθηκαν εναντίον τού Τσαγκατάι και έπειτα τον σκότωσαν, σκοτώνοντας επίσης πολλούς από την οικογένειά του και οπαδούς, ενώ αποφάσισαν να επιλέξουν ως σουλτάνο τους άνδρα που ήταν ντόπιος τής περιοχής και επικεφαλής ευγενής εκείνης τής περιοχής τής Σαμαρκάνδης. Αργότερα όμως, από τούς γιους τού Τσαγκατάι, καθώς και από εκείνους που ήσαν τής φυλής του, πολλοί συνέχισαν ακόμη να διαμένουν στη χώρα και ήσαν όλοι πλούσιοι, διατηρώντας εκεί μεγάλη περιουσία.
Αυτοί οι άνδρες, σύντομα μετά τον θάνατο τού κυρίου τους Τσαγκατάι, αποφάσισαν να φωνάξουν μέσα τις φυλές των Τατάρων που βρίσκονταν έξω από την περιοχή, γιατί ήταν γνωστό ότι εκείνες είχαν διατηρήσει το όνομα Τσαγκατάι, τού πρώην άρχοντά τους. Από αυτούς λοιπόν τούς ανθρώπους θα προέρχονταν στο μέλλον όλοι εκείνοι, οι οποίοι, όπως έχουμε σημειώσει, φέρουν τώρα το όνομα των Τσαγκατάι. Ο ίδιος ο Τιμούρ ανήκε σε αυτή τη γενεαλογία, αφού καταγόταν από έναν από αυτούς τούς Τσαγκατάι Τατάρους, ενώ όλοι οι Τσαγκατάι θεωρούνται άνθρωποι τής φυλής του. Μάλιστα πολλοί από τούς κατοίκους τής περιοχής Σαμαρκάνδης έχουν πρόσφατα πάρει αυτό το όνομα, αν και δεν ανήκουν κανονικά στη φυλή Τσαγκατάι, αλλά προσποιούνται ότι ανήκουν, λόγω τής μεγάλης φήμης που έχουν εκείνοι αυτής τής καταγωγής.
Ταξίδι από το Κες στη Σαμαρκάνδη
Σε αυτή την πόλη τού Κες παραμείναμε εκείνη την Πέμπτη τής άφιξής μας, ενώ την επόμενη μέρα, την Παρασκευή το απόγευμα, αναχωρήσαμε συνεχίζοντας το ταξίδι μας και κοιμηθήκαμε εκείνη τη νύχτα σε χωριό δίπλα στον δρόμο. Το Σάββατο 30 Αυγούστου φτάσαμε σε ωραίο παλάτι, που ο Τιμούρ είχε χτίσει δίπλα σε ποτάμι αυτών των περιοχών. Βρίσκεται στην πεδιάδα, περιτριγυρισμένο από μεγάλο οπωρώνα. Είναι ωραιότατο σημείο και εδώ μάς σέρβιραν το δείπνο μας. Στη συνέχεια προχωρήσαμε και βρήκαμε τα νυχτερινά μας καταλύματα σε πολύ μεγάλο χωριό, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση μιάμισης λεύγας από την πόλη τής Σαμαρκάνδης και το όνομα αυτού τού τόπου είναι Μέσερ.41 Ο Τάταρος ευγενής [Μιραμπόζαρ], ο οποίος μέχρι τώρα ήταν ο οδηγός μας, υπεύθυνος και συνοδός για να μάς δείχνει τον δρόμο, μάς άφησε προσωρινά και παρόλο που θα μπορούσαμε εύκολα να ιππεύσουμε και να μπούμε εκείνη την ίδια νύχτα στην πρωτεύουσα, δεν θα ήταν σοφό να το κάνουμε χωρίς τη ρητή εντολή τού Τιμούρ. Αυτός λοιπόν [ο Μιραμπόζαρ] επρόκειτο να στείλει έναν από τούς άνδρες του για να πληροφορήσει την υψηλότητά του ότι είχαμε φτάσει όλοι. Και αυτό έγινε εκείνη τη νύχτα, αφού ο αγγελιοφόρος έφτασε ενώπιον τού Τιμούρ. Το επόμενο πρωί, με το χάραμα, ο άνθρωπος αυτός επέστρεψε φέρνοντας εντολή από την υψηλότητά του, που κατεύθυνε [τον Μιραμπόζαρ] να οδηγηθούμε εμείς τής ισπανικής πρεσβείας, καθώς και ο πρέσβης από τον σουλτάνο τού Καΐρου, ο οποίος υπήρξε τόσον καιρό συνταξιδιώτης μας, να οδηγηθούμε λοιπόν μαζί με τούς ανθρώπους μας σε κάποιον διάσημο οπωρώνα κοντά σε αυτό το χωριό Μέσερ. Εδώ επρόκειτο να παραμείνουμε, μέχρι να μάς δοθούν οδηγίες σχετικά με το τι έπρεπε να κάνουμε στη συνέχεια.
Το πρωί λοιπόν τής Κυριακής 31 Αυγούστου μάς οδήγησαν όλους σε αυτό το διάσημο περιβόλι. Το βρήκαμε να περιβάλλεται από ψηλό τοίχο, ο οποίος στην περίμετρό του πρέπει να είχε μήκος μια ολόκληρη λεύγα, ενώ μέσα ήταν γεμάτο από οπωροφόρα δέντρα όλων των ειδών, εκτός από εσπεριδοειδή, που παρατηρήσαμε ότι έλειπαν. Επίσης υπάρχουν εδώ έξι μεγάλες δεξαμενές, γιατί σε ολόκληρο το περιβόλι οδηγείται μεγάλο ρεύμα νερού, που περνάει από τη μία άκρη στην άλλη. Καθώς το οδηγούν από τη μια δεξαμενή στην άλλη, έχουν φυτέψει πέντε λεωφόρους με δέντρα, πολύ ψηλά και σκιερά, που φαίνονται σαν δρόμοι, γιατί είναι πλακοστρωμένες. Αυτές διαιρούν τον οπωρώνα προς κάθε κατεύθυνση, ενώ από τις πέντε κύριες λεωφόρους ξεκινούν άλλοι μικρότεροι δρόμοι, που δίνουν ποικιλία στο σχέδιο, επιτρέποντας να διασχίζει κανείς ολόκληρο τον οπωρώνα και να βλέπει εύκολα όλα τα μέρη. Στο κέντρο ακριβώς υπάρχει λόφος, φτιαγμένος τεχνητά από χώμα που έφεραν εδώ με τα χέρια. Είναι πολύ ψηλός και η κορυφή του είναι μικρός επίπεδος χώρος, τον οποίο περικλείει φράχτης από ξύλινους πασσάλους. Μέσα σε αυτόν τον περιφραγμένο χώρο είναι χτισμένα διάφορα πολύ όμορφα παλάτια, καθένα με τις δικές του συμπληρωματικές αίθουσες, διακοσμημένες υπέροχα σε χρυσό και μπλε, ενώ οι τοίχοι είναι επενδεδυμένοι με πλακίδια σε αυτά και άλλα χρώματα. Αυτό το ανάχωμα πάνω στο οποίο έχουν χτιστεί τα παλάτια περιβάλλεται κάτω από βαθιές τάφρους γεμάτες νερό, καθώς ένα ποταμάκι από το κύριο ρεύμα φέρνει αυτό το νερό, το οποίο πέφτει σε αυτές τις τάφρους με συνεχή και άφθονη παροχή. Για να περνούν σε αυτόν τον λόφο στο επίπεδο των παλατιών, έχουν φτιάξει δύο γέφυρες, μία σε ένα μέρος και την άλλη στο απέναντι, ενώ η προσπέλαση σε αυτές τις γέφυρες είναι κλεισμένη με πύλες. Προς τα πάνω οδηγούν σκαλιά, με τα οποία ανεβαίνεις το ύψωμα. Έτσι τα παλάτια είναι, σαν να λέμε, ένα φρούριο από μόνα τους. Μέσα στο περιβόλι θα συναντήσει κανείς πολλά ελάφια, τα οποία έχουν αιχμαλωτίσει και φέρει εδώ με εντολή τού Τιμούρ, ενώ υπάρχουν εδώ και φασιανοί σε μεγάλη αφθονία. Από αυτόν τον οπωρώνα βγαίνεις σε μεγάλο αμπελώνα, ο οποίος περιβάλλεται ομοίως από το τείχος του και αυτός ο αμπελώνας είναι εξίσου εκτεταμένος με τον οπωρώνα. Γύρω από τα τείχη τόσο τού οπωρώνα όσο και τού αμπελώνα έχουν φυτέψει πολλά ψηλά και όμορφα δέντρα, που δίνουν στο σύνολο πολύ ωραίο αποτέλεσμα. Το όνομα με το οποίο είναι γνωστό αυτό το μέρος είναι Ταλίτσια,42 ενώ στη γλώσσα τους το ονομάζουν επίσης Χαλβέτ.43
Ενώ βρισκόμασταν σε αυτόν τον κήπο, μάς έδωσαν τα αναγκαία φαγητά σε αφθονία, καθώς επίσης ό,τι χρειαζόμασταν για την άνεσή μας. Μια σκηνή που μεταφέραμε για την εξυπηρέτησή μας στήθηκε σε λιβάδι που αρδευόταν από μια από τις νεροσυρμές. Παραμείναμε έτσι αναμένοντας περαιτέρω εντολές μέχρι την Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου, όταν έφτασε στον οπωρώνα κάποιος άρχοντας που ήταν συγγενής τού Τιμούρ. Αυτός ο ευγενής μάς πληροφόρησε ότι η υψηλότητά του ήταν επί τού παρόντος απασχολημένη, εξετάζοντας τα στοιχεία που τού είχαν σταλεί με πρεσβεία από τον Τόκταμις44 και γι’ αυτό δεν μπορούσε ακόμη να μάς υποδεχθεί, αλλά ότι δεν έπρεπε να μάς ενοχλεί αυτό. Γι’ αυτόν τον λόγο, δηλαδή για την ψυχαγωγία μας, καθώς και για την ψυχαγωγία τού πρεσβευτή από το Κάιρο, τού συνταξιδιώτη μας, η υψηλότητά του ο Τιμούρ μάς έστελνε τώρα τα απαραίτητα, για ένα συμπόσιο εκείνη την ημέρα. Έφτασαν τότε πολλά πρόβατα, τα οποία έσφαξαν και κόβοντάς τα προχώρησαν να βράσουν το κρέας, ενώ σφάχτηκε επίσης κι ένα άλογο, το κρέας τού οποίου ετοιμαζόταν. Στη συνέχεια μαγειρεύτηκε πολύ ρύζι με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, καθώς και φρούτα που προσφέρονταν σε αφθονία. Έτσι μάς φιλοξένησαν και όταν τελείωσε το συμπόσιο, ήρθε κάποιος και δώρισε σε καθέναν από εμάς, εκ μέρους τής υψηλότητάς του, ένα καπέλο και ένα χρυσοκέντητο μεταξωτό ένδυμα, καθώς και δύο άλογα ιππασίας. Τις ημέρες που ακολούθησαν μετά το συμπόσιο παραμέναμε ήσυχα κατασκηνωμένοι σε αυτόν τον οπωρώνα, μένοντας εκεί από την Κυριακή, την τελευταία μέρα τού Αυγούστου, μέχρι τη Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου, όταν τελικά η υψηλότητά του μάς έστειλε μήνυμα να πάμε σε αυτόν. Μάλιστα συνηθίζει πάντοτε να καθυστερεί και να μην παραχωρεί ποτέ ακρόαση σε πρεσβευτές που φτάνουν, παρά μόνο ύστερα από παύση πέντε ή έξι ολόκληρων ημερών, ενώ όσο πιο σημαντική είναι η πρεσβεία, τόσο μεγαλύτερη είναι αυτή η περίοδος αναμονής.
<-Κεφάλαιο 10: Από τη Νισαπούρ στον Ώξο | Κεφάλαιο 12: Σαμαρκάνδη-> |