<-Κεφάλαιο 11: Από τον Ώξο στη Σαμαρκάνδη | Κεφάλαιο 13: Σαμαρκάνδη-> |
Κεφάλαιο 12: Σαμαρκάνδη
Άφιξη στη Σαμαρκάνδη
Έτσι τη Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου εμείς οι πρεσβευτές φύγαμε από εκείνο τον κήπο, δηλαδή από τον τόπο όπου είχαμε εγκατασταθεί και μεταφερθήκαμε στην πόλη τής Σαμαρκάνδης, αφού διασχίσαμε την πεδιάδα. Η πόλη αυτή καταλαμβάνεται από όλες τις πλευρές από ιδιωτικούς κήπους και σπίτια, μεταξύ των οποίων υπάρχουν δρόμοι και πλατείες όπου πωλούνται αγαθά όλων των ειδών. Περί την τρίτη ώρα τής ημέρας1 φτάσαμε σε μεγάλο οπωρώνα με παλάτι μέσα του, όπου βρισκόταν η κατοικία τού Τιμούρ. Ο οπωρώνας αυτός, όπως θα γίνει κατανοητό, βρισκόταν σε κάποια απόσταση έξω από την πόλη. Μόλις φτάσαμε, μάς έβαλαν ν΄ αφιππεύσουμε μπροστά σε σπίτι χτισμένο έξω από το παλάτι, ενώ εδώ δύο από τούς άρχοντες τής αυλής ήρθαν σε εμάς, λέγοντας ότι έπρεπε να παραδώσουμε στα χέρια τους τα δώρα ή τις προσφορές που φέρναμε για να δωρίσουμε στην υψηλότητά του. Εκείνοι θα φρόντιζαν να τακτοποιήσουν και να παραδώσουν αυτά τα αντικείμενα με τον κατάλληλο τρόπο, προστάζοντας να τα παραλάβουν συνοδοί, οι οποίοι αργότερα θα τα έφερναν και θα τα εναπόθεταν ενώπιον τού Τιμούρ. Μόλις παραδώσαμε τα δώρα μας στα χέρια τους, αυτοί οι άρχοντες αναχώρησαν, όχι όμως πριν πουν το ίδιο και στον πρεσβευτή τού σουλτάνου τής Αιγύπτου, ο οποίος ήταν μαζί μας και ο οποίος επίσης τώρα παρέδιδε στα χέρια τους το δώρο που είχε φέρει.
Πρώτη ακρόαση από τον Τιμούρ
Μόλις παραδόθηκαν έτσι οι προσφορές μας, μάς ανέλαβαν άλλοι συνοδοί, κρατώντας κάθε πρεσβευτή κάτω από τη μασχάλη. Μάς οδήγησαν μπροστά, μπαίνοντας στον οπωρώνα από μεγάλη και πολύ ψηλή πύλη, πολύ όμορφα διακοσμημένη με πλακίδια σε χρυσαφί και μπλε. Μπροστά από αυτή την πύλη ήσαν στημένοι οι αυτοκρατορικοί θυροφύλακες για να φρουρούν, οπλισμένοι με ρόπαλα. Έτσι κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει στην πύλη, αν και έξω από αυτήν είχε τώρα συγκεντρωθεί πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων για να μάς δει. Μπαίνοντας, εκείνο που παρατηρήσαμε αρχικά ήταν έξι μεγάλοι ελέφαντες, καθένας από τούς οποίους κουβαλούσε στην πλάτη του μικρό ξύλινο κάστρο που έφερε δύο λάβαρα. Μέσα σε αυτά τα κάστρα βρίσκονταν οι συνοδοί τους, που έβαζαν τούς ελέφαντες να κάνουν κόλπα για τη δική μας ψυχαγωγία, καθώς περνούσαμε. Έτσι προχωρούσαμε και σύντομα φτάσαμε στους άνδρες που ήσαν επιφορτισμένοι με τις προσφορές μας και τα δώρα μας, τα οποία επιδείκνυαν πολύ κατάλληλα και σήκωναν ψηλά στα χέρια τους. Εμείς οι πρεσβευτές προχωρούσαμε τώρα και στεκόμασταν μπροστά σε εκείνους που κρατούσαν τα δώρα μας. Εδώ μάς έβαλαν να περιμένουμε λίγο, στέλνοντας αγγελιοφόρους ν΄ αναγγείλουν ότι είχαμε έρθει. Στη συνέχεια, για να συναντήσουν καθέναν από εμάς, βγήκαν μπροστά δύο από εκείνους τούς άρχοντες που ήσαν παρόντες και μάς πήραν, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, κάτω από τις μασχάλες, για να μάς οδηγήσουν έτσι μέσα. Στη συνοδεία μας ήταν και εκείνος ο Τάταρος απεσταλμένος, τον οποίο ο Τιμούρ είχε στείλει [από την Άγκυρα] στον βασιλιά τής Καστίλλης,2 αλλά οι φίλοι του γελούσαν πολύ με την τωρινή του εμφάνιση, γιατί τον είχαμε ντύσει σαν Ισπανό κύριο. Έτσι μάς οδήγησαν όλους μπροστά, μέχρι που φτάσαμε εκεί όπου ένας μεγάλος άρχοντας τής αυλής, πολύ γέρος, καθόταν σε υπερυψωμένο βάθρο. Μάλιστα ήταν ανιψιός τού Τιμούρ, γιος τής αδελφής του και όλοι τού υποβάλαμε τα σέβη μας.
Στη συνέχεια, προχωρώντας φτάσαμε μπροστά από άλλο βάθρο, όπου βρήκαμε καθισμένους αρκετούς νεαρούς πρίγκιπες, τούς εγγονούς τής υψηλότητάς του, στους οποίους υποβάλαμε επίσης τα σέβη μας. Σε αυτό το σημείο, μάς ζήτησαν την επιστολή που φέρναμε στον Τιμούρ από τον κύριό μας, τον βασιλιά τής Ισπανίας. Δώσαμε την επιστολή και την πήρε στα χέρια του ένας από αυτούς τούς πρίγκιπες, που είπαν ότι ήταν ο γιος τού πρίγκιπα Mιράν Σαχ,3 τού μεγαλύτερου γιου τού Τιμούρ.4 Εκείνοι οι νεαροί πρίγκιπες, που ήσαν τρείς, σηκώνονταν τώρα και αμέσως πήραν την επιστολή μας, φέρνοντάς την στην υψηλότητα του, ενώ μάς είπαν ν΄ ακολουθήσουμε ύστερα από αυτούς. Στη συνέχεια, φτάνοντας ενώπιόν του πιο πέρα, βρήκαμε τον Τιμούρ να κάθεται κάτω από κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί πύλη, η οποία βρισκόταν μπροστά στην είσοδο ωραιότατου παλατιού που φαινόταν στο βάθος. Καθόταν κατάχαμα, αλλά πάνω σε υπερυψωμένο βάθρο, μπροστά από το οποίο υπήρχε σιντριβάνι, που έριχνε στον αέρα στήλη νερού προς τα πίσω, ενώ στη λιμνούλα τού σιντριβανιού επέπλεαν κόκκινα μήλα. Η υψηλότητά του είχε πάρει τη θέση του πάνω σε κάποιου είδους μικρά στρώματα παραγεμισμένα και καλυμμένα με κεντημένο μεταξωτό ύφασμα, ακουμπώντας τον αγκώνα του σε στρογγυλά μαξιλάρια, που είχαν σωριαστεί πίσω του. Ήταν ντυμένος με σκέτο μεταξωτό μανδύα χωρίς κεντήματα, ενώ στο κεφάλι του φορούσε ψηλό άσπρο καπέλο, στο στέμμα τού οποίου φαινόταν ένα ρουμπίνι μπαλάς και ήταν επίσης στολισμένο με μαργαριτάρια και πολύτιμες πέτρες. Μόλις είδαμε την υψηλότητά του, τού υποβάλαμε τα σέβη μας υποκλινόμενοι, βάζοντας το δεξί γόνατο στο έδαφος και σταυρώνοντας τα χέρια μας πάνω στο στήθος. Ύστερα προχωρήσαμε ένα βήμα και υποκλιθήκαμε και πάλι, κάνοντας το ίδιο και τρίτη φορά, αλλά τώρα γονατίζοντας στο έδαφος και παραμένοντας σε αυτή τη στάση. Τότε ο Τιμούρ πρόσταξε να σηκωθούμε για να έρθουμε πιο κοντά μπροστά του, ενώ οι διάφοροι άρχοντες, που μέχρι τότε μάς κρατούσαν κάτω από τις μασχάλες, μάς άφηναν τώρα, επειδή δεν τολμούσαν να προχωρήσουν πιο κοντά στην υψηλότητά του.
Υπήρχαν τρεις ευγενείς εδώ, οι οποίοι, όπως παρατηρήσαμε ιδιαιτέρως, στέκονταν ενώπιον τού Τιμούρ προσέχοντάς τον, γιατί αυτοί ήσαν οι αρχιθαλαμηπόλοι τής υψηλότητάς του και τα ονόματά τους, όπως μάθαμε αργότερα, ήσαν Σαχ Μελίκ Μίρζα,5 Μπουρουντάι Μίρζα6 και Νουρ-αντ-Ντιν Μίρζα.7 Αυτοί οι τρεις έβγαιναν τώρα μπροστά και έπαιρναν καθέναν από εμάς τούς πρεσβευτές από το χέρι, προχωρώντας μαζί μας για να έρθουμε να σταθούμε ακριβώς μπροστά από το σημείο όπου καθόταν ο Τιμούρ, ενώ εδώ και πάλι μάς έβαλαν να γονατίσουμε. Όμως η υψηλότητά του μάς διέταξε να σηκωθούμε και να μείνουμε κοντά του, ώστε να μάς βλέπει καλύτερα, γιατί η όρασή του δεν ήταν πια καλή. Μάλιστα ήταν τόσο άρρωστος και γέρος, που τα βλέφαρά του έπεφταν πάνω στα μάτια του και δύσκολα μπορούσε να τα σηκώσει για να δει.8 Σημειώνουμε ότι η υψηλότητά του δεν μάς έδωσε ποτέ το χέρι του να φιλήσουμε, γιατί αυτό δεν είναι δικό τους έθιμο. Κανένας από αυτούς δεν φιλά ποτέ το χέρι οποιουδήποτε μεγάλου άρχοντα. Αν το κάνει κάποιος, θεωρείται άσχημο. Ο Τιμούρ μάς ρωτούσε τώρα για την υγεία τού βασιλιά τού κυρίου μας λέγοντας: «Πώς είναι ο γιος μου ο βασιλιάς σας; Πώς τα πάει; Είναι καλά στην υγεία του;» Απαντήσαμε καταλλήλως και στη συνέχεια προχωρήσαμε να εκθέσουμε αναλυτικά το μήνυμα τής πρεσβείας, με την υψηλότητά του ν΄ ακούει προσεκτικά όλα όσα είχαμε να πούμε. Όταν τελειώσαμε, ο Τιμούρ στράφηκε και συνέχισε να συζητά με ορισμένους από τούς μεγάλους άρχοντες που κάθονταν στο έδαφος στα πόδια του. Όπως έλεγαν αργότερα, ένα από αυτά τα πρόσωπα εδώ ήταν ο γιος τού Τόκταμις,9 τού εκλιπόντος χάνου των Τατάρων, ενώ ένας άλλος ήταν ο απόγονος εκείνου τού [Τσαγκατάι] χάνου, ο οποίος κυριαρχούσε στο παρελθόν στην επαρχία τής Σαμαρκάνδης. Άλλοι ήσαν πρίγκιπες εξ αίματος ή μεγιστάνες, όλοι τής οικογένειας τής υψηλότητάς του.
Στρεφόμενος λοιπόν προς αυτούς, ο Τιμούρ έλεγε: «Βλέπετε αυτούς τούς πρεσβευτές που μού έστειλε ο γιος μου, ο βασιλιάς τής Ισπανίας; Είναι πράγματι ο μεγαλύτερος από όλους τούς βασιλιάδες των Φράγκων που βασιλεύουν σε αυτή την πιο μακρινή περιοχή τής γης, όπου ο λαός του είναι μεγάλο και διάσημο έθνος. Θα στείλω μήνυμα καλής θέλησης στον γιο μου, αυτόν τον βασιλιά τής Ισπανίας. Μάλιστα θα ήταν αρκετό να μού είχε στείλει τούς πρέσβεις του μόνο με επιστολή, χωρίς προσφορές ή δώρα. Μού αρκεί να γνωρίζω ότι είναι καλά στην υγεία και την κατάστασή του και δεν χρειάζομαι ποτέ δώρο από εκείνον». Αυτή την επιστολή, που ο κύριός μας, ο βασιλιάς τής Καστίλλης, είχε στείλει με τα δικά μας χέρια, κρατούσε αυτή τη στιγμή μπροστά στα μάτια τής υψηλότητάς του ο πρίγκιπας, ένας από τούς εγγονούς του. Ο δάσκαλος τής Θεολογίας10 έβγαινε τώρα μπροστά με τον δραγουμάνο του, ζητώντας αμέσως άδεια για να τη διαβάσει, βλέποντας ότι βρισκόταν ακριβώς στη θέση να γνωστοποιήσει στην υψηλότητά του τα λόγια τού γιου του, τού βασιλιά τής Ισπανίας. Πρότεινε λοιπόν, ότι όταν ευχαριστούσε την υψηλότητά του, θα μπορούσε να επιτραπεί σε αυτόν, τον δάσκαλο τής Θεολογίας, να τού διαβάσει την επιστολή. Τότε ο Τιμούρ πήρε την επιστολή από το χέρι τού εγγονού του, αλλά αφού την άνοιξε, είπε ότι θα τού ζητούσε αργότερα να τού τη διαβάσει, στο οποίο ο δάσκαλος απάντησε ότι βρισκόταν στις διαταγές τής υψηλότητάς του. Ο Τιμούρ μάς έκανε τότε γνωστό, ότι σκόπευε να στείλει σύντομα να καλέσουν τον δάσκαλο, για να τον δεχτεί με την άνεσή του σε ιδιωτική ακρόαση. Τότε όχι μόνο θα διαβαζόταν η επιστολή, αλλά όλα όσα θέλαμε να πούμε εμείς οι πρεσβευτές θα ακούγονταν και θα δίνονταν απαντήσεις. Ύστερα από αυτό μάς σήκωσαν πάλι και στη συνέχεια μάς πήγαν πίσω, για να καθίσουμε σε χαμηλό βάθρο, που είχε τοποθετηθεί στα δεξιά τού σημείου όπου ο Τιμούρ καθόταν στον θρόνο του.
Ο πρεσβευτής από την Κίνα
Αυτοί οι άρχοντες που μάς οδηγούσαν τώρα, ξεκίνησαν τοποθετώντας μας σε θέση κάτω από εκείνη κάποιου, που φαινόταν ότι ήταν ο πρεσβευτής τού Τσαΰς Χαν,11 τού αυτοκράτορα τού Κατάι.12 Αυτός ο πρεσβευτής είχε έρθει πρόσφατα στον Τιμούρ για να ζητήσει από αυτόν τον φόρο υποτέλειας, που λεγόταν ότι όφειλε στον κύριό του, και τον οποίο ο Τιμούρ πλήρωνε στο παρελθόν κάθε χρόνο. Η υψηλότητά του όλη αυτή την ώρα παρατηρούσε ότι σε εμάς, τούς Ισπανούς πρεσβευτές, έδιναν θέση κάτω από εκείνην αυτού τού απεσταλμένου από τον Κινέζο αυτοκράτορα. Έστειλε λοιπόν μήνυμα, προστάζοντας να μάς βάλουν επάνω και εκείνον τον άλλον απεσταλμένο κάτω. Μόλις λοιπόν είχαμε καθίσει, βγήκε μπροστά ένας από εκείνους τούς άρχοντες και απευθυνόμενος εκ μέρους τού Τιμούρ στον απεσταλμένο από το Κατάι, δήλωσε δημοσίως ότι η υψηλότητά του τον είχε στείλει να ενημερώσει αυτόν τον Κινέζο, ότι οι πρεσβευτές τού βασιλιά τής Ισπανίας, τού καλού φίλου και γιου τού Τιμούρ, έπρεπε να πάρουν θέση πάνω από εκείνον, που ήταν ο απεσταλμένος ληστή και κακού ανθρώπου, εχθρού τού Τιμούρ και ότι αυτός, ο απεσταλμένος του, έπρεπε να καθίσει κάτω από εμάς. Και ότι αν ήθελε ο Θεός, αυτός, ο Τιμούρ, πριν περάσει καιρός, θα φρόντιζε αυτά τα ζητήματα και θα τα τακτοποιούσε έτσι, ώστε ποτέ ξανά να μην τολμήσει κανένας Κινέζος να έρθει με τέτοια πρεσβεία, όπως εκείνη που είχε φέρει αυτός ο άνθρωπος. Έτσι συνέβη λοιπόν, ώστε αργότερα, ανά πάσα στιγμή, στις γιορτές και τις εκδηλώσεις στις οποίες μάς προσκαλούσε η υψηλότητά του, έδινε πάντοτε εντολή να έχουμε την ανώτερη θέση. Επίσης, στην παρούσα περίπτωση, μόλις η υψηλότητά του είχε κανονίσει έτσι τον τρόπο με τον οποίο θα καθόμασταν, διέταξε τον δραγουμάνο μας να μεταφράσει και να μάς εξηγήσει την εντολή που είχε δοθεί για λογαριασμό μας. Αυτός ο αυτοκράτορας τής Κίνας, όπως είπαμε, ονομάζεται Τσαΰς Χαν,13 τίτλος που σημαίνει Αυτοκράτορας των Εννέα Αυτοκρατοριών, αλλά οι Τάταροι τον αποκαλούν Τανγκούζ, όνομα που τού δόθηκε κοροϊδευτικά, γιατί σε εκείνους αυτό σημαίνει, όπως θα λέγαμε, Αυτοκράτορας των Γουρουνιών. Είναι όμως ο αυτοκράτορας που κυβερνάει τεράστιο βασίλειο, ενώ παλιά ο Τιμούρ αναγκαζόταν να τού πληρώνει φόρο υποτέλειας, αν και τώρα, όπως μαθαίναμε, δεν ήταν πια πρόθυμος και δεν θα πλήρωνε τίποτε σε εκείνον τον αυτοκράτορα.14
Ας επιστρέψουμε όμως σε εκείνα που συνέβαιναν. Μόλις τοποθετηθήκαμε όλοι δεόντως στις θέσεις μας, δηλαδή μαζί με εμάς τούς Ισπανούς και άλλοι απεσταλμένοι, προερχόμενοι από πολλές άλλες χώρες, με τούς μεγιστάνες παρόντες, οι ακόλουθοι άρχισαν να φέρνουν φαγητά για τη γιορτή. Αυτά αποτελούνταν από ποσότητα αρνίσιου κρέατος, ψητού, βραστού και κοκκινιστού, καθώς και ψητού κρέατος αλόγου. Εκείνα που έφερναν έτσι μπροστά μας ήσαν απλωμένα ξεχωριστά, σε πολύ μεγάλες κυκλικές πιατέλες από δέρμα, όπως εκείνες τις οποίες στην Ισπανία αποκαλούμε γκουανταμέσι.15 Είχαν λαβές, με τις οποίες οι ακόλουθοι μπορούσαν να τις μετακινούν από τόπο σε τόπο. Έτσι, όταν ο Τιμούρ ζητούσε κάποιο συγκεκριμένο πιάτο, η αντίστοιχη δερμάτινη πιατέλα θα συρόταν πάνω στο έδαφος προς αυτόν, γιατί οι ακόλουθοι δεν μπορούσαν να τις σηκώσουν. Τέτοια ήταν η ποσότητα τού κρέατος με την οποία ήταν καθεμιά φορτωμένη. Όταν λοιπόν την είχαν τσουλήσει προσεκτικά στο έδαφος και την είχαν φέρει κοντά στην υψηλότητά του, δηλαδή στα είκοσι περίπου βήματα, έρχονταν οι κόφτες για να κόψουν το φαγητό. Αυτοί οι άνδρες γονάτιζαν μπροστά στις μεγάλες πιατέλες. Φορούσαν όλοι ποδιές γι’ αυτή τη δουλειά, με δερμάτινα μανίκια πάνω στους βραχίονές τους, για να μένουν καθαροί από το λίπος. Έτσι ντυμένοι, ξεκινούσαν να κόβουν. Οι φέτες τού κρέατος τοποθετούνταν στη συνέχεια σε μεγάλες γαβάθες, κάποιες χρυσές, κάποιες ασημένιες, ενώ άλλες ήσαν από υαλοποιημένο πηλό, που είναι αλλιώς γνωστός ως πορσελάνη. Αυτές τις τελευταίες τις εκτιμούν πολύ και είναι πολύ ακριβές.
To κομμάτι κρέατος που προτιμούν οι Τάταροι είναι τα καπούλια τού αλόγου, μαζί με το κρέας που βρίσκεται στην πλάτη, αλλά αφαιρώντας το πόδι, ενώ με κομμάτια τέτοιου κρέατος οι σερβιτόροι γέμιζαν δέκα περίπου από εκείνες τις χρυσές και ασημένιες λεκάνες, στις οποίες έβαζαν και κομμάτια αρνίσιου κρέατος, επίσης από την πλάτη και τα μπούτια, από τα οποία αφαιρούσαν το πίσω μέρος. Σε αυτές τις γαβάθες έβαζαν επίσης κόμπους από πατσά αλόγου σε μπάλες μεγέθους γροθιάς, μαζί με ολόκληρο κεφάλι προβάτου. Έτσι γεμίζονταν πολλές γαβάθες και στη συνέχεια τις έβαζαν στη σειρά τη μία δίπλα στην άλλη, όταν εμφανίζονταν οι μάγειρες που κρατούσαν λεκάνες με ζωμό, μέσα στον οποίο είχαν ρίξει αλάτι για να λιώσει, ενώ ο ζωμός χυνόταν πάνω από κάθε γαβάθα, για να χρησιμεύσει ως σάλτσα στο κρέας. Τέλος έπαιρναν λεπτά φύλλα από το ψωμί τους, τα οποία, διπλωμένα στα τέσσερα, τα τοποθετούσαν ένα πάνω σε καθεμιά από αυτές τις φορτωμένες γαβάθες.
Όταν τελείωναν όλα αυτά, μερικοί από τούς προνομιούχους αυλικούς τής υψηλότητάς του, μαζί με ορισμένους άλλους παρόντες μεγάλους ευγενείς, έπαιρναν εκείνες τις γαβάθες, δύο άνδρες καθεμιά, ακόμη και τρεις, γιατί ένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να σηκώσει μια φορτωμένη γαβάθα. Τις έβαζαν καθεμιά με τη σειρά μπροστά στον Τιμούρ και μπροστά σε εμάς τούς ξένους πρεσβευτές και στους πρίγκιπες που ήσαν παρόντες. Τότε η υψηλότητά του έστελνε ευγενικά σε εμάς τής ισπανικής πρεσβείας δύο γαβάθες από εκείνες που είχαν ήδη τοποθετηθεί μπροστά του, για να μάς δείξει με αυτόν τον τρόπο ιδιαίτερη τιμή. Όλα αυτά τα φαγητά στα διάφορα πιάτα τους δεν τα απομάκρυναν όταν έφερναν για σερβίρισμα το δεύτερο πιάτο, γιατί το υπόλοιπο τού πρώτου πιάτου, σύμφωνα με το έθιμό τους, έμπαινε απλώς στην άκρη, για να το μεταφέρουμε αργότερα στα καταλύματά μας και να το καταναλώσουμε εκεί. Μάλιστα αν αυτό δεν γινόταν δεόντως, αποτελούσε για κάθε καλεσμένο πολύ μεγάλο σημάδι έλλειψης σεβασμού. Ήταν εκπληκτικό να βλέπει κανείς την ποσότητα τού κρέατος που τοποθετούσαν μπροστά μας. Επίσης το έθιμο προβλέπει, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ότι μόλις μάς σερβιριστεί ένα πιάτο και το τελειώσουμε, πρέπει να το δώσουμε πίσω στους υπηρέτες μας για να το απομακρύνουν. Τόσο άφθονα ήσαν αυτά τα περισσεύματα που μάς προσφέρθηκαν έτσι για να τα καταναλώσουμε αργότερα, που αν είχαν φροντίσει οι υπηρέτες μας να τα μεταφέρουν όλα στο σπίτι, θα μάς έφταναν για μισό τουλάχιστον έτος. Μόλις φαγώθηκαν αυτά τα βραστά και ψητά κρέατα, έφεραν αρνίσιο κοκκινιστό και κεφτέδες από κιμά, μαζί με διαφόρων ειδών συνοδευτικά πιάτα. Ακολούθως μάς σέρβιραν ποσότητα φρούτων, όπως πεπόνια, ροδάκινα και σταφύλια. Μαζί με αυτά έφερναν τώρα, για να πιούμε, πολλά κύπελλα και ποτήρια, χρυσά και ασημένια, που περιείχαν γάλα φοράδας γλυκισμένο με ζάχαρη, ένα εξαιρετικό ρόφημα που συνηθίζουν να χρησιμοποιούν κατά τη θερινή περίοδο.
Όταν λοιπόν πήραμε όλοι μέρος στο δείπνο και ήμασταν ικανοποιημένοι, ξεκίνησαν την επίδειξη των δώρων μας, τα οποία, όπως εξηγήσαμε ήδη, είχαν τακτοποιηθεί έτσι, ώστε να μεταφέρονται με τη σειρά τους μπροστά στον Τιμούρ από τούς υπηρέτες του. Τώρα ήταν η σειρά των δώρων που τού είχαμε φέρει από τον άρχοντά μας τον βασιλιά τής Καστίλλης, καθώς και εκείνων των δώρων που είχε στείλει ο σουλτάνος τής Αιγύπτου. Τελικά, ύστερα από αυτά, ήρθαν τριακόσια άλογα που πέρασαν μπροστά από τον Τιμούρ, τα οποία τού είχε δωρίσει εκείνη την ημέρα ένας από τούς ευγενείς του. Όταν τελείωσαν όλα αυτά, ανέλαβαν δεόντως εμάς τούς πρεσβευτές οι συνοδοί και μάς έφεραν πίσω στα καταλύματά μας. Κάποιος άρχοντας διοριζόταν τώρα ως φρουρός και οδηγός μας, που θα μάς φρόντιζε και θα πρόσφερε ό,τι ήταν απαραίτητο για την καλοπέρασή μας. Ήταν, όπως μάθαμε, ο μεγάλος θυροφύλακας τής υψηλότητάς του. Κανόνισε τώρα για εμάς τούς Ισπανούς και για τον Αιγύπτιο πρεσβευτή και μάς έφεραν σε σπίτι που βρισκόταν μέσα σε καλά ποτιζόμενο οπωρώνα, κοντά στον κήπο και το παλάτι όπου κατοικούσε ο Τιμούρ και όπου μάς είχε πρόσφατα υποδεχθεί. Τώρα, την τελευταία στιγμή, ακριβώς πριν πάρουμε από αυτόν την άδεια ν΄ αναχωρήσουμε, η υψηλότητά του είχε ζητήσει ν΄ ανοίξουν και να ξαναδείξουν εκείνα τα δώρα που ο άρχοντάς μας ο βασιλιάς τού είχε στείλει και τα οποία είχε πρόσφατα παραλάβει και αποδεχθεί, εκφράζοντας τη μεγάλη του ευχαρίστηση γι’ αυτά. Από τα ίδια αυτά δώρα, ζητούσε τώρα να κοπούν μερικά κομμάτια τού κόκκινου υφάσματος και να μοιραστούν στις συζύγους του, δίνοντας το μεγαλύτερο κομμάτι στην επικεφαλής σύζυγό του, την κυρία που ονομάζεται Χάνουμ και η οποία εκείνη την εποχή κατοικούσε μαζί του στο παλάτι. Αλλά τα δώρα που τού είχε φέρει εκείνη την ημέρα ο πρεσβευτής τού σουλτάνου τής Αιγύπτου, πρόσταξε να τα βάλουν στην άκρη, καθώς και κάποια άλλα δώρα που τού είχαν κάνει. Αυτά δίνονταν τώρα όλα πίσω στους υπηρέτες του για φύλαξη, που θα είχαν την ευθύνη τους για διάστημα τριών ημερών, όταν θα έστελνε να τα ζητήσει. Μάλιστα αυτό είναι το συνηθισμένο του έθιμο, δηλαδή να μην δέχεται κανένα δώρο που δεν είχε παραμείνει τρεις μέρες υπό επιτήρηση, αναμένοντας την ευχαρίστησή του.16
Τα παλάτια και οι κήποι τής Σαμαρκάνδης
Ο κήπος με το παλάτι μέσα του, εκεί όπου ο Τιμούρ μάς παραχώρησε την πρώτη μας ακρόαση, είναι γνωστός με το όνομα Ντιλκουσά,17 ενώ γύρω-γύρω στον οπωρώνα ήσαν στημένες πολλές σκηνές, τα τοιχώματα των οποίων ήσαν από μεταξωτό ή κάποιο παρόμοιο υλικό. Σε αυτόν τον κήπο η υψηλότητά του παρέμεινε για μερικές ακόμη μέρες αφού τον είδαμε, δηλαδή μέχρι την επόμενη Παρασκευή, όταν έφυγε πηγαίνοντας σε άλλον κήπο, όπου υπήρχε επίσης πολύ πλούσιο παλάτι, το οποίο εκείνη τη στιγμή δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί αλλά χτιζόταν ακόμη και το οποίο είναι γνωστό ως Μπαγ-ι-Τσινάρ.18 Την επόμενη Δευτέρα, που ήταν 15 Σεπτεμβρίου, ο Τιμούρ έφυγε από εκείνο το παλάτι, πηγαίνοντας πιο πέρα σε άλλο, σε τόπο μεγάλης ομορφιάς, όπου μπροστά στην πύλη εισόδου του υπήρχε ψηλή πύλη πολύ όμορφα χτισμένη από τούβλο, διακοσμημένη με πλακίδια σε χρυσό και μπλε. Εκείνη τη Δευτέρα πρόσταξε να γίνει μεγάλη γιορτή, στην οποία ήμασταν καλεσμένοι και οι τρεις εμείς οι πρεσβευτές, μαζί με πολυάριθμη συντροφιά, άνδρες και γυναίκες, από εκείνους που ήσαν συγγενείς τής υψηλότητάς του, καθώς και άλλους. Ο κήπος στον οποίο έγινε αυτή η γιορτή είναι πολύ μεγάλος και φυτεμένος με πολλά οπωροφόρα δένδρα, καθώς και με άλλα που δίνουν σκιά, ενώ παντού έχουν στρωθεί λεωφόροι και ανυψωμένα μονοπάτια που οριοθετούνται από περιφράξεις με πασσάλους, από τα οποία μπορούν να περνούν οι καλεσμένοι. Σε όλο τον κήπο είχαν στηθεί πολλές σκηνές, με περίπτερα από χρωματιστά κεντητά παραπετάσματα για σκιά, ενώ τα κρεμαστά μεταξωτά είχαν διαφορετικά σχέδια, άλλα με επιδέξια κεντήματα και άλλα απλά.
Στο κέντρο αυτού τού κήπου ήταν χτισμένο ένα πολύ ωραίο παλάτι, το σχέδιο τής κάτοψης τού οποίου ήταν σταυρός. Το εσωτερικό ήταν όλο πλούσια στολισμένο με τάπητες τοίχου, ενώ μέσα του υπήρχε θάλαμος με τρεις τοξωτές εσοχές,19 που αποτελούσαν χώρους ύπνου, καθεμιά με ανυψωμένο βάθρο, όπου οι τοίχοι και το δάπεδο ήσαν από χρωματιστά πλακίδια. Μπαίνοντας σε αυτόν τον θάλαμο, η μεγαλύτερη από τις τρεις εσοχές ήταν εκείνη που ήταν στραμμένη προς εσένα και εδώ υπήρχε παραπέτασμα φτιαγμένο από ασήμι και χρυσό. Είχε το ύψος ανθρώπου και πλάτος τρία απλωμένα χέρια. Μπροστά από αυτό το παραπέτασμα υπήρχε κρεβάτι αποτελούμενο από μικρά στρώματα, άλλα καλυμμένα με χρυσοποίκιλτο βελούδο, άλλα με μεταξωτό υλικό κεντημένο με χρυσό νήμα, ενώ το ένα στρώμα ήταν τοποθετημένο πάνω από το άλλο, στο πάτωμα. Αυτός ήταν ο καναπές τής υψηλότητάς του. Όλοι οι τοίχοι εδώ ήσαν κρυμμένοι, καλυμμένοι από κρεμαστά μεταξωτά κάποιου ροδόχρωμου υλικού, που ήταν διακοσμημένο με πούλιες από επίχρυσο ασήμι, με σμαράγδι, μαργαριτάρι ή άλλη πολύτιμη πέτρα μπηγμένη σε κάθε πούλια. Πάνω από αυτά τα κρεμαστά στους τοίχους υπήρχαν μεταξωτές λωρίδες, καθεμιά από τις οποίες είχε πλάτος μια παλάμη, οι οποίες κατέβαιναν και ενώνονταν κάτω με τα κρεμαστά, όντας στολισμένες παρόμοια με εκείνα. Σε αυτές ήσαν προσαρμοσμένες πολλές χρωματιστές μεταξωτές φούντες, οι οποίες, με το ρεύμα που φυσούσε, κυμάτιζαν πέρα-δώθε, με τρόπο που ήταν πολύ ευχάριστος να τον βλέπεις. Στην είσοδο αυτής τής κύριας εσοχής που περιγράφουμε υπήρχε ωραία αψίδα, την οποία έκλεινε κρεμαστό φτιαγμένο με τον ίδιο τρόπο όπως τα άλλα. Αυτή η κουρτίνα ήταν στερεωμένη σε εγκάρσιο κοντάρι, σαν το ξύλο μιας λόγχης. Από αυτή την κουρτίνα ή κρεμαστό κρέμονταν μεταξωτά κορδόνια με μεγάλες φούντες, που κατέβαιναν στο έδαφος. Οι δύο άλλες εσοχές ήσαν στολισμένες με κρεμαστά, με τρόπο παρόμοιο με εκείνον που μόλις περιγράφηκε, ενώ το πάτωμα ήταν παντού καλυμμένο με χαλιά και ψάθες.
Στο κέντρο τού παλατιού, πριν από την πόρτα προς τις εσοχές, ήσαν τοποθετημένα δύο τραπέζια φτιαγμένα από χρυσάφι, που στέκονταν καθένα σε τέσσερα πόδια, ενώ η επιφάνεια τού τραπεζιού και τα πόδια ήσαν όλα φτιαγμένα από ένα κομμάτι μετάλλου. Το πάνω μέρος καθενός από αυτά τα τραπέζια πρέπει να είχε μήκος πέντε παλάμες και πλάτος τρεις. Πάνω στο ένα τραπέζι ήσαν τοποθετημένες επτά χρυσές φιάλες, δύο από τις οποίες ήσαν στολισμένες εξωτερικά με μεγάλα μαργαριτάρια, σμαράγδια και τυρκουάζ, προσαρμοσμένα στο μέταλλο, ενώ στο στόμιο υπήρχε ένα ρουμπίνι μπαλάς. Πέρα από αυτές τις επτά φιάλες υπήρχαν επίσης έξι χρυσά κύπελλα κυκλικού σχήματος και ένα από αυτά είχε στο χείλος του πολύ μεγάλο στρογγυλό μαργαριτάρι έξοχης λάμψης, ενώ στο κεντρικό σημείο τού κυπέλλου υπήρχε ένθετο ένα ρουμπίνι μπαλάς ωραίου χρώματος, που είχε πλάτος δύο δάχτυλα. Όσον αφορά αυτή τη γιορτή, που είχε έτσι ετοιμαστεί με εντολή τής υψηλότητάς του, εμείς οι πρεσβευτές είχαμε δεόντως προσκληθεί να παρευρεθούμε, αλλά όταν ήρθαν να μάς βρουν στα καταλύματα στα οποία είχαμε τώρα εγκατασταθεί, έλειπε ο δραγουμάνος μας και καθυστερήσαμε για κάποιο διάστημα περιμένοντας την επιστροφή του. Συνέβη λοιπόν, όταν φτάσαμε στο παλάτι, να έχει ήδη δειπνήσει η υψηλότητά του. Μάς έστειλε λοιπόν μήνυμα, λέγοντας ότι την επόμενη φορά που θα μάς προσκαλούσαν σε γιορτή, έπρεπε να πάμε αμέσως και να μην καθυστερήσουμε λόγω τής απουσίας οποιουδήποτε δραγουμάνου. Μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση θα αγνοούσε το γεγονός ότι δεν φτάσαμε εγκαίρως, γιατί, όπως ισχυριζόταν η υψηλότητά του, είχε κανονίσει αυτή τη γιορτή ειδικά για εμάς και για να μάς δείξει την αυλή και το παλάτι του. Μάλιστα ο Τιμούρ στην περίπτωση αυτή ήταν πολύ εξοργισμένος με εκείνους τούς άρχοντες που ήσαν παρόντες, γιατί εμείς οι πρεσβευτές είχαμε φτάσει πολύ αργά για τη γιορτή, ενώ ο δραγουμάνος δεν ήταν διαθέσιμος. Επίσης επειδή οι άρχοντες τής συνοδείας στην αυλή εκείνη τη μέρα δεν είχαν φροντίσει ώστε να στείλουν και να τον φωνάξουν εγκαίρως αυτόν, δηλαδή τον δραγουμάνο.
Αυτοί οι άρχοντες λοιπόν έστειλαν αργότερα να φωνάξουν τον φτωχό δραγουμάνο μας, στον οποίο μίλησαν ως εξής μέσα στον θυμό τους: «Άραγε βλέπεις ότι με την καθυστέρηση αυτή η υψηλότητά του εξοργίστηκε εναντίον μας και ενοχλήθηκε τόσο πολύ; Γιατί δεν ήσουν έτοιμος και δεν συνόδευσες τούς Φράγκους πρέσβεις; Το σφάλμα είναι ότι ήσουν απών και για να σε τιμωρήσουμε γι’ αυτό, διατάζουμε τώρα να σού τρυπήσουν τη μύτη, να τής περάσουν κορδόνι, με το οποίο θα σε περιφέρουν στο στρατόπεδο, για να γίνεις προειδοποίηση για όλους!» Τον άρπαξαν αμέσως πολλοί άνδρες, κάποιος τον κρατούσε από τη μύτη και ετοιμάζονταν να την τρυπήσουν. Αλλά αυτός ο άρχοντας τής αυλής που είχε στο μεταξύ έρθει για εμάς και μάς είχε οδηγήσει καθυστερημένα ενώπιον τής υψηλότητάς του, παρέμβαινε τώρα, παρακαλώντας τούς άλλους να δείξουν έλεος και να συγχωρήσουν το σφάλμα τού δραγουμάνου. Εκείνοι συμφώνησαν τελικά κι έτσι εκείνη τη φορά διέφυγε από την ποινή την οποία επρόκειτο να υποστεί. Ύστερα από αυτό ο Τιμούρ έστειλε μήνυμα σε εμάς, στα καταλύματά μας, ότι αφού από κακοτυχία δεν είχαμε μπορέσει να είμαστε παρόντες στη γιορτή του, ήθελε παρ’ όλα αυτά να συμμετάσχουμε σε αυτήν και να γλεντήσουμε. Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο μάς έστελνε πέντε πρόβατα και δύο μεγάλα δοχεία με κρασί. Σε αυτή τη γιορτή ήταν παρούσα, όπως μάς είπαν, μεγάλη συνάθροιση αρχόντων, αρχηγών και όλων των αυλικών τής προσωπικής συνοδείας τού Τιμούρ, μαζί με πολλούς άλλους, ενώ λόγω τής απουσίας μας είχαμε χάσει την ευκαιρία να δούμε εκείνο το παλάτι με τα ιδιωτικά του δωμάτια και τον μεγάλο οπωρώνα, μέσα στον οποίο είχε μάλιστα οργανωθεί η γιορτή. Αλλά πολλούς από τούς ανθρώπους μας τούς έφεραν αργότερα στους περιβόλους και τούς δέχτηκαν στο παλάτι, όπου είχαν τη δυνατότητα να δουν όλη τη μεγαλοπρέπειά του, καθώς και τούς κήπους.
Οι γιορτές και η οινοποσία των Τατάρων
Την επόμενη Δευτέρα, που ήταν 22 Σεπτεμβρίου, φεύγοντας ο Τιμούρ από το παλάτι του, το Ντιλκουσά, πήγε σε άλλο, το οποίο, όπως και το πρώτο, βρισκόταν μέσα σε μεγάλο οπωρώνα. Ο οπωρώνας αυτός περιβαλλόταν από ψηλό τείχος που τον περιέκλειε από τις τέσσερις πλευρές, ενώ σε καθεμιά από τις τέσσερις γωνίες υπήρχε πολύ ψηλός στρογγυλός πύργος. Το περιβάλλον τείχος από πύργο σε πύργο ήταν πολύ ψηλό και τόσο ισχυρό, όσο και ο ίδιος ο πύργος. Αυτός ο οπωρώνας είχε στο κέντρο του μεγάλο παλάτι, χτισμένο σε σχέδιο σταυρού, ενώ μπροστά του είχε σκαφτεί πολύ μεγάλη δεξαμενή νερού. Αυτό το παλάτι με τον μεγάλο κήπο του ήταν οπωσδήποτε το καλύτερο από εκείνα που είχαμε επισκεφτεί μέχρι τότε, ενώ στη διακόσμηση των κτιρίων του με εργασία χρυσών και μπλε πλακιδίων ήταν το πιο πολυτελές. Όλα αυτά τα παλάτια με τούς περιβάλλοντες κήπους τους, όπως θα γίνει κατανοητό, βρίσκονται έξω από την πόλη τής Σαμαρκάνδης, ενώ αυτό το παλάτι που μόλις αναφέραμε ήταν γνωστό με το όνομα Μπαγ-ι-Νάου.20 Σ’ αυτόν τον κήπο ο Τιμούρ διέταξε τώρα να ετοιμαστεί άλλη γιορτή, στην οποία εμείς οι πρεσβευτές προσκληθήκαμε αμέσως, μαζί με μεγάλη συνάθροιση άλλων καλεσμένων. Και εδώ, με εντολή τής υψηλότητάς του, το κρασί έπρεπε να σερβίρεται άφθονα και όλοι έπρεπε να πίνουν, αφού μάλιστα θα συμμετείχε και ο ίδιος ο Τιμούρ στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όπως πληροφορούμασταν τώρα, κανένας δεν τολμούσε ποτέ να πιει κρασί είτε δημοσίως είτε ιδιωτικά, παρά μόνο με την ειδική εντολή και άδεια τού Τιμούρ.
Οι Τάταροι πίνουν το κρασί τους πριν από το φαγητό και συνηθίζουν να το πίνουν τόσο άφθονα και να το κατεβάζουν σε τόσο συχνά διαστήματα, που οι άνδρες σύντομα μεθούν πολύ. Μάς είπαν ότι καμία γιορτή δεν θεωρείται πραγματική γιορτή, αν δεν μεθύσουν οι καλεσμένοι. Οι ακόλουθοι που τούς σερβίρουν ποτό γονατίζουν μπροστά στους καλεσμένους και μόλις αδειάσουν ένα κύπελλο κρασί, άλλο παρουσιάζεται. Η όλη υπηρεσία έγκειται στο να συνεχίζουν να δίνουν κρασί στους καλεσμένους, το ένα κύπελλο μετά το άλλο. Όταν ένας σερβιτόρος κουράζεται, άλλος παίρνει τη θέση του και αυτό που πρέπει να φροντίζει είναι να γεμίζει και να δίνει. Και δεν πρέπει να νομίζετε ότι ένας σερβιτόρος μπορεί να εξυπηρετήσει πολλούς επισκέπτες, γιατί μπορεί να εξυπηρετήσει το πολύ δύο, κρατώντας τους δεόντως εφοδιασμένους. Σε όποιον δεν θέλει να πιει, λένε ότι αψηφά έτσι την υψηλότητά του τον Τιμούρ, ο οποίος τον τιμά με την πρόσκλησή του. Το έθιμο είναι επίσης ότι όλα τα κύπελλα πρέπει να προσφέρονται εντελώς γεμάτα και κανένα δεν μπορεί να επιστραφεί, παρά μόνο αν είναι άδειο από όλο το κρασί. Αν υπάρχει μέσα κρασί, δεν παίρνουν πίσω το κύπελλο. Αντίθετα, πρέπει να το ξαναπάρεις και να πιείς το κρασί μέχρι σταγόνα. Πίνουν το περιεχόμενο τού κυπέλλου μονορούφι ή με δυο γουλιές, λέγοντας στην τελευταία περίπτωση ότι το κάνουν για την καλή υγεία τής εξοχότητάς του. Εκείνος όμως που πίνει εγκάρδια το κρασί, θα πει «Από το κεφάλι τής εξοχότητάς του» και ύστερα πρέπει να το καταπιεί όλο μονορούφι, χωρίς ν΄ αφήσει ούτε σταγόνα στον πυθμένα τού κυπέλλου. Ο άνθρωπος που πίνει πολύ και μπορεί να καταπιεί το περισσότερο κρασί ονομάζεται από αυτούς μπαχαντούρ, που είναι τίτλος και σημαίνει κάποιον που είναι γενναίος πότης. Επίσης αυτός που αρνείται να πίνει, πρέπει να υποχρεωθεί να πιει, είτε θέλει είτε όχι.
Την ημέρα για την οποία μιλάμε τώρα, ο Τιμούρ είχε στείλει σε εμάς έναν από τούς άρχοντες τής ακολουθίας του, που μάς έφερε ως δώρο από την υψηλότητά του ένα μεγάλο δοχείο με κρασί καθώς και το μήνυμα, ότι έπρεπε να πιούμε από αυτό πριν πάμε σε εκείνον, ώστε, όταν βρεθούμε ενώπιόν του, να είμαστε στην κατάλληλη ευθυμία. Πήγαμε λοιπόν έτσι σε αυτόν και μάς διέταξε να καθίσουμε, πράγμα που έγινε με τον τρόπο που έχει ήδη περιγραφεί. Στη συνέχεια, αρχίζοντας να πίνουμε, καθίσαμε έτσι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ύστερα έφεραν τα φαγητά, δηλαδή ψημένο κρέας αλόγου και βρασμένο αρνίσιο, καθώς και κοκκινιστό μαγειρεμένο με διάφορους τρόπους, το ρύζι τού οποίου ήταν φτιαγμένο με διάφορους τρόπους, όπως είναι το έθιμό τους. Όταν τελείωσε η γιορτή, ένας από τούς άρχοντες τής συνοδείας βγήκε μπροστά με ασημένιο κύπελλο στο χέρι του, γεμάτο με μικρά ασημένια νομίσματα, όπως το δικό τους νόμισμα, δηλαδή το τάνγκα,21 και άρχισε να ρίχνει χούφτες από αυτά τα νομίσματα πάνω σε εμάς τούς πρεσβευτές, καθώς και πάνω στους άλλους παρόντες. Αφού το έκανε αυτό αρκετά, σύμφωνα με το έθιμο, μάζεψε όλα τα υπόλοιπα νομίσματα που υπήρχαν ακόμη μέσα στο κύπελλο και τα έριξε μέσα στα μεσοφόρια των μανδυών που φορούσαμε εμείς οι πρεσβευτές, κάτι που ήταν δώρο για εμάς. Ύστερα ο Τιμούρ δώρισε σε καθέναν από εμάς ένα ένδυμα από χρυσοποίκιλτο μετάξι, οπότε σηκωθήκαμε για να ευχαριστήσουμε, υποκλινόμενοι τρεις φορές και γονατίζοντας μπροστά του, όπως είναι το έθιμό τους. Απαλλάσσοντάς μας, είπε ότι την επόμενη μέρα θα ερχόμασταν ξανά σε αυτόν και θα γευματίζαμε.
Την επόμενη μέρα, που ήταν 23 Σεπτεμβρίου, ακούσαμε ότι ο Τιμούρ είχε πάει σε άλλο παλάτι και κήπο, που βρισκόταν κοντά σε εκείνο που αναφέρθηκε ήδη και ονομαζόταν Ντιλκουσά. Έκανε κι εδώ άλλη μεγάλη γιορτή, στην οποία προσκλήθηκαν ειδικότερα πολλοί αρχηγοί τού στρατού, από μονάδες τής Ορδής που στρατοπέδευαν γύρω από την πρωτεύουσα. Όπως αναφέρθηκε, σε αυτή τη γιορτή είχαμε προσκληθεί κι εμείς. Εδώ ο κήπος ήταν πολύ ωραίος, όπως και το παλάτι, ενώ ο Τιμούρ φαινόταν να έχει άριστη διάθεση, πίνοντας πολύ κρασί και βάζοντας όλους τούς καλεσμένους του που ήσαν παρόντες να κάνουν το ίδιο. Υπήρχε επίσης αφθονία κρέατος για φαγητό, τόσο αλογίσιου όσο και αρνίσιου, όπως είναι πάντοτε το έθιμό τους. Όταν τελείωσε το γλέντι, η υψηλότητά του έδωσε εντολή να δωρίσουν σε καθέναν από εμάς τούς πρεσβευτές ένα χρυσοκέντητο μεταξωτό ένδυμα. Στη συνέχεια μάς επιτράπηκε ν΄ αποσυρθούμε επιστρέφοντας στο κατάλυμά μας, το οποίο βρισκόταν κοντά σε αυτό το παλάτι, όπου είχε οργανωθεί η γιορτή τού Τιμούρ. Σε όλα αυτά τα δείπνα το πλήθος των καλεσμένων ήταν τόσο μεγάλο που, καθώς φτάναμε και έπρεπε να πλησιάσουμε στον τόπο όπου καθόταν η υψηλότητά του, ήταν πάντοτε αδύνατο να προχωρήσουμε, εκτός αν οι φρουροί, που είχαν σταλεί για να μάς φέρουν, άνοιγαν δρόμο για να περάσουμε. Επίσης η σκόνη που σηκωνόταν γύρω ήταν τόσο πυκνή, που τα πρόσωπα και τα ρούχα μας γίνονταν όλα ένα χρώμα και σκεπάζονταν από αυτήν. Αυτά τα διάφορα περιβόλια και παλάτια που αναφέρθηκαν πιο πάνω, τα οποία ανήκουν στην υψηλότητά του, βρίσκονται κοντά στην πόλη τής Σαμαρκάνδης, ενώ πιο πέρα απλώνεται η μεγάλη πεδιάδα με τούς ανοιχτούς αγρούς, μέσα από τούς οποίους ρέει ο ποταμός,22 που εκτρέπεται σε πολλές νεροσυρμές.
Το μεγάλο στρατόπεδο τής Ορδής έξω από τη Σαμαρκάνδη
Εδώ στην πεδιάδα ο Τιμούρ είχε πρόσφατα προστάξει να στηθούν σκηνές για τη διαμονή του, στις οποίες θα έρχονταν και οι σύζυγοί του, επειδή είχε διατάξει τη συγκέντρωση τής μεγάλης Ορδής, η οποία μέχρι τώρα βρισκόταν έξω, στο στρατόπεδο, στους βοσκοτόπους πέρα από τούς οπωρώνες γύρω από την πόλη. Θα ερχόταν τώρα ολόκληρη η Ορδή, όπου κάθε φάρα θα έπαιρνε την καθορισμένη θέση της. Τώρα τούς βλέπαμε εδώ, να στήνουν τις σκηνές τους, με τις γυναίκες τους να τούς συνοδεύουν. Αυτό είχε γίνει για να μπορέσουν όλοι23 να συμμετάσχουν στις εκδηλώσεις που λάμβαναν χώρα για τον εορτασμό κάποιων βασιλικών γάμων που επρόκειτο τώρα ν΄ ανακοινωθούν. Σύμφωνα με το έθιμό τους, από τη στιγμή που το στρατόπεδο τής υψηλότητάς του είχε έτσι στηθεί, όλοι αυτοί οι άνθρωποι τής Ορδής ήξεραν πού ακριβώς ήταν η θέση κάθε φυλής. Από τον μεγαλύτερο μέχρι τον πιο ταπεινό, κάθε άνθρωπος ήξερε τη θέση που τού είχε παραχωρηθεί και την καταλάμβανε χωρίς σύγχυση, με πολύ μεθοδικό τρόπο. Έτσι στη διάρκεια των επόμενων τριών ή τεσσάρων ημερών, είδαμε είκοσι περίπου χιλιάδες σκηνές, στημένες σε κανονικούς δρόμους, να περικυκλώνουν το βασιλικό στρατόπεδο, ενώ έρχονταν καθημερινά περισσότερες φυλές από τις πιο μακρινές περιοχές. Παντού μέσα στην Ορδή, που ήταν έτσι στρατοπεδευμένη, βλέπαμε τούς χασάπηδες και τούς μάγειρες που περνούσαν πάνω-κάτω, πουλώντας τα ψητά και βραστά κρέατά τους. Άλλοι πρόσφεραν κριθάρι και φρούτα, ενώ οι αρτοποιοί, με τούς φούρνους αναμμένους, ζύμωναν τη ζύμη κι έφτιαχναν ψωμί προς πώληση. Έτσι κάθε δεξιότητα και τέχνη που χρειαζόταν για τον εφοδιασμό, βρισκόταν διασκορπισμένη σε όλο το στρατόπεδο, ενώ κάθε επάγγελμα βρισκόταν στον δρόμο που είχε προσδιοριστεί γι’ αυτό στη μεγάλη Ορδή. Ακόμη περισσότερο, βρισκόταν πλήρως προετοιμασμένο. Γιατί υπήρχαν λουτρά και υπεύθυνοι λουτρών στο στρατόπεδο, οι οποίοι, στήνοντας τις σκηνές τους, είχαν φτιάξει συνεχόμενες ξύλινες καμπίνες, καθεμιά με το σιδερένιο λουτρό της, που τροφοδοτείται με ζεστό νερό, το οποίο θερμαίνεται στα καζάνια, τα οποία, μαζί με όλα τα έπιπλα που χρειάζονται για τη δουλειά τους, τα έχουν εκεί. Έτσι λοιπόν όλα ήσαν δεόντως τακτοποιημένα και κάθε άνθρωπος ήξερε εκ των προτέρων τη θέση στην οποία έπρεπε να πάει.
Η πρεσβεία από τα σύνορα τού Κατάι
Όσον αφορά το κατάλυμά μας, ο Τιμούρ, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχε παραγγείλει να ετοιμαστεί για δική μας χρήση ένα σπίτι σε κήπο, που ήταν όχι μακριά από τη δική του κατασκήνωση και βρισκόταν μέσα σε ένα από εκείνα τα περιβόλια που ανήκαν στον ίδιο. Όμως τη Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου ο Τιμούρ επέστρεψε από την κατασκήνωση στην πόλη τής Σαμαρκάνδης, ερχόμενος να διαμείνει σε κάποια σπίτια που στέκονταν κοντά στην πύλη τής πόλης. Αρχικά είχε προστάξει να κατασκευαστούν αυτά για τη στέγαση τής μητέρας τής επικεφαλής συζύγου του, τής Χάνουμ, η οποία, η μητέρα της δηλαδή, είχε πεθάνει πρόσφατα και είχε ταφεί στο παρεκκλήσι που συνδεόταν με αυτό το κτίριο. Το παλάτι εδώ ήταν πολύ πλούσια επιπλωμένο και είχε πολλά ξεχωριστά διαμερίσματα, αν και εδώ στη Σαμαρκάνδη χτίζουν κατά κανόνα τα σπίτια και τα παλάτια τους χωρίς μεγάλο αριθμό ξεχωριστών δωματίων. Υπήρχαν όμως πολλά σε αυτό το παλάτι, αλλά καθώς η οικοδόμηση ορισμένων δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, οι χτίστες εργάζονταν ακόμη καθημερινά σε αυτά μαζί με τεχνίτες, για να ολοκληρώσουν τη διακόσμησή τους. Την ημέρα τού ερχομού του ο Τιμούρ πρόσταζε τώρα να ετοιμαστεί κι άλλη γιορτή, για την οποία έστελνε σε εμάς τούς Ισπανούς πρόσκληση να παρευρεθούμε. Αυτή η γιορτή θα γινόταν για να γιορταστεί η υποδοχή ορισμένων πρεσβευτών, που είχαν φτάσει πρόσφατα από χώρα που βρισκόταν στα σύνορα τού Κατάι και η οποία χώρα αποτελούσε κατά το παρελθόν μέρος τής Κινεζικής αυτοκρατορίας.
Αυτοί οι πρεσβευτές, τούς οποίους μάς οδήγησαν να δούμε, ήσαν ντυμένοι με παράξενο τρόπο. Γιατί ο αρχηγός τους εμφανίστηκε με εκείνο που θα μπορούσε να ονομαστεί χλαμύδα από δέρματα, φορεμένα με τη γούνα προς τα έξω, αλλά τα δέρματα από τα οποία ήταν φτιαγμένη να φαίνονται όλα πολύ παλιά και κουρελιασμένα. Είχε στο κεφάλι του μικρό καπέλο, δεμένο με κορδόνι στο στήθος του. Αυτό το καπέλο ήταν τόσο μικρό σε μέγεθος, που με δυσκολία μπορούσε να σπρώχνει το κεφάλι του μέσα και να καταφέρνει έτσι να μην τού γλιστράει. Όλοι οι συνάδελφοί του απεσταλμένοι ήσαν ντυμένοι με γούνες, μερικοί φορώντας τη γούνα προς τα έξω και μερικοί προς τα μέσα, αλλά κρίνοντας από τα ρούχα τους, θα μπορούσε κανείς να τούς είχε πάρει όλους για σιδεράδες, που είχαν μόλις βγει από το καμίνι. Είχαν φέρει ως δώρο στον Τιμούρ πολλά δέρματα κουναβιού, εκείνα που μπορούν να ραφτούν σε πανωφόρια, μαζί με δέρματα από σαμούρια και λευκές αλεπούδες. Εκτός από αυτά, είχαν φέρει και μερικά γεράκια ως σπάνια δώρα. Οι άνδρες ήσαν όλοι χριστιανοί, με τον τρόπο που είναι εκείνοι τού Κατάι. Όσο για την αποστολή τους, είχαν έρθει για να παρακαλέσουν τον Τιμούρ να τούς παραχωρήσει και να τούς στείλει για άρχοντά τους και κυβερνήτη έναν εγγονό εκείνου τού πρίγκιπα Τόκταμις, στον οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί και ο οποίος ήταν προηγουμένως ο χάνος των Τατάρων αλλά τώρα κατοικούσε στο στρατόπεδο τής Ορδής. Όταν ήρθαμε στην υψηλότητά του εκείνη τη μέρα, βρήκαμε τον Τιμούρ να παίζει σκάκι, μαζί με ορισμένα άτομα που ήσαν Σαγίντ, γιατί έτσι αποκαλούν εκείνους που από καταγωγή ανήκουν στην οικογένεια τού προφήτη Μωάμεθ. Τα δώρα που είχαν φέρει αυτοί οι πρεσβευτές από το Κατάι, ο Τιμούρ αρνιόταν ακόμη να τα δεχτεί, αν και τώρα τού επιδεικνύονταν αυτά κι εκείνος τα εξέταζε πολύ προσεκτικά.
Ιδιαίτερη γιορτή με τον μεγάλο θυροφύλακα
Την Πέμπτη 2 Οκτωβρίου η υψηλότητά του έστειλε να μάς πουν ότι πρόσταζε να κατευθυνθούμε σε συγκεκριμένο κήπο, όπου ζούσε εκείνος ο άρχοντας υπό την ευθύνη τού οποίου βρισκόμασταν, όπως έχουμε αναφέρει, και ο οποίος ήταν ο μεγάλος θυροφύλακας. Κατά την άφιξή μας αυτός ο άρχοντας μάς ενημέρωσε, ότι ο Τιμούρ ήξερε πολύ καλά ότι ήταν έθιμό μας, όπως και όλων των Φράγκων, να πίνουμε καθημερινά κρασί. Όμως η υψηλότητά του είχε επίσης παρατηρήσει ότι δεν πίναμε πρόθυμα παρουσία του, όταν μάς το πρόσφεραν με τον τρόπο των Τατάρων. Γι’ αυτό, όπως μάς πληροφορούσε ο μεγάλος θυροφύλακας, ο τωρινός μας οικοδεσπότης, η υψηλότητά του είχε κανονίσει να οδηγηθούμε σε αυτόν τον κήπο, όπου θα μάς σερβιριζόταν δείπνο και θα μάς προσφερόταν κρασί, για να φάμε και να πιούμε με την ησυχία μας και όσο επιθυμούσε η διάθεσή μας. Διαπιστώσαμε ότι γι’ αυτόν τον σκοπό είχαν σταλεί με εντολή τού Τιμούρ δέκα πρόβατα και ένα άλογο, για να εφοδιάσουν το δείπνο με κρέας, καθώς κι ένα πλήρες φορτίο κρασιού. Με αυτά τα τρόφιμα δειπνήσαμε πολύ πλούσια. Με την ολοκλήρωση τής γιορτής, δώρισαν σε καθέναν από εμάς τούς πρεσβευτές ένα χρυσοκέντητο μεταξωτό ένδυμα, ένα πάνω ρούχο για να ταιριάζει κι ένα καπέλο. Επίσης καθένας από εμάς έλαβε ένα άλογο για την ιππασία μας, ενώ όλα αυτά τα δώρα μάς τα προσέφεραν με εντολή τού άρχοντα Τιμούρ.
<-Κεφάλαιο 11: Από τον Ώξο στη Σαμαρκάνδη | Κεφάλαιο 13: Σαμαρκάνδη-> |