<-Κεφάλαιο 12: Σαμαρκάνδη | Κεφάλαιο 14: Σαμαρκάνδη-> |
Κεφάλαιο 13: Σαμαρκάνδη
Το στρατόπεδο τής Ορδής έξω από τη Σαμαρκάνδη
Την Δευτέρα 6 Οκτωβρίου ο Τιμούρ έδωσε εντολές για μεγάλη γιορτή που θα γινόταν στο στρατόπεδό του στην Ορδή, αυτό που είναι γνωστό ως βασιλικό στρατόπεδο. Σε αυτή τη γιορτή η υψηλότητά του είχε προσκαλέσει όλες τις συζύγους του και τα μέλη τής οικογένειάς του, δηλαδή τούς γιους και τούς εγγονούς του που ήσαν εκείνη την εποχή μαζί του, καθώς και τις συζύγους τους. Επίσης είχαν προσκληθεί όλοι οι άρχοντες που βρίσκονταν στην αυλή, καθώς και όλοι εκείνοι οι αρχηγοί που βρίσκονταν στις διάφορες κατασκηνώσεις γύρω από την πόλη, τούς οποίους είχαν φέρει μέσα με ειδική εντολή. Όσο για εμάς τούς πρεσβευτές, μάς οδήγησαν εκείνη τη μέρα στην Ορδή και βρήκαμε ότι στο μεγάλο στρατόπεδο είχαν στήσει αμέτρητο αριθμό επιπλέον σκηνών, που ήσαν όλες πολύ όμορφες να τις βλέπεις. Στο μεγαλύτερο μέρος τους είχαν στηθεί στην όχθη, δίπλα στον ποταμό.1 Αυτές οι σκηνές ήσαν θαυμάσιες, όλες μαζί, η μία δίπλα στην άλλη, στημένες πολύ κοντά. Μάς οδήγησαν εκεί από δρόμο όπου ήσαν απλωμένα όλα τα αγαθά προς πώληση, κατάλληλα για τις ανάγκες εκείνων που πιθανότατα έπρεπε αργότερα να ξεκινήσουν την πορεία τους με τον στρατό. Μόλις πλησιάσαμε στην περιοχή όπου βρισκόταν ο Τιμούρ στις βασιλικές σκηνές, μάς άφησαν για λίγο να ξεκουραστούμε στη σκιά, κάτω από φαρδύ στέγαστρο. Είδαμε ότι ήταν κατασκευασμένο από λευκό λινό υλικό που περιλάμβανε πολύχρωμα κεντήματα. Το στέγαστρο είχε ξύλινα κοντάρια στο πίσω μέρος, που το στήριζαν με τη βοήθεια σχοινιών, κρατώντας το τεντωμένο. Παρόμοια στέγαστρα μπορούσε να δει κανείς σε πολλά άλλα σημεία τού στρατοπέδου. Είναι φτιαγμένα μακρόστενα και ψηλά, για να προστατεύουν από τον ήλιο και να πιάνουν το αεράκι.
Το κρατικό περίπτερο στον περιφραγμένο χώρο
Κοντά στο στέγαστρο όπου βρισκόμασταν, υπήρχε πολύ μεγάλο, ψηλό περίπτερο, στην πραγματικότητα τεράστια σκηνή, που ήταν τετράγωνη. Το ύψος της αντιστοιχούσε σε τρεις μακριές λόγχες, σαν εκείνες που χρησιμοποιεί ο έφιππος στρατιώτης, ενώ κάθε πλευρά είχε μήκος εκατό βήματα από γωνία σε γωνία και είχαν, όπως αναφέρθηκε, τέσσερις γωνίες. Η οροφή τού περιπτέρου ήταν φτιαγμένη κυκλική για να σχηματίζει θόλο, ενώ τα κοντάρια που τη στήριζαν ήσαν δώδεκα, καθένα τόσο παχύ, όσο το στήθος ενός ανθρώπου. Αυτά τα κοντάρια ήσαν βαμμένα σε χρώματα μπλε, χρυσό και άλλα, ενώ από αυτά τα δώδεκα μεγάλα κοντάρια σκηνής, τέσσερα ήσαν τοποθετημένα στις γωνίες, με άλλα δύο ανάμεσά τους σε κάθε πλευρά. Κάθε κοντάρι αποτελούνταν από τρία κομμάτια, τα οποία αρθρώνονταν σταθερά μεταξύ τους για να σχηματίσουν το σύνολο. Όταν έπρεπε να τα στήσουν, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν για να τα υψώσουν ένα βαρούλκο τόσο μεγάλο, όσο ο τροχός κάρου. Έχουν επίσης άγκιστρα από ζώνες καλωδίου, που προσαρμόζονται σε διάφορα μέρη και εξυπηρετούν την ελάφρυνση τής καταπόνησης. Από καθένα από αυτά τα κοντάρια στην κορυφή του, στην οροφή σχήματος θόλου, κρέμεται το ένα άκρο μεγάλης κουρτίνας από μεταξωτό ύφασμα που είναι προσαρτημένη σε αυτό. Αυτές οι κουρτίνες κυκλώνουν από κοντάρι σε κοντάρι, σχηματίζοντας τέσσερις αψίδες. Έξω, γύρω από τα τέσσερα τοιχώματα τής κύριας σκηνής τού περιπτέρου, υπάρχουν χαμηλές αψίδες σαν στοές, οι οποίες σχηματίζουν επίσης τετράγωνο και ενώνονται με το τοίχωμα τής σκηνής τού περιπτέρου. Τα εξωτερικά τοιχώματα σκηνών αυτών των τεσσάρων στοών που μόλις περιγράφηκαν, στηρίζονται σε εικοσιτέσσερις μικρούς ξύλινους ιστούς, οι οποίοι δεν είναι καθόλου τόσο χοντροί όπως τα δώδεκα κοντάρια τού εσωτερικού περιπτέρου. Ο συνολικός αριθμός αυτών των κονταριών και ιστών μαζί είναι τριανταέξι και χρησιμεύουν για ν΄ ανυψώνουν και να στηρίζουν τη μεγάλη δομή, η οποία στέκεται όρθια με τη βοήθεια περισσότερων από πεντακόσια σχοινιά, που είναι βαμμένα κόκκινα.
Τα εσωτερικά τοιχώματα τού περιπτέρου είναι επενδεδυμένα με πορφυρούς τάπητες τοίχου, πολύ όμορφα υφασμένους σε διάφορα σχέδια, ενώ σε διάφορα σημεία κρέμονται επίσης πολύχρωμα μεταξωτά, δουλεμένα με κεντήματα χρυσής κλωστής. Το ταβάνι τού περιπτέρου αποτελεί την εργασία τής μεγαλύτερης ομορφιάς, καθώς στις τέσσερις γωνίες απεικονίζονται τέσσερις αετοί που κάθονται με τα φτερά τους κλειστά. Τα εξωτερικά τοιχώματα τού περιπτέρου είναι φτιαγμένα από μεταξωτό ύφασμα, υφασμένο σε ταινίες λευκού, μαύρου και κίτρινου. Έξω, σε κάθε γωνία, είναι στημένη μια πολύ ψηλή ράβδος, καλυμμένη με μήλο από λειωμένο χαλκό, πάνω από το οποίο υπάρχει ημισέληνος. Επίσης η κορυφή τού περιπτέρου είναι τετράγωνη, με τέσσερα ψηλά μπαστούνια στις γωνίες, καθένα με το μήλο του και την ημισέληνο. Αυτά τα μπαστούνια είναι τοποθετημένα σε μεγάλο ύψος, έχουν μεγάλο μέγεθος και σχηματίζουν το πλαίσιο για κάτι που μοιάζει με πυργίσκο από μεταξωτό ύφασμα, τοποθετημένο μαζί με κάτι που παριστάνει τις πολεμίστρες. Υπάρχει διάδρομος από κάτω, που φτάνει μέσα στον πυργίσκο, έτσι ώστε αν η δύναμη τού ανέμου διαταράξει οποιοδήποτε μέρος τής πάνω εργασίας τού περιπτέρου ή προκαλέσει ζημιά στα κοντάρια, ν΄ ανεβαίνουν εκεί άνθρωποι και να περπατούν πάνω στις υφασμάτινες επιφάνειες, για να διορθώσουν το πρόβλημα. Μάλιστα από κάποια απόσταση αυτή η μεγάλη σκηνή μοιάζει με κάστρο, όντας τόσο φαρδιά και ψηλή. Είναι θαυμάσια να τη βλέπεις και υπέροχη πέρα από κάθε περιγραφή.2 Στο εσωτερικό τού περιπτέρου υπάρχει βάθρο σε μια μεριά, που είναι επίπεδο και σκεπασμένο με χαλί, πάνω στο οποίο έχουν τοποθετηθεί τρία ή τέσσερα στρώματα το ένα πάνω στο άλλο. Αυτό είναι το κάθισμα στο οποίο η υψηλότητά του παίρνει τη θέση του όταν παραχωρεί ακρόαση. Στα αριστερά, όπως το βλέπουμε, υπάρχει δεύτερο βάθρο, επίσης επίπεδο και σκεπασμένο με χαλί. Βρίσκεται σε κάποια απόσταση από το κύριο βάθρο, ενώ πέρα από αυτό υπάρχει και πάλι τρίτο βάθρο, που είναι χαμηλότερο από τα άλλα.
Γύρω από το περίπτερο, στο εξωτερικό τού χώρου, έχει υψωθεί τοίχωμα από ύφασμα, όπως θα ήταν το τείχος μιας πόλης ή κάστρου. Το ύφασμα αποτελείται από πολλά χρωματιστά μεταξωτά σε διάφορα σχέδια. Στο πάνω μέρος τού τοιχώματος υπάρχουν επάλξεις, ενώ αυτό κρατιέται όρθιο εσωτερικά και εξωτερικά με σχοινιά, που τεντώνονται από το έδαφος, ενώ από την εσωτερική πλευρά είναι στημένα και κοντάρια, που στηρίζουν επίσης. Αυτός ο περιβάλλων υφασμάτινος τοίχος κυκλώνει χώρο εδάφους που έχει διάμετρο 300 περίπου βήματα, ενώ το ίδιο το τοίχωμα έχει τόσο ύψος, όσο μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος πάνω σε άλογο. Υπάρχει τοξωτή πύλη προς αυτό, με διπλές πόρτες έξω και μέσα. Όλα είναι κατασκευασμένα από ύφασμα, όπως περιγράφηκε παραπάνω. Αυτή η πύλη εισόδου είναι πολύ ψηλή και είναι δυνατό ν΄ ασφαλίζεται και να κλειδώνεται. Πάνω από την πύλη υψώνεται τετράγωνος πύργος από ύφασμα, με επάλξεις, ενώ, όπως πραγματικά το περιβάλλον τοίχωμα παρουσιάζει πολλά σχέδια και στολίδια στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο, έτσι και η αψίδα τής πύλης, καθώς και ο πύργος που μόλις περιγράψαμε, έχουν πάνω τους ακόμη πιο περίτεχνη εργασία διακόσμησης από εκείνη στην περίπτωση των τοιχωμάτων. Έτσι σχηματίζεται ο μεγάλος περιφραγμένος χώρος που περιβάλλει και εσωκλείει το περίπτερο. Είναι γνωστός με το όνομα σαράπαρντε3 και μέσα στο κύκλωμά του είναι στημένες πολλές άλλες σκηνές και στέγαστρα, ποικιλόμορφα και κατά διαστήματα.
Η μεγάλη στρογγυλή σκηνή
Μεταξύ των υπολοίπων παρατηρήσαμε εδώ μια πολύ ψηλή κυκλική σκηνή άλλου είδους, γιατί αυτή δεν στηρίζεται με σχοινιά, αλλά τα τοιχώματά της υποστηρίζονται από κοντάρια που έχουν μέγεθος και πάχος όπως εκείνα στις λόγχες μας και τα οποία έχουν προσαρμοστεί στα υφασμάτινα τοιχώματα, ώστε να σχηματίζουν διασταυρούμενα ένα δίχτυ. Πάνω από αυτά τα πλευρικά τοιχώματα υψώνονται άλλα μακριά κοντάρια, που συγκρατούν το πάνω μέρος τής σκηνής σχηματίζοντας τη θολωτή οροφή. Τα τοιχώματα των σκηνών πάνω και κάτω συγκρατούνται μεταξύ τους, το ένα πάνω από το άλλο, με σειρά από ταινίες στήριξης πλάτους μιας παλάμης. Αυτές περνούν κάτω στο έδαφος και ασφαλίζονται με παλούκια ή πασσάλους σκηνής, που κρατούν τα τοιχώματα τής σκηνής τεντωμένα. Είναι όμως εκπληκτικό να βλέπεις αυτές τις λεπτές ταινίες στήριξης να κρατούν όρθιο ένα τόσο ψηλό υφασμάτινο τοίχωμα. Πάνω αυτό το τοίχωμα είναι φτιαγμένο από πορφυρό τάπητα τοίχου, αλλά κάτω το υλικό τού τοιχώματος ενισχύεται από βαμβακερή γέμιση όπως εκείνη ενός παπλώματος, η οποία προστίθεται για να μη μπορεί να περάσει η θερμότητα των ακτίνων τού ήλιου. Τα τοιχώματα των σκηνών που περιγράφουμε τώρα δεν είναι διακοσμημένα με σχέδια ή μορφές, όπως εκείνα που βλέπουμε αλλού. Το μοναδικό τους στολίδι είναι λευκές ζώνες, οι οποίες περνούν από ολόκληρη την πίσω πλευρά φτάνοντας στο μισό τού ύψους της, κυκλώνοντας έτσι τα τοιχώματα από έξω. Αλλά αυτές οι ταινίες είναι στολισμένες με πούλιες από επίχρυσο ασήμι, καθεμιά στο μέγεθος ανοιχτής παλάμης, ενώ μέσα τους έχουν τοποθετηθεί πετράδια διαφόρων ειδών. Επίσης γύρω από το πίσω μέρος τής σκηνής παρατηρείται μέχρι το μισό ύψος μια ζώνη από λινό, τοποθετημένη σε μικρές χαλαρές πτυχές, όπως θα ήταν ο ποδόγυρος ενός γυναικείου φορέματος. Όλα αυτά είναι κεντημένα με μοτίβο σε χρυσό νήμα. Καθώς φυσά ο άνεμος, αυτές οι χαλαρές πτυχές που είναι προσαρμοσμένες στη ζώνη από λινό κυματίζουν μπρος και πίσω με τρόπο ευχάριστο να τον βλέπεις. Η συγκεκριμένη σκηνή που περιγράψαμε είχε ψηλή είσοδο, που κλεινόταν με πόρτες, οι οποίες ήσαν επίσης φτιαγμένες από κόκκινο τάπητα τοίχου, τεντωμένον πάνω σε πλαίσιο από μικρά καλάμια.
Σε κοντινή απόσταση βρισκόταν πάλι άλλη σκηνή, αλλά τού είδους που στερεώνεται με σχοινιά. Ήταν πολύ πλούσια φτιαγμένη, από υλικό που ήταν κόκκινος τάπητας τοίχου σαν παχύ βελούδο. Στη συνέχεια υπήρχαν στη σειρά τέσσερις σκηνές, που συνδέονταν μεταξύ τους με πέρασμα που κατευθυνόταν από τη μία προς την άλλη, από το οποίο μπορούσε κανείς να περνά σαν να περνούσε από διάδρομο, ο οποίος διάδρομος ήταν πάνω σκεπασμένος με οροφή. Μέσα στον ίδιο μεγάλο περιφραγμένο χώρο είδαμε αρκετές άλλες σκηνές, ενώ εκεί κοντά υπήρχε και δεύτερος περιφραγμένος χώρος σαν τον πρώτο και εξίσου μεγάλος σε έκταση, τον οποίο περιέβαλλε περιμετρικός τοίχος από μεταξωτό υλικό, υφασμένο έτσι ώστε να μοιάζει με το σχέδιο πλακιδίου. Σε αυτό το τοίχωμα είχαν ανοιχτεί κατά διαστήματα παράθυρα με παραθυρόφυλλα, αλλά από αυτά τα ανοίγματα παραθύρων δεν μπορούσε να περάσει κανείς από την έξω πλευρά σε κανένα από αυτά, γιατί καθένα τους προστατευόταν από δίχτυ λεπτής μεταξωτής ταινίας. Στη μέση αυτού τού δεύτερου περιφραγμένου χώρου στεκόταν σκηνή σαν εκείνη την άλλη, πολύ ψηλή και τής μορφής που μόλις περιγράφηκε, φτιαγμένη από παρόμοιο κόκκινο ύφασμα, διακοσμημένο με ασημένιες πούλιες, όπως και η προηγούμενη σκηνή. Όλες αυτές οι σκηνές είναι πραγματικά πολύ ψηλές, έχοντας ύψος όσο τρεις ολόκληρες λόγχες ή ακόμη περισσότερο. Ψηλά, στην οροφή τού θόλου τής σκηνής που περιγράφουμε τώρα, φαίνεται η μορφή αετού σε επίχρυσο ασήμι. Έχει μεγάλο μέγεθος και τα φτερά του είναι ανοιχτά. Έπειτα, μιάμιση οργιά πιο κάτω, έχουν ζωγραφιστεί στο τοίχωμα τής σκηνής τρία γεράκια σε επίχρυσο ασήμι, ένα στη μία πλευρά και τα άλλα δύο πιο πέρα. Είναι πολύ επιδέξια δουλεμένα και έχουν τα φτερά τους ανοιχτά, σαν να τρέπονται σε φυγή από τον αετό, με τα κεφάλια τους στραμμένα να κοιτούν προς αυτόν, με τα φτερά τους απλωμένα για να πετάξουν. Ο αετός παρουσιάζεται σαν να ετοιμάζεται να πηδήξει πάνω σε ένα από τα γεράκια. Όλα αυτά τα πουλιά είναι εξαιρετικά καλοζωγραφισμένα και έχουν τοποθετηθεί εδώ σαν να σκόπευαν να εξυπηρετήσουν κάποιον ειδικό σκοπό.
Μπροστά από την πόρτα αυτής τής σκηνής έχει υψωθεί στέγαστρο από πολύχρωμο μεταξωτό ύφασμα. Σκιάζει την πόρτα και εμποδίζει τον ήλιο να πέφτει πάνω σε όποιον βρίσκεται στον τόπο τής εισόδου. Επίσης αυτό το στέγαστρο μπορεί να μετακινείται, ώστε να βλέπει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, εμποδίζοντας έτσι τις ακτίνες τού ήλιου να πέσουν μέσα στη σκηνή. Από αυτούς τούς δύο μεγάλους περιφραγμένους χώρους με πολλές σκηνές μέσα τους, όπως περιγράψαμε, ο πρώτος περιφραγμένος χώρος είναι εκείνος που ανήκει στην κύρια σύζυγο τού Τιμούρ, που είναι γνωστή ως Μεγάλη Χάνουμ ή Κυρία,4 ενώ ο δεύτερος περιφραγμένος χώρος ανήκει στη δεύτερη σύζυγό του, που ονομάζεται Κιουτσούκ Χάνουμ5 και σημαίνει Μικρή Κυρία.6 Δίπλα σε αυτούς τούς δύο πρώτους περιφραγμένους χώρους υπάρχει τρίτος, με υφασμάτινους τοίχους διαφορετικού είδους, με πολλές σκηνές και στέγαστρα στημένες μέσα στο κύκλωμα τού περιφραγμένου χώρου, ενώ και εδώ υπάρχει μια κύρια σκηνή, επίσης πολύ ψηλή, όπως εκείνες που περιγράφηκαν ήδη. Επίσης παρατηρήσαμε πολλούς άλλους τέτοιους περιφραγμένους χώρους πιο πέρα και γύρω, οι οποίοι, όπως είπαμε ήδη, ονομάζονται σαράπαρντε, ενώ τούς μετρήσαμε να είναι έντεκα συνολικά. Καθένας είχε το δικό του χρώμα και σχέδιο, ενώ μέσα σε καθέναν μπορούσε κανείς να δει μεγάλη σκηνή, τού είδους που στήνονται χωρίς σχοινιά να τις κρατούν όρθιες, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, με κάθε περιφραγμένο χώρο να έχει κόκκινα κεντητά τοιχώματα, παρόμοια με εκείνα που έχουμε ήδη περιγράψει, με πολλές μικρότερες σκηνές και στέγαστρα στημένες γύρω από τη βασική κεντρική σκηνή. Μάλιστα αυτοί οι έντεκα περιφραγμένοι χώροι στέκονταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο, που μεταξύ των εξωτερικών τους υφασμάτινων τοίχων, από τον ένα μέχρι τον άλλο, ο χώρος είχε ίσα-ίσα το πλάτος ενός δρόμου. Ήσαν πράγματι όλοι ευγενούς εμφάνισης, όπως ερχόμασταν έτσι να τούς δούμε, τον ένα πέρα από τον άλλο. Όλους αυτούς τούς περιφραγμένους χώρους καταλάμβαναν είτε οι σύζυγοι τού Τιμούρ, είτε οι σύζυγοι των εγγονών του. Αυτοί οι πρίγκιπες και οι πριγκίπισσες έχουν την κατοικία τους εκεί, όπως και η υψηλότητά του, καλοκαίρι και χειμώνα.
Την ημέρα για την οποία μιλάμε τώρα, ο Τιμούρ βγήκε στον βασιλικό περιφραγμένο χώρο το μεσημέρι και προχώρησε προς το μεγάλο περίπτερό του, από το οποίο έστειλε να μάς φωνάξουν και να μάς οδηγήσουν. Εδώ μάς σέρβιραν. Γευματίσαμε με αρνίσιο και αλογίσιο κρέας με τη συνηθισμένη αφθονία και όταν τελείωσε το γεύμα, επιστρέψαμε στα καταλύματά μας.
Την επόμενη μέρα, την Τρίτη 7 Οκτωβρίου, ο Τιμούρ διέταξε να γίνει κι άλλη γιορτή στην Ορδή, στην οποία κληθήκαμε και πάλι εμείς οι πρεσβευτές. Έγινε σε έναν από εκείνους τούς περιφραγμένους χώρους που έχουμε περιγράψει. Αφού στάλθηκαν άνθρωποι από την υψηλότητά του, μάς οδήγησαν εκεί και τον βρήκαμε καθισμένο στην κεντρική σκηνή τού περιφραγμένου χώρου. Μάς σύστησαν και πάλι επίσημα και στη συνέχεια συμμετείχαμε στη γιορτή, η οποία ήταν οργανωμένη με τον συνηθισμένο τρόπο. Όταν τελείωσε η ψυχαγωγία, σε δύο από τούς άρχοντες τής αυλής, που ήσαν οι στενοί συνοδοί τής εξοχότητάς του και ονομάζονταν Σαχ Μελίκ Μίρζα και Ναρ-αντ-ντιν Μίρζα, επιτράπηκε εκείνη την ημέρα να προσφέρουν στον Τιμούρ ένα δώρο, τα διάφορα κομμάτια τού οποίου προσκομίζονταν τώρα μπροστά του. Το δώρο τους ήταν μεγάλος αριθμός από ασημένιες γαβάθες, καθεμιά από τις οποίες στεκόταν στα ψηλά της πόδια, ενώ πάνω σε αυτές τις γαβάθες υπήρχαν ζαχαρωτά και γλυκά από ζάχαρη με σταφίδες, αμύγδαλα και φιστίκια. Επίσης κάθε γαβάθα ήταν σκεπασμένη με κομμάτι μεταξωτού υφάσματος. Σε αυτή την περίπτωση απλώθηκαν οι γαβάθες, εννέα προς εννέα, γιατί αυτό είναι το έθιμο όταν προσφέρεται δώρο στην υψηλότητά του, ότι δηλαδή κάθε τέτοιο δώρο πρέπει να είναι σε ομάδες των εννέα τεμαχίων, για κάθε είδος που δωρίζεται. Στην παρούσα περίπτωση ο Τιμούρ μοίρασε αμέσως εκείνο που τού είχε δοθεί ως δώρο, ανάμεσα στους αυλικούς και τούς άρχοντες που ήσαν παρόντες. Έκανε και σε εμάς τούς πρεσβευτές την τιμή η υψηλότητά του, προσφέροντάς μας δύο από εκείνες τις γαβάθες, καθεμιά καλυμμένη με το μεταξωτό της ύφασμα. Καθώς σηκωνόμασταν για ν΄ αναχωρήσουμε, οι συνοδοί έριχναν πάνω σε εμάς και στους γύρω ανθρώπους καταιγισμό ασημένιων νομισμάτων, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και μικρά λεπτά φύλλα χρυσού με πέτρα τυρκουάζ στο κέντρο. Με αυτό τελείωσε εκείνη η γιορτή και οι καλεσμένοι αναχώρησαν για τα σπίτια τους.
Την επόμενη μέρα, που ήταν Τετάρτη, η υψηλότητά του είχε κανονίσει να δώσει κι άλλη γιορτή, στην οποία μάς είχαν επίσης προσκαλέσει. Όμως εκείνη την ημέρα σηκώθηκε δυνατός άνεμος που φυσούσε άγρια, πράγμα που ανάγκασε τον Τιμούρ να παραμείνει μέσα στο παλάτι και να μην εμφανιστεί στη δημόσια υποδοχή. Είχε όμως δώσει εντολή, ότι όσοι είχαν έρθει προσκεκλημένοι θα σερβἰρονταν με όλα όσα είχαν ετοιμαστεί για τη γιορτή. Αλλά εμείς οι δύο πρεσβευτές, που μάς είχε ζητηθεί να συμμετάσχουμε, τώρα ζητούσαμε συγνώμη που δεν θα παραμέναμε στο γεύμα και επιστρέφαμε στα καταλύματά μας.
Η γιορτή που δόθηκε από την πριγκίπισσα Χανζαντέ
Την Πέμπτη 9 Οκτωβρίου, που ήταν η επόμενη μέρα, η πριγκίπισσα Χανζαντέ,7 η σύζυγος τού Μιράν Σαχ, τού μεγαλύτερου [επιζώντος] γιου τού Τιμούρ, έκανε μεγάλη γιορτή, στην οποία ήμασταν καλεσμένοι και εμείς οι δύο.8 Η γιορτή έγινε σε έναν από εκείνους τούς περιφραγμένους χώρους με τις σκηνές τους, τον οποίο η πριγκίπισσα καταλάμβανε ως κατοικία της, ενώ αυτές οι σκηνές ήσαν πολύ μεγαλοπρεπείς. Καθώς πλησιάζαμε στο περίπτερό της, παρατηρούσαμε ότι εδώ κι εκεί στο έδαφος υπήρχαν τοποθετημένα πολλά δοχεία κρασιού, από το οποίο ήπιαμε όλοι άφθονο αργότερα. Κατά την άφιξή μας η πριγκίπισσα διέταξε να οδηγηθούμε ενώπιόν της. Αφού μάς παρουσίασαν δεόντως, μάς τοποθέτησαν σε χαμηλό βάθρο που έβλεπε προς το κάθισμά της, το οποίο είχε τοποθετηθεί κάτω από σκέπαστρο. Η ίδια η Χανζαντέ, με πολλούς καλεσμένους και τις άλλες κυρίες που τη συνόδευαν, κάθονταν σε χαμηλό βάθρο μπροστά από την πόρτα μιας από αυτές τις μεγάλες σκηνές, κάτω από σκέπαστρο. Μπροστά από το κάθισμά της ήσαν τοποθετημένα τρία ή τέσσερα περίπου μικρά στρώματα, το ένα πάνω στο άλλο, πάνω στα οποία μπορούσε να κλίνει προς τα εμπρός κατά βούληση, για να ξεκουράζεται.
Αυτό το γλέντι στο οποίο είχαμε εδώ προσκληθεί, γινόταν για να γιορταστεί ο βασιλικός γάμος ενός συγγενή, όπου και η νύφη ήταν επίσης συγγενής της. Παρατηρήσαμε ότι η ίδια η Χανζαντέ ήταν τώρα σαράντα περίπου ετών. Ήταν ανοιχτόχρωμου δέρματος και παχουλή. Στη γιορτή ήσαν τοποθετημένα στο έδαφος, μπροστά της, πολλά από εκείνα τα δοχεία κρασιού που ήδη αναφέρθηκαν, ενώ υπήρχαν και άλλα δοχεία με το ρόφημα που οι Τάταροι ονομάζουν μπούσα, το οποίο φτιάχνεται από γάλα φοράδας γλυκισμένο με ζάχαρη. Τώρα καθισμένοι κοντά στην πριγκίπισσα ήσαν πολλοί από τούς συγγενείς τής υψηλότητάς της, ενώ στη συνοδεία της υπήρχαν και κάποιοι άρχοντες. Στέκονταν επίσης στη σκηνή τραγουδιστές, που έπαιζαν το τραγούδι τους με συνοδεία μουσικών οργάνων. Καθώς πλησιάσαμε και μάς παρουσίασαν, η πριγκίπισσα και η συντροφιά της έπιναν ήδη κρασί, και το έθιμο στην περίπτωση αυτή είναι το εξής.
Αγώνες οινοποσίας και μέθη
Ένας από τούς άρχοντες, άνθρωπος κάποιας ηλικίας, από εκείνους που σχετίζονται εξ αίματος με τον Τιμούρ, συνοδευόμενος από δύο νέους που ήσαν επίσης τής οικογένειας τής υψηλότητάς του, θα προχωρούσαν και οι τρεις για να τη σερβίρουν με το κύπελλο τού κρασιού, σερβίροντας επίσης τις άλλες κυρίες που κάθονταν εκεί, τις καλεσμένες της. Κάθε σερβιτόρος κρατούσε στο χέρι του λευκό πανί σαν πετσέτα, ενώ εκείνοι που έπρεπε να χύνουν το κρασί, γέμιζαν τώρα με αυτό διάφορα μικρά χρυσά φλιτζάνια και έβαζαν καθένα από αυτά σε μικρό επίπεδο χρυσό πιατάκι, έτοιμο να σερβιριστεί. Ο γέρος άρχοντας και οι δύο νεαροί που θα σέρβιραν το κρασί προχωρούσαν τώρα, ακολουθούμενοι από τούς συνοδούς που είχαν ήδη γεμίσει τα φλιτζάνια, τα οποία είχαν τοποθετηθεί καθένα στο πιατάκι του. Προχωρώντας όλοι, όταν έφταναν στα μισά τής απόστασης από την πριγκίπισσα, λύγιζαν το δεξί γόνατο και γονάτιζαν στο έδαφος μπροστά της. Το έκαναν αυτό τρεις φορές. Γονάτιζαν και σηκώνονταν ξανά, παραμένοντας όμως στο ίδιο σημείο όπου είχαν γονατίσει αρχικά. Τότε ο γέρος άρχοντας και οι νεαροί έπαιρναν ένα φλιτζάνι ο καθένας, όπως ήταν τοποθετημένο μέσα στο μικρό του πιατάκι από τούς συνοδούς, και πλησίαζαν και οι τρεις στο σημείο όπου καθόταν η πριγκίπισσα, καθένας με το φλιτζάνι που είχε φέρει, αλλά κρατώντας το με την πετσέτα γύρω του, ώστε το χέρι του να μην αγγίζει το μέταλλο. Τότε γονάτιζαν πάλι, αλλά αυτή τη φορά ακριβώς μπροστά στην πριγκίπισσα ή στην κυρία την οποία σέρβιρε ο καθένας τους και στην οποία έδινε τώρα το φλιτζάνι με το κρασί για να πιει. Αφού γινόταν αυτό, κάθε σερβιτόρος θα σηκωνόταν από τα γόνατά του κρατώντας στο χέρι του το πιατάκι και θα επέστρεφε στην προηγούμενη θέση του. Όμως το έκανε αυτό τελετουργικά, αντικρύζοντας συνεχώς την κυρία καθώς βάδιζε προς τα πίσω. Στη συνέχεια, σε ένα συγκεκριμένο σημείο, θα σταματούσε και θα γονάτιζε πάλι, με το δεξί γόνατο στο έδαφος, περιμένοντας έτσι, μέχρι να πιει το κρασί της κάθε κυρία. Στη συνέχεια ο σερβιτόρος της θα σηκωνόταν από το γόνατό του και θα προχωρούσε για να παραλάβει το φλιτζάνι, το οποίο η κυρία θα τοποθετούσε στο χρυσό πιατάκι που κρατούσε αυτός, ο οποίος στη συνέχεια θα αποσυρόταν, αλλά και πάλι αποφεύγοντας προσεκτικά να γυρίσει την πλάτη του προς αυτήν.
Ο Κλαβίχο αρνείται να πιει κρασί
Πρέπει να καταλάβετε, ότι αυτή η μέθοδος κατανάλωσης κρασιού δεν εφαρμοζόταν και τελείωνε σε σύντομο διάστημα, αλλά συνεχιζόταν για πολλή ώρα, ενώ όλες οι κυρίες έπιναν χωρίς προηγουμένως να έχουν φάει στη γιορτή. Κάθε τόσο μια από αυτές τις κυρίες, καθώς ο σερβιτόρος της στεκόταν μπροστά της με το κύπελλο τού κρασιού, θα πρόσταζε να πιει κι εκείνος, οπότε ο σερβιτόρος έβαζε κάτω την πιατέλα και έπινε όλο το κρασί τού κυπέλλου. Στη συνέχεια, αναποδογυρίζοντας το κύπελλο για να δείξει στην κυρία ότι δεν είχε αφήσει μέσα του ούτε σταγόνα, θα καυχιόταν για τα κατορθώματά του στο ποτό και για το πόσο πολύ κρασί μπορούσε να καταβροχθίσει, οπότε οι κυρίες θα γελούσαν με ευθυμία. Στη γιορτή που περιγράφουμε τώρα η Μεγάλη Χάνουμ, η κύρια σύζυγος τού Τιμούρ, ήταν παρούσα. Κάποια στιγμή εκείνη και αυτές οι κυρίες θα έπιναν κρασί, ενώ στη συνέχεια θα ζητούσαν εκείνο το ρόφημα με το γάλα φοράδας, για το οποίο μιλήσαμε πιο πάνω. Αφού αυτός ο τρόπος κατανάλωσης συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, η Μεγάλη Χάνουμ διέταξε να έρθουμε μπροστά εμείς οι πρεσβευτές. Μάς πρόσφερε με τα χέρια της το κύπελλο τού κρασιού και επέμεινε στην προσπάθεια να κάνει εμένα, τον Ρούι Γκονζάλες, να πιώ από αυτό, αλλά δεν ήπια, αν και δεν μπορούσε να πιστέψει και να καταλάβει ότι δεν έπινα ποτέ κρασί. Όταν η οινοποσία τους είχε πια συνεχιστεί για αρκετή ώρα, πολλοί από τούς άνδρες που ήσαν παρόντες και κάθονταν μπροστά στην πριγκίπισσα άρχισαν να δείχνουν σημάδια ότι ήσαν μεθυσμένοι, ενώ κάποιοι μάλιστα βρίσκονταν πραγματικά εκτός εαυτού. Αυτή την κατάσταση την θεωρούν αληθινά σημάδι ανδρείας, ενώ θεωρούν ότι κανένα από τα γλέντια τους δεν φτάνει σε ευθυμία, αν δεν μεθύσουν, όπως πρέπει, πολλοί καλεσμένοι.
Αμέσως μετά έφεραν το φαγητό, αφθονία ψητού αρνίσιου και αλογίσιου, μαζί με διάφορα κοκκινιστά κρέατα. Όλοι άρχισαν να τρώνε μιλώντας πολύ και αστειευόμενοι, όπου κάποιος άρπαζε ένα κομμάτι κρέατος από τον άλλο και όλοι οι καλεσμένοι ήσαν πολύ εύθυμοι. Όμως αυτή η κατανάλωση κρέατος δεν κράτησε για πολύ. Στη συνέχεια έφεραν πιάτα ρυζιού μαγειρεμένου με διάφορους τρόπους, καθώς και ζαχαρωμένα λεπτά φύλλα ψωμιού και μερικά λαχανικά. Τα πιάτα με κρέας σερβίρονταν ως επί το πλείστον στις ξεχωριστές τους γαβάθες, αλλά μετέφεραν επίσης τα μεγάλα κομμάτια μέσα σε εκείνα τα δερμάτινα χαλάκια που έχουμε περιγράψει και τα σέρβιραν στους καλεσμένους, αφού τα έκοβαν. Η πριγκίπισσα Χανζαντέ είναι, όπως είπαμε ήδη, η σύζυγος τού πρίγκιπα Mιράν Σαχ, τον οποίο έχει επαναφέρει στην εύνοια τού πατέρα του. Η ίδια κατάγεται από πρίγκιπα που ήταν πρόγονος τού Τιμούρ και γι’ αυτό ο πεθερός της την αντιμετωπίζει με μεγάλο σεβασμό. Ο πρίγκιπας Μιράν Σαχ έχει έναν γιο από αυτήν, που είναι τώρα νεαρός άνδρας είκοσι περίπου ετών και ονομάζεται Χαλίλ Σουλτάν.9 Εκείνη την Πέμπτη 9 Οκτωβρίου ο Τιμούρ είχε διατάξει να γίνει γιορτή προς τιμήν ενός από τούς εγγονούς του, τού οποίου επρόκειτο να γιορταστεί ο γάμος.10 Εμείς οι πρεσβευτές ήμασταν και πάλι προσκεκλημένοι, ενώ η γιορτή έγινε σε έναν από εκείνους τούς στημένους γύρω περιφραγμένους χώρους, με τις πολλές υπέροχες σκηνές. Σε αυτήν επίσης την περίπτωση ήσαν και πάλι παρούσες η Μεγάλη Χάνουμ, η επικεφαλής σύζυγος τού Τιμούρ, καθώς και η πριγκίπισσα Χανζαντέ, καθώς και άλλες κυρίες και κύριοι, πέρα από τούς πολλούς απλούς ανθρώπους που συμμετείχαν. Η ποσότητα αρνίσιου και αλογίσιου κρέατος που έφαγαν εκείνη τη μέρα ήταν τεράστια, όπως συνηθίζουν, ενώ έπιναν κρασί και ήσαν υπερβολικά εύθυμοι. Επίσης όλες οι κυρίες πήραν μέρος στην οινοποσία, κατά την οποία τις σέρβιραν με τον τρόπο που περιγράφηκε στη γιορτή τής προηγούμενης ημέρας.
Οι μέθοδοι δικαιοσύνης τής υψηλότητάς του
Επίσης, για τον εορτασμό αυτής τής ημέρας τού βασιλικού γάμου, η υψηλότητά του είχε δώσει εντολή μέσω διακήρυξης σε ολόκληρη την πόλη τής Σαμαρκάνδης, ότι όλοι οι εμπορευόμενοι τής πόλης, δηλαδή εκείνοι που πωλούσαν τρόφιμα και όσοι πωλούσαν κοσμήματα, καθώς και οι πλανόδιοι και οι έμποροι πώλησης αγαθών όλων των ειδών, μαζί με τούς μάγειρες, τούς χασάπηδες, τούς αρτοποιούς, τούς ράφτες και τούς υποδηματοποιούς, με λίγα λόγια όλους τούς βιοτέχνες που ήσαν κάτοικοι τής πρωτεύουσας, έπρεπε να βγουν εκείνη τη μέρα στα λιβάδια όπου στρατοπέδευε η μεγάλη Ορδή. Ταυτόχρονα ήσαν υποχρεωμένοι να φέρουν τις σκηνές τους σε αυτόν τον χώρο κατασκήνωσης και να πωλούν εκεί τα αγαθά και τα προϊόντα τους, καθένας τού δικού του επαγγέλματος. Έτσι η πόλη θα παρέμενε άδεια από όλους αυτούς. Δόθηκε επίσης η εντολή, ότι κάθε επάγγελμα και τέχνη έπρεπε στη συνέχεια να οργανώσει επίδειξη, όπου κάθε άνθρωπος θα παρουσίαζε τις δεξιότητές του, κάνοντας έκθεση σε όλη την Ορδή για την ευχαρίστηση όλων των θεατών. Παραγγέλθηκε επίσης ότι κανένας δεν θα επέστρεφε στο σπίτι του στη Σαμαρκάνδη, πριν τού χορηγηθεί άδεια από την υψηλότητά του. Έτσι μπήκε σε εφαρμογή η διακήρυξη και όλοι οι τεχνίτες και οι έμποροι μετανάστευσαν από την πόλη στο στρατόπεδο, φέρνοντας μαζί τους προς πώληση τα αγαθά και τα εμπορεύματά τους. Γέμισε ολόκληρη η Ορδή με αυτούς, όπου σε κάθε τέχνη και επάγγελμα παραχωρούσαν έναν δρόμο, όπου οι αντίστοιχοι άνθρωποι, καθένας χωριστά και με τη δέουσα τάξη, παρουσίαζαν την τέχνη τους. Επίσης σε κάθε τέχνη είχε φτιαχτεί έκθεση ή ξεχωριστή επίδειξη, για να δείξουν τη δεξιότητά τους στο συγκεκριμένο ζήτημα, ενώ αυτές οι επιδείξεις περιέρχονταν όλη την Ορδή για την ψυχαγωγία τού λαού.11 Και πάλι σε εκείνα τα σημεία όπου είχαν συγκεντρωθεί έτσι τα επαγγέλματα, καθώς και σε πολλά κεντρικά σημεία όπου οι ποικίλες εκθεσιακές σκηνές ήσαν πολυάριθμες, ο Τιμούρ είχε διατάξει να στηθούν μεγάλες αγχόνες. Με την ίδια διακήρυξη είχε αφήσει να γίνει γνωστό, ότι ενώ ήθελε έτσι να ικανοποιήσει και να δώσει χαρά σε όλους τούς απλούς ανθρώπους στη γιορτή του, ήθελε επίσης να δώσει προειδοποίηση και παράδειγμα σε εκείνους που τον είχαν προσβάλει και είχαν κάνει κακές πράξεις. Θα προχωρούσε λοιπόν στη δημόσια εκτέλεση των ενόχων.
Ο πρώτος από εκείνους που θα υφίσταντο τη δικαιοσύνη του ήταν ο δήμαρχος τής Σαμαρκάνδης, ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ντίνα,12 το μεγαλύτερο άτομο σε όλη εκείνη την περιοχή τής αυτοκρατορίας του. Πριν από καιρό, όταν ο Τιμούρ είχε ξεκινήσει για την τελευταία εκστρατεία του, δηλαδή έξι χρόνια και έντεκα μήνες πριν από αυτή την ημερομηνία που είχαμε έρθει εμείς, ο συγκεκριμένος άνθρωπος είχε διοριστεί αρχιδικαστής και ο Τιμούρ τον είχε αφήσει ως κυβερνήτη τής Σαμαρκάνδης. Αλλά η υψηλότητά του έμαθε επιστρέφοντας ότι αυτός ο άνθρωπος είχε προδώσει την εμπιστοσύνη του, χρησιμοποιώντας το αξίωμά του για να κακοδιοικεί και να καταπιέζει τούς ανθρώπους. Διέτασσε λοιπόν τώρα να φέρουν ενώπιόν του αυτόν τον Ντίνα, τον δήμαρχο. Ύστερα από δίκη, τον έβγαλαν αμέσως έξω και τον κρέμασαν χωρίς καθυστέρηση. Όλος ο πλούτος που είχε τόσο άδικα συγκεντρώσει κατασχέθηκε υπέρ τού κράτους. Αυτή η πράξη υψηλής δικαιοσύνης, που καταδίκαζε σε θάνατο ένα τόσο ψηλά ιστάμενο πρόσωπο, έκανε όλους τούς ανθρώπους να τρέμουν, αφού μάλιστα ήταν κάποιος στον οποίο η υψηλότητά του είχε δείξει μεγάλη εμπιστοσύνη. Ύστερα πάλι, όσον αφορά έναν άνθρωπο που ήταν φίλος εκείνου τού Ντίνα και ο οποίος είχε επιδιώξει να μεσολαβήσει στον Τιμούρ για χάρη του, η υψηλότητά του διέταζε επίσης τώρα να τον κρεμάσουν, να μοιραστεί έτσι την τύχη τού συντρόφου του. Υπήρχε επίσης ένας προνομιούχος και πολύ ευνοούμενος αυλικός τής υψηλότητάς του, τού οποίου το όνομα ήταν Μπουρουντάϋ Μίρζα13 και ο οποίος είχε επίσης μεσολαβήσει στον Τιμούρ, επιδιώκοντας ν΄ αποσπάσει χάρη για τον δήμαρχο. Γι’ αυτόν τον σκοπό είχε προσφερθεί να πληρώσει στην υψηλότητά του σε λύτρα το ποσό των 400.000 πεζάντε, όπου καθένα από αυτά τα πεζάντε έχει αξία ενός ασημένιου ρεαλιού. Ο Τιμούρ είχε αμέσως απαντήσει ότι ευχαρίστως θα δεχόταν το δώρο, αλλά πριν ακόμη μπουν τα χρήματα στο θησαυροφυλάκιό του, διέταξε να υποβάλουν σε βασανιστήρια αυτόν τον δυστυχισμένο άνδρα, για να τού αποσπάσουν, αν ήταν δυνατό, περισσότερα χρήματα. Όταν δεν μπορούσαν πια να τού αποσπάσουν κι άλλα, διατάχτηκε να κρεμαστεί στην κρεμάλα από τα πόδια, με το κεφάλι προς τα κάτω, μέχρι να πεθάνει.
Ακολούθως, η υψηλότητά του είχε διατάξει ν΄ απονεμηθεί δικαιοσύνη σε κάποιον μεγάλον άρχοντα τής αυλής, στου οποίου τη φροντίδα είχαν αφεθεί τρεις χιλιάδες άλογα τού κυβερνητικού στάβλου, όταν ο Τιμούρ είχε ξεκινήσει για την τελευταία εκστρατεία. Επειδή με την επιστροφή του εκείνα τα 3.000 άλογα δεν είχαν ακόμη παρουσιαστεί όλα, αυτός ο άρχοντας καταδικαζόταν τώρα στην αγχόνη, ενώ δεν τον εξυπηρετούσε σε τίποτε το γεγονός ότι είχε υποσχεθεί, ότι αν τού δινόταν χρόνος, στη θέση εκείνων των 3.000 θα έφερνε σύντομα 6.000 ενώπιον τής υψηλότητάς του. Με τέτοιον πάντοτε ή παρεμφερή τρόπο απέδιδε δικαιοσύνη ο Τιμούρ. Για παράδειγμα, πρόσφατα είχε προκαλέσει τον θάνατο ορισμένων κρεοπωλών, τούς οποίους είχαν πιάσει να πωλούν κρέας σε υπερβολική τιμή. Στη συνέχεια, όταν είχε μόλις επιστρέψει από την τελευταία εκστρατεία του, είχε διατάξει την επιβολή κυρώσεων σε διάφορους υποδηματοποιούς, σε εκείνους που πωλούσαν σανδάλια και σε άλλους παρόμοιους εμπόρους. Έπρεπε να τούς αποσπάσουν τα παράνομα κέρδη τους, βλέποντας ότι χρέωναν υπερβολικά τα προϊόντα τους. Όμως αυτές οι διάφορες κυρώσεις και τιμωρίες οδηγούσαν τώρα εκείνους τούς εμπόρους, οι οποίοι, όπως έχουμε εξηγήσει, είχαν πρόσφατα διαταχθεί να βγουν από την πόλη τής Σαμαρκάνδης και να εγκατασταθούν στο στρατόπεδο τής Ορδής, να θεωρούν ότι αυτό είχε γίνει περισσότερο για να τούς ληστέψουν τα προς το ζην. Στην εσχάτη των ποινών, δηλαδή τη θανατική ποινή, αν ο ένοχος είναι άνθρωπος κάποιου βαθμού, αυτοί οι Τάταροι συνηθίζουν να τον θανατώνουν στην αγχόνη, αλλά αν είναι απλώς άνθρωπος τού λαού, τον αποκεφαλίζουν, επειδή θεωρούν τον αποκεφαλισμό φοβερή πράξη και ζήτημα πολύ ατιμωτικό.
Ο εγγονός του, ο πρίγκιπας Πίρ Μουχάμαντ
Την επόμενη Δευτέρα, η οποία ήταν η 13η Οκτωβρίου, ο Τιμούρ έκανε κι άλλη μεγάλη γιορτή στην οποία, ως συνήθως, ήμασταν προσκεκλημένοι εμείς οι πρεσβευτές. Καθώς παρουσιαστήκαμε μαζί με τούς άλλους καλεσμένους και φτάσαμε εκεί όπου ήταν στημένο το μεγάλο περίπτερο, όπως ήδη περιγράφηκε, εκεί όπου η υψηλότητά του επρόκειτο να δειπνήσει επίσημα, αντιληφθήκαμε ότι και στις δύο πλευρές τού περιπτέρου είχαν τώρα στηθεί δύο άλλοι περιφραγμένοι χώροι με πολλές σκηνές, με τον τρόπο που έχει περιγραφεί σε προηγούμενη σελίδα. Εδώ όμως υπήρχε αξιοσημείωτη παραλλαγή, γιατί καθένας από τούς πρόσφατα στημένους περιφραγμένους χώρους με τις σκηνές του ήταν ακόμη πιο επιδέξια κατεργασμένος από εκείνους που είχαμε δει μέχρι τότε, ενώ τα υλικά που είχαν χρησιμοποιηθεί ήσαν πιο ακριβά από εκείνα τής προηγούμενης περίπτωσης. Έτσι το περιβάλλον τοίχωμα καθενός από αυτούς τούς περιφραγμένους χώρους που είχαν στηθεί πρόσφατα ξεπερνούσε σε μεγαλοπρέπεια όλα όσα είχαμε δει μέχρι τότε. Γιατί αυτό το τοίχωμα ήταν φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από πορφυρό ύφασμα, πάνω στο οποίο ήσαν κεντημένα σχέδια με χρυσό νήμα που ήσαν εξαιρετικά όμορφα. Εδώ τα εξωτερικά τοιχώματα ήσαν πολύ ψηλότερα σε σύγκριση με τούς άλλους περιφραγμένους χώρους και κάθε πύλη ήταν πολύ πιο ψηλή. Κάθε πύλη ήταν αψίδα με θόλο πάνω, ενώ στη στέψη τής αψίδας υπήρχε ψηλό κεντρικό κομμάτι, τα υλικά τού οποίου, τόσο το κεντρικό κομμάτι όσο και η αψίδα, ήσαν κεντημένα με ωραία σχέδια με χρυσό νήμα. Οι πόρτες που έκλειναν την πύλη ήσαν φτιαγμένες από παρόμοιο τάπητα τοίχου, επίσης κεντημένο με χρυσό νήμα. Το κεντρικό κομμάτι πάνω από την πύλη αποτελούνταν από τετράγωνο πύργο με επάλξεις, που είχαν επίσης κατασκευαστεί από τον ίδιο τάπητα τοίχου και έμοιαζαν από κάθε άποψη με εκείνα τής υπόλοιπης πύλης. Τα τείχη του ενός καθώς και τού άλλου περιφραγμένου χώρου στέφονταν στο πάνω μέρος από επάλξεις από το ίδιο κεντητό υλικό. Σε αυτά τα τείχη υπήρχαν κατά διαστήματα παράθυρα, με δικτυωτά πάνω από τα ανοίγματα, φτιαγμένα από μεταξωτά κορδόνια που συμπεριλαμβάνονταν στο κέντημα τού τοιχώματος, ενώ τα ανοίγματα των παραθύρων είχαν παραθυρόφυλλα που έκλειναν, φτιαγμένα επίσης με κέντημα. Μέσα στον ένα περιφραγμένο χώρο είχαν στηθεί πολλές σκηνές, καθεμιά μεγαλοπρεπώς κατεργασμένη και πλούσια διακοσμημένη με διάφορους τρόπους. Ο δεύτερος περιφραγμένος χώρος ήταν κοντά στον πρώτο και τα τοιχώματά του ήσαν από λευκό ζαϋτούνι μεταξωτό υλικό,14 απλό και όχι διακοσμημένο. Αυτός ο περιφραγμένος χώρος είχε επίσης πύλη και παράθυρα στα τοιχώματα, όπως ο άλλος, ενώ μέσα υπήρχαν σκηνές πολλών ειδών και από τον ένα περιφραγμένο χώρο περνούσες στον άλλο εύκολα, μέσω περάσματος με πύλη που έκλεινε.
Σε αυτούς τούς δύο περιφραγμένους χώρους που μόλις περιγράφηκαν και οι οποίοι είχαν στηθεί πρόσφατα, δεν μάς επιτράπηκε να μπούμε και να δούμε εκείνη την ημέρα τής γιορτής, που οργάνωνε ο Τιμούρ στο μεγάλο περίπτερό του. Όμως την επόμενη μέρα μάς οδήγησαν και στους δύο νέους περιφραγμένους χώρους και μάς έδειξαν τις σκηνές και άλλα σχετικά με αυτές θέματα. Πιο πέρα, μπροστά από τα τοιχώματά τους που έχουμε περιγράψει, είχε στηθεί δεύτερο μεγάλο περίπτερο, παρόμοιο με το κρατικό περίπτερο που ήδη αναφέρθηκε τόσο συχνά, όπου ο Τιμούρ συνήθιζε να κάνει το γλέντι του, αλλά αυτό το άλλο ήταν φτιαγμένο από λευκό μεταξωτό υλικό, το οποίο εσωτερικά και εξωτερικά ήταν καλυμμένο με χρωματιστά υφάσματα, που παρουσίαζαν κεντημένα σχέδια και δουλεμένα ένθετα.
Αυτή την ημέρα, κατά την άφιξή μας στο καθορισμένο μέρος για τη γιορτή, μάς άφησαν για λίγο να καθίσουμε κάτω από στέγαστρο τοποθετημένο σε κάποια απόσταση από το μεγάλο περίπτερο, στο οποίο είχαμε ψυχαγωγηθεί την προηγούμενη φορά. Παρατηρήσαμε επίσης, ότι στον ανοιχτό χώρο που βρισκόταν γύρω από τις σκηνές και το μεγάλο περίπτερο τής υψηλότητάς του είχε τοποθετηθεί τώρα αριθμός από μεγάλα δοχεία που περιείχαν κρασί. Ήσαν τοποθετημένα ανά διαστήματα, απέχοντας μεταξύ τους την απόσταση στην οποία μπορεί κανείς να πετάξει πέτρα. Περικύκλωναν λοιπόν έτσι τον προαναφερθέντα χώρο, τού οποίου η περίμετρος πρέπει να είχε μήκος μεγαλύτερο από μισή λεύγα. Κανένας δεν επιτρεπόταν να περάσει στον χώρο ανάμεσα σε αυτή τη γραμμή των δοχείων και το μεγάλο περίπτερο. Έφιπποι άνδρες φρουρούσαν εδώ οπλισμένοι με τόξο και βέλη. Κρατούσαν επίσης ρόπαλα και αν κάποιος πλησίαζε τόσο ώστε να περνά μέσα από τη γραμμή των δοχείων, αυτοί οι άνδρες τον τόξευαν με τα βέλη τους ή τον χτυπούσαν με τα ρόπαλά τους. Μάλιστα παρατηρήσαμε ότι πολλοί είχαν έτσι τραυματιστεί λόγω τής απροσεξίας τους, ενώ κάποιους τούς είχαν πετάξει σχεδόν σαν νεκρούς και βρίσκονταν ξαπλωμένοι στις πύλες τού περιφραγμένου χώρου, γιατί αυτό είχαν διαταχτεί οι εν λόγω φρουροί να κάνουν, ανεξάρτητα από το ποιος μπορούσε να είναι ο παραβάτης. Γύρω και πέρα από αυτόν τον ανοιχτό χώρο είχε τώρα συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός ανθρώπων, περιμένοντας να βγει η υψηλότητά του και να πάρει τη θέση του στο μεγάλο περίπτερο. Γύρω από αυτό και περιβάλλοντάς το είχαν τοποθετηθεί πολλά στέγαστρα και κάτω από κάθε στέγαστρο είχε τοποθετηθεί ένα από εκείνα τα μεγάλα δοχεία κρασιού. Μάλιστα αυτά τα δοχεία είχαν τέτοιο μέγεθος, ώστε να χωρούν σε καθένα από αυτά δεκαπέντε καντάρια κρασιού.15
Όπως εξηγήσαμε προηγουμένως, καθόμασταν για αρκετή ώρα περιμένοντας σε αυτό το μέρος κάτω από το σκέπαστρο, όταν ήρθαν και μάς πήραν από εκεί, γιατί μάς είπαν ότι έπρεπε τώρα να πάμε και να υποβάλουμε τα σέβη μας σε έναν εγγονό τού Τιμούρ, ο οποίος πριν από μία ή δύο ημέρες είχε φτάσει στη Σαμαρκάνδη από την Ελάσσονα Ινδία16 όπου ήταν γενικός κυβερνήτης. Είχε στείλει μήνυμα ο Τιμούρ και τού είχε ζητήσει να έρθει, γιατί ο παππούς του δεν είχε δει το πρόσωπό του τα επτά προηγούμενα χρόνια. Αυτός ο νεαρός πρίγκιπας ήταν γιος τού μεγαλύτερου γιου τού Τιμούρ, ο οποίος είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια και τού οποίου το όνομα ήταν Τζαχανγκίρ.17 Ο Τιμούρ αγαπούσε πολύ τον γιο του τον Τζαχανγκίρ, ενώ τώρα αγαπούσε πολύ και αυτόν τον εγγονό του, λόγω τού πατέρα του. Το όνομα τού νεαρού πρίγκιπα ήταν Πιρ Μουχάμαντ.18 Τώρα μάς οδηγούσαν ενώπιόν του. Τον βρήκαμε σε σκηνή με κόκκινα κεντητά τοιχώματα, καθισμένο σε χαμηλό βάθρο, γύρω από το οποίο στέκονταν πολλοί άρχοντες και μεγάλος αριθμός απλών ανθρώπων, προσέχοντάς τον. Καθώς πλησιάσαμε έξω από τη σκηνή, δύο από τούς άρχοντες τής συνοδείας βγήκαν προς εμάς και πιάνοντάς μας κάτω από τις μασχάλες, μάς έβαλαν να γονατίσουμε στο έδαφος. Στη συνέχεια, αφού σηκωθήκαμε, προχωρήσαμε μερικά βήματα και γονατίσαμε και πάλι. Ύστερα από αυτό μάς έβαλαν στη σκηνή. Κάναμε εδώ τη συνηθισμένη υπόκλιση, βάζοντας το δεξί γόνατο στο έδαφος, σταυρώνοντας ταυτόχρονα τα χέρια μας πάνω στο στήθος και σκύβοντας το κεφάλι. Τα κάναμε όλα αυτά όπως έπρεπε και σηκωθήκαμε, όταν, ύστερα από κάποιο διάστημα, εκείνοι οι άρχοντες που μάς είχαν φέρει μέσα, μάς έβγαλαν έξω, φέρνοντάς μας πίσω, εκεί όπου καθόμασταν πριν, κάτω από το στέγαστρο. Αυτός ο νεαρός πρίγκιπας ήταν, όπως παρατηρήσαμε, πολύ πολυτελώς ντυμένος, όπως συνηθίζουν οι Τάταροι. Φορούσε ένδυμα από μπλε [κινεζικό] ζαϋτούνι μετάξι, κεντημένο με χρυσούς κύκλους, σαν μικρούς τροχούς, οι οποίοι, πίσω και μπρος, κάλυπταν το στήθος και τούς ώμους του και περνούσαν κάτω από το υλικό των μανικιών. Στο κεφάλι του φορούσε καπέλο στολισμένο με πολλά υπέροχα μαργαριτάρια και πολύτιμα πετράδια, ενώ στην κορυφή εμφανιζόταν ένα έξοχο διαφανές ρουμπίνι μπαλάς. Οι άνθρωποι που βρήκαμε να τον συνοδεύουν, έδειχναν όλοι προς αυτόν τον ύψιστο σεβασμό.
Πώς κατέκτησε ο Τιμούρ την Ινδία
Ενώ βρισκόμασταν εκεί, ο πρίγκιπας διασκέδαζε με το θέαμα δύο ανδρών που πάλευαν. Αυτοί οι παλαιστές ήσαν ντυμένοι καθένας με δερμάτινο ρούχο, σαν χιτώνιο χωρίς μανίκια. Αρχικά, καθώς πάλευαν, φαινόταν ότι κανένας δεν μπορούσε να νικήσει τον άλλο. Τούς διέταξαν όμως να τελειώνουν και τότε ο ένας έριξε γρήγορα κάτω τον αντίπαλό του, κρατώντας τον κάτω για μεγάλο διάστημα και μη επιτρέποντάς του να σηκωθεί, γιατί αν ξανασηκωνόταν, θα θεωρούνταν ότι η πτώση του δεν ήταν ήττα. Εκείνη την ίδια μέρα όλοι οι παρόντες ξένοι πρεσβευτές ήρθαν και υπέβαλαν τα σέβη τους σε αυτόν τον πρίγκιπα, τον εγγονό τού Τιμούρ. Προσέξαμε ότι ήταν νεαρός άνδρας, ηλικίας εικοσιδύο περίπου ετών, με δέρμα μελαψό και κίτρινο, ενώ δεν είχε γενειάδα. Μάς πληροφόρησαν ότι έφερε τον τίτλο τού άρχοντα τής Ελάσσονος Ινδίας, αλλά αυτό δεν συμφωνεί με τα αληθινά γεγονότα, γιατί αυτός που είναι τώρα ντόπιος άρχοντας και βασιλιάς τής Ινδίας είναι πράγματι χριστιανός, τού οποίου το ακριβές όνομα είναι τάδε, αφού δεν είναι γνωστό σε μένα.19 Σύμφωνα με όσα ακούσαμε αργότερα, η κύρια πόλη και πρωτεύουσα τής Ινδίας είναι το Δελχί, τού οποίου ο άρχοντας πολέμησε εναντίον τού Τιμούρ, λίγο καιρό από τότε που αυτός εισέβαλε σε εκείνη τη χώρα. Ο βασιλιάς τής Ινδίας είχε τότε τεράστιο στρατό, ενώ, πέρα από τούς πολεμιστές, είχε πάνω από πενήντα πολεμικούς ελέφαντες, πλήρως εξοπλισμένους. Κατά την πρώτη μάχη ο Τιμούρ υπέστη ήττα από τον βασιλιά τής Ινδίας, λόγω τής επίθεσης αυτών ακριβώς των ελεφάντων. Όμως την επόμενη μέρα ο Τιμούρ επέστρεψε για να δώσει μάχη και αυτή τη φορά είχε στρατολογήσει μια μοίρα με καμήλες. Τις έστειλε μπροστά φορτωμένες καθεμιά με φορτίο ξερού χόρτου, για ν΄ αντιταχθούν στους ελέφαντες. Μόλις άρχισε η μάχη, έβαλαν φωτιά σε αυτά τα φορτία εύφλεκτου υλικού και οι καμήλες, όλες μέσα στις φλόγες, τρόμαξαν τόσο πολύ τούς ελέφαντες, που τράπηκαν όλοι σε φυγή. Φαίνεται μάλιστα ότι ο ελέφαντας φοβάται ιδιαίτερα τη φωτιά και η εξήγηση που δίνεται είναι ότι αυτό συμβαίνει επειδή τα μάτια του είναι εξαιρετικά μικρά.
Έτσι, σε αυτή την περίπτωση, εκείνος ο ηγέτης τής Ινδίας υπέστη ήττα και στη συνέχεια ο Τιμούρ πήρε από αυτόν όλη την περιοχή των υψιπέδων τής Ελάσσονος Ινδίας που συνορεύουν με τα εδάφη τής αυτοκρατορίας τής Σαμαρκάνδης. Το μεγαλύτερο μέρος τής Ελάσσονος Ινδίας είναι πετρώδης και ορεινή χώρα, όμως είναι καλά κατοικημένη, έχοντας πολλές μεγάλες πόλεις και πλούσιους οικισμούς, καθώς το έδαφος είναι πολύ γόνιμο. Όταν ο βασιλιάς τής Ινδίας βρέθηκε σε τόσο στενόχωρη κατάσταση από τη μάχη, κατευθύνθηκε στα φυσικά οχυρά των βουνών, συγκεντρώνοντας και πάλι γύρω του στρατεύματα για μάχη. Ο Τιμούρ όμως δεν σκόπευε να δώσει ξανά μάχη. Συγκέντρωσε τον στρατό του και όλους τούς ανθρώπους του και στη συνέχεια αποχώρησε, επιστρέφοντας στα υψίπεδα τού βορρά, όπου ο βασιλιάς τής Ινδίας θεώρησε ότι δεν έπρεπε ν΄ ακολουθήσει. Αλλά αυτή η χώρα των υψηλών οροπεδίων, την οποία κατέκτησε τότε ο Τιμούρ και πήρε από τον βασιλιά τής Ινδίας,20 βρίσκεται τώρα κάτω από την κυβέρνηση τού εγγονού του, τού νεαρού πρίγκιπα για τον οποίο μιλούσαμε. Τα νότια σύνορά της εκτείνονται μέχρι το Ορμούζ,21 που είναι πολύ μεγάλη και πλούσια πόλη. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής τής Ινδίας22 εξακολουθεί να το κατέχει ο βασιλιάς της, που δεν το έχασε όταν νικήθηκε σε εκείνη τη μάχη, για την οποία μιλήσαμε, η οποία έγινε πριν από δώδεκα χρόνια. Από τότε ούτε ο Τιμούρ ούτε ο πρίγκιπας εγγονός του επιδίωξαν ποτέ να εισβάλουν και πάλι σε εκείνη τη χώρα. Οι άνθρωποι τής Μείζονος Ινδίας είναι χριστιανοί κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, όπως είναι και ο βασιλιάς τους, αλλά ανήκουν στο ελληνικό δόγμα, αν και μεταξύ τους υπάρχουν και άλλοι χριστιανοί, που σημαδεύουν τα πρόσωπά τους με φωτιά και έχουν διαφορετικές πεποιθήσεις από τούς υπόλοιπους.23 Αυτούς τούς τελευταίους που φέρουν το σημάδι τής φωτιάς, τούς θεωρούν κατώτερους οι γείτονές τους. Μεταξύ των Ινδών θα συναντήσει κανείς και εβραίους και μουσουλμάνους, αλλά αυτοί ζουν εδώ υποταγμένοι στους χριστιανούς.
<-Κεφάλαιο 12: Σαμαρκάνδη | Κεφάλαιο 14: Σαμαρκάνδη-> |