<-Κεφάλαιο 14: Σαμαρκάνδη | Κεφάλαιο 16: Από τη Σαμαρκάνδη στην Ταμπρίζ-> |
Κεφάλαιο 15: Σαμαρκάνδη
Το νέο παζάρι στη Σαμαρκάνδη και το τζαμί τής μητέρας τής Μεγάλης Χάνουμ
Όταν στο ζήτημα τής ανακατασκευής αυτού τού τζαμιού, ως τόπου ταφής τού εγγονού του, ολοκληρώθηκαν όλα προς ικανοποίησή τής υψηλότητάς του, ο Τιμούρ στράφηκε τώρα σε άλλο έργο, το οποίο προοριζόταν για τον στολισμό τής Σαμαρκάνδης, τής πρωτεύουσάς του. Αυτό θα γινόταν ως εξής. Έρχονταν κάθε χρόνο στην πόλη τής Σαμαρκάνδης πολλά εμπορεύματα όλων των ειδών από το Κατάι, την Ινδία, τη χώρα των Τατάρων,1 καθώς και από πολλά άλλα μέρη, γιατί στις χώρες γύρω από την επικράτεια τής Σαμαρκάνδης το εμπόριο είναι πολύ ανθηρό. Όμως δεν υπήρχε ακόμη κάποια θέση μέσα στην πόλη, όπου τα εμπορεύματα αυτά θα μπορούσαν ν΄ αποθηκεύονται κατάλληλα, να επιδεικνύονται και να προσφέρονται προς πώληση. Ο Τιμούρ λοιπόν έδινε τώρα εντολές να κατασκευαστεί ένας δρόμος που θα περνούσε κατευθείαν από τη Σαμαρκάνδη, που θα είχε ανοικτά καταστήματα και στις δύο πλευρές του, στα οποία θα πωλούνταν όλα τα εμπορεύματα. Αυτή η νέα ευθεία θα πήγαινε από τη μία άκρη τής πόλης μέχρι την άλλη, διασχίζοντας την καρδιά τής Σαμαρκάνδης. Την υλοποίηση τής εντολής του ανέθεσε σε δύο από τούς μεγάλους άρχοντες τής αυλής του, ενημερώνοντάς τους ταυτόχρονα, ότι αν δεν έδειχναν επιμέλεια, αφού το έργο θα κατασκευαζόταν συνεχώς, μέρα-νύχτα, τα κεφάλια τους θα πλήρωναν την ποινή. Οι ευγενείς αυτοί άρχισαν λοιπόν με ταχύτητα, κατεδαφίζοντας όλα τα σπίτια που βρίσκονταν επί τής γραμμής που είχε υποδείξει η υψηλότητά του, ώστε να περάσει ο νέος δρόμος. Δεν δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στα παράπονα των ατόμων στα οποία ανήκαν τα ακίνητα. Εκείνοι των οποίων τα σπίτια θα κατεδαφίζονταν ξαφνικά, έπρεπε να τα εγκαταλείψουν χωρίς προειδοποίηση, παίρνοντας μαζί τους τα αγαθά και την κινητή περιουσία τους όσο καλύτερα μπορούσαν.
Δεν είχαν καλά-καλά κατεδαφιστεί όλα τα σπίτια, όταν οι επικεφαλής οικοδόμοι ήρθαν και χάραξαν τον φαρδύ νέο δρόμο, υψώνοντας καταστήματα από τη μία και την άλλη πλευρά, τοποθετώντας μπροστά από κάθε κατάστημα έναν ψηλό πέτρινο πάγκο, σκεπασμένο με λευκές πλάκες. Κάθε κατάστημα είχε δύο δωμάτια, μπροστά και πίσω, ενώ ο δρόμος ήταν σκεπασμένος από καμάρα, με θολωτή οροφή, στην οποία υπήρχαν παράθυρα για να μπαίνει το φως. Μόλις ετοιμάστηκαν τα καταστήματα, τα κατέλαβαν αμέσως έμποροι, που πωλούσαν αγαθά κάθε είδους. Κάτω στον δρόμο ανεγέρθηκαν κατά διαστήματα κρήνες. Η δαπάνη όλου αυτού τού έργου χρεώθηκε στο δημοτικό συμβούλιο, ενώ δεν έλειπαν οι εργάτες. Έρχονταν αμέσως τόσοι, όσους ζητούσαν οι επόπτες. Οι οικοδόμοι που εργάζονταν στη διάρκεια τής ημέρας, το βράδυ πήγαιναν σπίτι και τις θέσεις τους έπαιρναν τόσοι, όσοι εκείνοι που είχαν φύγει, οι οποίοι εργάζονταν όλη τη νύχτα. Κάποιοι κατεδάφιζαν σπίτια, ενώ άλλοι έστρωναν τον δρόμο, άλλοι πάλι ξανάχτιζαν και ο θόρυβος ήταν τόσο μεγάλος μέρα και νύχτα, που φαινόταν σαν να δούλευαν εδώ χίλιοι διάβολοι. Έτσι, μέσα σε είκοσι μέρες, ολοκληρώθηκε ο νέος δρόμος, που ήταν πραγματικό θαύμα να τον βλέπεις. Εκείνοι όμως των οποίων τα σπίτια είχαν κατεδαφιστεί, είχαν δικαιολογημένο λόγο να διαμαρτύρονται.
Ωστόσο δεν τολμούσαν να φέρουν την υπόθεσή τους ενώπιον τής υψηλότητάς του. Στο τέλος όμως μαζεύτηκαν όλοι και πήγαν μαζί για βοήθεια σε κάποιους Σαγίντ,2 που είναι οι προνομιούχοι ευνοούμενοι και αυλικοί τού Τιμούρ, που μπορούν να μιλάνε όπως θέλουν μαζί του, καθώς θεωρούνται απόγονοι τού Προφήτη Μωάμεθ. Αυτοί ανέλαβαν την υπόθεση και μια μέρα λοιπόν, όταν κάποιοι από αυτούς έπαιζαν σκάκι με την υψηλότητά του, προσπάθησαν να τού πουν, ότι καθώς αυτός, από την καλή του θέληση, είχε διατάξει να κατεδαφιστούν όλα τα σπίτια που ανήκαν σε αυτούς τούς φτωχούς ανθρώπους, θα ήταν σωστό να πάρουν αποζημίωση για τα εδάφη από τα οποία είχε περάσει ο δρόμος. Λέγεται ότι ακούγοντας αυτό ο Τιμούρ οργίστηκε πολύ, δηλώνοντας ότι όλα τα εδάφη τής πόλης τής Σαμαρκάνδης ήταν ιδιωτική του περιουσία, γιατί τα είχε αγοράσει με τα δικά του χρήματα. Επίσης ότι είχε στην κατοχή του τούς τίτλους ιδιοκτησίας και μάλιστα θα τούς παρουσίαζε για εξέταση την επόμενη μέρα. Πρόσθεσε ότι αν είχαν παρθεί από λάθος, θα αποζημίωνε πλήρως αμέσως. Μίλησε τόσο επιτακτικά για τα δικαιώματά του, που εκείνοι οι Σαγίντ ταράχθηκαν πολύ. Ήσαν τώρα πολύ ευχαριστημένοι που δεν είχε δοθεί η εντολή να χάσουν όλοι τα κεφάλια τους. Έχοντας έτσι ευτυχώς γλιτώσει αβλαβείς, η απάντησή τους στον Τιμούρ ήταν, πως οτιδήποτε κι αν έκανε η υψηλότητά του πρέπει να ήταν πραγματικά καλό και ότι όλα όσα είχε διατάξει, έπρεπε να εφαρμοστούν.
Το τζαμί που είχε προστάξει ο Τιμούρ να χτιστεί στη μνήμη τής μητέρας τής συζύγου του, τής Μεγάλης Χάνουμ, μάς φαινόταν ότι ήταν το ευγενέστερο από όλα όσα επισκεφθήκαμε στην πόλη τής Σαμαρκάνδης. Μόλις όμως αυτό ολοκληρώθηκε, άρχισε να βρίσκει σφάλματα στην πύλη εισόδου, η οποία, έλεγε τώρα, ήταν πολύ χαμηλή και έπρεπε να κατεδαφιστεί αμέσως. Έπειτα οι εργάτες άρχισαν να σκάβουν λάκκους για να τοποθετήσουν τα νέα θεμέλια, όταν, για να μπορέσουν ν΄ ανοικοδομηθούν πιο γρήγορα οι πεσσοί, η υψηλότητά του ανήγγειλε ότι θα αναλάμβανε ο ίδιος να διευθύνει τις εργασίες για τη μία βάση τής νέας πύλης, ενώ ανέθεσε σε δύο από τούς άρχοντες τής αυλής του, τούς ιδιαίτερα ευνοούμενούς του, να επιβλέψουν τα θεμέλια στην άλλη πλευρά. Έτσι θα έβλεπαν όλοι αν θα ήταν ο ίδιος ή εκείνοι οι άλλοι δύο άρχοντες, αυτοί που θα οδηγούσαν πρώτοι την επιχείρηση αυτή στη σωστή της κατάληξη. Εκείνη την εποχή ο Τιμούρ ήταν ήδη αδύναμος στην υγεία, δεν μπορούσε πια να σταθεί για πολλή ώρα στα πόδια του ή ν΄ ανέβει στο άλογό του, ενώ έπρεπε πάντοτε να μεταφέρεται με φορείο. Τον έφερναν λοιπόν κάθε πρωί στον τόπο με φορείο και παρέμενε εκεί κατά το μεγαλύτερο μέρος τής ημέρας, προτρέποντας για την πρόοδο τού έργου. Κανόνιζε να μαγειρεύονται πολλά κρέατα και να τα φέρνουν εκεί, ενώ στη συνέχεια πρόσταζε να ρίχνουν μερίδες από αυτά κάτω στους εργάτες που δούλευαν στα θεμέλια, όπως κάποιος θα έριχνε κόκκαλα σε σκύλους σε λάκκο, ενώ, πράγμα που ήταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστο, το έκανε αυτό ακόμη και με τα δικά του χέρια. Έτσι τούς προέτρεπε να εργάζονται. Μερικές φορές έβαζε να πετούν νομίσματα στους χτίστες, ιδιαίτερα όταν τον ικανοποιούσε η εργασία τους. Έτσι προχωρούσε η οικοδόμηση, μέρα και νύχτα, μέχρι που τελικά ήρθε η ώρα να σταματήσει —όπως συνέβη και στην περίπτωση τού δρόμου3—λόγω τού χιονιού τού χειμώνα, που άρχιζε τώρα να πέφτει συνεχώς.
Ασθένεια τού Τιμούρ. Αναφορά τού θανάτου του
Την Παρασκευή 1 Νοεμβρίου πήγαμε να παρουσιαστούμε ενώπιον τής υψηλότητάς του, όπως μάς είχε προστάξει, ελπίζοντας ότι θα μάς έδινε την άδεια ν΄ αναχωρήσουμε για το ταξίδι μας τής επιστροφής στην πατρίδα. Τον βρήκαμε να κατοικεί στο παλάτι δίπλα στο τζαμί, που είχε ανακατασκευαστεί σύμφωνα με τη διαταγή του και όπου, όπως ήδη ειπώθηκε, η πρόοδος των εργασιών είχε σταματήσει. Μείναμε εκεί, περιμένοντας να ευαρεστηθεί να εμφανιστεί, από νωρίς το πρωί μέχρι το μεσημέρι, όταν η υψηλότητά του, βγαίνοντας από σκηνή που είχε στηθεί εδώ, προχώρησε και κάθισε σε βάθρο στην αυλή. Έφερναν τώρα εδώ αρκετά κρέατα και φρούτα, από τα οποία όλοι οι παρευρισκόμενοι πήραν άφθονα, αλλά όταν τελείωσε το γεύμα, η υψηλότητά του έστειλε να μάς πουν να πάμε στο σπίτι μας, επειδή εκείνη την ημέρα έπρεπε να τον συγχωρήσουμε που δεν θα μάς δεχόταν σε αποχαιρετιστήρια ακρόαση, γιατί είχε πολλές άλλες δουλειές να κάνει. Συγκεκριμένα με τον εγγονό του, τον Πιρ Μουχάμαντ, ο οποίος ήταν ο πρίγκιπας για τον οποίο ήδη μιλήσαμε, ο βασιλιάς τής Ινδίας, ο οποίος σύντομα θα επέστρεφε στην κυβέρνησή του, από την οποία είχε έρθει πρόσφατα για να δει τον παππού του. Εκείνη ακριβώς την ημέρα η υψηλότητά του δώρισε στον πρίγκιπα γενναιόδωρα πολλά άλογα, τιμητικά ενδύματα και όπλα, ενώ αντίστοιχα δώρα δόθηκαν και σε πολλούς από τούς άρχοντες τής συνοδείας, που θα ταξίδευαν μαζί του στον δρόμο τής επιστροφής στο βασίλειό του.
Την επόμενη μέρα, που ήταν Σάββατο, πήγαμε πάλι για να παρουσιαστούμε ενώπιον τής υψηλότητάς του, όπως μάς είχαν πει να κάνουμε, αλλά δεν εμφανίστηκε να βγαίνει από τη σκηνή του, επειδή αναφέρθηκε ότι ήταν άρρωστος. Περιμέναμε εκεί μέχρι το μεσημέρι με την ελπίδα ότι θα ερχόταν στη θέση του στην αυλή και έπειτα ένας από τούς τρεις μεγάλους αρχιθαλαμηπόλους, που ήσαν μυστικοσύμβουλοί του, ήρθε και μάς είπε να επιστρέψουμε στα καταλύματά μας, επειδή η υψηλότητά του δεν θα μπορούσε να μάς δει. Επιστρέψαμε λοιπόν εκεί, απ’ όπου είχαμε έρθει.
Την Κυριακή, την επόμενη μέρα, πήγαμε πάλι στο παλάτι, για να δούμε αν ενδεχομένως ο Τιμούρ θα μάς χορηγούσε ακρόαση και θα μάς έδινε την άδεια ν΄ αναχωρήσουμε επιστρέφοντας στην Ισπανία. Περιμέναμε εκεί για πολλή ώρα, όταν οι παραπάνω τρεις μεγάλοι αρχιθαλαμηπόλοι βγήκαν τελικά ξανά, ζητώντας τώρα να μάθουν ποιος είχε τολμήσει να μάς πει να έρθουμε, λέγοντας ότι έπρεπε να επιστρέψουμε αμέσως στα καταλύματά μας, γιατί η υψηλότητά του δεν θα μάς δεχόταν. Ζήτησαν επίσης να παρουσιαστεί ενώπιόν τους εκείνος ο Τάταρος ευγενής, στου οποίου την ευθύνη είχαμε ανατεθεί και ήταν ο ακόλουθός μας. Τον ρωτούσαν θυμωμένα με τίνος την εντολή είχαμε και πάλι παρουσιαστεί έτσι. Μάλιστα ήσαν υπερβολικά οργισμένοι και έτοιμοι να διατάξουν να τού τρυπήσουν τη μύτη για τιμωρία, αλλά για να δικαιολογηθεί ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν εκείνος που μάς είχε φέρει εκεί την ημέρα εκείνη, αφού πραγματικά δεν μάς είχε καν δει εκείνο το πρωί για να μάς μιλήσει. Έτσι κατάφερε να γλιτώσει χωρίς να τού τρυπήσουν τη μύτη για τιμωρία, αλλά παρ’ όλα αυτά τον χτύπησαν πολύ με πολλά ραβδιά. Όλα αυτά έγιναν με εντολή των τριών μεγάλων αρχιθαλαμηπόλων, γιατί ο Τιμούρ εκείνη την εποχή ήταν ήδη πολύ άρρωστος και όλοι εκείνοι τής αυλής, άνδρες και γυναίκες, βρίσκονταν σε κατάσταση μεγάλης αγωνίας. Μάλιστα αυτοί οι τρεις μεγάλοι αρχιθαλαμηπόλοι, που διοικούσαν τις υποθέσεις τής κυβέρνησης όντας μυστικοσύμβουλοι, εκείνη την εποχή δεν ήξεραν καθόλου σχεδόν πώς να δράσουν. Δεν μάς δόθηκε λοιπόν άδεια ν΄ αναχωρήσουμε και οι μεγάλοι αρχιθαλαμηπόλοι έστειλαν μήνυμα ότι έπρεπε να πάμε ειρηνικά στα καταλύματά μας και να παραμείνουμε εκεί μέχρι να μάς ξαναφωνάξουν.
Έπειτα, ενώ περιμέναμε υπομονετικά μήπως η υψηλότητά του στείλει να μάς φωνάξουν και μη τολμώντας να πάμε και να παρουσιαστούμε ξανά ενώπιόν του, ένας από τούς Τσαγκατάι ήρθε και μάς είπε ότι εκείνοι οι μεγάλοι αρχιθαλαμηπόλοι, μιλώντας υποτίθεται εκ μέρους τού ίδιου τού Τιμούρ, είχαν στείλει τώρα να μάς ενημερώσουν ότι έπρεπε να ετοιμαστούμε αμέσως για ν΄ αναχωρήσουμε για το ταξίδι επιστροφής στην πατρίδα. Έπρεπε, έλεγαν, να ξεκινήσουμε την αυγή τής επόμενης ημέρας, αναχωρώντας μαζί με τον πρέσβη τού σουλτάνου τής Αιγύπτου και τον πρέσβη τής Τουρκίας. Μάθαμε επίσης ότι στον Κάρβο Τουμάν Ουγλάν4 είχε ανατεθεί να μάς συνοδεύσει ως οδηγός μας μέχρι την Ταμπρίζ. Αυτός θα εξασφάλιζε τον εφοδιασμό μας στον δρόμο με όλα τα απαραίτητα, καθώς και με άλογα για να μάς μεταφέρουν. Ο Τσαγκατάι είπε επίσης ότι οι μεγάλοι αρχιθαλαμηπόλοι έδιναν εντολές για την αρμόζουσα φιλοξενία μας σε όλες τις πόλεις και τα στρατόπεδα απ’ όπου θα περνούσαμε κατά το ταξίδι, μέχρι να φτάσουμε στην Ταμπρίζ, όπου θα μάς υποδεχόταν ο πρίγκιπας Ομάρ, ο εγγονός τής υψηλότητάς του, ο οποίος από εκεί θα έστελνε κάθε πρεσβευτή χωριστά στη δική του χώρα. Παραλαμβάνοντας αυτό το μήνυμα που έφερε ο Τσαγκατάι, διαμαρτυρηθήκαμε αμέσως, τονίζοντας το γεγονός ότι η υψηλότητά του δεν μάς είχε χορηγήσει την άδεια αναχώρησης, ούτε μάς είχε δώσει καμία απάντηση στο μήνυμα που τού είχαμε φέρει από τον κύριό μας, τον βασιλιά τής Καστίλλης. Επομένως, λέγαμε, δεν μπορούσαμε να φύγουμε και δεν θα φεύγαμε έτσι. Όμως ο Τσαγκατάι μάς απάντησε λακωνικά ότι καλύτερα να μη λέγαμε τίποτε, γιατί τα πάντα είχαν οργανωθεί από τούς μεγάλους αρχιθαλαμηπόλους. Ας κάναμε λοιπόν [έλεγε] όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για το ταξίδι, όπως ακριβώς έκαναν και οι άλλοι πρεσβευτές. Εμείς όμως δεν θέλαμε και πήγαμε αμέσως στο ανάκτορο, ζητώντας συνάντηση με τούς μεγάλους αρχιθαλαμηπόλους.
Μάς υποδέχθηκαν και προχωρήσαμε να τούς υπενθυμίσουμε ότι πραγματικά την προηγούμενη Πέμπτη η υψηλότητά του μάς είχε δώσει την εντολή να επιστρέψουμε και να τον δούμε, λέγοντας ότι θα μάς έδινε τον λόγο και στη συνέχεια θα μάς απάλλασσε, αλλά τώρα αυτός ο Τσαγκατάι είχε έρθει λέγοντας σε εμάς εκ μέρους τους, εκ μέρους των μεγάλων αρχιθαλαμηπόλων, ότι έπρεπε να ετοιμαστούμε για να ξεκινήσουμε αμέσως την επόμενη μέρα το ταξίδι επιστροφής στην πατρίδα μας και αυτό μάς είχε προκαλέσει μεγάλη απογοήτευση. Οι μεγάλοι αρχιθαλαμηπόλοι μάς απάντησαν ότι δεν μπορούσαμε τώρα να έχουμε ακρόαση από την υψηλότητά του, ούτε να παραμείνουμε πια στην αυλή. Έπρεπε να επισπεύσουμε την αναχώρησή μας και να ετοιμαστούμε ακριβώς όπως είχαν στείλει τον Τσαγκατάι να μάς πει. Είχαν αναγκαστεί να κανονίσουν έτσι τα πράγματα, επειδή η υψηλότητά του βρισκόταν σε πολύ αδύναμη κατάσταση, έχοντας ήδη χάσει όλη τη δυνατότητα ομιλίας, ενώ βρισκόταν ίσως στα πρόθυρα τού θανάτου, σύμφωνα με όσα προέβλεπαν οι γιατροί. Είπαν ξεκάθαρα ότι αυτή η βιασύνη με την οποία αντιμετώπιζαν εμάς και την αποστολή μας ήταν απαραίτητη από το γεγονός ότι ο Τιμούρ φαινόταν να πεθαίνει, ότι για το δικό μας καλό έπρεπε να βρισκόμαστε έξω και μακριά πριν δημοσιοποιηθούν τα νέα τού θανάτου του και πάνω απ’ όλα πριν αυτά τα νέα φτάσουν στις επαρχίες μέσω των οποίων έπρεπε να περάσουμε κατά το ταξίδι μας.5 Σε όσα μπορούσαμε ν΄ αντιτάξουμε εναντίον αυτής τής άποψης για την υπόθεση ή ν΄ αναπτύξουμε εναντίον αυτής τής συνοπτικής αποπομπής μας, χωρίς επιστολή προς τον βασιλιά μας από την υψηλότητά του, οι μεγάλοι αρχιθαλαμηπόλοι απάντησαν ότι ήταν άχρηστο να συζητήσουμε περαιτέρω το ζήτημα, ότι έπρεπε να φύγουμε αμέσως, ενώ, όσον αφορά την απάντηση στην επιστολή τού βασιλιά προς την υψηλότητά του, ήταν υπόθεση την οποία θα φρόντιζε πλήρως ο Τάταρος ευγενής, τον οποίο έστελναν μαζί μας ως οδηγό και σύντροφο.
Έτσι αναποφάσιστα παρέμεναν τα ζητήματα από εκείνη την ημέρα, τη Δευτέρα,6 μέχρι δύο βδομάδες μετά, την Τρίτη 18 Νοεμβρίου, όταν οι μεγάλοι αρχιθαλαμηπόλοι έστειλαν και πάλι αυτόν τον Τσαγκατάι σε εμάς. Τώρα μάς έφερνε τέσσερα έγγραφα διαβατήρια και εντολές τής κυβέρνησης προς τις τέσσερις κύριες πόλεις από τις οποίες θα περνούσαμε κατά το ταξίδι μας, καθώς και τις διαταγές που είπαμε, ότι κατά την άφιξή μας εμείς οι πρεσβευτές έπρεπε να εφοδιαζόμαστε με ξεκούραστα άλογα για να συνεχίζουμε το ταξίδι. Ο Τσαγκατάι μάς ενημέρωσε επίσης ότι σύμφωνα με τις εκφρασμένες εντολές των μεγάλων αρχιθαλαμηπόλων την επόμενη μέρα έπρεπε να ξεκινήσουμε και ν΄ αναχωρήσουμε. Απαντήσαμε και πάλι ότι δεν θα ξεκινούσαμε χωρίς να έχουμε πρώτα δει τον Τιμούρ ή λάβει από την υψηλότητά του τη γραπτή εντολή του. Όμως ο άνθρωπος απάντησε ότι θέλοντας και μη, έπρεπε πράγματι ν΄ αναχωρήσουμε και να φύγουμε. Μάλιστα αυτό έπρεπε να κάνουμε, γιατί εκείνη την ημέρα μάς πήγαν από τα καταλύματά μας και μάς προώθησαν σε έναν οπωρώνα έξω από την πόλη, όπου ενωθήκαμε με τον πρεσβευτή από τον σουλτάνο τού Καΐρου. Εδώ λοιπόν αναπαυτήκαμε εκείνη τη νύχτα, μαζί με τη φρουρά μας, περιμένοντας τον Τούρκο πρεσβευτή, που θα ήταν σύντροφός μας στον δρόμο. Παραμείναμε στο στρατόπεδο την Τρίτη τής εκεί άφιξής μας, καθώς και την επόμενη Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή, που ήταν η 21η Νοεμβρίου. Στη συνέχεια, όταν συγκεντρώθηκε όλη η ομάδα μας, αναχωρήσαμε τελικά από τη Σαμαρκάνδη.
Περιγραφή τής πόλης τής Σαμαρκάνδης
Τώρα λοιπόν που έχω αναφέρει λεπτομερώς όλα όσα μάς συνέβησαν κατά τη διάρκεια τής παραμονής μας στη Σαμαρκάνδη, πρέπει να περιγράψω αυτήν την πόλη για εσάς, λέγοντας για όλα τα αξιοθέατα που υπάρχουν σε αυτήν και γύρω, καθώς και για όλα όσα έχει κάνει ο Τιμούρ εκεί για να εξωραΐσει την πρωτεύουσά του.
Η Σαμαρκάνδη βρίσκεται σε πεδιάδα και περιβάλλεται από οχύρωμα ή χωμάτινο τείχος με πολύ βαθιά τάφρο. Η ίδια η πόλη είναι αρκετά μεγαλύτερη από τη Σεβίλλη, αλλά έξω από τη Σαμαρκάνδη υπάρχουν μεγάλοι αριθμοί σπιτιών, που σχηματίζουν εκτεταμένα προάστια. Αυτά εκτείνονται προς όλες τις κατευθύνσεις, γιατί όντως η πόλη περιβάλλεται από οπωρώνες και αμπελώνες, που εκτείνονται σε ορισμένες περιπτώσεις μιάμιση ή ακόμη και δύο λεύγες πέρα από τη Σαμαρκάνδη, η οποία βρίσκεται στο κέντρο τους.
Οι οπωρώνες και τα σιτοχώραφα. Πρόβατα με παχιές ουρές. Φτηνές τιμές
Ανάμεσα σε αυτούς τούς οπωρώνες περνούν δρόμοι με ανοιχτές πλατείες. Είναι όλοι πυκνοκατοικημένοι και εδώ πωλούνται όλα τα είδη αγαθών, διάφορα ψωμιά και κρέατα. Συμβαίνει έτσι, ώστε ο πληθυσμός έξω από την πόλη να είναι μεγαλύτερος από τον πληθυσμό εντός των τειχών. Ανάμεσα σε αυτούς τούς οπωρώνες έξω από τη Σαμαρκάνδη βρίσκονται τα πιο ευγενή και όμορφα σπίτια, ενώ εδώ ο Τιμούρ έχει τα πολλά παλάτια του και τις εγκαταστάσεις αναψυχής. Γύρω-γύρω οι μεγάλοι άνδρες τής κυβέρνησης έχουν επίσης τα κτήματά τους και τα εξοχικά τους σπίτια, καθένα μέσα στον δικό του οπωρώνα. Αυτοί οι κήποι και οι αμπελώνες που περιβάλλουν τη Σαμαρκάνδη είναι τόσο πολυάριθμοι, που ο ταξιδιώτης που πλησιάζει την πόλη βλέπει μόνο ένα μεγάλο ορεινό ύψωμα δέντρων, ενώ τα σπίτια που είναι κλεισμένα ανάμεσά τους παραμένουν αόρατα. Μέσα από τούς δρόμους τής Σαμαρκάνδης, καθώς και μέσα από τούς κήπους της, εντός και εκτός των τειχών, περνούν πολλοί αγωγοί νερού, ενώ σε αυτούς τούς κήπους βρίσκονται οι κρεβάτες με τα πεπόνια και οι καλλιέργειες βαμβακιού.
Τα πεπόνια αυτής τής υπαίθρου είναι άφθονα και πολύ καλά, ενώ την εποχή των Χριστουγέννων υπάρχουν τόσο πολλά πεπόνια και σταφύλια, που είναι πραγματικά απίστευτο. Κάθε μέρα οι καμήλες φέρνουν μέσα στην πόλη φορτία πεπονιών από την ύπαιθρο και είναι απίστευτο πόσο πολλά πωλούνται και τρώγονται στην αγορά. Σε όλα τα πιο έξω χωριά τα πεπόνια είναι τόσο άφθονα, που σε μια εποχή οι άνθρωποι τα συντηρούν, ξεραίνοντάς τα όπως γίνεται με τα σύκα, τα οποία έτσι μπορούν να διατηρηθούν για χρήση από το τέλος τού ενός έτους μέχρι το επόμενο. Τα πεπόνια συντηρούνται ως εξής. Κόβουν τα φρούτα σε μεγάλα κομμάτια αφαιρώντας τον φλοιό και τα βάζουν να ζαρώσουν στον ήλιο. Μόλις αυτά τα κομμάτια ξεραθούν αρκετά, τα δένουν το ένα με το άλλο και τα αποθηκεύουν σε καλάθια και έτσι διατηρούνται καλά για ένα ολόκληρο δωδεκάμηνο. Πέρα από τα προάστια τής Σαμαρκάνδης απλώνονται οι μεγάλες πεδιάδες όπου βρίσκονται πολλοί οικισμοί, όλοι καλά κατοικημένοι, γιατί εδώ εγκαταστάθηκαν οι μετανάστες, τούς οποίους ο Τιμούρ έχει φέρει εδώ από όλα τα ξένα εδάφη που έχει κατακτήσει. Το έδαφος ολόκληρης τής επαρχίας τής Σαμαρκάνδης είναι πολύ εύφορο και αποφέρει μεγάλη συγκομιδή σιταριού. Υπάρχουν άφθονα οπωροφόρα δέντρα καθώς και πλούσιοι αμπελώνες. Η πανίδα είναι θαυμάσια. Ζώα και πουλερικά είναι όλα καλής ράτσας. Τα πρόβατα φημίζονται γιατί έχουν εκείνες τις παχιές ουρές, που ζυγίζουν καθεμιά είκοσι λίμπρες, στην πραγματικότητα το βάρος που μπορεί ένας άνθρωπος να κρατήσει εύκολα στο χέρι. Από αυτά τα πρόβατα τα κοπάδια είναι τόσο άφθονα, που ακόμη και όταν ο Τιμούρ βρίσκεται στρατοπεδευμένος εδώ με τις στρατιές του,7 ένα ζευγάρι προβάτων μπορεί να το αγοράσει κανείς στην αγορά στην τιμή τού ενός δουκάτου. Μάλιστα οι τιμές είναι τόσο χαμηλές, που για ένα μέρι, νόμισμα που αξίζει μισό ρεάλι, μπορείς να έχεις ενάμιση μόδιο κριθάρι.8 Το ψημένο ψωμί είναι παντού άφθονο, ενώ το ρύζι μπορείς να το αγοράζεις φτηνά σε οποιαδήποτε ποσότητα.
Μεταφορά-εγκατάσταση τεχνιτών και καλλιτεχνών από κατακτημένες χώρες
Ο πλούτος και η αφθονία αυτής τής μεγάλης πρωτεύουσας και τής περιοχής της είναι τέτοιος, που είναι πράγματι θαύμα να το βλέπεις. Αυτός είναι ο λόγος που η πόλη ονομάζεται Σαμαρκάνδη. Γιατί αυτό το όνομα έπρεπε πιο σωστά να γράφεται Σεμίζ-κεντ,9 δύο λέξεις που σημαίνουν «Πλούσια Πόλη», γιατί «Σεμίζ» στα τουρκικά είναι παχύς ή πλούσιος, ενώ «Κεντ» σημαίνει πόλη ή κωμόπολη. Με τον καιρό οι δύο αυτές λέξεις έχουν παραφθαρεί στο όνομα «Σαμαρκάντ».10 Επίσης αυτή η χώρα τής Σαμαρκάνδης δεν είναι μόνο πλούσια σε τρόφιμα αλλά και σε βιοτεχνικά είδη, όπως τα νήματα από μετάξι, τα είδη που ονομάζονται ζαϋτούνι και κίνκομπ,11 καθώς και κρεπ υφάσματα, ταφτάδες και τα υλικά που ονομάζουμε τερσενάλ στην Ισπανία,12 τα οποία παράγονται εδώ σε μεγάλους αριθμούς. Παράγουν επίσης γούνινες επενδύσεις για μεταξωτά ενδύματα και κατασκευάζουν υφάσματα σε χρυσό και μπλε με άλλα χρώματα βαμμένα με διάφορες βαφές, ενώ, εκτός από όλα αυτά τα είδη προϊόντων, υπάρχουν και τα μπαχαρικά. Έτσι το εμπόριο το έχει πάντοτε ενθαρρύνει ο Τιμούρ, με σκοπό να καταστήσει την πρωτεύουσά του την ευγενέστερη των πόλεων. Στη διάρκεια όλων των κατακτήσεών του, οπουδήποτε κι αν πήγε, μετέφερε τούς καλύτερους ανθρώπους τού πληθυσμού για να εποικίσουν τη Σαμαρκάνδη, φέρνοντας εδώ μαζί τούς καλύτερους τεχνίτες όλων των εθνών.13 Έτσι από τη Δαμασκό έφερε μαζί του όλους τούς υφαντές τής πόλης, εκείνους που εργάζονταν στους αργαλειούς μεταξιού. Επίσης τούς κατασκευαστές μηχανικών τόξων, εκείνους που φτιάχνουν τις βαλλίστρες που είναι τόσο διάσημες. Ομοίως τούς κατασκευαστές πανοπλιών, επίσης τούς τεχνίτες τού γυαλιού και τής πορσελάνης, που θεωρούνται οι καλύτεροι σε όλο τον κόσμο. Από την Τουρκία έφερε τούς οπλοποιούς τους που κατασκευάζουν το αρκεβούζιο, καθώς και ανθρώπους άλλων επαγγελμάτων, οπουδήποτε τούς έβρισκε, όπως αργυροχόους και χτίστες. Όλοι αυτοί υπήρχαν σε πολύ μεγάλους αριθμούς. Μάλιστα είχαν συγκεντρώσει εδώ τόσο πολλούς από τούς τεχνίτες όλων των ειδών, ώστε από κάθε ονομασία και είδος μπορούσες να βρεις πολλούς αρχιτεχνίτες εγκατεστημένους στην πρωτεύουσα. Είχε επίσης συγκεντρώσει για να εγκατασταθούν εδώ στη Σαμαρκάνδη ανθρώπους τού πυροβολικού, τόσο μηχανικούς όσο και πυροβολητές, πέρα από εκείνους που φτιάχνουν τα σχοινιά με τα οποία λειτουργούν αυτές οι μηχανές. Για τον σκοπό αυτόν τελευταία σπέρνουν και καλλιεργούν κάνναβη και λινάρι στα εδάφη τής Σαμαρκάνδης, όπου ποτέ πριν δεν γίνονταν τέτοιες καλλιέργειες.
Οι μεγάλες αγορές εμπορευμάτων και τροφίμων
Τόσο μεγάλος ήταν λοιπόν ο πληθυσμός όλων των εθνικοτήτων που είχε τώρα συγκεντρωθεί στη Σαμαρκάνδη, των ανδρών με τις οικογένειές τους, που ο αριθμός τους λεγόταν ότι ανερχόταν σε 150.000 ψυχές. Από τα έθνη που είχαν φέρει εδώ μαζί, υπήρχαν Τούρκοι, Άραβες και μουσουλμάνοι διαφόρων δογμάτων, με χριστιανούς που ήσαν Έλληνες και Αρμένιοι, Καθολικοί, Ιακωβίτες και Νεστοριανοί, εκτός από εκείνους τούς ανθρώπους που βαπτίζονται με φωτιά στο μέτωπο, οι οποίοι είναι μάλιστα χριστιανοί, αλλά μιας πίστης ιδιαίτερης τού δικού τους έθνους.14 Ο πληθυσμός τής Σαμαρκάνδης ήταν τόσο μεγάλος ώστε καταλύματα για όλους αυτούς δεν ήταν δυνατό να βρεθούν μέσα στα όρια τής πόλης, ούτε στους δρόμους και στους ανοιχτούς χώρους των προαστίων και των έξω χωριών. Επομένως τούς έβρισκε κανείς προσωρινά εγκατεστημένους ακόμη και στις σπηλιές και σε σκηνές κάτω από τα δέντρα των κήπων, κάτι που ήταν εντυπωσιακό ως θέαμα. Στις αγορές τής Σαμαρκάνδης υπάρχουν επίσης μεγάλες αποθήκες με εμπορεύματα που εισάγονται από μακρινές και ξένες χώρες. Από τη Ρωσία και τη χώρα των Τατάρων έρχονται δέρματα και λινά, από το Κατάι μεταξωτά υλικά που είναι τα καλύτερα σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ από αυτά τα καλύτερα είναι εκείνα που είναι σκέτα, χωρίς κεντήματα. Από εκεί έρχεται και ο μόσχος, που δεν υπάρχει αλλού παρά μόνο στο Κατάι, με ρουμπίνια μπαλάς και διαμάντια, τα οποία συναντώνται συχνότερα σε αυτά τα μέρη παρά αλλού, καθώς και μαργαριτάρια και τέλος το ραβέντι και πολλά άλλα μπαχαρικά. Τα αγαθά που εισάγονται στη Σαμαρκάνδη από το Κατάι είναι μάλιστα τα πλουσιότερα και πιο πολύτιμα από όλα εκείνα που έρχονται εδώ από ξένα μέρη, γιατί οι τεχνίτες τού Κατάι φημίζονται ότι είναι οι πιο επιδέξιοι, πολύ περισσότερο από εκείνους οποιουδήποτε άλλου έθνους. Όπως λέει η παροιμία, μόνο εκείνοι έχουν δύο μάτια, οι Φράγκοι μάλιστα έχουν ένα, ενώ οι μουσουλμάνοι είναι τυφλοί. Έτσι οι Φράγκοι και οι Κινέζοι, σε αυτό που κάνουν, έχουν στο θέμα των ματιών πλεονέκτημα απέναντι στους ανθρώπους όλων των άλλων εθνικοτήτων.
Από την Ινδία φέρνουν στη Σαμαρκάνδη τα λιγότερο γνωστά μπαχαρικά, τα οποία μάλιστα είναι τα πιο ακριβά τού είδους, όπως μοσχοκάρυδο, γαρίφαλο και κανέλα, τόσο σε άνθος όσο και ως φλοιό, με τζίντζερ και μάννα. Όλα αυτά, μαζί με πολλά άλλα είδη, που δεν θα βρεθούν ποτέ στις αγορές τής Αλεξάνδρειας. Σε όλη την πόλη τής Σαμαρκάνδης υπάρχουν ανοιχτές πλατείες, όπου πωλείται κρέας χασάπη μαγειρεμένο, ψημένο ή βραστό, με πουλερικά και κυνήγι κατάλληλα ετοιμασμένα για φαγητό, ενώ πωλούνται επίσης ψωμί και εξαιρετικά φρούτα. Όλα αυτά τα φαγητά και εφόδια εκτίθενται εκεί με αξιοπρεπή καθαρό τρόπο, δηλαδή σε όλες αυτές τις πλατείες και τούς ανοιχτούς χώρους τής πόλης, ενώ η κίνηση διαρκεί όλη την ημέρα και ακόμη και όλη τη νύχτα. Τα κρεοπωλεία είναι πολυάριθμα, καθώς και οι χώροι όπου πωλούνται πουλερικά, φασιανοί και πέρδικες. Τα καταστήματα αυτά μένουν ανοιχτά νύχτα και μέρα. Από τη μία πλευρά τής Σαμαρκάνδης βρίσκεται το κάστρο, που δεν είναι κτισμένο σε ύψωμα, αλλά προστατεύεται από βαθιές χαράδρες από όλες τις πλευρές του. Μέσα από αυτές κυλά νερό, που καθιστά τη θέση τού κάστρου απόρθητη. Εδώ είναι που η υψηλότητά του φυλάει τον θησαυρό του και κανένας από έξω, από την πόλη, δεν μπορεί να μπει, εκτός από τον διοικητή τού κάστρου και τούς άνδρες του. Όμως εντός των τειχών του ο Τιμούρ διατηρεί σε κράτηση και αιχμαλωσία πάνω από χίλιους εργάτες. Αυτοί εργάζονται κατασκευάζοντας πανοπλίες και κράνη, με τόξα και βέλη, ενώ σε αυτήν την επιχείρηση παραμένουν εργαζόμενοι σε όλη τη διάρκεια τού χρόνου τους στην υπηρεσία τής υψηλότητάς του.
Πριν από μερικά χρόνια,15 όταν ο Τιμούρ έφυγε για τελευταία φορά από τη Σαμαρκάνδη και ξεκίνησε εκείνη την εκστρατεία κατά την οποία κατέκτησε την Τουρκία και λεηλάτησε τη Δαμασκό, έδωσε εντολές ότι όλοι οι στρατιώτες που θα τον συνόδευαν, μπορούσαν να φέρουν μαζί τους στην πορεία τις συζύγους και τα παιδιά τους, εκτός αν κάποιος άνδρας προτιμούσε ν΄ αφήσει την οικογένειά του πίσω στο σπίτι του, οπότε μπορούσε να το κάνει. Ο Τιμούρ είχε δώσει αυτή την εντολή, επειδή σκόπευε τότε να παραμείνει στο εξωτερικό, μακριά από την πρωτεύουσά του, για επτά ολόκληρα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων έπρεπε να κατακτήσει όλους τούς εχθρούς του. Είχε ορκιστεί, ότι δεν θα ξανάμπαινε σε αυτό το κάστρο του στη Σαμαρκάνδη, πριν περάσει αυτή η περίοδος των επτά ετών.
Ο νέος αυτοκράτορας τής Κίνας και η πρεσβεία του
Την εποχή εκείνη, όταν ήμασταν καλεσμένοι του στη Σαμαρκάνδη, είχαν φτάσει ορισμένοι πρεσβευτές που έστειλε ο αυτοκράτορας τής Κίνας, οι οποίοι είχαν έρθει στον Τιμούρ φέρνοντας το εξής μήνυμα: όλοι οι άνθρωποι γνώριζαν ότι ο Τιμούρ είχε στην κατοχή του εκτάσεις, τις οποίες κατείχε στο παρελθόν ως φέουδα η Κίνα και, ως εκ τούτου, έπρεπε να καταβληθεί ετήσιος φόρος τιμής γι’ αυτές από εκείνον προς τον Κινέζο αυτοκράτορα. Επειδή όμως τα επτά προηγούμενα χρόνια δεν είχε πληρωθεί καθόλου φόρος, ο Τιμούρ έπρεπε τώρα να πληρώσει αμέσως όλο το ποσό. Η απάντηση τής υψηλότητάς του σε αυτούς τούς πρεσβευτές ήταν ότι πράγματι, αυτό ήταν αλήθεια και ότι επρόκειτο να πληρώσει εκείνα που οφείλονταν. Όμως δεν θα τούς επιβάρυνε, τούς πρεσβευτές, να κουβαλήσουν τα χρήματα στην Κίνα κατά την επιστροφή τους, γιατί θα τα έφερνε εκεί ο ίδιος ο Τιμούρ. Αυτό βέβαια ειπώθηκε κοροϊδευτικά και με περιφρόνηση, επειδή η υψηλότητά του δεν σκόπευε να πληρώσει αυτόν τον φόρο υποτέλειας. Βέβαια κατά τη διάρκεια αυτών των επτά ετών ούτε κανένας φόρος είχε ποτέ σταλεί, ούτε αυτός που ήταν τότε αυτοκράτορας τής Κίνας είχε στείλει ποτέ κάποια απαίτηση γι’ αυτόν στη διάρκεια εκείνων των ετών. Αυτή η απουσία απαίτησης είχε προκληθεί από ορισμένα γεγονότα, που συνέβαιναν τελευταία στην Κίνα και τα οποία θα εξηγηθούν τώρα.16
Στην αρχή εκείνης τής περιόδου είχε πεθάνει ο βασιλεύων αυτοκράτορας τής Κίνας και είχε αφήσει τρεις γιους, μεταξύ των οποίων χωρίστηκε η αυτοκρατορία του και τα εδάφη του σύμφωνα με τη διαθήκη του. Ο μεγαλύτερος γιος, όχι αφύσικα, θέλησε να πάρει για τον εαυτό του ολόκληρη την αυτοκρατορία, αφήνοντας έξω τα δύο αδέλφια του, και είχε αμέσως κατορθώσει τον θάνατο τού νεότερου από τούς δύο, αλλά ο άλλος αδελφός τον είχε πολεμήσει και κατάφερε τελικά να τον κατανικήσει. Τότε ο μεγαλύτερος αυτός, βλέποντας ότι, όπως ήσαν τότε τα πράγματα, δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε συμφωνία με τον αδελφό του, απελπίστηκε και βάζοντας φωτιά στο στρατόπεδό του, χάθηκε, αυτός και οι περισσότεροι από τούς άνδρες του, στις φλόγες. Έτσι ο ένας αδελφός που επέζησε ήταν τώρα αυτοκράτορας και όταν κατασίγασε η αναστάτωση και αποκαταστάθηκε η τάξη, αυτός ο νέος αυτοκράτορας ήταν εκείνος που είχε στείλει τούς πρεσβευτές του στον Τιμούρ, ζητώντας αυτόν τον φόρο υποτέλειας, ο οποίος, όπως ισχυριζόταν, καταβαλλόταν την εποχή τού πατέρα του. Ακούγαμε τώρα ότι η υψηλότητά του είχε δώσει εντολές να κρεμαστούν αμέσως όλοι εκείνοι οι Κινέζοι πρεσβευτές, αλλά δεν γνωρίζουμε αν εκτελέστηκε αυτή η εντολή ή αν ο αυτοκράτορας τής Κίνας κατόρθωσε τελικά να διαφυλάξει την τιμή του. Από την πόλη τής Σαμαρκάνδης είναι έξι μηνών πορεία μέχρι την πρωτεύουσα τής Κίνας, η οποία ονομάζεται Καμπαλούκ17 και είναι η μεγαλύτερη πόλη σε εκείνη την αυτοκρατορία. Από αυτό το εξάμηνο ταξίδι, δύο μήνες περνούν για τη διέλευση από έρημη χώρα εντελώς ακατοίκητη, όπου υπάρχουν μόνο νομάδες κτηνοτρόφοι, που περιπλανιούνται μέσα στις πεδιάδες τρέφοντας τα κοπάδια τους. Τον Ιούνιο εκείνου τού έτους, λίγο πριν από την ημερομηνία τής άφιξής μας στη Σαμαρκάνδη, είχε έρθει ένα καραβάνι με οκτακόσιες καμήλες, φέρνοντας εμπορεύματα από την Κίνα. Τότε ήταν που ο Τιμούρ, έχοντας επιστρέψει από τις δυτικές εκστρατείες του, είχε υποδεχθεί εκείνη την κινεζική πρεσβεία, που έφερνε το μήνυμα που τού έστελνε ο αυτοκράτορας τής Κίνας. Διέταξε αμέσως να τεθεί υπό κράτηση ολόκληρο αυτό το καραβάνι, άνθρωποι και αγαθά, και να μην επιστρέψει κανένας στην Κίνα.
Έπειτα, από ορισμένους από τούς ανθρώπους που είχαν ταξιδέψει από το Καμπαλούκ μαζί με αυτούς τούς πρεσβευτές, καθώς και από εκείνους που είχαν έρθει ως υπεύθυνοι για το καραβάνι με τις καμήλες, έσπευσε ν΄ αποκτήσει ακριβείς πληροφορίες για τις πολλές παράξενες ιδιαιτερότητες αυτής τής χώρας τής οποίας κύριος ήταν ο αυτοκράτορας, με λεπτομέρειες για τον μεγάλο πλούτο και για τον αριθμό τού κινεζικού πληθυσμού. Υπήρξε ειδικότερα ένας,18 στον οποίο είχε επιτραπεί να διαμείνει στο Καμπαλούκ για έξι ολόκληρους μήνες. Περιέγραψε τη μεγάλη αυτή πόλη ως ευρισκόμενη όχι μακριά από τη θάλασσα, ενώ για το μέγεθός της είπε ότι ήταν οπωσδήποτε είκοσι φορές μεγαλύτερη από την Ταμπρίζ. Αν ισχύει αυτό, τότε πρέπει να είναι όντως η μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο, γιατί η Ταμπρίζ εκτείνεται σε μήκος περισσότερο από μια λεύγα και επομένως αυτή η πόλη Καμπαλούκ πρέπει να εκτείνεται σε μήκος είκοσι λευγών από τη μια πλευρά μέχρι την άλλη. Ο άνδρας αυτός ανέφερε επίσης ότι ο αυτοκράτορας τής Κίνας ήταν άρχοντας τόσων πολλών πολεμιστών, που όταν ο στρατός του πήγαινε σε πόλεμο πέρα από τα όρια τής αυτοκρατορίας του, χωρίς να υπολογίζονται όσοι πορεύονταν μαζί του, μπορούσε ν΄ αφήσει πίσω 400.000 ιππείς να φρουρούν το βασίλειό του, μαζί με πολλές μονάδες πεζών φρουρών. Όπως αυτός ο άνθρωπος ανέφερε επίσης, ο κανόνας που ίσχυε στην Κίνα ήταν ότι σε κανέναν ευγενή δεν επιτρεπόταν να εμφανίζεται δημοσίως πάνω σε άλογο, αν δεν διατηρούσε στην υπηρεσία του και με δυνατότητα άμεσης κλήσης στα όπλα τουλάχιστον χίλιους ιππείς. Παρ’ όλα αυτά ο αριθμός τέτοιων ευγενών που συναντούσε κανείς ήταν πολύ μεγάλος. Πολλά ήσαν τα υπέροχα γεγονότα που αφηγούνταν επίσης για την πρωτεύουσα και τη χώρα τής Κίνας. Τέλος μάς είπαν ότι αυτός ο νέος αυτοκράτορας τής Κίνας ήταν από τη γέννησή του ειδωλολάτρης, αλλά πρόσφατα είχε προσηλυτιστεί στη χριστιανική πίστη.19
Οι κατασκευαστές πανοπλιών και η πανοπλία τους
Ας επιστρέψουμε όμως στα τωρινά ζητήματα. Τη στιγμή που φτάναμε με την πρεσβεία μας στη Σαμαρκάνδη, εκείνα τα επτά χρόνια, για τα οποία μιλήσαμε πιο πάνω, είχαν πια ολοκληρωθεί. Κατά τη διάρκειά τους, όπως αναφέρθηκε, ο Τιμούρ είχε ορκιστεί να μην πατήσει μέσα στο φρούριο τής Σαμαρκάνδης όπου φυλάσσονταν οι θησαυροί του. Τώρα λοιπόν προχωρούσε να μπει και πάλι σε αυτό με πολλή λαμπρότητα και αγαλλίαση και για να θαυμάσουν όλοι, ζήτησε να φέρουν ενώπιόν του για επιθεώρηση τα όπλα και τις πανοπλίες που εκείνοι οι εργάτες, οι αιχμάλωτοί του, είχαν φτιάξει από τη στιγμή που ξεκίνησε, από τη στιγμή δηλαδή που τον είχαν δει για τελευταία φορά. Μεταξύ των άλλων, έφεραν για να τού δείξουν τρεις χιλιάδες καινούργιες πανοπλίες, τού είδους που έχουν πάνω τους ραμμένη ενίσχυση από κόκκινο καμβά. Κατά τη γνώμη μας φαίνονταν πολύ καλά φτιαγμένες, εκτός από το ότι οι πλάκες δεν είναι αρκετά χοντρές και δεν ξέρουν εδώ πώς να ενισχύουν κατάλληλα το ατσάλι. Την ίδια στιγμή παρουσιάστηκαν κράνη σε τεράστιο αριθμό και αυτά. Καθένα με τη δική του στολή πανοπλίας, δόθηκαν εκείνη την ημέρα ως δώρα σε πολλούς από την υψηλότητά του και μοιράστηκαν ανάμεσα στους άρχοντες και τούς ευγενείς που ήσαν εκεί παρόντες. Τα δικά τους κράνη τα φτιάχνουν στρογγυλά και ψηλά. Μερικά διπλώνουν σε κάποιο σημείο, ενώ μπροστά κατεβαίνει ένα κομμάτι για να προστατεύει το πρόσωπο και τη μύτη. Πρόκειται για πλάκα με πλάτος δύο δάχτυλα, που φτάνει κάτω, στο επίπεδο τού σαγονιού. Αυτό το κομμάτι μπορεί ν΄ ανεβαίνει ή να κατεβαίνει κατά βούληση και χρησιμεύει για ν΄ αποκρούεται πλευρικό χτύπημα από σπαθί. Αυτές οι στολές πανοπλίας συντίθενται με τρόπο που μοιάζει πολύ με τον δικό μας στην Ισπανία, αλλά φορούν και μακριά φούστα, κατασκευασμένη από υλικό διαφορετικό από εκείνο τής πανοπλίας, η οποία κατεβαίνει μέχρι κάτω και φαίνεται, όπως θα συνέβαινε σε εμάς με το χιτώνιο.
Η φυλή των Αμαζόνων
Σε απόσταση πορείας δεκαπέντε περίπου ημερών από τη Σαμαρκάνδη και στην κατεύθυνση τής Κίνας βρίσκεται μια χώρα που κατοικείται από Αμαζόνες. Οι γυναίκες αυτές τηρούν το έθιμο να μην επιτρέπουν σε κανέναν άνδρα να ζει μαζί τους. Όμως σε συγκεκριμένη εποχή τού έτους, με τη συγκατάθεση των μεγαλύτερων σε ηλικία, οι νεότερες μητέρες παίρνουν τις κόρες τους και προχωρούν μαζί τους στις περιοχές εκείνες που βρίσκονται δίπλα. Όταν φτάνουν εκεί, οι άνδρες τις προσκαλούν όλες να μείνουν στα σπίτια τους και οι κοπέλες πηγαίνουν στους άνδρες που προτιμούν, τρώγοντας και πίνοντας σαν να βρίσκονται στο σπίτι τους και ζώντας τώρα μαζί τους. Ύστερα από λίγο, οι γυναίκες επιστρέφουν στην πατρίδα τους. Ακολούθως, όταν γεννιούνται κόρες, τις κρατούν αυτές μαζί τους, αλλά τούς γιους που γεννιούνται τούς στέλνουν στους πατέρες τους, στους τόπους όπου αυτοί ζουν. Αυτές οι Αμαζόνες, αν και ζουν σε γειτονικά εδάφη, δεν περιλαμβάνονται στους λαούς που είναι υπήκοοι τού Τιμούρ, αλλά θεωρούνται λαός τής κινεζικής αυτοκρατορίας και είναι χριστιανές τού ελληνικού τελετουργικού. Κατάγονται όλες από εκείνες τις ίδιες Αμαζόνες, που παλαιότερα πολέμησαν μπροστά στην Τροία, όταν εκείνη η πόλη επρόκειτο να καταστραφεί από τούς Έλληνες. Εκείνη την εποχή στην Τροία υπήρχαν δύο έθνη τού λαού των Αμαζόνων, ένα τής τουρκικής οικογένειας, που παρέμενε μόνιμα εκεί, και ένα άλλο που μετανάστευσε στο σημείο όπου βρίσκονται τώρα.
Δικαστές και δικαιοσύνη
Η καλή τάξη διατηρείται στη Σαμαρκάνδη με απόλυτη αυστηρότητα. Κανένας δεν τολμά ν΄ αντιμάχεται με κάποιον άλλο ή να καταπιέζει με τη βία τον γείτονά του. Μάλιστα, όσον αφορά τις μάχες, ο Τιμούρ τούς προσφέρει πολλές τέτοιες ευκαιρίες, αλλά στο εξωτερικό. Όταν ταξιδεύει σε ξένα μέρη, η υψηλότητά του συνοδεύεται παντού από τούς δικαστές του, οι οποίοι διαχειρίζονται τον νόμο σε όλα, τόσο στο στρατόπεδο όσο και στο παλάτι. Όσον αφορά τις απομακρυσμένες επαρχίες στις οποίες στέλνονται δικαστές, απονέμουν δικαιοσύνη σε όλους με τον ίδιο τρόπο και ακούν παράπονα. Αυτοί οι δικαστές είναι ειδικά διορισμένοι και ο νόμος πρέπει να εφαρμόζεται με το ακόλουθο σύστημα. Κάποιοι δικαστές διατηρούνται για να επιβάλουν ποινές σε ποινικές υποθέσεις και αιματοχυσίες που προκύπτουν από διαμάχες, ενώ κάποιοι άλλοι δικαστές ασχολούνται με οικονομικές απάτες που ενδέχεται να επηρεάζουν την κυβέρνηση. Στη συνέχεια υπάρχουν δικαστές που έχουν την ευθύνη ενασχόλησης με τις υποθέσεις των κυβερνητικών εποπτών που διαμένουν στις απομακρυσμένες περιοχές και πόλεις και οι οποίοι έρχονται για να θέσουν τις υποθέσεις τους και τις καταγγελίες τους ενώπιον τής υψηλότητάς του. Τέλος υπάρχουν εκείνοι οι αξιωματούχοι, που συμμετέχουν στην υποδοχή ξένων πρεσβειών. Έτσι σε τρία τμήματα απονέμουν δικαιοσύνη. Όπου εγκαθίσταται το βασιλικό στρατόπεδο, χορηγούν ακρόαση, κάθε δικαιοσύνη στο δικό της τμήμα. Στήνονται τρεις μεγάλες σκηνές, στις οποίες οδηγούνται όλοι οι διάδικοι και οι κατηγορούμενοι, όπου οι δικαστές ακούν και επιβάλλουν ποινή. Πριν όμως εκτελεστεί, θα πάνε και θα αναφέρουν όλα τα θέματα στον Τιμούρ. Ύστερα, έξι-έξι και τέσσερις-τέσσερις, οι αποφάσεις τίθενται σε ισχύ.
Όταν κάποιο διάταγμα πρέπει να συνταχθεί γραπτώς, οι δικαστές διατάζουν τούς γραμματείς τους να φροντίσουν και να το καθαρογράψουν, αλλά το κείμενο είναι σύντομο και τελειώνει γρήγορα. Μόλις καθαρογραφτεί, αντιγράφεται σε βιβλίο καταχωρήσεων που τηρούν οι γραμματείς και υπογράφεται. Στη συνέχεια το διάταγμα δίδεται στον εισαγγελέα, ο οποίος έχει την ευθύνη να το θέσει σε ισχύ και ο οποίος, παίρνοντας ασημένια σφραγίδα στην οποία είναι χαραγμένο το δικό του έμβλημα, τη μελανώνει και σφραγίζει το διάταγμα στο κάτω μέρος του. Τότε ένας άλλος αξιωματούχος θα το πάρει και θα το καταχωρήσει στο βιβλίο του και στη συνέχεια θα επιστραφεί στον δικαστή, ο οποίος τελικά βάζει τη δική του σφραγίδα με μελάνι, όπως περιγράφηκε πιο πάνω. Όταν τρία ή τέσσερα από αυτά τα διατάγματα σφραγιστούν έτσι και σταλούν, τα παίρνουν και τα σφραγίζουν με την επίσημη σφραγίδα τού ίδιου τού Τιμούρ, στην οποία είναι χαραγμένο το ρητό «Αυτή είναι η Αλήθεια», το οποίο περιβάλλει τα τρία «ο» που είναι διατεταγμένα έτσι ooo σε τρίγωνο.20 Καθένας από εκείνους τούς επίσημους εισαγγελείς έχει τον γραμματέα του για να καθαρογράφει την πράξη ή το διάταγμα από το βιβλίο καταχώρησης και να λαμβάνονται αντίγραφα. Μόλις δει σε οποιαδήποτε πράξη ή διάταγμα τη σφραγίδα ενός από τούς δικαστές και τη σφραγίδα τού Τιμούρ σε επιβεβαίωση, αμέσως, χωρίς καθυστέρηση, θέτει σε ισχύ εκείνο που διατάσσεται με αυτό.
Tόκταμις και Ιντίκου
Τώρα λοιπόν, αφού ολοκλήρωσα την περιγραφή μου για την πόλη τής Σαμαρκάνδης, αφού διηγήθηκα όλα όσα συνέβησαν εκεί σε εμάς την ισπανική πρεσβεία και αφού περιέγραψα αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο μάς υποδέχτηκε η υψηλότητά του, θα σάς διηγηθώ πώς ο Τιμούρ στο παρελθόν κατανίκησε και τελικά κατατρόπωσε τον Τόκταμις,21 τον χάνο22 των Τατάρων, έναν ισχυρό και γενναίο ηγεμόνα, ο οποίος ήταν μάλιστα πολύ πιο φοβερός εχθρός από τον Τούρκο. 23 Επίσης πώς μετά την ήττα τού Τόκταμις κάποιος άλλος προέκυψε στη θέση του, διεκδικώντας την επικυριαρχία επί τής χώρας των Τατάρων, δηλαδή ο αρχηγός που ονομάζεται Ιντίκου,24 ο οποίος υπήρξε κάποτε υπήκοος και υποτελής τού Τιμούρ, αλλά τώρα είναι ο πιο ισχυρός αντίπαλος, τον οποίο πρέπει ν΄ αντιμετωπίσει η υψηλότητά του ως ανταγωνιστή για την ηγεμονία.25 Είχαν μάλιστα περάσει έντεκα χρόνια από τότε που ο Τόκταμις, ο χάνος [τής Χρυσής Ορδής] των Τατάρων, ερχόμενος στην εξουσία και έχοντας τεράστια ακολουθία από ιππείς, εξόρμησε26 για να κατακτήσει και να εισβάλει στην Περσία. Έπεσε πάνω στην επαρχία,27 αναλαμβάνοντας την κατοχή τής Ταμπρίζ και καταλαμβάνοντας όλες τις επαρχίες τής Άνω Αρμενίας. Πολλές πόλεις αλώθηκαν, πολλά κάστρα καταστράφηκαν και ολόκληρη η ύπαιθρος λεηλατήθηκε από τα στρατεύματά του, όπως είδαμε εμείς οι πρεσβευτές κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού μας διαμέσου αυτών των περιοχών, ιδιαίτερα όταν φτάσαμε στην πόλη τού Σουρμάρι.28 Το ίδιο συνέβη και με την κύρια πόλη τής περιοχής τού Σισακάν,29 καθώς και σε άλλα εδάφη τής Αρμενίας. Όλη αυτή η χώρα εκείνη την εποχή θεωρούνταν ήδη ότι ανήκε στην κυριαρχία τού Τιμούρ. Ο Τόκταμις, γνωρίζοντάς το αυτό καλά, συγκεντρώνοντας τα λάφυρά του έσπευσε σύντομα ν΄ αποσυρθεί πίσω στη χώρα των Τατάρων. Ο Τιμούρ όμως, όταν έμαθε τα νέα γι’ αυτά τα πράγματα, προέλασε και τον καταδίωξε με ταχύτητα, αν και οι ιππείς του ήσαν λιγότεροι σε αριθμό από εκείνους τού Τόκταμις. Ακολουθώντας τα ίχνη τους, έφτασε τον ταταρικό στρατό στις όχθες τού μεγάλου ποταμού Τέρεκ που κυλά κοντά στη χώρα των Τατάρων. Ο Τιμούρ έκανε αμέσως προσπάθεια ν΄ αρπάξει το πέρασμα, σκοπεύοντας να περάσει απέναντι.
Σε όλα αυτά τα μέρη αυτό το πέρασμα ήταν το μοναδικό από το οποίο μπορούσε κανείς να διασχίσει τον ποταμό. Όταν όμως ο Τιμούρ έφτασε στην όχθη τού ποταμού, διαπίστωσε ότι ο Τόκταμις είχε ήδη περάσει στην άλλη πλευρά και μαθαίνοντας ότι ο Τιμούρ τον ακολουθούσε, σταμάτησε αμέσως για να φρουρήσει και να κρατήσει το πέρασμα, το οποίο προστάτευε τώρα περισσότερο από την πλευρά του, με ξύλινα δοκάρια. Όταν έφτασε ο Τιμούρ και διαπίστωσε ότι ο Τόκταμις κατείχε το πέρασμα, σταμάτησε και έστειλε απεσταλμένους στον Τόκταμις, ζητώντας να μάθει γιατί ενέργησε έτσι. Ο Τιμούρ τον διαβεβαίωνε ότι δεν είχε έρθει για να τον πολεμήσει, αφού μάλιστα ήταν καλός του φίλος. Επικαλούνταν τη μαρτυρία τού Θεού, ότι αυτός, ο Τιμούρ, από την πλευρά του δεν είχε ποτέ επιδιώξει καμία επιθετική κίνηση εναντίον του. Ο Τόκταμις όμως δεν πειθόταν με κανένα από τα μηνύματά του, γνωρίζοντας καλά τον δόλο τού Τιμούρ. Την επόμενη μέρα λοιπόν ο Τιμούρ ξέστησε το στρατόπεδό του και άρχισε να πορεύεται ανεβαίνοντας την όχθη τού ποταμού από τη νότια πλευρά. Βλέποντάς το ο Τόκταμις, έκανε το ίδιο και πορευόταν με τον δικό του στρατό κατά μήκος τής βόρειας όχθης, παραμένοντας συνεχώς απέναντί του. Έτσι, παρακολουθώντας ο ένας τον άλλο, οι δυο στρατοί προχωρούσαν ανεβαίνοντας το ποτάμι, ενώ τη νύχτα στρατοπέδευαν ο ένας απέναντι από τον άλλο, με το ποτάμι ανάμεσά τους. Η δουλειά αυτή συνεχιζόταν και επαναλαμβανόταν κατά τη διάρκεια τριών ημερών, όπου κανένας στρατός δεν ξεπερνούσε τον άλλο, αλλά την τρίτη νύχτα, μόλις στρατοπέδευσε ο στρατός του, ο Τιμούρ έδωσε εντολή, ότι όλες οι γυναίκες που πορεύονταν μαζί με τούς στρατιώτες του έπρεπε να φορέσουν κράνη και τα πολεμικά εξαρτήματα των ανδρών, για να παριστάνουν τούς στρατιώτες, ενώ οι άνδρες έπρεπε ν΄ ανέβουν στα άλογα και να ιππεύσουν αμέσως μαζί του προς το πέρασμα, με κάθε ιππέα να παίρνει μαζί του και δεύτερο άλογο, οδηγούμενο με το χαλινάρι. Έτσι το στρατόπεδο αφέθηκε στην ευθύνη των γυναικών που ήσαν μεταμφιεσμένες ως πολεμιστές, με τούς σκλάβους τους και με τούς αιχμαλώτους τους υπό φρούρηση, ενώ ο Τιμούρ κάλυψε προς τα πίσω με βεβιασμένη πορεία την απόσταση τού ταξιδιού τριών ημερών, φτάνοντας στο σημείο όπου θα μπορούσε να διασχίσει το ποτάμι. Φτάνοντας στο πέρασμα, ο στρατός σταμάτησε εκείνη τη νύχτα και την επόμενη μέρα πέρασε τον ποταμό, πορευόμενος προς τα πίσω στην απέναντι όχθη. Την τρίτη ώρα30 έπεσαν πάνω στο στρατόπεδο τού Τόκταμις και τον κατατρόπωσαν εντελώς, λεηλατώντας όλα τα υπάρχοντά του, το απόθεμα των οποίων ήταν μεγάλο. Όμως ο ίδιος ο Τόκταμις διέφυγε.
Ήταν μεγάλη και διάσημη μάχη, γιατί ο Τόκταμις είχε υπό τις διαταγές του τεράστιο στρατό. Ο Τιμούρ τη θεωρούσε πάντοτε ως την πιο σημαντική από τις νίκες του. Μάλιστα ήταν μεγαλύτερη από εκείνη στην οποία είχε καταβάλει τον Τούρκο σουλτάνο Βαγιαζήτ. Όμως ο Τόκταμις, μετά από αυτή την καταστροφή, συγκέντρωσε και πάλι τις δυνάμεις του, ελπίζοντας να αιφνιδιάσει τον Τιμούρ και να πέσει πάνω του απροσδόκητα, αλλά ο τελευταίος τον πρόλαβε και πάλι, επελαύνοντας στα εδάφη των Τατάρων, όπου νίκησε όπως και πριν. Αυτή η δεύτερη ήττα κατέβαλε τον Τόκταμις που αποκαρδιώθηκε, τρεπόμενος και πάλι σε φυγή. Οι άνθρωποί του ήσαν εντελώς απογοητευμένοι, λέγοντας ότι είχε αλλάξει η τύχη του και τον ανέτρεψαν βλέποντας ότι δεν μπορούσε να κερδίσει καμία νίκη. Οι αρχηγοί των Τατάρων άρχισαν τώρα να φιλονικούν ο ένας με τον άλλον και η διαφωνία τους συνεχιζόταν, μέχρι που τελικά κάποιος άνθρωπος που ονομαζόταν Ιντίκου, ο οποίος ήταν προηγουμένως στον στρατό και την υπηρεσία τού Τιμούρ, σηκώθηκε κι άρπαξε την εξουσία. Αυτός είναι τώρα επικεφαλής τού λαού των Τατάρων στην αντίθεση με την υψηλότητά του τον Τιμούρ και οι Τάταροι τον αναγνώρισαν ως διοικητή τους. Έχουν αποβάλει κάθε υπακοή προς τον Τιμούρ, ενώ ο Ιντίκου με δόλο έχει επιδιώξει να πετύχει τον θάνατό του, ελπίζοντας, ότι όταν ξεκάνει έτσι τον Τιμούρ, αυτός, ο Ιντίκου, θα είναι αυτοκράτορας όχι μόνο των Τατάρων, αλλά θα τον διαδεχθεί και στην ηγεμονία στη Σαμαρκάνδη. Ο Τιμούρ γνωρίζει καλά αυτή τη φιλοδοξία τού Ιντίκου και έχει επιδιώξει πολλές φορές, αλλά έχει αποτύχει, να τον συλλάβει και να τον θανατώσει. Έτσι, μέχρι τώρα ο Ιντίκου έχει ξεφύγει από τις πλεκτάνες του, γιατί είναι άνθρωπος με δύναμη και πανουργία, αλλά οι δύο παραμένουν ανοιχτοί εχθροί. Ο Τιμούρ, επικεφαλής των δυνάμεών του, είχε αιφνιδιάσει προσφάτως τον Ιντίκου στο στρατόπεδό του, ο οποίος, φοβούμενος την ήττα, δεν είχε παραμείνει ν΄ αντιταχθεί, αλλά είχε τραπεί σε φυγή. Όμως ο Ιντίκου είναι τώρα μεγάλος αρχηγός, έχοντας υπό την εξουσία του περισσότερους από 200.000 ιππείς τής Ορδής του.
Ο Τόκταμις και ο Τιμούρ έχουν γίνει πρόσφατα φίλοι και από κοινού έχουν επιδιώξει να πετύχουν την ανατροπή τού Ιντίκου. Με πρόθεση να τον ξεγελάσει, ο Τιμούρ έστειλε πρόσφατα αγγελιοφόρους στον Ιντίκου, λέγοντας ότι αυτός, ο Τιμούρ, βρισκόταν τώρα στο πλευρό του, ότι τον αγαπούσε και ότι τον συγχωρούσε για όλα τα κακά, αν πράγματι είχε κάνει τέτοια. Επίσης, για ν΄ αποδείξει ότι ήταν φίλος του και για να δηλώσει δημόσια ότι ο Τιμούρ και ο Ιντίκου ήσαν πράγματι συγγενείς και κοινής καταγωγής, θα τού έστελνε έναν από τούς εγγονούς του, που θα παντρευόταν μια κόρη τής οικογένειας τού Ιντίκου. Σε όλα αυτά λέγεται ότι ο Ιντίκου απάντησε, ότι έχοντας περάσει στο παρελθόν είκοσι χρόνια στην υπηρεσία τού Τιμούρ, ήξερε άριστα σε τι μπορούσε να δώσει βάση με βεβαιότητα. Καταλάβαινε τόσο καλά τούς τρόπους τού Τιμούρ, που δεν επρόκειτο να εξαπατηθεί έτσι. Εκείνος καταλάβαινε καλά, ότι εκείνα που είχαν ειπωθεί είχαν ως μόνο σκοπό να τον παγιδεύσουν. Αν ο Τιμούρ τον ήθελε ως φίλο, έπρεπε να τού παραχωρήσει τη μισή του δύναμη και στο μέλλον να πολεμά μαζί του, στο πλευρό του, με το σπαθί στο χέρι και με ισότιμη συμμαχία. Τόσο αναποφάσιστα έχουν παραμείνει τα πράγματα. Επίσης ο Τόκταμις είχε έναν γιο που ζούσε σε εκείνα τα μέρη, τον οποίο ο Ιντίκου είχε διώξει από τα εδάφη του, ενώ πρόσφατα ο Τόκταμις, που είχε καταφύγει στον Τιμούρ, ζούσε στην περιοχή τής Σαμαρκάνδης. Αυτός ο γιος τού Τόκταμις πήγε λοιπόν στον Καφφά, την πόλη που κατέχουν οι Γενουάτες31 στα σύνορα τής χώρας των Τατάρων και από εκείνη την περιοχή άρχισε να πολεμάει τον Ιντίκου με κάποια βοήθεια.32 Ο Ιντίκου όμως προέλασε προς τον Καφφά, λεηλατώντας όλα τα γύρω εδάφη, οπότε οι άνθρωποι τού Καφφά, καταλήγοντας σε συμφωνία, έκαναν ειρήνη με τον Ιντίκου και εκείνος ο γιος τού Τόκταμις αναγκάστηκε ν΄ αναχωρήσει. Έχει τώρα αναζητήσει καταφύγιο στον πατέρα του και ζει στα εδάφη τού Τιμούρ. Έτσι είναι τώρα τα πράγματα, με τον Τόκταμις και τούς γιους του να προστατεύονται από τον Τιμούρ. Στο μεταξύ ο Ιντίκου ασχολείται πολύ ευσεβώς, προσπαθώντας να προσηλυτίσει τον ταταρικό του λαό στη μουσουλμανική θρησκεία. Δουλεύει καθημερινά γι’ αυτόν τον σκοπό, αφού μέχρι τώρα δεν ανήκαν σε αυτή την πίστη, μη έχοντας αποδεχθεί οποιαδήποτε ιδιαίτερη μορφή θρησκευτικών πεποιθήσεων, αν και τελικά όλοι θα ανήκουν αληθινά στην πίστη τού προφήτη Μωάμεθ.
Τα στρατεύματα τού Τιμούρ
Όσον αφορά τον στρατό των Τατάρων, ο οποίος κάθε μέρα και όλη μέρα περιμένει τις εντολές τού Τιμούρ ακολουθώντας την υψηλότητά του οπουδήποτε πηγαίνει, αυτός οργανώνεται με τον ακόλουθο τρόπο. Ο στρατός χωρίζεται σε διοικήσεις. Υπάρχουν διοικητές των εκατό, των χιλίων και των δέκα χιλιάδων ανδρών. Πάνω από τη συνολική δύναμη υπάρχει ένας μοναδικός στρατιωτικός διοικητής, όπως μπορεί να είναι σε εμάς ο κοντόσταυλος τής Καστίλλης. Όταν ετοιμάζεται κάποια πολεμική εκστρατεία, καλείται καθένας από αυτούς τούς διοικητές. Από τον αριθμό των διοικητών που καλούνται, γίνεται γνωστό το μέγεθος τής δύναμης που θα συγκεντρωθεί. Σήμερα στρατιωτικός διοικητής των δυνάμεων τού Τιμούρ είναι ο Τζάχαν Σαχ Μίρζα.33 Αυτός34 πρόσφερε στο παρελθόν αξιόλογη στήριξη στον Τιμούρ, όταν έκανε πόλεμο με εκείνον τον χάνο τής Σαμαρκάνδης35 και τον οδήγησαν στον θάνατο. Ο Τιμούρ έδειχνε από τότε μεγάλη εύνοια στον πρίγκιπα Τζάχαν Σαχ, παραχωρώντας του πλούσια εδάφη, έτσι ώστε τώρα να είναι ισχυρός άρχοντας. Είναι έθιμο τού Τιμούρ ν΄ αναθέτει την ευθύνη για τον στάβλο των αλόγων του και για τα μεγάλα κοπάδια των προβάτων του σε κάποιον από τούς ευγενείς του, που πρέπει να φροντίζει για τις ανάγκες τους, παρέχοντας βοσκή στις εκτάσεις που κατέχει ο ίδιος προσωπικά. Έτσι ένας ευγενής μπορεί να έχει υπό την ευθύνη του χίλια κεφάλια βοοειδών κι ένας άλλος δέκα χιλιάδες. Όταν έρθει ο καιρός ν΄ αναλάβει και πάλι ο Τιμούρ την κατοχή των δικών του ζώων, αν φανεί ότι ο αριθμός τους είναι ανεπαρκής ή ότι η κατάστασή τους δεν είναι η επιθυμητή, η υψηλότητά του θα αρπάξει οτιδήποτε κατέχει ο άρχοντας και πολύ πιθανώς θα τον θανατώσει επίσης, γιατί τέτοιος είναι ο κανόνας και ο θεσμός του.
<-Κεφάλαιο 14: Σαμαρκάνδη | Κεφάλαιο 16: Από τη Σαμαρκάνδη στην Ταμπρίζ-> |