Κεφάλαιο 16

<-Κεφάλαιο 15: Σαμαρκάνδη Κεφάλαιο 17: Από την Ταμπρίζ στη Σεβίλλη->

Κεφάλαιο 16: Από τη Σαμαρκάνδη στην Ταμπρίζ

Image

Χάρτης 15: Από τη Σαμαρκάνδη στην Ταμπρίζ

Μπουχάρα

Έχοντας τώρα τελειώσει να μιλάμε για όλα αυτά τα θέματα, θα αναφερθούμε στα γεγονότα τού ταξιδιού επιστροφής και σε όλα όσα μάς συνέβησαν στον δρόμο προς την πατρίδα. Ξεκινώντας από τη Σαμαρκάνδη, στο καραβάνι μας είχε ενταχθεί από την πρώτη στιγμή ο πρέσβης τού σουλτάνου τής Αιγύπτου καθώς και πολλά άλλα άτομα, ένας από τούς οποίους ήταν αδελφός κάποιου μεγάλου ευγενή τής Τουρκίας και ονομαζόταν Αλαμάν Ογλάν.1 Επίσης υπήρχε άνθρωπος που είχε έρθει από τη Σίβας2 και άλλο άτομο από την πόλη τού Αλτολουόγκο,3 καθώς επίσης κι ένας από άλλη πόλη από εκείνα τα μέρη που ονομαζόταν Παλάτια.4 Επίσης κι άλλος άνθρωπος από το Αλτολουόγκο. Όλοι τώρα έπρεπε να ταξιδέψουμε μαζί, γιατί αυτοί οι αρχιθαλαμηπόλοι τού Τιμούρ, κατανοώντας την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τώρα η υψηλότητά του, βιάζονταν να μάς στείλουν πίσω. Το ταξίδι μας δεν ακολουθούσε στην αρχή τον δρόμο από τον οποίο είχαμε έρθει, γιατί αφήνοντας τη Σαμαρκάνδη στραφήκαμε αμέσως προς τα δυτικά, πηγαίνοντας προς την κατεύθυνση τής χώρας των Τατάρων. Ήταν Παρασκευή 21 Νοεμβρίου όταν ξεκινήσαμε να φύγουμε από τη Σαμαρκάνδη και το ταξίδι μας ήταν σε πεδιάδα, ακολουθώντας καλό δρόμο και περνώντας από πυκνοκατοικημένη περιοχή. Πορευτήκαμε έτσι για έξι μέρες περνώντας μέσα από τα χωριά τους, ενώ παντού μάς εφοδίαζαν καλά με προμήθειες και μάς διέθεταν καλά καταλύματα.

Την Πέμπτη 27 Νοεμβρίου φτάσαμε σε εκείνη τη μεγάλη πόλη τής Μπουχάρα,5 που βρίσκεται στη μέση τεράστιας πεδιάδας και περιβάλλεται από τείχη φτιαγμένα από ψημένα στον ήλιο τούβλα, έχοντας στο εξωτερικό τους βαθύ χαντάκι γεμάτο νερό. Σε ένα μέρος τής πόλης υπήρχε κάστρο φτιαγμένο επίσης από ψημένα στον ήλιο τούβλα, επειδή στην περιοχή αυτή δεν υπάρχουν πέτρες για το χτίσιμο τής λιθοδομής των τειχών. Δίπλα σε αυτό το κάστρο έτρεχε ποτάμι. Έξω από την πόλη τής Μπουχάρα βρίσκεται μεγάλο προάστιο με πολλά ωραία κτίρια. Αυτός ο τόπος είναι καλά εφοδιασμένος με προμήθειες, κρέας, ψωμί, κρασί και κάθε άλλο είδος. Οι έμποροι εδώ είναι πολύ πλούσιοι. Στη Μπουχάρα μάς έδωσαν όλα όσα χρειαζόμασταν, ενώ μάς δώρισαν κι ένα άλογο ιππασίας. Κατά τα άλλα δεν έχω τώρα την πρόθεση ν΄ αναφερθώ σε όλα τα γεγονότα αυτής τής πορείας μας προς την πατρίδα. Χρειάζεται μόνο να κατονομάσω τις πόλεις από τις οποίες περάσαμε, αφού στο ταξίδι μας τής μετάβασης έχω περιγράψει όλες τις εμπειρίες μας με αρκετή πληρότητα, ώστε να μη χρειάζεται να τις επαναλάβω σε αυτό το μέρος. Ξεκουραστήκαμε στην πόλη Μπουχάρα για επτά μέρες και κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου έπεσε πολύ χιόνι.

Η κοιλάδα τού Ώξου

Ύστερα, την Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου, ξεκινήσαμε πάλι και κατά τη διάρκεια τριήμερης πορείας περάσαμε από καλά κατοικούμενη πεδιάδα, όπου υπήρχαν χωριά δεξιά και αριστερά, φτάνοντας τελικά στην όχθη τού μεγάλου ποταμού, τού Αμπ-ι-Άμου,6 τον οποίο, όπως έχετε διαβάσει, είχαμε διασχίσει ψηλότερα από αυτό το σημείο κατά το ταξίδι μας προς τη Σαμαρκάνδη. Φτάνοντας σε χωριό στην όχθη τού ποταμού, αναζητούσαμε τώρα προμήθειες κρέατος για τον εαυτό μας και κριθαριού για τα άλογά μας, οι οποίες θα έφταναν για να διασχίσουμε την έρημο πέρα από τον Ώξο, που όπως μάθαμε, εκτεινόταν σε πορεία έξι ημερών. Μείναμε σε αυτό το χωριό κάνοντας τις προετοιμασίες μας μέσα σε δύο μέρες και στη συνέχεια, την Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου, επιβιβαζόμενοι στα πορθμεία διασχίσαμε το φαρδύ ρεύμα εκείνου τού δυνατού ποταμού.

Άμμος τής ερήμου

Οι όχθες του στην άλλη πλευρά αποτελούνται από μεγάλες αμμώδεις πεδιάδες και ο άνεμος εδώ οδηγεί συνεχώς την άμμο πίσω και εμπρός, από το ένα σημείο στο άλλο. Έτσι οι αμμόλοφοι βρίσκονται πάντοτε σε κίνηση, όπου εδώ τούς γκρεμίζει ο άνεμος και εκεί τούς συσσωρεύει σε άλλο σημείο. Η άμμος είναι πολύ λεπτή και καθώς κινείται γύρω, σχηματίζει κύματα όπως φαίνονται πάνω σε ύφασμα καμηλό. Επίσης, όταν ο ήλιος λάμπει καθαρά, κανείς δεν μπορεί να κοιτάξει κάτω, αλλά πρέπει να κρατά τα μάτια του μακριά από τη λάμψη. Τον δρόμο μέσα από αυτές τις αμμώδεις εκτάσεις μπορούν να διασχίσουν μόνο εκείνοι που γνωρίζουν τα σημάδια που έχουν τοποθετηθεί ως κατευθυντήρια και αυτοί οι οδηγοί τής ερήμου είναι κοινώς γνωστοί [όπως ήδη σημειώθηκε] με το όνομα γιαμτσί. Γιαμτσί ήταν ο οδηγός μας σε αυτή την περίπτωση, αλλά ακόμη κι εκείνος πολλές φορές έχανε τον δρόμο του στην έρημο. Δεν βρίσκει κανείς νερό σε αυτή την περιοχή, εκτός από το διάλειμμα τής ημερήσιας πορείας, όταν φτάνεις σε πηγάδι σκαμμένο βαθιά στην άμμο και προστατευμένο από θόλο που υψώνεται πάνω από περιβάλλοντα τοίχο από ψημένα στη φωτιά τούβλα. Αν δεν υπήρχε αυτός ο προστατευτικός τοίχος, η άμμος σύντομα θα βούλωνε το πηγάδι. Το νερό σε αυτά τα πηγάδια είναι το απόθεμα από τις βροχές ή το χιόνι που έχει πέσει. Καθώς προχωρούσαμε, την τελευταία μέρα τής πορείας μας σε αυτή την έκταση ερήμου, δεν μπορούσαμε να βρούμε πηγάδι κι έτσι έπρεπε να ιππεύουμε συνεχώς εκείνη την ημέρα καθώς και όλη τη νύχτα που ακολούθησε. Μόνο την επόμενη μέρα, την ώρα τής μεσημβρινής λειτουργίας, φτάσαμε σε πηγάδι και εδώ φάγαμε το φαγητό μας και ποτίσαμε τα ζώα μας, που είχαν μεγάλη ανάγκη να δροσιστούν. Την Κυριακή 14 Δεκεμβρίου φτάσαμε επιτέλους σε χωριό, όπου ξεκουραστήκαμε εκείνη την ημέρα καθώς και τη Δευτέρα και την Τρίτη, ξεκινώντας και πάλι την Τετάρτη για να διασχίσουμε δεύτερη έκταση ερήμου, το πέρασμα τής οποίας θα διαρκούσε πέντε ολόκληρες ημέρες. Η έρημος αυτή διέσχιζε πεδιάδα και τα πηγάδια ήσαν πιο άφθονα απ’ όσο στον δρόμο που είχαμε περάσει προηγουμένως. Στα μισά αυτής τής δεύτερης έκτασης ερήμου έπρεπε να περάσουμε από χαμηλό αμμόλοφο και η ζέστη εδώ ήταν εξοντωτική.7 Επίσης όλες οι τελευταίες τρεις ημέρες τού ταξιδιού μας ήσαν πολύ κουραστικές και πολύωρες, γιατί έπρεπε να συνεχίζουμε τη νύχτα καθώς και την ημέρα, σταματώντας μόνο όταν ήταν απαραίτητο για να πάρουμε φαγητό και να δώσουμε στα άλογά μας το κριθάρι τους.

Μπάβαρντ

Την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου φτάσαμε σε μεγάλη πόλη που ονομάζεται Μπαβάρντ8 και ανήκει στην κυβέρνηση τής επαρχίας τού Χορασάν. Το Μπαβάρντ βρίσκεται στους πρόποδες βουνών, των οποίων οι κορυφές ήσαν εκείνη την εποχή χιονισμένες. Είναι πολύ κρύο μέρος. Η πόλη βρισκόταν σε πεδιάδα και δεν είχε τείχος. Μάς εφοδίασαν εδώ με ξεκούραστα άλογα, φαγητό και όλα όσα χρειάζονταν για το ταξίδι. Απολαύσαμε τη φιλοξενία τους και παραμείναμε εκεί την Κυριακή τής άφιξής μας, καθώς και την επόμενη Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη. Την Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου, την ημέρα των Χριστουγέννων, που ήταν η πρώτη μέρα τού έτους 1405 τού Κυρίου μας, αναχωρήσαμε από το Μπαβάρντ περνώντας μέσα από ψηλές ορεινές περιοχές, παντού σκεπασμένες από χιόνι, ενώ αυτό το μέρος τού ταξιδιού μας κράτησε πέντε μέρες, διασχίζοντας περιοχή σχεδόν εντελώς ακατοίκητη, με τον καιρό να είναι τώρα πολύ ψυχρός. Στη συνέχεια, την Πέμπτη 1 Ιανουαρίου, φτάσαμε σε πόλη που βρισκόταν σε πεδιάδα, πέρα από αυτά τα βουνά. Ονομαζόταν Χαμπουσάν,9 δεν είχε τείχος και σταματήσαμε εδώ εκείνη την Πέμπτη και την Παρασκευή που ακολούθησε. Το Χαμπουσάν είναι η πρώτη πόλη στην επαρχία τής Μηδίας. Το Σάββατο 3 Ιανουαρίου ξεκινήσαμε πάλι και ο δρόμος μας τώρα περνούσε από πεδιάδες. Στην περιοχή αυτή ο καιρός ήταν ήδη ζεστός, δεν υπήρχε χιόνι στο έδαφος, ούτε έκανε παγωνιά τη νύχτα. Συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε εκείνο το Σάββατο και την Κυριακή, ενώ τη Δευτέρα 5 Ιανουαρίου φτάσαμε στην πόλη Τζατζάρμ,10 έχοντας περάσει από δύο χωριά που βρίσκονταν στον δρόμο εκεί. Το Τζατζάρμ δεν έχει τείχος γύρω του. Όπως θα θυμόμαστε, είχαμε ήδη περάσει από εκεί κατά το ταξίδι μας προς τη Σαμαρκάνδη. Στο Τζατζάρμ μείναμε τη νύχτα τής άφιξής μας και όλη την επόμενη μέρα, την Τρίτη. Την Τετάρτη ξεκινήσαμε και όλη εκείνη τη μέρα ταξιδεύαμε μέσα από τις πεδιάδες, χωρίς να βρίσκουμε κατοικημένους τόπους. Εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε σε άδειο κτίριο σημαντικού μεγέθους που στεκόταν κοντά σε κατεστραμμένο κάστρο. Τόσο το σπίτι όσο και το κάστρο είχαν εγκαταλειφθεί και παραμείνει έρημα.

Το πηγάδι τού ανέμου κοντά στο Νταμγάν

Tην Πέμπτη συνεχίσαμε, χωρίς να βρίσκουμε κατοικούμενα σπίτια, αλλά εκείνο το βράδυ φτάσαμε επιτέλους σε πολυάνθρωπο χωριό. Όλη αυτή την ημέρα και την προηγούμενη ο δρόμος μας κύκλωνε δίπλα σε σειρά κόκκινων λόφων, στις κορυφές των οποίων δεν υπήρχε χιόνι, ενώ κατά τις δύο αυτές ημέρες έκανε αρκετή ζέστη στη γύρω ύπαιθρο. Την Παρασκευή συνεχίσαμε το ταξίδι μας και εκείνη την ημέρα επίσης δεν βρήκαμε κατοικίες, αλλά το Σάββατο, την ώρα τού εσπερινού, είχαμε φτάσει στο Μπαστάμ,11 τη μεγάλη πόλη στην οποία είχαμε βρεθεί και κατά την πορεία μετάβασης. Φεύγοντας από εκεί την επόμενη Κυριακή, φτάσαμε στο Νταμγάν12 και όταν βρισκόμασταν ακόμη μια λεύγα μακριά από την πόλη αυτή, σηκώθηκε ισχυρός κρύος άνεμος και φυσούσε σκληρά, αν και η μέρα ήταν πολύ όμορφη. Το κρύο γινόταν τώρα ξαφνικά έντονο, πράγμα που μάς προκαλούσε απορία, γιατί τόσο οι άνθρωποι όσο και τα ζώα υπέφεραν πολύ από αυτό. Όταν φτάσαμε τελικά στο Νταμγάν, ρωτήσαμε για τον τρομερό αυτόν άνεμο και μάς είπαν εξηγώντας, ότι στο μεγάλο βουνό που κρεμόταν πάνω από την πόλη υπήρχε πηγή νερού. Αν κάποια φθαρμένη ή βρώμικη ζωική ύλη έπεφτε στο νερό, ο άνεμος αμέσως και θαυμαστά θα άρχιζε να φυσάει σφοδρά και δεν θα σταματούσε μέχρι ν΄ αφαιρεθεί αυτή η ακαθαρσία από την πηγή. Έτσι την επόμενη μέρα τής εκεί άφιξής μας άνδρες από την πόλη πήγαν πάνω με κοντάρια και γάντζους για να καθαρίσουν την κρήνη, ύστερα από το οποίο ο άνεμος έπαψε ξαφνικά να φυσά.13 Όπως θα θυμάστε, είχαμε περάσει από αυτή την πόλη στο ταξίδι μετάβασης και εδώ σταματούσαμε τώρα για δύο μέρες, για να ξεκουραστούμε. Την Τετάρτη 15 Ιανουαρίου ξεκινήσαμε και πάλι, αλλά σε ένα σημείο πέρα από το Νταμγάν δεν πήραμε τον δρόμο από τον οποίο είχαμε έρθει πριν, ο οποίος περνούσε από το κάστρο τού Φιρουζκούχ,14 γιατί ο δρόμος αυτός περνούσε μέσα από ψηλά βουνά, στα οποία τώρα υπήρχε βαθύ χιόνι. Σε αυτό το μέρος, αυτός ο άλλος δρόμος διακλαδωνόταν στο δεξί μας χέρι. Τώρα παίρναμε τον δρόμο που πήγαινε προς τα αριστερά και από εκεί προχωρούσε κατεβαίνοντας και περνούσε μέσα από τις πεδιάδες.15

Την επόμενη νύχτα κοιμηθήκαμε σε μεγάλο άδειο ακατοίκητο σπίτι και την Πέμπτη, την επόμενη μέρα, ταξιδέψαμε διασχίζοντας ακατοίκητη χώρα. Την Παρασκευή έγινε το ίδιο, ενώ το Σάββατο, την ώρα τού εσπερινού, φτάσαμε σε μεγάλη πόλη που ονομαζόταν Σεμνάν.16 Βρίσκεται στα σύνορα τής Μηδίας και στα δυτικά της είναι η Περσία. Το Σεμνάν βρίσκεται σε πεδιάδα, κάτω από ψηλή οροσειρά. Είναι πολυάνθρωπη πόλη αλλά δεν προστατεύεται από περιμετρικό τείχος. Μείναμε εκεί μέχρι την επόμενη Δευτέρα, όταν ταξιδέψαμε και κοιμηθήκαμε εκείνη τη νύχτα σε μικρό χωριό, φτάνοντας την Τρίτη το βράδυ σε κάποιο κάστρο, ενώ εκείνη την ημέρα βρήκαμε πολύ χιόνι στον δρόμο μας. Από εκεί συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε μέσα σε πεδιάδες που διασχίζονταν από οροσειρές, από τις πλαγιές των οποίων κατέβαιναν πολλά ρέματα, αλλά παρατηρήσαμε ότι σε όλα αυτά το νερό είχε αλμυρή γεύση. Έτσι πέρασε η Πέμπτη. Την Παρασκευή, που ήταν 23 Ιανουαρίου, φτάσαμε στην πόλη που ονομάζεται Βαραμίν.17 Έχει πολύ μεγάλη έκταση, αλλά τα περισσότερα σπίτια της δεν κατοικούνται πια. Δεν υπήρχε γύρω της τείχος, ενώ η περιοχή στην οποία βρισκόταν ονομαζόταν Ράϋ.18 Εδώ ζούσε εκείνος ο μεγάλος ευγενής που ήταν γαμπρός τού Τιμούρ, έχοντας παντρευτεί μία από τις κόρες του. Εδώ γνωρίσαμε επίσης έναν άλλο μεγάλο άρχοντα. Το όνομά του ήταν Μπαμπά Σεΐχ, ενώ ο γαμπρός τού Τιμούρ ονομαζόταν Σουλεϊμάν Μίρζα. Αυτοί ήσαν οι δύο άρχοντες που είχαν αναλάβει τούς άρρωστους ανθρώπους μας, όταν περάσαμε από αυτό το μέρος στο ταξίδι μετάβασης. Βρίσκαμε τώρα τούς ανθρώπους μας ασφαλείς και υγιείς, εκτός από δύο μόνο που είχαν πεθάνει από την ασθένεια. Τούς είχαν προσέξει καλά και φροντίσει όλους, ενώ οι οικοδεσπότες τους, οι προαναφερθέντες ευγενείς, είχαν ικανοποιήσει όλες τις επιθυμίες τους.

Από το Σαρακάν στο Καζβίν

Την Κυριακή, την επόμενη μέρα, πήραμε δείπνο με τον γαμπρό τού Τιμούρ, ενώ τη Δευτέρα έγινε το ίδιο με τον Μπαμπά Σεΐχ. Στη συνέχεια την επόμενη Τρίτη μάς εφοδίασαν με άλογα και πήραμε όλοι μαζί άδεια αναχώρησης από αυτούς, φτάνοντας εκείνη τη νύχτα για ύπνο σε κάστρο πάνω στον δρόμο. Την Πέμπτη 29 Ιανουαρίου ήρθαμε στην πόλη Σαρακάν,19 περνώντας τη νύχτα εκεί, ενώ αυτή ήταν η πόλη στην οποία είχαμε μείνει και κατά το ταξίδι μετάβασής μας. Από αυτό όμως το σημείο αποκλίναμε20 από τη διαδρομή που είχαμε πάρει κατά το ταξίδι μετάβασης21 και κατά τη διάρκεια τεσσάρων ημερών —Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα— ταξιδεύαμε συνεχώς, αλλά ο δρόμος μας εμποδιζόταν πολύ από το χιόνι που είχε πέσει. Τέλος την Τρίτη 3 Φεβρουαρίου φτάσαμε σε μεγάλη πόλη που ονομαζόταν Καζβίν.22 Εδώ το μεγαλύτερο μέρος των σπιτιών βρισκόταν τώρα σε ερείπια, αν και ο αριθμός τους ήταν παλιά πολύ μεγάλος, γιατί αυτή η πόλη τού Καζβίν ήταν η μεγαλύτερη απ’ όσες είχαμε συναντήσει σε εκείνα τα μέρη, εκτός μόνο από την Ταμπρίζ και τη Σαμαρκάνδη.

Μεγάλη χιονόπτωση

Εδώ βρήκαμε ότι είχε πέσει πολύ χιόνι, οι δρόμοι ήσαν αποκλεισμένοι από αυτό, ενώ όλοι οι άνθρωποι ήσαν απασχολημένοι ανοίγοντας δρόμους ανάμεσα στους σωρούς, για τη διέλευση τής κυκλοφορίας. Είχε πέσει τόσο πολύ χιόνι, που ήταν μεγάλος ο κίνδυνος μήπως τρυπήσει τις στέγες των σπιτιών. Οι ιδιοκτήτες προσπαθούσαν με κοντάρια και φτυάρια να το ρίξουν κάτω στις αυλές. Στο Καζβίν κοιμηθήκαμε την Τρίτη, τη νύχτα τής άφιξής μας, ενώ παραμείναμε εκεί μέχρι μετά την επόμενη Παρασκευή, καθυστερώντας εξαιτίας τής μεγάλης χιονόπτωσης στον δρόμο πιο πέρα. Μάς υποδέχθηκαν φιλόξενα αυτή τη φορά, ικανοποιώντας άφθονα τις ανάγκες και τις απαιτήσεις μας.

Μάλιστα ίδιο είναι παντού το καθήκον να φιλοξενούν έτσι πρεσβευτές που πηγαίνουν ή έρχονται από τον Τιμούρ, καθώς και οποιονδήποτε από τούς πρίγκιπες τής οικογένειάς του που μπορεί να ταξιδεύει. Κατά τη διάρκεια διαμονής τριών ημερών και νυκτών, αν χρειάζεται να παραμείνουν τόσο, φιλοξενούνται όλοι, ενώ αυτούς τούς τελευταίους, δηλαδή κάθε πρόσωπο άμεσης συγγένειας με την υψηλότητά του, είναι συνηθισμένο να το εφοδιάζουν μαζί με την ακολουθία του με φαγητό και διαμονή εννέα ημερών, αλλά τότε η δαπάνη επιβαρύνει την κοινότητα στην οποία πραγματοποιείται η διαμονή τους. Τελικά το επόμενο Σάββατο βρήκαμε ότι μπορούσαμε να ξεκινήσουμε ξανά, αλλά έπρεπε να έρθουν μαζί μας τριάντα άνδρες με τα πόδια και με φτυάρια, για ν΄ ανοίγουν δρόμο για εμάς με την εργασία τους. Αυτοί οι άνδρες βγήκαν όλοι από το Καζβίν γι’ αυτή τη δουλειά, αλλά μόλις φτάσαμε στο πρώτο χωριό έξω, επέστρεψαν στο σπίτι τους και οι άνδρες εκείνου τού χωριού ήσαν υποχρεωμένοι ν΄ αναλάβουν το έργο, καταλήγοντας ν΄ ανοίξουν έναν δρόμο για να περάσουμε. Το χιόνι είχε πέσει τόσο άφθονα, που οι πλαγιές τού λόφου και η πεδιάδα είχαν καλυφθεί πολύ βαθιά. Όλα φαίνονταν επίπεδο έδαφος και δεν μπορούσε να δει κανείς δρόμο. Η τύφλωση από το χιόνι επηρέαζε τα μάτια των ανθρώπων και των ζώων. Κανένας δεν μπορούσε να δει, κοιτάζοντας πάνω από το χιόνι, ενώ μάλιστα, μέχρι να παγώσει σκληρά η επιφάνειά του, ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε στην πεδιάδα. Το χιόνι ήταν τόσο βαθύ κατά τόπους, που φτάνοντας σε πόλη ή χωριό δεν μπορούσαμε ν΄ αναγνωρίσουμε πού βρισκόταν. Όλα ήσαν καλυμμένα. Με αυτές τις συνθήκες ταξιδεύαμε, φτάνοντας στην πόλη Σουλτανίγια,23 η οποία είναι η κύρια πόλη αυτής τής πυκνοκατοικημένης περιοχής και άφθονα εφοδιασμένη με τρόφιμα. Φτάσαμε εδώ την Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου και μείναμε μέχρι το Σάββατο τής επόμενης εβδομάδας, που ήταν 21 τού ίδιου μήνα. Λίγα χρειάζεται να πω για τη Σουλτανίγια, καθώς ο τόπος έχει περιγραφεί επαρκώς, όταν περνούσαμε από αυτόν στο ταξίδι μετάβασης. Είναι πράγματι πολύ μεγάλη και ευγενής πόλη τής χώρας τής Περσίας και παρόλο που δεν προστατεύεται από κανένα τείχος, εδώ, κοντά στην πόλη [όπως περιγράφεται σε προηγούμενη σελίδα] στέκεται στην ομαλή πεδιάδα ένα πολύ υπέροχο κάστρο.

Η μακρά καθυστέρηση οκτώ ημερών στη Σουλτανίγια είχε προκληθεί από την αναμονή εντολών που έφταναν τώρα. Μαθαίναμε ότι έπρεπε να πάμε από εκεί και να υποβάλουμε τα σέβη μας στον γενικό κυβερνήτη τής Δυτικής Περσίας, ο οποίος είναι εγγονός τού Τιμούρ και ονομάζεται Ομάρ Μίρζα.24

Συνέχεια προς Ταμπρίζ

Ο πρίγκιπας βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο στρατόπεδο στις πεδιάδες τού Καραμπάχ, όπου διαχείμαζε μαζί με τον στρατό του. Ο πιο γρήγορος τρόπος για να φτάσουμε στον τόπο αυτόν, θα ήταν να γυρίσουμε και να πάμε βόρεια από τη Σουλτανίγια, αλλά ο δρόμος από εκεί περνούσε πάνω από ψηλές οροσειρές και αυτές ήσαν τώρα στρωμένες βαθιά με το φρέσκο χιόνι που είχε πέσει. Καθυστερούσαμε λοιπόν εκεί πολλές ημέρες, ελπίζοντας να λειώσει το χιόνι και να περάσουμε, αλλά καθώς συνεχιζόταν ο παγετός, μάς συμβούλευσαν ότι ήταν καλύτερο να προχωρήσουμε κατευθείαν προς την Ταμπρίζ και από εκεί να ξεκινήσουμε για το Καραμπάχ, όπου ο ορεινός δρόμος θα ήταν βραχύτερος και το χιόνι λιγότερο βαθύ. Αυτό λοιπόν κανονίζαμε να κάνουμε τώρα. Το Σάββατο 21 Φεβρουαρίου φύγαμε από τη Σουλτανίγια και κοιμηθήκαμε εκείνο το βράδυ στην πόλη Ζαντζάν,25 από την οποία είχαμε περάσει κατά το ταξίδι μετάβασης. Την επόμενη μέρα, που ήταν Κυριακή, κοιμηθήκαμε σε μεγάλο καραβανσεράι δίπλα στον δρόμο. Την Τρίτη φτάσαμε στο χωριό Μιανέ.26 Την Τετάρτη φτάσαμε και κοιμηθήκαμε στο χωριό Τουνγκλάρ27 [ή Τουτζελάρ] και την επόμενη μέρα φτάσαμε στο χωριό Ουτζάν.28 Τέλος το Σάββατο, την τελευταία μέρα τού Φεβρουαρίου, μπαίναμε στην πόλη τής Ταμπρίζ,29 όπου μάς δόθηκαν καταλύματα σε ορισμένα σπίτια των Αρμενίων, που ήσαν χριστιανοί, ενώ εδώ μάς έφεραν και τις συνηθισμένες μερίδες τροφής. Την επόμενη μέρα, την Τρίτη 3 Μαρτίου, είχαν ετοιμαστεί, όπως μάθαμε, άλογα για την ομάδα μας, για να ξεκινήσουμε να πάμε στον πρίγκιπα Ομάρ, ο οποίος, όπως έλεγαν, ήταν στρατοπεδευμένος με τον στρατό του στις πεδιάδες τού Καραμπάχ, σε χειμερινά καταλύματα.

Ταξίδι από Ταμπρίζ στο Καραμπάχ, για επίσκεψη στον πρίγκιπα Ομάρ

Πρόκειται για τεράστιες πεδιάδες που προσφέρουν εξαιρετική βοσκή στη διάρκεια αυτής τής περιόδου, γιατί το κλίμα είναι πολύ ήπιο, χιόνι πέφτει σπάνια κι όταν πέφτει, λιώνει γρήγορα. Γι’ αυτή την ευκολία συνηθίζει ο πρίγκιπας Ομάρ να πηγαίνει εκεί κατά τούς χειμερινούς μήνες κάθε έτους και εκεί είχαμε τώρα εμείς την υποχρέωση να τον αναζητήσουμε, για να υποβάλουμε τα σέβη μας.30 Ωστόσο μόλις την Πέμπτη 5 Μαρτίου αναχωρήσαμε τελικά από την Ταμπρίζ και στη συντροφιά μας ήταν και ο πρέσβης τού Αιγύπτιου σουλτάνου, καθώς και ο απεσταλμένος από την Τουρκία. Έτσι λοιπόν όλοι μαζί ξεκινήσαμε για τις πεδιάδες τού Καραμπάχ, για να κάνουμε αυτή την επίσκεψη σεβασμού προς τον πρίγκιπα Ομάρ. Στον δρόμο προς τα εκεί είχαμε για οδηγό και συνοδό τον ίδιο Τάταρο άρχοντα που μάς είχε φέρει σε όλη τη διαδρομή από τη Σαμαρκάνδη και που είχε φροντίσει παντού κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού να έχουμε επαρκή εφοδιασμό με όλα όσα χρειάζονταν. Αυτοί που έχουν έτσι την ευθύνη ξένων πρεσβευτών ονομάζονται τσαγκάουλ31 από τούς Τάταρους. Σε αυτή την περίπτωση εγώ και ο σύντροφός μου32 ταξιδεύαμε με λίγους από τούς Ισπανούς υπηρέτες μας, γιατί μάς είχαν προειδοποιήσει ν΄ αφήσουμε τούς περισσότερους συνοδούς μας στα καταλύματα στην Ταμπρίζ, να περιμένουν την επιστροφή μας. Τώρα, έχοντας ταξιδέψει μαζί με αυτόν τον τρόπο για δύο μέρες, μάς συναντούσε ειδικός αγγελιοφόρος σταλμένος από τον πρίγκιπα Ομάρ, με εντολή να επιστρέψουμε αμέσως και να περιμένουμε περαιτέρω οδηγίες στην Ταμπρίζ. Θα ξεκουραζόμασταν εκεί, έλεγε, για μερικές ημέρες, μέχρι να μάς ενημερώσει ο πρίγκιπας για το πότε και πού θα μάς υποδεχόταν.33 Πρόσθετε το ευγενικό πρόσχημα, ότι εμείς που είχαμε έρθει με τόσο μακρύ ταξίδι, θα ήμασταν κουρασμένοι και χρειαζόμασταν χρόνο για ν΄ αναπαυθούμε. Έτσι λοιπόν, κάνοντας μεταβολή επιστρέφαμε τώρα στην Ταμπρίζ, όπου ο πρίγκιπας Ομάρ είχε δώσει εντολές να μάς εφοδιάσουν με καλές μερίδες φαγητού, που εδώ τις ονομάζουν αλάφα,34 ακριβώς όπως κι εμείς.

Σε αυτή την πόλη τής Ταμπρίζ παραμέναμε τώρα περιμένοντας οδηγίες, οι οποίες δεν ήρθαν πριν από την Τετάρτη 18 Μαρτίου, οπότε έπρεπε και πάλι να ταξιδέψουμε στο Καραμπάχ. Την Πέμπτη 19 Μαρτίου λοιπόν ξεκινήσαμε και αφού διασχίσαμε πολλές ψηλές οροσειρές που βρίσκονταν στα βόρεια τής Ταμπρίζ, φτάσαμε σε κοιλάδα γεμάτη από οπωρώνες και πολλά χωριά με πλούσιους αμπελώνες. Γιατί το κλίμα εδώ ήταν ήπιο και τα φρούτα καλλιεργούνται σε μεγάλη αφθονία. Σε όλη αυτή την κοιλάδα ρέει ο μεγάλος ποταμός.35 Το ταξίδι μας μέσω των εδαφών αυτών των χωριών με τούς οπωρώνες τους διήρκεσε τέσσερις ολόκληρες ημέρες και στο τέλος αυτού τού χρόνου φτάσαμε στις μεγάλες πεδιάδες. Εδώ οι κάτοικοι αποτελούν εγκατεστημένο πληθυσμό σε πολύ μεγάλο αριθμό, γιατί καλλιεργείται εδώ πολύ ρύζι, μαζί με λευκό και σκούρο κεχρί. Μάλιστα όλες οι γύρω επαρχίες τροφοδοτούνται με ρύζι από την εδώ συγκομιδή. Δεν καλλιεργείται εδώ σιτάρι ή κριθάρι, αλλά το ρύζι είναι τόσο άφθονο, που ταΐζουν και τα άλογά τους με αυτό. Σε όλες αυτές τις πεδιάδες οι νομάδες που σχηματίζουν την Ορδή τού πρίγκιπα Ομάρ στρατοπέδευαν σε σκηνές μαζί με τα κοπάδια τους. Την Τετάρτη 25 Μαρτίου περνούσαμε ανάμεσα στη συνάθροιση αυτών των Τατάρων και είχαμε φτάσει σε απόσταση δέκα ή δώδεκα λευγών από τον τόπο όπου, όπως μάς έλεγαν, κατοικούσε ο πρίγκιπας Ομάρ. Τότε ξαφνικά μάς συνάντησαν άνδρες που έρχονταν προς εμάς και μάς ενημέρωσαν ότι το στρατόπεδο τού πρίγκιπα βρισκόταν σε αναταραχή, οπότε θα ήταν καλύτερα να γυρίσουμε πίσω.

Αναφερόμενη σύγχυση μετά τον θάνατο τού Τιμούρ

Ρωτήσαμε για την αιτία αυτής τής αναταραχής και μάς είπαν ότι ο πρίγκιπας Τζάχαν Σαχ36 είχε μόλις αποπειραθεί να σκοτώσει τον πρίγκιπα Ομάρ. Όμως οι άνδρες τής Ορδής είχαν ξεσηκωθεί και καθοδηγούμενοι από τούς Τατάρους άρχοντες και αρχηγούς είχαν πέσει πάνω στον πρίγκιπα Τζάχαν Σαχ συλλαμβάνοντάς τον αιχμάλωτο και γι’ αυτό ο πρίγκιπας Ομάρ είχε διατάξει τον αποκεφαλισμό του. Τότε οι άνδρες των στρατιωτικών μονάδων τού Τζάχαν Σαχ είχαν ξεσηκωθεί με τη σειρά τους και πολεμούσαν τώρα εκείνους τής Ορδής τού πρίγκιπα Ομάρ. Είχαν πέσει πολλοί και από τις δύο πλευρές. Συνέχισαν λέγοντάς μας ότι ο πρίγκιπας Ομάρ είχε ήδη μπει στον ποταμό37 με ιππείς των δικών του μονάδων, έχοντας διατάξει να διαλυθεί πίσω του η γέφυρα από βάρκες. Άνδρες περνούσαν από τη μια πλευρά στην άλλη και κανείς δεν ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί, αφού όλα τα στρατεύματα βρίσκονταν σε μεγάλη αναταραχή.

Ακούγοντας όλα αυτά, εμείς οι πρεσβευτές συγκαλέσαμε αμέσως συμβούλιο και συμφωνήσαμε τελικά, ότι καθώς βρισκόμασταν τόσο κοντά, έπρεπε να συνεχίσουμε και να δούμε οι ίδιοι πώς ακριβώς είχαν τα πράγματα. Έτσι συνεχίσαμε και πάλι να προχωράμε. Την Πέμπτη, την επόμενη μέρα, που ήταν 26 Μαρτίου, είχαμε φτάσει στο μεγάλο στρατόπεδο, στο οποίο στάθμευε ο πρίγκιπας Ομάρ ανάμεσα στην Ορδή του και σταματήσαμε περιμένοντας τις εντολές του, ελπίζοντας για την υποδοχή μας. Όμως ολόκληρη η συνάθροιση των στρατευμάτων βρισκόταν σε μεγάλη σύγχυση. Έρχονταν από όλες τις κατευθύνσεις και οι Τάταροι οδηγούσαν τα κοπάδια τους μπροστά τους. Στη συνέχεια, ενώ περιμέναμε έτσι, ένας από τούς Τσαγκατάι ήρθε σε εμάς με μήνυμα από τον πρίγκιπα Ομάρ, που μάς έλεγε ότι η υψηλότητά του ήταν τώρα πολύ απασχολημένη σε επιχειρήσεις, ότι δεν μπορούσε τώρα να μάς δεχτεί και ότι παρακαλούσε να επιστρέψουμε όλοι αμέσως στην Ταμπρίζ και να περιμένουμε εκεί οδηγίες. Αυτός ο Τσαγκατάι πρόσθεσε ότι τού είχε ανατεθεί να μάς συνοδεύσει εκεί και να φροντίσει ότι θα καλύπτονταν όλες οι ανάγκες μας, σύμφωνα με την επιθυμία τής υψηλότητάς του. Ιππεύσαμε λοιπόν αμέσως και πάλι και αναχωρήσαμε επιστρέφοντας. Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι ο πρίγκιπας Ομάρ βρισκόταν αυτή την εποχή στρατοπεδευμένος με την Ορδή του στις πεδιάδες,38 όπου ο στρατός του αριθμούσε ίσως 45.000 ιππείς, αν και δεν ήσαν αυτοί όλοι οι οπαδοί του, γιατί πολλές μονάδες στάθμευαν αλλού, σε γύρω τόπους. Όπως ειπώθηκε, συνηθιζόταν άλλοτε να έρχεται ο ίδιος ο Τιμούρ σε αυτές τις πεδιάδες και να εγκαθιστά εδώ τα χειμερινά του καταλύματα. Μάλιστα προσφάτως είχε διατάξει να χτιστεί εδώ πόλη,39 όπου κατοικούσε ήδη πληθυσμός 20.000 εγκατεστημένων κατοίκων. Αυτός ο πρίγκιπας Τζάχαν Σαχ,40 ανιψιός τής υψηλότητάς του, γιος μιας από τις αδελφές του, είχε τώρα αποκεφαλιστεί με συνοπτικές διαδικασίες ύστερα από εντολή τού πρίγκιπα Ομάρ, αν και ήταν πραγματικά ο ισχυρότερος αρχηγός των στρατιών των Τατάρων, τιμώμενος από όλους τούς ανθρώπους ως τόσο στενά συνδεδεμένος με την οικογένεια τού Τιμούρ.

Ο θάνατος τού πρίγκιπα Τζάχαν Σαχ

Κατείχε πολλές μεγάλες περιοχές, ενώ πολλοί ήσαν οι άνδρες που ίππευαν καθημερινά ακολουθώντας τον. Σε περασμένες εποχές, όταν ο Τιμούρ είχε ονομάσει για πρώτη φορά τον εγγονό του, αυτόν ακριβώς τον πρίγκιπα Ομάρ, ως γενικό κυβερνήτη στη Δυτική Περσία, είχε αναθέσει σε αυτόν τον ανιψιό του, τον Τζάχαν Σαχ, να είναι κυβερνήτης τού νεαρού πρίγκιπα, να ελέγχει το νοικοκυριό του και να διαχειρίζεται την κυβέρνησή του. Έτσι, μέχρι τώρα, ό,τι διέταζε ο Τζάχαν Σαχ γινόταν αμέσως, σαν να είχε δοθεί η εντολή από την ίδια την υψηλότητά του, ενώ ο λόγος για τον οποίο ο Τζάχαν Σαχ είχε δολοφονηθεί, όπως έχουμε περιγράψει, μάλιστα τόσο ξαφνικά, μάς εξηγήθηκε, αλλά με δύο διαφορετικούς τρόπους.

Από τη μία πλευρά λέγεται ότι ο πρίγκιπας Ομάρ τον είχε σκοτώσει απλά επειδή τον φοβόταν. Γιατί με τον Τιμούρ, τον παππού του, τώρα νεκρό, φοβόταν μήπως ο Τζάχαν Σαχ σκεφτόταν να τού πάρει τη ζωή, αφού αυτός, ο Τζάχαν Σαχ, είχε την υποστήριξη όχι μόνο των στρατευμάτων τής αυτοκρατορίας, όλων κάτω από τις διαταγές του, αλλά και ολόκληρης τής φάρας των Τσαγκατάι, που ήσαν δικοί του ακόλουθοι και θα τον υπάκουαν τυφλά. Έτσι πιθανότατα, όπως σκεφτόταν ο πρίγκιπας Ομάρ, θα επαναστατούσε και όλοι οι άνδρες θα έλεγαν ότι με τον Τιμούρ νεκρό, αυτός, ο Τζάχαν Σαχ, ήταν ο άνθρωπος που έπρεπε να πάρει τη θέση του.

Αυτή ήταν η πρώτη εξήγηση. Η άλλη εξήγηση που μάς δόθηκε ήταν ότι ο Τζάχαν Σαχ, όταν σιγουρεύτηκε ότι ο Τιμούρ ήταν νεκρός, είχε εξοπλιστεί και συνοδευόμενος από πολλούς από τούς οπαδούς του, που κρατούσαν όλοι όπλα, είχε έρθει στη μεγάλη σκηνή όπου επρόκειτο να συγκληθεί το συμβούλιο. Εδώ είχε συναντήσει κάποιον μουλά, δηλαδή δάσκαλο τής δικής τους θρησκείας, που ήταν άνθρωπος πολύ έμπιστος τού πρίγκιπα Ομάρ και ο οποίος είχε την εποπτεία των υποθέσεων στο στρατόπεδό του. Ο Τζάχαν Σαχ μισούσε αυτόν τον άνθρωπο, επειδή ο πρίγκιπας Ομάρ τού είχε πάρει κάποτε κάποια γυναίκα, την οποία αγαπούσε αυτός, ο Τζάχαν Σαχ, και την είχε δώσει σε γάμο σε αυτόν τον μουλά. Γι’ αυτόν, καθώς και γι’ άλλους λόγους, αντιπαθούσε αυτό το άτομο και βρίσκοντάς τον τώρα έτσι παρόντα στη μεγάλη σκηνή, τον είχε σκοτώσει ασυγκράτητα. Ύστερα, αφού το έκανε αυτό, είχε φύγει από αυτή τη σκηνή και είχε πάει κατευθείαν σε εκείνη όπου διέμενε ο πρίγκιπας Ομάρ, κρατώντας ακόμη το γυμνό του σπαθί στο χέρι του και ακολουθούμενος από όλους τούς άνδρες του με τα σπαθιά τους. Στη σκηνή τού πρίγκιπα οι φρουροί που τούς είδαν να έρχονται έτσι πήραν τα όπλα τους και έλαβαν αμέσως θέσεις στην πόρτα τού πρίγκιπα —με την υψηλότητά του να βρίσκεται μέσα— ενώ ταυτόχρονα διαδόθηκε η φήμη στην Ορδή, ότι ο Ιντίκου ο Χάνος των Τατάρων και ο βασιλιάς Γεώργιος τής Γεωργίας έπεφταν πάνω τους και οι δύο, κάνοντας αιφνιδιαστική επίθεση. Μέσα σε αυτή την αναταραχή, ο Τζάχαν Σαχ είχε καταφέρει να καταβάλει την κύρια φρουρά στη σκηνή τού πρίγκιπα Ομάρ και είχε τοποθετήσει δικούς του άνδρες να κρατούν τη θέση, ενώ μέσα στη σύγχυση, μπαίνοντας στη βασιλική σκηνή, ειπώθηκε ότι σκόπευε να σκοτώσει τον πρίγκιπα Ομάρ. Είχε όμως βρει πολλούς συνοδούς να φρουρούν στον προθάλαμο τού πρίγκιπα, που ήσαν όλοι έτοιμοι να τον υπερασπιστούν.

Συγκεκριμένα υπήρχε κάποιος μεγάλος Τάταρος ευγενής, ο οποίος είχε μπει πρόσφατα στον προθάλαμο με όλους τούς οπαδούς του καλά οπλισμένους. Αυτός ο άνθρωπος σταματούσε τώρα τον Τζάχαν Σαχ, ρωτώντας τι έκανε εκεί, λέγοντας ότι θα ανέφερε το θέμα στον πρίγκιπα. Ο Τζάχαν Σαχ, στρέφοντας προς αυτόν, τον παρακάλεσε να πει στην υψηλότητά του να μην φοβάται, γιατί το μόνο που είχε κάνει ο Τζάχαν Σαχ ήταν να σκοτώσει τον προσωπικό του εχθρό, τον μουλά. Ο προαναφερθείς ευγενής μπήκε μέσα και τα ανέφερε αυτά, αλλά βρήκε τον πρίγκιπα Ομάρ τρομοκρατημένο, χωρίς να γνωρίζει καλά τι έπρεπε να κάνει. Καθησύχαζε λοιπόν την υψηλότητά του, λέγοντάς του να μην ανησυχεί, γιατί αν ο πρίγκιπας τού έδινε εντολή, θα τακτοποιούσε ο ίδιος τον Τζάχαν Σαχ. Τότε, ξαναβγαίνοντας, έπεσε πάνω του ξαφνικά και με ένα μόνο χτύπημα τού σπαθιού του έκοψε το κεφάλι τού Τζάχαν Σαχ. Μόλις έπεσε νεκρός ο Τζάχαν Σαχ, όλοι οι οπαδοί του αναζήτησαν την ασφάλειά τους τρεπόμενοι σε φυγή. Ο πρίγκιπας Ομάρ, σηκώνοντας το κεφάλι τού Τζάχαν Σαχ, το έστειλε αμέσως στη Βαγδάτη, να το παρουσιάσουν στον Mιράν Σαχ τον πατέρα του και στον πρίγκιπα Άμπου Μπακρ, τον αδελφό του. Σ’ αυτούς ο πρίγκιπας Ομάρ έγραφε επίσης, ότι θα είχαν τώρα το κεφάλι τού εχθρού τους ενώπιόν τους, προσθέτοντας ότι αφού ο παππούς του ήταν τώρα σίγουρα νεκρός, έπρεπε εκείνοι να έρθουν και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τις δικές του, όταν αυτός, ο πρίγκιπας Ομάρ, με τούς ευγενείς και τούς μεγιστάνες του, δήλωναν την υποταγή τους στον Mιράν Σαχ ως αυτοκράτορα, που διαδεχόταν νόμιμα τον Τιμούρ. Μάς είπαν όμως αργότερα, ότι όταν ο Μιράν Σαχ είδε το κεφάλι τού Τζάχαν Σαχ [τού εξαδέλφου του] έτσι σταλμένο σε αυτόν, άρχισε να τρέμει φοβούμενος προδοσία από τη μεριά τού γιου του, τού πρίγκιπα Ομάρ, ενώ προσπάθησε ν΄ αποφύγει αυτή τη συνάντηση που είχε οργανωθεί να πραγματοποιηθεί στις πεδιάδες τού Βιάν, σε όχι μεγάλη απόσταση έξω από την Ταμπρίζ.

Στη Σαμαρκάνδη ο πρίγκιπας Χαλίλ αρπάζει τον θησαυρό τού πατέρα του

Όσον αφορά τα γεγονότα, όπως μάς αναφέρθηκαν στη συνέχεια, τα οποία συνέβαιναν εκείνη τη στιγμή στην πόλη τής Σαμαρκάνδης, μόλις πέθανε ο Τιμούρ,41 οι μεγάλοι άρχοντες και οι αρχιθαλαμηπόλοι του έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια για να κρατήσουν μυστικό το γεγονός, μέχρι να στείλουν φρουρά για ασφάλεια στον μεγάλο θησαυρό42 και ν΄ αναλάβουν την ευθύνη τού κράτους. Στάθηκε όμως αδύνατο να κρατηθεί το μυστικό και πολύ σύντομα όλοι γνώριζαν, από τούς υπηρέτες τής συνοδείας του, ότι ο Τιμούρ ήταν πράγματι νεκρός. Την εποχή τού θανάτου του ήταν παρών στην πρωτεύουσα ο εγγονός του, ο πρίγκιπας Χαλίλ Σουλτάν, επίσης γιος τού Μιράν Σαχ, ο οποίος, μόλις έλαβε τα νέα43 για τον θάνατο τού παππού του, συγκεντρώνοντας όλους τούς άνδρες του και καλώντας τούς ευγενείς τής παράταξής του, έπεσε πάνω σε εκείνους τούς τρεις ιδιαίτερους θαλαμηπόλους τού Τιμούρ,44 οι οποίοι, επιστρέφοντας τώρα από το Οτράρ, είχαν ήδη αναλάβει την ευθύνη τού νοικοκυριού και τού θησαυρού τής εκλιπούσας υψηλότητάς του. Από αυτούς τούς τρεις μεγάλους αρχιθαλαμηπόλους τον ένα τον έσφαξαν αμέσως. Ονομαζόταν Μπουτούντο και ήταν γιος τού Τζάχαν Σαχ, τον οποίο ο πρίγκιπας Ομάρ είχε τόσο πρόσφατα αποκεφαλίσει στην Ταμπρίζ, όπως ήδη αναφέραμε. Μαθαίνοντάς το οι άλλοι δύο αρχιθαλαμηπόλοι διέφυγαν αναζητώντας καταφύγιο στην πόλη τού Χεράτ, στον πρίγκιπα Σαχ Ρουχ, τον μικρότερο γιο τού Τιμούρ, που ήταν, όπως είπαμε, γενικός κυβερνήτης τής επαρχίας τού Χορασάν.45 Στη συνέχεια, μόλις ο πρίγκιπας Χαλίλ σκότωσε τον Μπουτούντο και οι άλλοι δύο αρχιθαλαμηπόλοι διέφυγαν, πήγε ο ίδιος στο κάστρο τής Σαμαρκάνδης και πήρε για τον εαυτό του τον θησαυρό τού παππού του, τον οποίο βρήκε εκεί. Έγινε λοιπόν με αυτόν τον τρόπο κύριος τής πρωτεύουσας. Αφού έπραξε αυτά, προχώρησε να κάνει τις απαραίτητες ρυθμίσεις για την κηδεία και την ταφή τού Τιμούρ, τού παππού του, ενώ έστειλε αγγελιοφόρους στον πατέρα του, τον Mιράν Σαχ, ικετεύοντάς τον να έρθει αμέσως και να ενωθεί μαζί του στη Σαμαρκάνδη. Τότε, όπως έλεγε, θα παρέδιδε τον θησαυρό στον πατέρα του, ο οποίος έπρεπε να γίνει δεκτός και ν΄ αναγνωριστεί από όλους ως νόμιμος κληρονόμος τής αυτοκρατορίας στη θέση τού Τιμούρ. Ο θησαυρός, έγραφε ο πρίγκιπας Χαλίλ, ήταν τεράστιος και η φάρα των Τσαγκατάι σίγουρα θα έτρεχε σε αυτόν αν γνώριζαν ότι βρισκόταν στην κατοχή του, γιατί πράγματι οι Τάταροι είναι λαός που λατρεύει τα χρήματα.

Έτσι, ο Μιράν Σαχ θα γινόταν αυτοκράτορας, αλλά στους αγγελιοφόρους τού πρίγκιπα Χαλίλ είχαν πει να προειδοποιήσουν τον Μιράν Σαχ, ότι η σύζυγός του, η πριγκίπισσα Χανζαντέ, πιθανότατα θα μηχανορραφούσε τώρα εναντίον του, αν και στο παρελθόν είχε αγωνιστεί για να κάνει ειρήνη ανάμεσα σε αυτόν και τον πατέρα του, τον Τιμούρ. Ήταν, όπως έχει ειπωθεί, μητέρα τού πρίγκιπα Χαλίλ, στο παλάτι τού οποίου ζούσε τώρα στη Σαμαρκάνδη. Πιθανότατα όμως θα αντιτασσόταν στον Μιράν Σαχ, τον σύζυγό της, λόγω τού συνεχούς της φόβου και τής αντιπάθειάς της γι’ αυτόν. Επίσης ήταν φιλοδοξία της να γίνει ο γιος της Χαλίλ αυτοκράτορας. Μάλιστα τώρα τον παρότρυνε συνεχώς ν΄ αναλάβει ο ίδιος αυτόν τον τίτλο. Στη Σαμαρκάνδη είχαμε γνωρίσει πολύ καλά αυτόν τον πρίγκιπα Χαλίλ. Ήταν νεαρός άνδρας ηλικίας εικοσιδύο περίπου ετών, με ανοιχτόχρωμο δέρμα και παχύς όπως ο πατέρας του, ο Μιράν Σαχ, τού οποίου έμοιαζε στο πρόσωπο. Ο πρίγκιπας Χαλίλ μάς είχε προσέξει πάρα πολύ όταν μέναμε στην αυλή, στην ακολουθία τού παππού του. Όσον αφορά τα νέα που δημοσιοποιήθηκαν τελικά για τον θάνατο τού Τιμούρ, πρέπει να θυμόμαστε, ότι δύο φορές πριν από τώρα η υψηλότητά του είχε ψευδώς διαδώσει ότι ήταν νεκρός, προκειμένου να διερευνήσει ποιος θα επαναστατούσε τότε εναντίον των προβλέψεων τής διαθήκης του για τη διαδοχή. Δύο φορές στο παρελθόν, παραπλανημένοι από τις διαδόσεις, μερικοί είχαν εξεγερθεί αλλά είχαν αμέσως θανατωθεί, οπότε, αν και τα νέα που έρχονταν τώρα ήσαν αληθινά, πολλοί πίστευαν ότι ο Τιμούρ δεν θα μπορούσε να είναι νεκρός. Έτσι, ενώ εμείς παραμέναμε ακόμη στην Ταμπρίζ ετοιμαζόμενοι ν΄ αναχωρήσουμε για την πατρίδα, οι φήμες έλεγαν ότι ο Τιμούρ ήταν ζωντανός και εκείνη ακριβώς τη στιγμή πορευόταν επικεφαλής τού στρατού του, σκοπεύοντας να εισβάλει στην Αίγυπτο και να κατανικήσει τον σουλτάνο τού Καΐρου.

Ο πρίγκιπας Ομάρ φυλακίζει τον αδελφό του, τον Άμπου Μπακρ

Ας προχωρήσουμε όμως. Όταν ο Μιράν Σαχ έπαιρνε στη Βαγδάτη τα σίγουρα νέα για τον θάνατο τού πατέρα του, έπαιρνε συγχρόνως το κεφάλι τού Τζάχαν Σαχ,46 που τού έστελνε τώρα ο γιος του, ο πρίγκιπας Ομάρ, μαζί με επείγουσα πρόσκληση, ικετεύοντάς τον να έρθει αμέσως στη συνάντηση στην πεδιάδα τού Βιάν,47 όπου θα ρυθμίζονταν τα ζητήματα τής διαδοχής του. Ο Μιράν Σαχ αναχώρησε λοιπόν από τη Βαγδάτη και πορευόταν προς την Ταμπρίζ, συνοδευόμενος από τον γιο του, τον Άμπου Μπακρ. Πριν όμως φτάσει στον τόπο συνάντησης, τού έφεραν νέα ότι ο πρίγκιπας Ομάρ είχε ήδη συγκεντρώσει στο Βιάν μεγάλη δύναμη, ανώτερη από εκείνη την οποία διοικούσε ο πατέρας του. Επίσης είχε στείλει τις εντολές του στα στρατεύματα που στάθμευαν στις πόλεις Σουλτανίγια και Ταμπρίζ να βρίσκονται με τα όπλα στα χέρια και να είναι έτοιμα να προχωρήσουν αμέσως τη στιγμή που θα τα καλούσαν. Ο Μιράν Σαχ, μαθαίνοντας γι’ αυτές τις πολεμικές προετοιμασίες, άρχισε να φοβάται για εκείνο που σκόπευε να κάνει ο πρίγκιπας Ομάρ. Σταμάτησε την πορεία του, στέλνοντας απεσταλμένους για ν΄ ανακαλύψουν ποια ήταν η αληθινή πρόθεση τού πρίγκιπα Ομάρ, ο οποίος απάντησε διαβεβαιώνοντάς τον, ότι όλη αυτή η συγκέντρωση στρατευμάτων από την πλευρά του ήταν απλώς διασφάλιση των συνόρων τής επαρχίας και διασφάλιση τής διαδοχής τού πατέρα του ως αυτοκράτορα, με εδραίωση τής ειρήνης. Όταν έφεραν αυτή την απάντηση στον Μιράν Σαχ, ο Άμπου Μπακρ ο γιος του, που ήταν ακόμη μαζί του, πρότεινε να προχωρήσει μόνος του για να συναντήσει τον αδελφό του, τον πρίγκιπα Ομάρ, τον οποίο σκόπευε να λογικέψει. Μάλιστα είπε στον πατέρα του ότι πρόθεσή του ήταν να τον συλλάβει και να τον φέρει πίσω στο στρατόπεδο τού Μιράν Σαχ, είτε ήθελε είτε όχι. Όμως ο πατέρας του αρνήθηκε να εγκρίνει αυτή την ενέργεια, λέγοντας ότι όλοι οι άνδρες θα έβρισκαν την πράξη σκανδαλώδη.

Όπως έχουμε ήδη γράψει, ο Ομάρ και ο Άμπου Μπακρ ήσαν ομοαίματοι αδελφοί, από την ίδια μητέρα και τον ίδιο πατέρα, ενώ η πριγκίπισσα μητέρα τους, που βρισκόταν στο στρατόπεδο μαζί με τον σύζυγό της, τον Μιράν Σαχ, ξεκινούσε τώρα μόνη της και ταξίδευε ερχόμενη στο στρατόπεδο τού πρίγκιπα Ομάρ, για να συζητήσει μαζί του. Κατηγόρησε τον γιο της Ομάρ ότι σκόπευε ν΄ ανατρέψει τις επιθυμίες όλων των αληθινών ανδρών, γιατί όλοι έπρεπε να υποστηρίζουν ότι ο Μιράν Σαχ είχε αναμφισβήτητα το πλήρες δικαίωμα να διαδεχθεί στον θρόνο τον Τιμούρ, τον πατέρα του. Ο πρίγκιπας Ομάρ τής απάντησε αμέσως. Ο Θεός απαγόρευε ν΄ ακολουθηθεί οποιαδήποτε άλλη πορεία. Ο ίδιος ήταν έτοιμος ν΄ αναγνωρίσει τα δικαιώματα τού Μιράν Σαχ. Όλα έπρεπε να γίνουν με τον τρόπο που εκείνη διέταζε. Η πριγκίπισσα, δηλαδή η μητέρα του, επέστρεφε τώρα στο στρατόπεδο τού Μιράν Σαχ, διαβεβαιώνοντας τον σύζυγό της ότι είχε δοθεί αυτή η επίσημη υπόσχεση. Όταν το άκουσε ο Μιράν Σαχ, συμφώνησε ότι ο γιος του, o Άμπου Μπακρ, έπρεπε να προχωρήσει και να επισκεφτεί τον πρίγκιπα Ομάρ στο στρατόπεδό του, ώστε να διευθετηθούν μεταξύ τους όλα τα ζητήματα για το πώς και πότε έπρεπε ο Μιράν Σαχ ν΄ ανακηρυχθεί αυτοκράτορας. Καθώς οι υποθέσεις είχαν τακτοποιηθεί τόσο φιλικά, ο Άμπου Μπακρ με τη σωματοφυλακή του, αλλά χωρίς να συνοδεύεται από άλλο στρατό, ίππευσε να συναντήσει τον αδελφό του, τον πρίγκιπα Ομάρ, ο οποίος, μαθαίνοντας την ανυποψίαστη αδιαφορία του, αποφάσισε να τον συλλάβει αιχμάλωτο. Όταν ο Άμπου Μπακρ μπήκε στο στρατόπεδο και πλησίαζε στη μεγάλη σκηνή, ο πρίγκιπας Ομάρ βγήκε για να τον συναντήσει και παίρνοντάς τον από το χέρι, τον οδήγησε μέσα. Μόλις έπεσε έτσι στην εξουσία του, συνέλαβε τον Άμπου Μπακρ αιχμάλωτο, μαθαίνοντας το οποίο οι πεντακόσιοι ιππείς τής σωματοφυλακής τού Άμπου Μπακρ, που είχαν έρθει μαζί του, διέφυγαν αμέσως επιστρέφοντας στο στρατόπεδο τού πατέρα του, τού Μιράν Σαχ. Ο πρίγκιπας Ομάρ, έχοντας έτσι τον αδελφό του κάτω από την εξουσία του, τον έστειλε για κράτηση στο κάστρο τής Σουλτανίγια, όπου τον έβαλαν στα σίδερα. Ύστερα ο πρίγκιπας Ομάρ πορεύτηκε προς το στρατόπεδο τού πατέρα του, ελπίζοντας έτσι να ρίξει κι αυτόν στην παγίδα του, αλλά ο Μιράν Σαχ, που το είχε μάθει, είχε ήδη τραπεί σε φυγή, κατευθυνόμενος με βεβιασμένη κυκλική πορεία προς την επαρχία τού Ράϋ, όπου βρήκε καταφύγιο στον Σουλεϊμάν Μίρζα, τον γαμπρό του, και συνάντησε εκεί διάφορους άρχοντες και οπλαρχηγούς τής φάρας των Τσαγκατάι.

Η πριγκίπισσα, η μητέρα τού Ομάρ και τού Άμπου Μπακρ, μαθαίνοντας τι συνέβαινε και μαθαίνοντας ότι ο μεγαλύτερος γιος της είχε ρίξει τον αδελφό του στη φυλακή, ταξίδεψε ξανά πηγαίνοντας στον γιο της πρίγκιπα Ομάρ και με ρούχα σχισμένα και στήθη γυμνά, θρηνώντας με πολλά δάκρυα, τον επέπληττε τώρα λέγοντας:

«Γιε μου, άραγε εγώ, η μητέρα σας, δεν γέννησα και σένα κι αυτόν; Δεν είναι άραγε δικός σου ομοαίματος αδελφός; Κι όμως θα τον σκοτώσεις… Θα σκοτώσεις εκείνον που αγαπούν όλοι οι άνθρωποι…». Στα λόγια αυτά ο πρίγκιπας Ομάρ απάντησε παρηγορώντας την και διαβεβαιώνοντας, ότι είχε απλώς συλλάβει τον Άμπου Μπακρ, επειδή ήταν απρόσεκτος τρελός, λέγοντας και κάνοντας εκείνα που δεν έπρεπε να λέει ή να κάνει και ότι το μόνο που αυτός, ο πρίγκιπας Ομάρ, επιθυμούσε, ήταν ν΄ ανακηρυχθεί ο πατέρας του αμέσως αυτοκράτορας. Ωστόσο πολύ αντίθετη με όλα αυτά ήταν η πραγματική πρόθεση τού πρίγκιπα Ομάρ, την οποία ο ίδιος προχωρούσε τώρα να θέσει σε εφαρμογή, έχοντας έτσι τον αδελφό του υπό την εξουσία του. Ο Ομάρ ήταν αυταρχικός άνθρωπος, τον οποίο όλοι οι Τσαγκατάι ευγενείς σέβονταν και αγαπούσαν. Οι καλές του υποσχέσεις προς την πριγκίπισσα μητέρα του είχαν ως μόνο σκοπό να εξαπατήσει τον Μιράν Σαχ, τον πατέρα του, θέτοντάς τον υπό την εξουσία του.

Ο πρίγκιπας Μιράν Σαχ στερείται των δικαιωμάτων του

Αμέσως έγινε γνωστό ότι ο Μιράν Σαχ είχε φύγει από τη Ράϋ και κατευθυνόταν προς τη Σαμαρκάνδη. Ο πρίγκιπας Ομάρ λοιπόν ξεκίνησε να τον ακολουθήσει, αλλά σύντομα είδε ότι δεν θα κατάφερνε να επινοήσει κάτι για να τον κάνει αιχμάλωτό του. Ο πρίγκιπας Ομάρ έπαψε λοιπόν να ενδιαφέρεται, επιδιώκοντας τώρα να καταλήξει σε συμφωνία με τον θείο του, τον Σαχ Ρουχ, τον αδελφό τού πατέρα του, με τον οποίο προσφέρθηκε να συμμαχήσει εναντίον τού Μιράν Σαχ. Η συμφωνία ήταν ότι ο πρίγκιπας Ομάρ και ο Σαχ Ρουχ μαζί και από κοινού, θα χώριζαν την αυτοκρατορία. Όσο για τον Μιράν Σαχ, αφού έπρεπε να περάσει από την επαρχία Χεράτ48 στον δρόμο του προς τη Σαμαρκάνδη, μπορούσε να συλληφθεί αιχμάλωτος καθώς περνούσε, με εντολές τού Σαχ Ρουχ. Ο Μιράν Σαχ συνειδητοποιούσε τώρα, ότι ο αδελφός του και ο γιος του, έχοντας καταλήξει σε συμφωνία, ήσαν ενωμένοι εναντίον του. Αποφάσισε λοιπόν να σταματήσει και να παραμείνει εκεί όπου βρισκόταν, δηλαδή στον τόπο όπου είχε στήσει το στρατόπεδό του περνώντας από το Χορασάν, καθώς δεν τολμούσε τώρα να συνεχίσει την πορεία του προς τη Σαμαρκάνδη. Στη συνέχεια έστειλε τούς αγγελιοφόρους του, επιθυμώντας να διαπραγματευτεί ειρήνη με τον πρίγκιπα Ομάρ. Αλλά οι όροι που τού προσφέρθηκαν δεν ήσαν ποτέ τέτοιοι ώστε να μπορεί να τούς δεχτεί με ασφάλεια. Τα πράγματα παρέμεναν λοιπόν έτσι, σε εκκρεμότητα. Μάθαμε επίσης ότι ο πρίγκιπας Ομάρ, έχοντας τον αδελφό του Άμπου Μπακρ υπό την εξουσία του, πήρε από αυτόν τη σύζυγό του, που ήταν κόρη τού άρχοντα τής πόλης Μαρντίν,49 αλλά ύστερα έστειλε πίσω αυτή την πριγκίπισσα στον πατέρα της.

<-Κεφάλαιο 15: Σαμαρκάνδη Κεφάλαιο 17: Από την Ταμπρίζ στη Σεβίλλη->
error: Content is protected !!
Scroll to Top