Κεφάλαιο 14

<-Κεφάλαιο 13: Σαμαρκάνδη Κεφάλαιο 15: Σαμαρκάνδη->

Κεφάλαιο 14: Σαμαρκάνδη

Τα ενδύματα τής Μεγάλης Χάνουμ

Εμάς τούς πρεσβευτές μάς πήγαιναν τώρα πίσω,1 σε εκείνο το στέγαστρο όπου καθόμασταν αρχικά. Εδώ περιμέναμε την ώρα τού μεσημεριού, όταν ο Τιμούρ, αφήνοντας την ιδιωτική του σκηνή, θα εμφανιζόταν στο μεγάλο περίπτερο. Ήρθε εκεί και μάς υποδέχθηκε, μαζί με μεγάλο πλήθος των αυτοκρατορικών του συγγενών και με πολλούς άλλους πρεσβευτές από ξένες χώρες, που είχαν φτάσει για να παρουσιαστούν ενώπιόν του. Εμείς και αυτοί παίρναμε τώρα όλοι τις θέσεις μας, με την κατάλληλη σειρά προτεραιότητας, παρουσία τής υψηλότητάς του, κάτω από το μεγάλο περίπτερο, όντας θεατές των διαφόρων παιχνιδιών που επιδεικνύονταν τώρα μπροστά του. Τότε επίσης έβγαλαν τούς ελέφαντές του, με τα δέρματά τους ζωγραφισμένα με πράσινο, κόκκινο και άλλα χρώματα, καθένας με το κάστρο του2 στην πλάτη του. Έβαλαν αυτούς τούς ελέφαντες να κάνουν πολλά κόλπα. Μερικοί έπαιζαν μικρά τύμπανα καθώς οι ελέφαντες συνέχιζαν τις παραστάσεις τους και ο θόρυβος που έκαναν ήταν εκπληκτικός, ενώ μέσα στο περίπτερο όπου βρισκόταν ο Τιμούρ, ήσαν επίσης συγκεντρωμένοι οι μουσικοί, που έπαιζαν δυνατά τα διάφορα μουσικά τους όργανα. Γύρω-γύρω και κυρίως μπροστά στην υψηλότητά του είχαν στηθεί στο έδαφος τριακόσια περίπου δοχεία κρασιού. Επίσης υπήρχαν δύο τρίποδες φτιαγμένοι από ξύλινα δοκάρια βαμμένα κόκκινα, ενώ από τον καθένα κρεμόταν ένας μεγάλος δερμάτινος σάκος, γεμάτος με κρέμα γάλακτος και γάλα φοράδας. Οι ακόλουθοι, με ραβδιά στα χέρια τους, ανακάτευαν συνεχώς, κουνώντας το γάλα πίσω και εμπρός, ενώ κάθε τόσο έριχναν μέσα πολλούς βώλους ζάχαρης. Αυτό γινόταν στην υπηρεσία τής παροχής ποτού για τούς επισκέπτες εκείνη τη μέρα, τόσο κρασιού όσο και γάλακτος.

Τώρα που όλα βρίσκονταν σε τάξη και κανονισμένα, είδαμε τη Μεγάλη Χάνουμ, την κύρια σύζυγο τής υψηλότητάς του, να βγαίνει από έναν από εκείνους τούς γειτονικούς περιφραγμένους χώρους, για τούς οποίους μιλήσαμε και οι οποίοι συνόρευαν με το μεγάλο περίπτερο, γιατί έπρεπε να παρευρίσκεται στη γιορτή μαζί με τον κύριό της. Ήταν ντυμένη και στολισμένη ως εξής: Το εξωτερικό της ένδυμα ήταν από κόκκινο μετάξι κεντημένο με χρυσό. Ήταν πολύ φαρδύ και είχε μακριά ουρά που ακουμπούσε στο έδαφος. Αυτό το ένδυμα ήταν φτιαγμένο χωρίς μανίκια. Τα μόνα ανοίγματά του ήσαν εκείνο στον λαιμό, από το οποίο ξεπρόβαλλε το κεφάλι της, καθώς και τα δύο για να περνούν οι βραχίονές της. Το ένδυμα ανέβαινε ψηλά στον λαιμό. Αυτό το ρούχο δεν είχε μέση και η φούστα ήταν υπερβολικά φαρδιά κάτω, ενώ τη μακριά ουρά κρατούσαν δεκαπέντε κυρίες επί των τιμών, που περπατούσαν από πίσω, επιτρέποντάς της έτσι να προχωράει μπροστά. Το πρόσωπο τής Χάνουμ φαινόταν να είναι εξ ολοκλήρου καλυμμένο με λευκό μόλυβδο ή με κάποιο τέτοιο καλλυντικό, ενώ το αποτέλεσμα ήταν να φαίνεται σαν να φορούσε χάρτινη μάσκα. Οι γυναίκες συνηθίζουν ν΄ αλείφουν με αυτό το καλλυντικό τα πρόσωπά τους τόσο το καλοκαίρι όσο και τον χειμώνα, για να τα προστατεύουν από τον ήλιο, όταν βγαίνουν έξω. Όλες οι συνοδοί τής υψηλότητάς της είχαν τα πρόσωπά τους έτσι προστατευμένα, καθώς επίσης και οι άλλες κυρίες τής αυλής.

Η Μεγάλη Χάνουμ φορούσε μπροστά από το πρόσωπό της λεπτό λευκό πέπλο, ενώ το κόκκινο τού καλύμματος τού κεφαλιού της έμοιαζε πολύ με λειρί κράνους, όπως εκείνα που φοράμε εμείς οι άνδρες όταν κονταρομαχούμε στην αρένα. Όμως το δικό της λειρί ήταν από κόκκινο υλικό και η άκρη του κρεμόταν κάτω, εν μέρει πάνω στους ώμους της. Στο πίσω μέρος το λειρί αυτό ήταν πολύ ψηλό και ήταν στολισμένο με πολλά μεγάλα στρογγυλά μαργαριτάρια, όλα καλής λάμψης, καθώς και με πολύτιμα πετράδια όπως ρουμπίνια μπαλάς και τυρκουάζ, έξοχα τοποθετημένα. Στο στρίφωμα αυτού τού καλύμματος κεφαλιού φαινόταν κέντημα με χρυσή κλωστή, ενώ γύρω του φορούσε πολύ όμορφη γιρλάντα από καθαρό χρυσάφι, στολισμένη με μεγάλα μαργαριτάρια και πετράδια. Επίσης η κορυφή αυτού τού λειριού που μόλις περιγράφηκε ήταν στημένη πάνω σε πλαίσιο, πάνω στο οποίο εμφανίζονταν τρία μεγάλα ρουμπίνια μπαλάς, καθένα με πλάτος δύο περίπου δάχτυλα, τα οποία ήσαν διαυγή και έλαμπαν στο φως. Πάνω από όλα αυτά υψωνόταν μακρύ λευκό λοφίο, με ύψος έναν πήχη, τα φτερά τού οποίου κρέμονταν, έτσι ώστε μερικά να κρύβουν σχεδόν το πρόσωπο, φτάνοντας κάτω από τα μάτια. Αυτό το λοφίο στηριζόταν από χρυσό σύρμα, ενώ στην κορυφή εμφανιζόταν ένας λευκός κόμπος από φτερά, γαρνιρισμένος με μαργαριτάρια και πολύτιμα πετράδια. Καθώς προχωρούσε, αυτό το δυνατό κάλυμμα κεφαλής κυμάτιζε πίσω και εμπρός, ενώ η πριγκίπισσα είχε τα μαλλιά της λυτά, να κρέμονται πάνω από τούς ώμους της. Ήσαν πολύ μαύρα στο χρώμα, γιατί αυτή είναι μάλιστα η απόχρωση την οποία έχουν στη μεγαλύτερη εκτίμηση, θεωρώντας ότι τα μαύρα μαλλιά είναι πιο όμορφα από οποιοδήποτε άλλο χρώμα, ενώ οι γυναίκες βάφουν τα μαλλιά τους για να τα διατηρούν μαύρα. Για να κρατάει σταθερό αυτό το λοφίο και τα άλλα στολίδια πάνω στο κεφάλι της, η πριγκίπισσα συνοδευόταν από πολλές κυρίες που περπατούσαν δίπλα της, μερικές από τις οποίες, ενώ τη στήριζαν, κρατούσαν τα χέρια τους πάνω στο στόλισμα τού κεφαλιού. Μάλιστα συνολικά φαινόταν να έχει γύρω της τριακόσιες περίπου συνοδούς.

Πάνω από το κεφάλι τής πριγκίπισσας υπήρχε ομπρέλα για τον ήλιο. Την κρατούσε ένας άνδρας και το ραβδί της ήταν κοντάρι στο μέγεθος λόγχης. Αυτή η ομπρέλα ήταν από άσπρο μεταξωτό, σχήματος θόλου και στρογγυλή, σαν την κορυφή σκηνής, με ξύλινα νεύρα που κρατούσαν το υλικό εκτεταμένο. Την κρατούσαν πολύ προσεκτικά πάνω από το κεφάλι της καθώς περπατούσε, για να προστατεύουν το πρόσωπό της από τον ήλιο. Μπροστά από αυτήν και τις κυρίες τής ακολουθίας της περπατούσαν πολλοί ευνούχοι, οι οποίοι στους Τατάρους είναι εκείνοι που έχουν πάντοτε την ευθύνη των γυναικών τους. Έτσι προχωρούσε η πομπή, μπαίνοντας στο περίπτερο όπου ήταν ήδη καθισμένος ο Τιμούρ. Η Μεγάλη Χάνουμ έπαιρνε τώρα τη θέση της δίπλα στην υψηλότητά του, αλλά ελαφρώς πίσω, σε χαμηλό βάθρο, μπροστά από το οποίο είχαν σωριαστεί πολλά μικρά στρώματα, το ένα πάνω στο άλλο, για ν΄ ακουμπά εκείνη πάνω τους, ενώ οι κυρίες που τη συνόδευαν έπαιρναν τις θέσεις τους έξω στο βάθος, πέρα από το περίπτερο. Τρεις όμως από τις κυρίες της μπήκαν και κάθισαν δίπλα της, επειδή σε αυτές είχε ανατεθεί να κρατούν στη θέση του εκείνο το μεγάλο λοφίο που περιγράψαμε ότι στόλιζε το κεφάλι της και το οποίο δεν θα στεκόταν, αν δεν το σταθεροποιούσαν δεξιά και αριστερά με τα χέρια τους.

Οι οκτώ σύζυγοι τού Τιμούρ

Μόλις η Μεγάλη Κυρία κάθισε έτσι, φάνηκε να έρχεται από εκείνον τον άλλο περιφραγμένο χώρο, για τον οποίο έχουμε μιλήσει, η Δεύτερη Κυρία, μια άλλη από τις συζύγους τής υψηλότητάς του. Ήταν ντυμένη παρόμοια, με κόκκινα ενδύματα, με κάλυμμα κεφαλής που σχημάτιζε λειρί, όπως περιγράφηκε πιο πάνω. Φορούσε κι αυτή πολλά κοσμήματα και προχωρούσε συνοδευόμενη με την ίδια επισημότητα όπως και στην πρώτη περίπτωση, έχοντας πολλές κυρίες να τη συνοδεύουν. Τώρα έμπαινε στο περίπτερο, προχωρώντας να πάρει τη θέση της ενώπιον τής υψηλότητάς του πάνω σε βάθρο, που βρισκόταν κάπως πιο πίσω σε σχέση με εκείνο στο οποίο καθόταν η Μεγάλη Κυρία. Η συγκεκριμένη σύζυγος τού Τιμούρ ονομάζεται Κιουτσούκ Χάνουμ3 και είναι η δεύτερη στην τάξη.

Στη συνέχεια, βγαίνοντας από άλλο περιφραγμένο χώρο και τις σκηνές του, ερχόταν η τρίτη σύζυγος τής υψηλότητάς του, με την τελετή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να είναι η ίδια. Πήρε τη θέση της μέσα στο περίπτερο, αλλά σε κάπως χαμηλότερο βάθρο και στο πίσω μέρος. Έτσι, η μία μετά την άλλη εκείνη την ημέρα, εμφανίστηκαν εννέα πριγκίπισσες τού βασιλικού οίκου, παίρνοντας προκαθορισμένες θέσεις στα αντίστοιχα καθίσματά τους ενώπιον τού Τιμούρ. Όλες τους ήσαν παρόμοια ντυμένες και στολισμένες με κοσμήματα, ενώ οκτώ από αυτές ήσαν σύζυγοι τού Τιμούρ, με την ένατη να είναι η σύζυγος ενός από τούς εγγονούς του. Οι σύζυγοι τής εξοχότητάς του έχουν τα ακόλουθα ονόματα. Η επικεφαλής σύζυγος, όπως προαναφέρθηκε, είναι γνωστή ως Χάνουμ και αυτό σημαίνει, σαν να λέμε, η Βασίλισσα ή η Μεγάλη Κυρία. Είναι η κόρη τού [Τσαγκατάι] άρχοντα τής Σαμαρκάνδης των παλαιότερων εποχών. Ήταν επίσης άρχοντας ολόκληρης τής Περσίας και η αυτοκρατορία του εκτεινόταν ακόμη και στη Δαμασκό, ενώ το όνομά του ήταν Καζάν Χαν.4 Είχε βασιλική καταγωγή από την πλευρά τής μητέρας του, αλλά δεν ήταν με βεβαιότητα γνωστό ποιος ήταν ο πατέρας του. Ήταν πολύ γενναίος διοικητής, που είχε κερδίσει πολλές μάχες. Επίσης είχε εκδώσει νόμους και διατάγματα, ορισμένοι από τούς οποίους εξακολουθούν να ισχύουν και να κυβερνούν τις υποθέσεις τού κράτους σε όλη την αυτοκρατορία τού Τιμούρ. Η δεύτερη σύζυγος, όπως ήδη είπαμε, είναι η Κιουτσούκ Χάνουμ, που σημαίνει Μικρή Κυρία.5 Ήταν κόρη ενός βασιλιά που ονομαζόταν Τουμάν Αγά6 και κυβερνούσε χώρα γνωστή ως Ανταράμπα.7 Η τρίτη σύζυγος φέρει το όνομα Τουκέλ Χάνουμ,8 η τέταρτη είναι η Τσελπάν Μουλκ Αγά,9 η πέμπτη είναι η Μουντούζ Αγά10 και οι δύο επόμενες φέρουν αντίστοιχα τα ονόματα Βενγκάραγα11 και Ρόπα Αρμπάραγα.12 Η όγδοη και τελευταία σύζυγος είναι γνωστή ως Τζαβάρ Αγά,13 που στη γλώσσα τους σημαίνει «Βασίλισσα των Καρδιών».14 Ο Τιμούρ έχει γιορτάσει τον γάμο του μαζί της πρόσφατα, δηλαδή τον Αύγουστο που μόλις πέρασε, ενώ ήταν ο ίδιος που τής έδωσε αυτό το όνομα.

Ο γάμος των εγγονών του

Όταν όλες αυτές οι κυρίες κάθισαν όπως έπρεπε και όλα τακτοποιήθηκαν κατάλληλα, άρχισε το ποτό και κράτησε για σημαντικό χρονικό διάστημα. Οι διάφορες σύζυγοι τής υψηλότητάς του ήσαν από τούς πρώτους που σερβιρίστηκαν με κρασί και στη συνέχεια με εκείνο το ρόφημα από γάλα φοράδας, που ετοιμάζεται με τον τρόπο που περιγράφηκε πιο πάνω. Στη συνέχεια περιποιήθηκαν εμάς στις σκηνές, όπου η πριγκίπισσα Χανζαντέ οργάνωνε τη γιορτή της. Λίγο αργότερα ο Τιμούρ κάλεσε και τούς δύο εμάς τούς πρεσβευτές να έρθουμε μπροστά του και παίρνοντας ένα κύπελλο κρασί στο χέρι του, το πρόσφερε στον δάσκαλο τής Θεολογίας,15 προστάζοντάς τον να πιει, γιατί ήξερε καλά ότι εγώ, ο Ρούι Γκονζάλες, δεν θα γευόμουν αυτό το κρασί. Εκείνοι που τούς δίνουν να πίνουν από τα χέρια τού Τιμούρ, πρέπει να το κάνουν τελετουργικά και με τον ακόλουθο τρόπο. Προχωρούν προς τα εμπρός και γονατίζουν λυγίζοντας το δεξί γόνατο, όταν βρίσκονται σε κάποια απόσταση και πριν πλησιάσουν. Ύστερα σηκώνονται, βαδίζουν πιο κοντά προς αυτόν και γονατίζουν με τα δύο γόνατα στο έδαφος, παίρνοντας το προσφερόμενο κύπελλο από το χέρι του. Στη συνέχεια σηκώνονται και προχωρούν για λίγο προς τα πίσω, φροντίζοντας πάντοτε ν΄ αντικρύζουν την υψηλότητά του. Γονατίζουν ξανά και έπειτα πίνουν μονορούφι όλο το περιεχόμενο τού κυπέλλου, γιατί το ν΄ αφήσουν μέσα σε αυτό κρασί χωρίς να το πιούν είναι αντίθετο με τούς καλούς τρόπους. Ύστερα, έχοντας καταπιεί τη γουλιά, σηκώνονται ξανά και χαιρετούν, βάζοντας το χέρι στο κεφάλι. Όταν κληθήκαμε εμείς οι πρεσβευτές για προσφορά κρασιού, δύο από τούς άρχοντες τής συνοδείας άρπαξαν καθέναν από εμάς κάτω από τις μασχάλες και δεν μάς άφησαν μέχρι τη στιγμή που μάς έφεραν στη συνέχεια πίσω στα καθίσματά μας.

Οι προσωπικοί μας συνοδοί και υπηρέτες είχαν ήδη τοποθετηθεί όλοι κάτω από στέγαστρο, που βρισκόταν κοντά στο περίπτερο όπου γινόταν η γιορτή. Γύρω-γύρω είχαν τοποθετηθεί πολλές μικρότερες σκηνές και στέγαστρα, όπου κάθονταν οι διάφοροι άλλοι πρεσβευτές, που είχαν έρθει για να παρευρεθούν στην αυλή τής υψηλότητάς του, αλλά οι οποίοι δεν θεωρούνταν πρώτης σειράς, ώστε να δικαιολογούν θέση στο μεγάλο περίπτερο, εκεί όπου βρισκόταν η θέση τού ίδιου τού Τιμούρ. Κάτω από κάθε τέτοιο στέγαστρο είχε τοποθετηθεί μεγάλο δοχείο κρασιού, για να πίνουν οι καλεσμένοι που φιλοξενούνταν εκεί. Επίσης η υψηλότητά του έστελνε τώρα δύο από εκείνα τα ειδικά δοχεία κρασιού που βρίσκονταν στο περίπτερο μπροστά του, για να πίνει αυτός. Τα έστελνε στο στέγαστρο όπου κάθονταν οι συνοδοί και οι υπηρέτες μας, φροντίζοντας εμάς, τούς πρεσβευτές τής Ισπανίας. Ακριβώς μπροστά από το σημείο όπου ο Τιμούρ είχε πάρει τη θέση του, στήθηκε ξύλινο πλαίσιο με συρμάτινα κορδόνια, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι γυμναστές στα κόλπα που προχωρούσαν να εκτελέσουν.

Οι ελέφαντες

Ύστερα οδηγήθηκαν μπροστά οι ελέφαντες, δεκατέσσερις σε αριθμό. Κάθε ζώο έφερε πάνω στην πλάτη του ξύλινο κάστρο16 που ήταν σκεπασμένο με μεταξωτές επενδύσεις, ενώ το κάστρο είχε τέσσερα πράσινα και κίτρινα λάβαρα στις γωνίες. Μέσα σε κάθε κάστρο υπήρχαν πέντε ή έξι άνδρες. Υπήρχε επίσης ένας άνθρωπος που καθόταν στον λαιμό τού ελέφαντα και κρατούσε βούκεντρο στο χέρι του, για να καθοδηγεί το ζώο και να τον κάνει ν΄ ακολουθεί την εντολή του.

Αυτοί οι ελέφαντες ήσαν πολύ μαύροι και τα δέρματά τους δεν είχαν τρίχες παρά μόνο στην ουρά, που είναι τριχωτή όπως εκείνη τής καμήλας, όπου οι τρίχες έχουν μεταξένια υφή. Ήσαν τεράστιοι σε μέγεθος, όπου καθένας είχε το βάρος τεσσάρων ή πέντε μεγάλων ταύρων. Τα σώματά τους είναι αδέξια φτιαγμένα. Δεν έχουν τη χάρη τής μορφής και είναι σαν να ήταν το καθένα ένας μεγάλος σάκος παραφουσκωμένος. Στην άρθρωση τού αστραγάλου το πόδι κατεβαίνει απευθείας, όπως συμβαίνει με το βουβάλι, αλλά στον ελέφαντα τα πόδια, τόσο το μπροστινό ζεύγος όσο και το πίσω, είναι εξίσου τεράστια σε μέγεθος. Το πόδι είναι στρογγυλό και παχουλό, με πέντε δάκτυλα, καθένα με το μαύρο του νύχι, που δεν είναι διαφορετικά από τα δάχτυλα των ποδιών τού ανθρώπου. Ο ελέφαντας δεν έχει αυτό που λέμε λαιμό, ενώ τα πάνω οστά των πλευρών του είναι εδώ μεγάλου μεγέθους στο εμπρόσθιο μέρος, έτσι ώστε το κεφάλι του να ενώνεται κατευθείαν με το σώμα και να μη μπορεί να κατεβάσει το στόμα του στο έδαφος για να φάει. Τα αυτιά είναι πολύ μεγάλα, στρογγυλού σχήματος, ενώ το χείλος είναι σαν να έχει κοπεί. Τα μάτια τού ελέφαντα είναι εξαιρετικά μικρά. Καθισμένος πίσω από τον λαιμό, ο φύλακάς του καβαλά με ανοιχτά τα σκέλη και κρατά βούκεντρο στο χέρι του, με το οποίο παροτρύνει το ζώο να κινηθεί προς τα εμπρός, κάνοντάς το να πάει όπου αυτός θέλει. Το κεφάλι τού ελέφαντα είναι πολύ μεγάλο, μάλιστα όχι διαφορετικό στο σχήμα από το σαμάρι γαϊδάρου, αλλά μικρότερο. Μπροστά στο πρόσωπο υπάρχει κοιλότητα από την οποία ξεκινά η προβοσκίδα, η οποία κατεβαίνει εκεί όπου θα ήταν αλλιώς η μύτη. Η προβοσκίδα είναι στη μορφή φαρδιά πάνω και κωνική κάτω, μοιάζοντας κάπως με μανίκι, ενώ φτάνει μέχρι το έδαφος. Η προβοσκίδα είναι διάτρητη πέρα ως πέρα και μέσω αυτής πίνει ο ελέφαντας όταν χρειάζεται, γιατί βάζει την άκρη της στο νερό και το αναρροφά στο στόμα του, μέσω τής μύτης του, όπως θα λέγαμε.

Επίσης τρέφεται με την προβοσκίδα του, επειδή δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει έτσι το στόμα του, το οποίο, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, δεν μπορεί να το κατεβάσει στο έδαφος. Επομένως, για να φάει πρέπει ν΄ ανεβάσει την τροφή στο στόμα του με την προβοσκίδα του και με αυτήν θα πιάσει το χορτάρι και θα το τραβήξει, κόβοντάς το σαν να το κόβει μαχαίρι, φέρνοντάς το στο στόμα του, στο οποίο το οδηγεί με μια στροφή τής προβοσκίδας. Στη συνέχεια επαναλαμβάνει αυτές τις κινήσεις και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο τρώει. Έτσι βλέπουμε ότι ο ελέφαντας ικανοποιεί όλες τις ανάγκες του με την προβοσκίδα. Επομένως η προβοσκίδα δεν παραμένει ποτέ ακίνητη, αλλά πάντοτε διατηρείται σε κίνηση, τυλίγεται και ξετυλίγεται σαν φίδι. Μπορεί ν΄ αγγίξει τη σπονδυλική του στήλη σε οποιοδήποτε σημείο της με την προβοσκίδα. Μάλιστα δεν υπάρχει κανένα μέρος τού σώματός του, που να μη μπορεί να το φτάσει με αυτήν. Το στόμα τού ελέφαντα φαίνεται ν΄ ανοίγει κάτω ακριβώς από τη ρίζα τής προβοσκίδας, όπου και στις δύο πλευρές τα σαγόνια είναι σαν εκείνα ενός γουρουνιού ή ενός αγριογούρουνου. Εδώ έχει δύο χαυλιόδοντες, καθέναν τόσο χοντρό όσο το πόδι τού ανθρώπου και μακρύ όσο το άνοιγμα και των δύο χεριών τεντωμένων. Όταν ετοιμάζουν τούς ελέφαντές τους για να πολεμήσουν, περνούν ένα μεγάλο σιδερένιο δαχτυλίδι σε κάθε χαυλιόδοντα και στερεώνουν πάνω του λεπίδα σπαθιού, όπως τα αυλακωτά σπαθιά που χρησιμοποιούμε στον πόλεμο, αλλά τα δικά τους είναι βραχύτερα, μόνο όσο το μήκος τού βραχίονα τού ανθρώπου. Ο ελέφαντας είναι πολύ έξυπνο ζώο και γρήγορα κάνει όλα εκείνα που προστάζει ο κύριός του που τον καθοδηγεί. Ο αναβάτης του κάθεται με ανοιχτά τα πόδια στον λαιμό του. Τα πόδια τού αναβάτη περνούν πίσω από τα αυτιά τού ελέφαντα, όπου ο λαιμός είναι τόσο κοντός, που ίσα-ίσα υπάρχει χώρος για να καθίσει ο άνθρωπος. Ο αναβάτης έχει στο χέρι του βούκεντρο, με το οποίο γρατζουνά το κεφάλι τού ζώου, κάνοντάς το να βαδίζει προς την κατεύθυνση που θέλει. Γιατί μόλις σημαδέψει με το βούκεντρο σε ποια κατεύθυνση πρέπει να πάει, ο ελέφαντας προχωρεί αμέσως προς τα εκεί. Και αν ο ίδιος γυρίσει το βούκεντρο σημαδεύοντας στην άλλη κατεύθυνση, ο ελέφαντας θα σηκωθεί γρήγορα στα πίσω του πόδια και θα στρίψει, όπως θα έκανε μια αρκούδα, γιατί το βάδισμα και οι κινήσεις του μοιάζουν πολύ με το ανακατεμένο βάδισμα μιας αρκούδας.

Όταν ετοιμάζουν τον ελέφαντα για να πολεμήσει, ο κύριός του πηγαίνει οπλισμένος, γιατί το ίδιο συμβαίνει και με τον ελέφαντα, όπως εξηγήσαμε. Η επίθεσή του αποτελείται από μια σειρά από άλματα, όχι διαφορετικά από τον τρόπο με τον οποίο θα προχωρούσε μια αρκούδα, ενώ στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας τις λεπίδες σπαθιών με τις οποίες είναι εξοπλισμένοι οι χαυλιόδοντές του, δίνει σε κάθε βήμα του ένα χτύπημα σηκώνοντας το κεφάλι του, για να το ρίξει και πάλι προς τα κάτω. Τα χτυπήματα κατευθύνονται προς όποιον τού αντιτάσσεται. Όταν βρίσκεται σε μάχη, ο κύριός του θα τον παρακινήσει σε μεγαλύτερη οργή, χτυπώντας το ζώο στο κεφάλι μπροστά και τραυματίζοντάς το εκεί με την αιχμή τού βούκεντρου. Καθώς ο ελέφαντας αισθάνεται αυτή την πληγή, βγάζει ένα δυνατό γρυλλισμό σαν γρυλλισμό γουρουνιού και ανοίγοντας το στόμα του, ορμά μπροστά κατευθυνόμενος από τον κύριό του με το βούκεντρο. Αυτό το τραύμα που έχει δεχθεί εκείνη την ημέρα, θα θεραπευθεί την ίδια νύχτα εντελώς, αν το ζώο αφεθεί έξω, στην ύπαιθρο, αλλά αν τον βάλουν κάτω από το κάλυμμα μιας στέγης, θα πεθάνει αμέσως από αυτό. Ο κύριός του που τον ιππεύει, εύκολα θα κάνει τον ελέφαντα να σηκώσει γι’ αυτόν οποιοδήποτε αντικείμενο από το έδαφος, οσοδήποτε βαρύ κι αν είναι. Για να το κάνει αυτό, ξετυλίγει την προβοσκίδα του, τη βάζει κάτω, σηκώνει αυτό που τού δείχνουν και στρέφοντας την προβοσκίδα προς τα πίσω, το δίνει σε εκείνους που βρίσκονται στο κάστρο, πάνω στην πλάτη του. Όταν οι άνδρες που βρίσκονται πάνω σε αυτό το κάστρο, θέλουν να κατέβουν, διατάζουν τον ελέφαντα να γονατίσει. Το κάνει αυτό τεντώνοντας τα πίσω πόδια προς τα πίσω και τα μπροστινά πόδια προς τα εμπρός, χαμηλώνοντας μέχρι ν΄ ακουμπήσει η κοιλιά του στο έδαφος. Οι άνδρες στο κάστρο μπορούν τώρα να κατέβουν, γλιστρώντας πάνω στα πίσω πόδια και κρατώντας σχοινιά δεμένα στις πλευρές τού κάστρου.

Την ημέρα για την οποία μιλάμε, έβαλαν τούς ελέφαντες να κάνουν πολλά κόλπα. Έτσι κάποια στιγμή τούς έβαλαν να συναγωνιστούν στο τρέξιμο με άλογα, ενώ στη συνέχεια έτρεξαν κυνηγώντας τα πλήθη που ήσαν συγκεντρωμένα γύρω. Όταν όλοι οι ελέφαντες επιτίθεντο κατά μέτωπο, φαινόταν σαν να έτρεμε η ίδια η γη από την εφόρμησή τους. Μάλιστα δεν υπάρχει ζώο ή ιππέας ή άνθρωπος, που να μπορεί ν΄ αντισταθεί στην επίθεσή τους. Απ’ όσα είδα, θεωρώ ότι στη μάχη κάθε ελέφαντας μπορεί να θεωρηθεί ως το ισοδύναμο χιλίων πεζών στρατιωτών. Πράγματι, έτσι είναι, γιατί όταν τούς κυκλώνει πλήθος που πολεμά, καταπατούν και συνθλίβουν τούς άνδρες σε κάθε κατεύθυνση. Όταν τραυματιστούν, πολεμούν καλύτερα, χωρίς ν΄ αντιλαμβάνονται το σημείο κινδύνου. Όσον αφορά τούς χαυλιόδοντές τους, καθώς αυτοί έχουν μεγάλο μήκος και είναι έτσι φτιαγμένοι από τη φύση τους ώστε να χρησιμεύουν μόνο για να δίνουν χτύπημα προς τα πάνω, συνηθίζουν να τούς κόβουν κοντούς και στη συνέχεια να εξοπλίζουν τη βάση καθενός με λεπίδα ξίφους, όπως ήδη ειπώθηκε. Έτσι οπλισμένοι, μπορούν τώρα να δίνουν χτυπήματα προς τα κάτω. Ο ελέφαντας μπορεί να περάσει ολόκληρη μέρα ή ακόμη και δύο μέρες χωρίς να τραφεί. Λένε ότι όταν βρίσκονται σε μάχη, θα πολεμήσουν ακόμη και για τρεις ημέρες χωρίς να χρειάζονται φαγητό.

Η γιορτή τής Μεγάλης Χάνουμ

Στη διάρκεια τής γιορτής για την οποία μιλάμε, αφού ο Τιμούρ και οι σύζυγοί του συνέχισαν να πίνουν το κρασί τους για κάποιο διάστημα, έπειτα δόθηκε εντολή να φέρουν το φαγητό για να δειπνήσουν. Άλογα και πρόβατα είχαν ψηθεί ολόκληρα, με τις τρίχες να έχουν αφαιρεθεί από το δέρμα τού αλόγου, ενώ τα πρόβατα τα είχαν πρώτα γδάρει. Τα φαγητά, όταν ετοιμάζονταν, τα σέρβιραν σε μεγάλους στρογγυλούς δίσκους17 από σταμπωτό δέρμα που ονομάζεται γκουαδαμασίρ,18 το οποίο οι ακόλουθοι έσερναν στο γρασίδι από το ένα μέρος στο άλλο. Τέτοια ήταν η ποσότητα τού κρέατος που έπρεπε να σερβιριστεί, ώστε τριακόσιοι άνδρες και περισσότεροι έπρεπε να εξυπηρετούν τούς καλεσμένους ως σερβιτόροι. Μεγάλη ήταν η φωνή που έβγαζαν όλοι, καθώς το κρέας τακτοποιούνταν τελικά στις γαβάθες που τοποθετούνταν τώρα μπροστά στον Τιμούρ, ενώ, ως συνήθως, το κρέας σερβιριζόταν για να φαγωθεί χωρίς ψωμί. Σε όλη αυτή τη διάρκεια έρχονταν διαδοχικά καροτσάκια φορτωμένα με ακόμη περισσότερο κρέας και ύστερα καμήλες φορτωμένες με άλλα φαγητά, τοποθετημένα σε πανέρια δεξιά και αριστερά τους, ενώ τα κατέβαζαν όλα στο έδαφος για να σερβιριστούν στους διάφορους καλεσμένους, όπου μάλιστα αυτά απλώνονταν σε μεγάλους σωρούς. Σύντομα όμως θα τρώγονταν όλα και θα εξαφανίζονταν. Όταν ο χώρος καθάρισε από όλο το ψημένο κρέας, έφεραν τραπέζια, αλλά χωρίς τραπεζομάντηλα, και πάνω τους τοποθέτησαν λεκάνες γεμάτες με κοκκινιστό κρέας. Ύστερα ακολούθησε ρύζι με άλλα γλυκά, όπως τηγανίτες και ζαχαρωμένο ψωμί. Τώρα πια είχε πέσει η νύχτα. Έφεραν λοιπόν πολλά φανάρια για να φωτίσουν το περίπτερο όπου καθόταν η υψηλότητά του. Τότε όλοι άρχισαν να τρώνε και να πίνουν περισσότερο, δηλαδή οι κυρίες τής αυλής και οι άρχοντες, ενώ το πλήθος έξω γινόταν όλο και μεγαλύτερο καθώς συνεχιζόταν η γιορτή, η οποία μάλιστα είχαμε ακούσει ότι θα διαρκούσε όλη τη νύχτα, γιατί ήταν η νύχτα τού γάμου ενός από τούς εγγονούς τού Τιμούρ, τού οποίου η νύφη ήταν επίσης συγγενής του. Όταν λοιπόν ανακαλύψαμε ότι η διασκέδαση θα κρατούσε μέχρι το ξημέρωμα, ενώ είδαμε ότι κάποιοι που το προτιμούσαν, είχαν ήδη αναχωρήσει, φύγαμε κι εμείς για να γυρίσουμε στα καταλύματά μας, αφήνοντας την υψηλότητά του με τις συζύγους του και τις πριγκίπισσες να γιορτάσουν τη γαμήλια γιορτή μέχρι το τέλος της.

Οι θησαυροί τής σκηνής της

Την Πέμπτη 16 Οκτωβρίου, η υψηλότητά του οργάνωσε μια ακόμη ψυχαγωγία, στην οποία προσκληθήκαμε εμείς οι πρεσβευτές. Πραγματοποιήθηκε σε έναν από τούς άλλους περιφραγμένους χώρους, σε εκείνον που ήταν έξοχα και πολύ πλούσια διαμορφωμένος. Η μεγάλη σκηνή όπου συγκεντρωθήκαμε ήταν από εκείνες που δεν στήνονται με σχοινιά, αλλά, όπως περιγράφηκε πιο πάνω, ήταν υψωμένη και στηριζόταν σε κοντάρια προσαρμοσμένα στα τοιχώματα, όπου τα τελευταία αυτά ήσαν όμορφα στολισμένα. Η υψηλότητά του έβαλε να μάς φέρουν μέσα στη σκηνή για να καθίσουμε μαζί του. Έπινε κρασί εκείνη την ημέρα, όπως όλοι εκείνοι που ήσαν καλεσμένοι του. Μάλιστα για να προλάβουν να μεθύσουν γρηγορότερα και ν΄ απολαύσουν τη μέθη, βλέπαμε ότι τώρα τούς σέρβιραν οινοπνευματώδη καθώς και κρασί. Τα κρέατα και πάλι αυτή την ημέρα ήσαν σε μεγάλη αφθονία, ενώ το ποτό, όπως ειπώθηκε, ήταν τέτοιο, που όλοι, όταν έφευγαν από τη γιορτή, ήσαν εντελώς μεθυσμένοι, με την υψηλότητά του να παραμένει τελικά μόνος στη σκηνή, όπου τον βρήκαμε σε κατάσταση μεγάλης ευθυμίας και ευχαρίστησης. Τώρα λοιπόν παίρναμε την άδεια να επιστρέψουμε στα καταλύματά μας, γιατί και πάλι η γιορτή είχε κρατήσει ολόκληρη την ημέρα, αλλά αυτή την ώρα τελείωνε, καθώς έπεφτε το σκοτάδι.

Την επόμενη μέρα, την Παρασκευή 17 Οκτωβρίου, η Μεγάλη Χάνουμ, η κύρια σύζυγος τής υψηλότητάς του, έδωσε τη δική της γιορτή, στην οποία έστειλε να μάς προσκαλέσουν για να είμαστε παρόντες. Το γλέντι θα γινόταν σε ωραίο περιφραγμένο χώρο με πολλές πλούσιες σκηνές, ο οποίος τής ανήκε. Οι καλεσμένοι ήσαν πολλοί. Όλοι οι πρεσβευτές που προέρχονταν από ξένες χώρες είχαν λάβει πρόσκληση, καθώς επίσης και οι άρχοντες και οι κυρίες τής αυλής και τεράστια συνάθροιση λαϊκών που είχαν το προνόμιο να παρευρίσκονται. Ο περιφραγμένος χώρος στον οποίο συγκεντρωνόμασταν τώρα ήταν γεμάτος με πολλές πλούσιες σκηνές, ενώ τα εξωτερικά τοιχώματα τού περιφραγμένου χώρου ήσαν φτιαγμένα από λευκό ύφασμα με χρωματιστά ένθετα, καθώς επίσης και ζώνες, γράμματα και δεσίματα διαφόρων σχεδίων.

Την ημέρα εκείνη, μόλις φτάσαμε στο στρατόπεδο ερχόμενοι από τα καταλύματά μας, μάς ανέλαβαν ορισμένοι μεγάλοι άρχοντες που ήσαν συγγενείς τής υψηλότητάς του και μάς έφερναν τώρα μέσα σε αυτόν τον περιφραγμένο χώρο, δίνοντάς μας θέσεις σε σκηνή, που ήταν στημένη κοντά στην πύλη τής εισόδου. Αυτή η σκηνή είχε τοιχώματα από πορφυρό τάπητα τοίχου, με ένθετα λευκού κεντήματος τοποθετημένα στο ύφασμά της, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Μάς τοποθέτησαν αμέσως σε θέση εδώ μέσα στη σκηνή και έπειτα μάς έφεραν κρέας και κρασί, για να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας με μεγάλη αφθονία. Μόλις δειπνήσαμε, η Μεγάλη Χάνουμ ειδοποίησε αμέσως ότι θα μάς έπαιρναν και θα μάς έδειχναν αμέσως όλες τις σκηνές της που υπήρχαν μέσα σε αυτόν τον περιφραγμένο χώρο, που ήσαν όλες τής πιο πλούσιας κατασκευής. Ανάμεσά τους υπήρχε μια σκηνή πολύ μεγάλη και ψηλή, τού είδους που στηρίζεται χωρίς να έχει σχοινιά, που ήταν καλυμμένη εξωτερικά με πανί από κόκκινο μετάξι, πολύ όμορφο να το βλέπεις. Ήταν επίσης διακοσμημένη με σειρές από ασημένιες επίχρυσες πούλιες, που έτρεχαν από την κορυφή μέχρι το κάτω μέρος των τοιχωμάτων. Τόσο έξω όσο και μέσα αυτή η σκηνή ήταν αξιοθαύμαστη, ενώ το υλικό των τοιχωμάτων της ήταν παντού στολισμένο με ένθετα σχέδια. Υπήρχαν σε αυτήν δύο διπλές πόρτες, η πρώτη μπροστά από τη δεύτερη, ενώ η εξωτερική από τις δύο είχε τις διπλές της πόρτες καλαθοπλεγμένες με λεπτές ράβδους ζωγραφισμένες με κόκκινο χρώμα, οι οποίες συνυφαίνονταν. Αυτές οι πόρτες ήσαν εξωτερικά καλυμμένες με χαλαρής ύφανσης μεταξωτό υλικό σε τριανταφυλλί χρώμα. Ήσαν έτσι φτιαγμένες, που όταν ήσαν κλειστές, ο αέρας μπορούσε να μπαίνει μέσα από εκείνο το υλικό. Επίσης όποιος καθόταν μέσα στη σκηνή, κοιτάζοντας μπορούσε να δει εκείνους που βρίσκονταν έξω, ενώ οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να δουν μέσα στη σκηνή, για ν΄ αντιληφθούν εκείνους που βρίσκονταν μέσα.

Οι εσωτερικές πόρτες εδώ ήσαν φτιαγμένες πολύ ψηλές, μάλιστα τόσο ψηλές, που ένας έφιππος άνδρας μπορούσε εύκολα να μπει μέσα από αυτές, ενώ αυτές οι διπλές πόρτες ήσαν καλυμμένες με πλάκες από επίχρυσο ασήμι, διακοσμημένες με μοτίβα δουλεμένα σε μπλε σμάλτο, με ένθετα που ήσαν έξοχα φτιαγμένα σε χρυσές πλάκες. Όλα αυτά ήταν τόσο όμορφα δουλεμένα, που προφανώς δεν μπορούσαν να είχαν φτιαχτεί ποτέ ούτε στη χώρα των Τατάρων, ούτε στη δυτική μας χώρα τής Ισπανίας. Στη μια πόρτα σχηματιζόταν η εικόνα τού Αγίου Πέτρου ενώ στην άλλη ήταν ο Άγιος Παύλος. Κάθε άγιος είχε βιβλίο στα χέρια του, ενώ ολόκληρη η εργασία ήταν από ασήμι. Αργότερα μάς είπαν ότι αυτές τις πόρτες τις είχαν φέρει εδώ από τη Μπούρσα, όπου τις είχε βρει ο Τιμούρ, όταν έπεσε στα χέρια του ο θησαυρός τού Τούρκου σουλτάνου.19 Στη μέση, μέσα στη σκηνή, απέναντι από την πόρτα, ήταν τοποθετημένη μια κασέλα ή μικρό ντουλάπι, το οποίο χρησιμοποιούσαν για ν΄ ακουμπούν πάνω του φλιτζάνια και πιάτα. Αυτό το ντουλάπι ήταν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από χρυσό, πλούσια διακοσμημένο με εργασία σμάλτου σε ένθετα, ενώ το ύψος του έφτανε στο στήθος τού ανθρώπου. Το πάνω μέρος ήταν επίπεδο και ήταν κλεισμένο στο πίσω μέρος με παρόμοιο τρόπο, με μικρές πολεμίστρες σε πράσινο και μπλε σμάλτο, που ήσαν οδοντωτές. Ολόκληρο αυτό το ντουλάπι ήταν σκεπασμένο με πετράδια και μαργαριτάρια μεγάλου μεγέθους, ενώ στο κεντρικό τμήμα, ανάμεσα στα μαργαριτάρια και τα πετράδια, ήταν τοποθετημένο ένα στρογγυλό πετράδι που είχε μέγεθος μικρού καρυδιού, το οποίο όμως δεν είχε άριστο χρώμα. Αυτό το ντουλάπι έκλεινε με μικρή πόρτα και μέσα του τοποθετούσαν σκεύη ποτού. Ήσαν έξι φιάλες από χρυσό, όμορφα σκαλισμένες, με μαργαριτάρια και πολύτιμες πέτρες, ενώ δίπλα τους βρίσκονταν έξι στρογγυλά χρυσά κύπελλα, επίσης στολισμένα με μαργαριτάρια και πετράδια.

Μπροστά από αυτό το ντουλάπι υπήρχε μικρό τραπέζι με ύψος δύο περίπου παλάμες, φτιαγμένο από χρυσό, το οποίο ήταν επίσης στολισμένο με όμορφα πετράδια και πολλά μεγάλα μαργαριτάρια, ενώ στο πάνω μέρος τού τραπεζιού ήταν τοποθετημένο μεγάλο σμαράγδι πολύ ανοιχτόχρωμου πράσινου. Ήταν στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια τού τραπεζιού, ενώ το μέγεθός του πρέπει να ήταν τέσσερις παλάμες σε μήκος, εκτεινόμενο από τη μια άκρη τού τραπεζιού στην άλλη, με πλάτος μιάμιση παλάμη.20 Όρθιο και τοποθετημένο δίπλα σε αυτό το τραπέζι ήταν ένα χρυσό δέντρο που έμοιαζε με βελανιδιά και ο κορμός του ήταν τόσο χοντρός, όσο το πόδι τού ανθρώπου. Προς τα πάνω τα κλαδιά απλώνονταν δεξιά και αριστερά, έχοντας φύλλα σαν τα φύλλα τής βελανιδιάς. Αυτό το δέντρο έφτανε στο ύψος τού ανθρώπου και κάτω ήταν φτιαγμένο, σαν να φύτρωναν οι ρίζες του από μεγάλο πιάτο που βρισκόταν εκεί. Τούς καρπούς αυτού τού δέντρου αποτελούσαν ρουμπίνια μπαλάς, σμαράγδια, τυρκουάζ, ζαφείρια και κοινά ρουμπίνια σε μεγάλους αριθμούς, μαζί με πολλά στρογγυλά μαργαριτάρια υπέροχης λάμψης και ομορφιάς. Ήσαν απλωμένα σε όλο το δέντρο, ενώ πολλά μικρά πουλιά, φτιαγμένα από χρυσό σμάλτο σε πολλά χρώματα, φαίνονταν να κάθονται στα κλαδιά. Μερικά από αυτά, με τα φτερά τους ανοιχτά, φαίνονταν έτοιμα να πετάξουν, ενώ μερικά με κλειστά τα φτερά φαίνονταν σαν να είχαν μόλις προσγειωθεί στα κλαδιά από πτήση. Κάποια έδειχναν να ετοιμάζονται να φάνε από τούς καρπούς τού δέντρου και τσιμπούσαν με τα ράμφη τους τα ρουμπίνια, τα τυρκουάζ και τα άλλα πετράδια ή τα μαργαριτάρια που έμοιαζαν να φυτρώνουν από τα κλαδιά. Πάνω από αυτό το δέντρο, αλλά ευρισκόμενο πίσω, κοντά στο τοίχωμα τής σκηνής, ήταν τοποθετημένο ένα παραπέτασμα από ξύλο, σκεπασμένο με πλάκες επίχρυσου ασημιού, μπροστά από το οποίο στεκόταν ένας καναπές. Ήταν τακτοποιημένος με πολλά στρώματα, που σκεπάζονταν από μεταξωτό κεντημένο με φύλλα βελανιδιάς, λουλούδια και άλλα σχέδια. Απέναντι, στην άλλη πλευρά τής σκηνής, υπήρχε άλλο παρόμοιο παραπέτασμα με τον καναπέ του να ταιριάζει, ενώ το πάτωμα τής σκηνής εδώ κοντά ήταν στρωμένο με πολύ όμορφα μεταξωτά χαλιά.

Αφού λοιπόν επιθεωρήσαμε τόσο διεξοδικά αυτή τη σκηνή τής Μεγάλης Χάνουμ, μάς έφεραν πίσω στον άλλο περιφραγμένο χώρο που περιγράψαμε ήδη, δηλαδή σε εκείνον που είχε τα κόκκινα τοιχώματα κεντημένα με χρυσή κλωστή και όπου ήταν εγκατεστημένος ο Τιμούρ, γλεντώντας και πίνοντας κρασί με τούς άρχοντές του και τούς οικείους του αυλικούς. Όπως είπαμε, το προηγούμενο βράδυ είχε κάνει γιορτή προς τιμήν τού γάμου ενός από τούς εγγονούς του με μία ξαδέλφη, παρομοίως εγγονή τής υψηλότητάς του, ενώ η νύφη και ο γαμπρός είχαν έρθει τώρα και είχαν καταλάβει μια από τις μεγάλες σκηνές μέσα σε αυτόν τον περιφραγμένο χώρο. Αυτός ο περιφραγμένος χώρος, όπως έμπαινες, είχε στα δεξιά του το περίπτερό του ή κύρια σκηνή, που ήταν στημένο σαν παράπηγμα, με τα τοιχώματά του από κόκκινο τάπητα τοίχου, κεντημένο παντού και με ένθετα λευκών και χρωματιστών υλικών για περαιτέρω στολισμό. Το περίπτερο περιβαλλόταν εξωτερικά από στοές, οι οποίες επικοινωνούσαν απευθείας με το μέσα διαμέρισμα, τα παράθυρα τού οποίου άνοιγαν στις στοές. Αυτά ήσαν τοποθετημένα ανά διαστήματα στο τοίχωμα τής σκηνής και έκλειναν με διχτυωτά ή με περσίδες από υλικό παρόμοιο με εκείνο των τοιχωμάτων. Από αυτά τα παράθυρα, εκείνοι που βρίσκονταν μέσα μπορούσαν να βλέπουν έξω, στις στοές. Τα ταβάνια που στέγαζαν τις στοές, στην εσωτερική τους πλευρά έκλειναν προς το κύριο τοίχωμα τού περιπτέρου, έτσι ώστε από έξω το σύνολο να φαίνεται σαν να είναι ένα κομμάτι και μία δομή.

Μόλις μάς έφεραν εκεί μέσα, μάς έδωσαν καθίσματα στη βεράντα εισόδου αυτού τού περιπτέρου, η οποία περνούσε κάτω από όμορφη αψίδα, ενώ αυτή η είσοδος οδηγούσε σε πολύ φαρδύ διάδρομο, που περιβαλλόταν από κάθε πλευρά με υφασμάτινα τοιχώματα, ενώ πάνω η ψηλή οροφή είχε τη μορφή θόλου. Από αυτόν τον διάδρομο προς τα δεξιά μπορούσες να μπεις μέσω πόρτας στις στοές που ήδη περιγράψαμε, ενώ προς τα αριστερά αποκτούσες πρόσβαση προς μεγαλοπρεπές διαμέρισμα πλούσια στολισμένο. Μπροστά, στο τέλος αυτού τού διαδρόμου εισόδου, ήταν το κύριο σώμα τού μεγάλου περιπτέρου, με τοιχώματα δουλεμένα σε κεντήματα με χρυσό νήμα.

Ο μεγάλος διάδρομος εισόδου, για τον οποίο μιλούσαμε, είχε στο κέντρο του εσωτερική σκηνή σημαντικού μεγέθους, τού είδους που στηρίζεται χωρίς σχοινιά.21 Εδώ καθόταν ο Τιμούρ με την συντροφιά του πίνοντας κρασί και ο θόρυβος τού γλεντιού τους ήταν μεγάλος. Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι αυτή η μεγάλη σειρά διαμερισμάτων με τις παρακείμενες αψίδες ήσαν όλα τμήματα μιας κατασκευής, συνδεδεμένα μεταξύ τους, ενώ τα τοιχώματα ήσαν από εκείνο το κόκκινο κεντητό ύφασμα που έχουμε αναφέρει. Η όλη χειροτεχνία ήταν τόσο έξοχα δουλεμένη και πλούσια διακοσμημένη και τέλεια, που είναι αδύνατο να την περιγράψουμε πλήρως με λόγια, ενώ για να εκτιμηθεί σωστά η μεγάλη της τελειότητα, πρέπει να τη δει κανείς με τα μάτια του.

Το φορητό τζαμί

Αφού λοιπόν είδαμε έτσι με την ησυχία μας όλα αυτά τα περίπτερα και τις σκηνές, μάς οδήγησαν πιο πέρα και μάς έδειξαν ένα σπίτι, το οποίο βρισκόταν επίσης μέσα σε εκείνον τον περιφραγμένο χώρο. Ήταν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από ξύλο, πολύ ψηλό και ανέβαινες σε αυτό από σκάλα. Περιβαλλόταν και από τις τέσσερις πλευρές από αψίδες πάνω σε πλατφόρμες. Η ξύλινη εργασία αυτού τού σπιτιού ήταν όμορφα ζωγραφισμένη σε χρυσαφί και μπλε μοτίβο. Είναι φτιαγμένο έτσι, ώστε να μπορεί να λύνεται και να ξαναστήνεται και πάλι αλλού, όταν υπάρχει ανάγκη να το μετακινήσουν, γιατί στην πραγματικότητα είναι το τζαμί μέσα στο οποίο ο Τιμούρ κάνει τις αφιερώσεις του και το μεταφέρει μαζί του στα ταξίδια και τις εκστρατείες του, όπου κι αν πηγαίνει.

Εκείνη τη μέρα μάς πήγαν να δούμε τα αξιοθέατα, ενώ μάς έδειξαν επίσης μια σκηνή, τού είδους που στηρίζεται με σχοινιά, πράσινου χρώματος, ενώ τα εξωτερικά τοιχώματα τής σκηνής ήσαν καλυμμένα με γκρίζα γούνα σκίουρου και το εσωτερικό της ήταν επενδεδυμένο με πιο κοινή γούνα που ονομάζεται βάιρ.22 Σε αυτή τη σκηνή υπήρχαν δύο κρεβάτια, στημένα σύμφωνα με τον τρόπο που συνηθίζουν. Ύστερα μπήκαμε σε άλλη σκηνή δίπλα στην προηγούμενη. Ήταν τού είδους που δεν έχει σχοινιά.23 Το εξωτερικό τοίχωμα ήταν φτιαγμένο από κόκκινο υλικό με ένθετα από ύφασμα άλλων διαφορετικών χρωμάτων, ενώ μέσα τα τοιχώματα ήσαν φοδραρισμένα κάτω με δέρματα από ερμίνα, που είναι η πιο πολύτιμη γούνα σε ολόκληρο τον κόσμο και είναι εκείνη τού μεγάλου κουναβιού. Αυτά τα δέρματα ερμίνας είναι τόσο πολύτιμα, που αν είναι πρώτης ποιότητας, ένα μόνο δέρμα εδώ στη χώρα των Τατάρων αποφέρει δεκατέσσερα έως δεκαπέντε χρυσά δουκάτα, ενώ σε εμάς, στη Δύση, η τιμή μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη. Η επένδυση αυτής τής σκηνής πάνω από την ερμίνα ήταν από δέρμα γκρίζου σκίουρου. Έξω από την είσοδο αυτής τής σκηνής είχε τοποθετηθεί στέγαστρο, ώστε να μη μπαίνει μέσα σε αυτήν ο ήλιος. Το στέγαστρο αυτό ήταν επίσης επενδεδυμένο εσωτερικά με γκρίζα γούνα σκίουρου. Με εντολές τού Τιμούρ αυτές οι σκηνές είχαν κατασκευαστεί και επενδυθεί με αυτόν τον τρόπο, για να κρατούν έξω τη ζέστη τού ήλιου το καλοκαίρι και τον χειμώνα να διατηρούν μέσα τη ζέστη. Τώρα βγαίναμε από αυτόν τον περιφραγμένο χώρο και οδηγούμασταν σε δεύτερο, που βρισκόταν δίπλα αλλά συνδεόταν με τον πρώτο με διάδρομο, ενώ τα τοιχώματα εδώ ήσαν από λευκό [κινέζικο] ζαϋτούνι μετάξι.

Εδώ πάλι μάς έδειξαν πολλές υπέροχες σκηνές και στέγαστρα διαφόρων ειδών, φτιαγμένες από μεταξωτά υφάσματα, γιατί σε όλη την Ορδή υπήρχαν αυτοί οι περιφραγμένοι χώροι και οι σκηνές που έχουμε περιγράψει, που ανήκαν συγκεκριμένα στον Τιμούρ, ενώ εκτός εκείνων που ήσαν για προσωπική χρήση τής υψηλότητάς του, υπήρχαν επίσης πολλοί άλλοι, που ανήκαν στους άρχοντες τής αυλής και στους αξιωματικούς τής συνοδείας τής υψηλότητάς του. Ήσαν όλοι διαφορετικής κατασκευής και θαύμα να τούς κοιτάζεις, γιατί από όποια πλευρά κι αν έβλεπε κανείς τούς μεγάλους περιφραγμένους χώρους, τούς οποίους, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ονομάζουν σαράπαρντε, γεμίζουν το μάτι, καθένας με πολλές όμορφες σκηνές μέσα στο κύκλωμά του. Έτσι σε αυτή την Ορδή, στην οποία ήταν τώρα παρούσα η υψηλότητά του, εκτιμάται ότι υπήρχαν από σαράντα μέχρι πενήντα χιλιάδες σκηνές, μεγαλοπρεπές θέαμα να βλέπει κανείς, ενώ πέρα από τα όρια τής Ορδής, στα γύρω λιβάδια, ήσαν στημένες καθεμιά στο δικό της περιβόλι ή κήπο. Όλα αυτά τα εδάφη ποτίζονται καλά από τα ρέματα που ρέουν παντού στην ύπαιθρο γύρω από τη Σαμαρκάνδη.

Μπανταχσάν και ορυχεία ρουμπινιών

Σε αυτή τη μεγάλη γιορτή που περιγράφουμε, ο Τιμούρ είχε προστάξει να παρουσιαστούν και να παρευρεθούν όλοι οι μεγάλοι άρχοντες και ευγενείς τής αυτοκρατορίας του. Συνέβη λοιπόν να δούμε τώρα στη Σαμαρκάνδη τον βασιλιά τού Μπανταχσάν,24 κοντά στην πρωτεύουσα τού οποίου είναι τα ορυχεία στα οποία βρίσκουν το ρουμπίνι μπαλάς. Αυτόν τον μονάρχη συνόδευαν προσεκτικά οι άρχοντες και οι αυλικοί του. Βρήκαμε την ευκαιρία να παρουσιαστούμε ενώπιον του, όταν, αφού υποβάλαμε τα σέβη μας, ρωτήσαμε για τον τρόπο με τον οποίο εύρισκαν το ρουμπίνι μπαλάς. Απάντησε ευγενικά και μάς είπε ότι κοντά στην πρωτεύουσα τού Μπανταχσάν υπήρχε βουνό, όπου βρίσκονταν τα ορυχεία. Εδώ κάθε μέρα οι άνδρες πηγαίνουν και αναζητούν, σπάζοντας τα βράχια εκείνου τού βουνού, για να βρουν αυτές τις πολύτιμες πέτρες. Όταν ανακαλυφθεί η φλέβα όπου βρίσκονται, παρακολουθείται προσεκτικά αυτή η φλέβα και όταν φτάσουν στο πετράδι, πρέπει να το κόψουν σιγά-σιγά με σμίλες, μέχρι ν΄ αφαιρεθεί ολόκληρη η μήτρα. Στη συνέχεια, αφού λειάνουν το πετράδι σε μυλόπετρες, θα το γυαλίσουν περισσότερο. Μάς είπαν επίσης ότι με εντολή τού Τιμούρ είχε τοποθετηθεί ισχυρή φρουρά στα ορυχεία, για να διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων τής υψηλότητάς του. Η πρωτεύουσα τού Μπανταχσάν βρίσκεται σε απόσταση πορείας δέκα ημερών από τη Σαμαρκάνδη, στην κατεύθυνση τής Ελάσσονος Ινδίας. Υπήρξε επίσης κι άλλος μεγάλος άρχοντας σε αυτή τη γιορτή και ήταν στο όνομα τού Τιμούρ κυβερνήτης τής πόλης Ακίβι,25 που βρίσκεται στη χώρα από την οποία προέρχεται ο πολύτιμος λίθος λάπις λάζουλι. Στον βράχο που δίνει αυτή την πέτρα βρίσκουν επίσης ζαφείρια. Αυτή η πόλη Ακίβι βρίσκεται επίσης σε παρόμοια απόσταση από τη Σαμαρκάνδη, δηλαδή σε απόσταση ταξιδιού δέκα ημερών στην κατεύθυνση τής Ελάσσονος Ινδίας, αλλά βρίσκεται μάλλον προς τα νότια τού Μπανταχσάν.26

Την Πέμπτη 23 Οκτωβρίου ο Τιμούρ έκανε άλλη μεγάλη γιορτή για την Ορδή, στην οποία μάς προσκάλεσαν και η οποία έγινε στο μεγάλο περίπτερο. Συγκεντρώθηκε μεγάλoς αριθμός καλεσμένων και σερβιρίστηκε άφθονο κρασί, πράγμα που εκτιμήθηκε από όλους τούς εκεί παρόντες ως επίδειξη ιδιαίτερης εύνοιας προς αυτούς. Μεγάλη ήταν η ευθυμία και η χαρά τους. Οι γυναίκες τής υψηλότητάς του ήσαν όλες παρούσες μαζί του στη γιορτή. Κάθονταν στο περίπτερο και καθεμιά τους εμφανίστηκε ντυμένη και στολισμένη όπως έχει ήδη περιγραφεί σε προηγούμενη περίπτωση. Η γιορτή κράτησε ολόκληρη την ημέρα τελειώνοντας όταν σκοτείνιασε.

Το παρεκκλήσι και ο τόπος ταφής τού πρίγκιπα Μουχάμαντ Σουλτάν

Την Πέμπτη τής επόμενης εβδομάδας, που ήταν 30 Οκτωβρίου, ο Τιμούρ έφυγε από το στρατόπεδό του στην Ορδή και επέστρεψε στην πόλη τής Σαμαρκάνδης, αναλαμβάνοντας διαμονή σε κάποιο μέρος δίπλα στο τζαμί, που είχε διατάξει πρόσφατα να χτιστεί. Αυτό το τζαμί ήταν ο τόπος ταφής ενός από τούς εγγονούς του, δηλαδή τού πρίγκιπα Μουχάμαντ Σουλτάν,27 που είχε πεθάνει στη Μικρά Ασία λίγο μετά τη μάχη στην οποία ο Τιμούρ κατανίκησε τον Τούρκο.28 Μάλιστα αυτός ο πρίγκιπας είχε συλλάβει αιχμάλωτο τον σουλτάνο,29 αλλά στη συνέχεια είχε υποκύψει στις πληγές τις οποίες είχε δεχτεί εκεί. 30 Ο Τιμούρ αγαπούσε πολύ αυτόν τον εγγονό και είχε παραγγείλει την κατασκευή αυτού τού τζαμιού στη μνήμη του, ως τόπου ταφής του.31 Ο Τιμούρ ήρθε εκείνη τη μέρα στο παλάτι που γειτνιάζει και το οποίο είχε πρόσφατα κατασκευαστεί. Πρόθεσή του ήταν να γιορτάσει τα εγκαίνια τού τάφου τού εγγονού του με γιορτή, στην οποία εμείς, ως συνήθως, είχαμε ευγενικά προσκληθεί. Ύστερα, όταν παρουσιαστήκαμε, μάς έδειξαν αυτό το παρεκκλήσι, το οποίο ήταν ο τόπος ταφής τού πρίγκιπα. Το βρήκαμε τετράγωνο στο σχήμα και χτισμένο πολύ ψηλό. Εξωτερικά και εσωτερικά ήταν υπέροχα διακοσμημένο με χρυσαφί και μπλε πλακίδια με όμορφα σχέδια, ενώ υπήρχε πολλή άλλη ωραία εργασία σε γύψο.

Όταν ο πρίγκιπας πέθανε στην τουρκική χώρα, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, το σώμα του μεταφέρθηκε στη Σαμαρκάνδη για ταφή και οι αρχές τής πόλης είχαν λάβει εντολή ν΄ ανεγείρουν αυτό το τζαμί για τον τάφο του. Αλλά πρόσφατα ο Τιμούρ είχε έρθει από την Ορδή για να δει το κτίριο και είχε βρει ότι δεν τού άρεσε το παρεκκλήσι, θεωρώντας ότι είχε χτιστεί πολύ χαμηλό. Διέταξε αμέσως να κατεδαφιστούν οι τοίχοι και ανέθεσε στους αρχιτέκτονες να το ξαναχτίσουν μέσα σε δέκα μέρες, κάτω από την απειλή τρομερής τιμωρίας για τούς εργάτες. Ξεκίνησε χωρίς καθυστέρηση η ανακατασκευή, το έργο συνεχιζόταν μέρα και νύχτα, ενώ ο ίδιος ο Τιμούρ είχε ήδη έρθει δύο φορές στην πόλη, για να δει ποια ήταν η πρόοδος που είχε σημειωθεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις είχε ζητήσει να τον μεταφέρουν με φορείο, αφού στην ηλικία του δεν μπορούσε πια να καθίσει στο άλογό του. Το παρεκκλήσι είχε πια ανοικοδομηθεί πλήρως εντός τού καθορισμένου χρόνου των δέκα ημερών και ήταν ν΄ απορεί κανείς πώς ένα τόσο μεγάλο κτίριο είχε σηκωθεί και ολοκληρωθεί μέσα σε τόσο σύντομο διάστημα. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο Τιμούρ είχε τώρα διατάξει να γίνει αυτή η γιορτή προς τιμήν και για τη μνήμη τού εγγονού του. Πολλοί ήσαν οι καλεσμένοι που συγκεντρώθηκαν και σύμφωνα με το έθιμό τους η ποσότητα τού ψητού κρέατος που καταναλώθηκε ήταν τεράστια.

Η τελευταία ακρόαση που παραχώρησε ο Τιμούρ στους πρεσβευτές

Στη συνέχεια, έχοντας όλοι συμμετάσχει σε αυτή την αναμνηστική γιορτή, ένας από τούς παρόντες άρχοντες, ένας πολύ ευνοούμενος αυλικός, ο αρχιθαλαμηπόλος που ονομαζόταν Σαχ Μελίκ Μίρζα,32 ήρθε προς εμάς τούς πρεσβευτές και οδηγώντας μας μπροστά, μάς έφερε ενώπιον τής υψηλότητάς του, όπου δώρισαν σε καθέναν από εμάς ένα χρυσοκέντητο μεταξωτό ένδυμα. Επίσης, για να φοριέται κάτω από αυτό, ένα στενό σακάκι, όπως εκείνα που φορούν οι Τάταροι σε κρύο καιρό, όπου το τελευταίο αυτό ήταν φτιαγμένο από μεταξωτό ύφασμα επενδεδυμένο με δέρματα και είχε ψηλό κολλάρο στον λαιμό, φτιαγμένο από δύο γούνες κουναβιού. Ταυτόχρονα έδωσαν σε καθέναν από εμάς ένα καπέλο για να καλύπτουμε τα κεφάλια μας. Τέλος μάς δώρισαν ένα πορτοφόλι, στο οποίο είχαν τοποθετηθεί 1.500 ασημένια νομίσματα, δηλαδή τα νομίσματα που ονομάζουν τάνγκα, καθένα από τα οποία αξίζει δύο δικά μας ασημένια ρεάλια. Τώρα λοιπόν ερχόμασταν ενώπιον τής υψηλότητάς του και τού υποβάλαμε τις ευχαριστίες και την υπόκλισή μας, όπως συνηθίζεται. Απευθύνθηκε σε εμάς λέγοντας ότι έπρεπε να επιστρέψουμε σε αυτόν την επόμενη μέρα για να μιλήσουμε ξανά μαζί του και να πάρουμε άδεια αναχώρησης, σε κατάλληλο χρόνο, για να επιστρέψουμε στην πατρίδα, στον κύριό μας τον βασιλιά τής Ισπανίας, τον οποίο μάς είπε ότι τώρα θεωρούσε ως δικό του γιο.

<-Κεφάλαιο 13: Σαμαρκάνδη Κεφάλαιο 15: Σαμαρκάνδη->
error: Content is protected !!
Scroll to Top