Κεφάλαιο 17

<-Κεφάλαιο 16: Από τη Σαμαρκάνδη στην Ταμπρίζ Βιβλιογραφία

Κεφάλαιο 17: Από την Ταμπρίζ στη Σεβίλλη

Image

Χάρτης 16: Από την Ταμπρίζ στην Κωνσταντινούπολη

Οι πρέσβεις λεηλατούνται και διαμαρτύρονται

Περιμέναμε ακόμη στην Ταμπρίζ τις εντολές τού πρίγκιπα Ομάρ, ο οποίος τότε περίπου παρακινήθηκε να στείλει σε εμάς τούς πρεσβευτές επιστολή, με την οποία η υψηλότητά του μάς διαβεβαίωνε ότι δεν είχαμε λόγο ανησυχίας για την καθυστέρηση που ανέβαλλε την αναχώρησή μας προς την πατρίδα. Μάς ενημέρωνε ότι πολύ σύντομα όλα τα ζητήματα διαφωνίας μεταξύ τού ίδιου και τού πατέρα του, τού Μιράν Σαχ, θα επιλύονταν και αμέσως μόλις συνέβαινε αυτό, θα μάς καλούσε ενώπιόν του για αποχαιρετιστήρια ακρόαση, κατά την οποία θα μάς έδινε την άδεια αναχώρησης. Παρ’ όλα αυτά, λίγο μετά από εκείνη την ευγενική επιστολή που μάς είχαν φέρει, δηλαδή την Τρίτη 28 Απριλίου, την ημέρα τής γιορτής τού Μάρτυρα Αγίου Πέτρου, ενώ εμείς οι Ισπανοί βρισκόμασταν στα καταλύματά μας στην Ταμπρίζ, εμφανίστηκε μπροστά στην πόρτα μας ο κυβερνήτης τής πόλης και ο γραμματέας του, μαζί με πλήθος συνοδών. Μπαίνοντας αυτοί οι άνδρες, άρπαξαν και ανέλαβαν την κατοχή όλων των σπαθιών και άλλων όπλων που είχαμε γύρω μας. Όταν διατάξαμε να κλείσουν τις εξωτερικές πύλες, ο κυβερνήτης προχώρησε να μάς ενημερώσει ότι ήταν ο πρίγκιπας Ομάρ εκείνος που τον είχε στείλει, με εντολή να κατακρατήσει όλα τα αγαθά και τα υπάρχοντά μας, των οποίων τώρα θα αναλάμβαναν τη φύλαξη. Σε αυτό απαντήσαμε ότι έπρεπε να υποταγούμε σε οτιδήποτε έκαναν, αφού βρισκόμασταν εντελώς υπό την εξουσία τους, αλλά έπρεπε να θυμούνται, ότι ο κύριός μας, ο βασιλιάς τής Ισπανίας, μάς είχε στείλει ως απεσταλμένους του στην εκλιπούσα υψηλότητά του τον άρχοντα Τιμούρ σε αποστολή φιλίας και ότι μέχρι τότε μάς είχαν αντιμετωπίσει με πολύ διαφορετικό τρόπο από εκείνον που ξεκινούσε τώρα. Όμως η υψηλότητά του, ο μεγάλος Τιμούρ, ήταν δυστυχώς νεκρός. Στην πραγματικότητα λοιπόν μπορούσαν τώρα να κάνουν ό,τι φαινόταν καλό στα μάτια τους. Σε αυτό ο κυβερνήτης απάντησε ότι εκείνο που είχε διατάξει ο πρίγκιπας Ομάρ ήταν να μάς φρουρούν καλύτερα, προσθέτοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο να μάς κάνουν κακό.

Οι άνδρες του όμως δεν είχαν διάθεση να ενεργούν ευγενικά. Μάλιστα από την αρχή κιόλας σκόπευαν να μάς λεηλατήσουν, ενώ τώρα έπαιρναν από εμάς όλα τα υπάρχοντά μας, δηλαδή ενδύματα, χρήματα, τις σέλλες μας και τα άλογα μας, τα πάντα, αφήνοντάς μας μόνο με τα ρούχα που φορούσαμε. Στη συνέχεια μάς οδήγησαν σε άλλο σπίτι, όπου μάς άφησαν και έβαλαν φρουρά στην πόρτα. Ύστερα ανέλαβαν δράση με τον ίδιο τρόπο και με τον πρέσβη τού σουλτάνου τής Αιγύπτου, καθώς και με τον πρέσβη από τον Τούρκο, όπου και οι δύο αυτοί ταξίδευαν μαζί μας, ενώ από όλα τα αγαθά που απέσπασαν έτσι με τη βία από εμάς και αυτούς, αργότερα έκλεψαν το καλύτερο μέρος. Είκοσι περίπου μέρες ύστερα από αυτά τα γεγονότα λάβαμε άλλη επιστολή από τον πρίγκιπα Ομάρ, στην οποία μάς διαβεβαίωνε ότι δεν χρειαζόταν να μάς ενοχλεί αυτό που είχε στείλει εντολές στους άνδρες του να κάνουν. Ότι τώρα μπορούσαμε να νιώθουμε άνετα και να χαιρόμαστε, γιατί είχε αποκαταστήσει όρους πλήρους φιλίας με τον πατέρα του. Επίσης ότι πολύ σύντομα θα ερχόταν να μείνει σε κάστρο πέντε λεύγες μακριά από την Ταμπρίζ που ονομαζόταν Ασσαρέκ1 και μόλις βρισκόταν εκεί, θα έστελνε να μάς φωνάξουν, θα μάς παραχωρούσε ακρόαση και θα επέσπευδε το ταξίδι τής επιστροφής μας. Όμως, όπως μάθαμε, δεν υπήρχε καμία αλήθεια σε όλα αυτά, γιατί δεν είχε καταλήξει σε καμία συμφωνία με τον πατέρα του. Προκαλούσε τη δημοσιοποίηση όλων αυτών των ειδήσεων και τη διασπορά στο εξωτερικό όλων αυτών των φημών, με σκοπό να καθησυχάσει την κοινή γνώμη και ν΄ αποφύγει την εξέγερση. Οι αρχηγοί τής φυλής των Τσαγκατάι και οι διοικητές των στρατευμάτων του παρέμεναν έτσι σε άγνοια εκείνου που σκόπευε να κάνει και τής κατεύθυνσης προς την οποία βάδιζε. Κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει την αλήθεια και κάθε άνθρωπος ανέφερε διαφορετικά για το τι είχε γίνει ή το επρόκειτο να γίνει. Ήταν άγνωστο προς τα πού και πότε θα πορευόταν ο στρατός. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι όλοι πολύ διπρόσωποι και πονηροί και αποφεύγουν πάντοτε να λένε την απλή αλήθεια.

Επιδρομή των Γεωργιανών στην Αρμενία και νίκη επί των μουσουλμάνων

Αφεθήκαμε έτσι να περιμένουμε γεγονότα και ν΄ αναμένουμε καθημερινά ν΄ ακούσουμε ότι ο πρίγκιπας Ομάρ έφτασε στο κάστρο τού Ασσαρέκ. Ήταν περίπου η εποχή που ο βασιλιάς τής Γεωργίας,2 για τον οποίο έχουμε ήδη μιλήσει, είχε εξεγερθεί.3

Εισέβαλε στην περιοχή γύρω από το Αβνίκ4 και το Ερζερούμ5 η οποία ανήκει στη Μεγάλη Αρμενία, ενώ επέκτεινε την επιδρομή του ακόμη και μέχρι την Ταμπρίζ, λεηλατώντας και καίγοντας πολλά χωριά και χωριουδάκια, εξαπλώνοντας τον τρόμο προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι μουσουλμάνοι τής Ταμπρίζ έκριναν ότι ο πρίγκιπας Ομάρ είχε την υποχρέωση να σπεύσει σε υπεράσπισή τους, αλλά εκείνος δεν είχε καταφέρει να έρθει. Στη συνέχεια όμως έστειλε στη θέση του, δίνοντάς του τη διοίκηση τής Ταμπρίζ, κάποιον μεγάλο ευγενή, έναν πολύ γέρο άνθρωπο, εκείνον ο οποίος ονομαζόταν Ομάρ Τομπάν6 και ο οποίος, επικεφαλής 5.000 περίπου ιππέων, στάθμευε μέχρι τότε στα γεωργιανά σύνορα εκείνων των περιοχών. Από την περιοχή γύρω από την Ταμπρίζ συγκεντρώθηκαν βιαστικά στρατεύματα, που αριθμούσαν 15.000 περίπου ιππείς, και αμέσως παρέλασαν περήφανα στους δρόμους εκείνης τής πόλης, όπου έκαναν εξαιρετική εμφάνιση. Στη συνέχεια όλοι αυτοί αναχώρησαν για τα σύνορα στην περιοχή των πεδιάδων Αλατάκ,7 που ανήκουν στη Μεγάλη Αρμενία. Μόλις ο βασιλιάς Γεώργιος άκουσε για την προσέγγισή τους, εξόρμησε με 5.000 από τούς ιππείς του για να τούς αντιμετωπίσει. Ερχόμενος έπεσε πάνω τους τη νύχτα. Καταλαμβάνοντάς τους εξ απήνης, σκότωσε τούς περισσότερους από αυτούς τούς άνδρες, ενώ εκείνοι που διέφυγαν γύρισαν στην Ταμπρίζ, όπου ο τρόμος και η σύγχυση τού μουσουλμανικού λαού μεγάλωσαν πολύ.8 Ξέσπασε η κραυγή ότι οι καφίρ κατακτούσαν τούς μουσουλμάνους, επειδή αποκαλούν εμάς τούς χριστιανούς καφίρ,9 υπονοώντας ότι είμαστε άνθρωποι που δεν πιστεύουν, χωρίς θεϊκό νόμο, ενώ αυτοί ονομάζονται μουσουλμάνοι, γιατί το όνομα αυτό στη δική τους γλώσσα σημαίνει τούς ανθρώπους που ζουν κάτω από τον νόμο τού Παντοδύναμου Θεού. Στην Ταμπρίζ λεγόταν τώρα ότι το σφάλμα τής καταστροφής δεν οφειλόταν στα στρατεύματα αλλά στον πρίγκιπα Ομάρ και ότι βρισκόταν στην πόρτα του, γιατί ήταν άτυχος, μη διαθέτοντας εκείνη την καλή τύχη, η οποία μέχρι τότε είχε πάντοτε συνοδεύσει τον παππού του, τον Τιμούρ.

Ο Άμπου Μπακρ με τον πατέρα του προχωρούν προς Σαμαρκάνδη

Τώρα πια ο πρίγκιπας Ομάρ συνειδητοποιούσε τελικά, ότι δεν μπορούσε ούτε να καταφέρει να θέσει τον πατέρα του, τον Mιράν Σαχ, υπό την εξουσία του, ούτε να καταλήξει με συνθήκη σε οποιαδήποτε συμφωνία μαζί του. Επέστρεφε λοιπόν στην πόλη τής Σουλτανίγια.10 Εδώ είχε ακόμη αιχμάλωτο τον αδελφό του, τον Άμπου Μπακρ, ενώ τώρα έδινε οδηγίες να θανατώσουν τον Άμπου Μπακρ με δηλητήριο, μόλις ο ίδιος απομακρυνόταν. Ύστερα ο πρίγκιπας Ομάρ έφυγε από τη Σουλτανίγια ξεκινώντας για το Ασσαρέκ, για να επιθεωρήσει τα στρατεύματά του και να παραχωρήσει σε εμάς τούς πρεσβευτές την τελευταία μας ακρόαση, πριν μάς δώσει την άδεια ν΄ αναχωρήσουμε για το ταξίδι μας προς την πατρίδα. Καθώς ο ίδιος βρισκόταν στον δρόμο του και πλησίαζε στην Ταμπρίζ, τού έφεραν νέα ότι κάποια Τρίτη, δηλαδή στις 14 Ιουλίου εκείνου τού έτους, ο αδελφός του, ο Άμπου Μπακρ, είχε αποδράσει από τη φυλακή του, έχοντας σκοτώσει τον δεσμοφύλακά του. Τον πληροφόρησαν επίσης ότι ο Άμπου Μπακρ είχε αρπάξει τον θησαυρό που βρισκόταν στο κάστρο τής Σουλτανίγια, παίρνοντάς τον μαζί του. Μόλις το έμαθε, ο πρίγκιπας Ομάρ γύρισε αμέσως πίσω και όταν έφτασε στη Σουλτανίγια, έσπευσε να στείλει στρατιώτες να προλάβουν τον αδελφό του, αλλά οι ιππείς του δεν κατάφεραν να βρουν τούς φυγάδες.

Αυτό που είχε συμβεί ήταν το εξής: Ο πρίγκιπας Ομάρ είχε αναθέσει στον αρχηγό τής φρουράς του, τον οποίο είχε αφήσει υπεύθυνο για τον αδελφό του, να προκαλέσει τον θάνατό του με δηλητήριο, μια δόση τού οποίου είχε ετοιμαστεί και αφεθεί εκεί γι’ αυτόν τον σκοπό. Όμως το μυστικό αυτό έγινε γνωστό σε κάποιους φίλους τού Άμπου Μπακρ και προειδοποίησαν τον πρίγκιπα, ώστε να μην πάθει κακό. Εκείνος τότε εξέτασε με ποιον τρόπο θα μπορούσε ν΄ αποδράσει, υποσχόμενος πλούσια ανταμοιβή σε όσους βοηθούσαν και έτσι στήθηκε η επιχείρηση. Ετοιμάστηκαν άλογα και όπλα για το επόμενο πρωί και ο πρίγκιπας εφοδιάστηκε κρυφά με σπαθί, για να πέσει πάνω στον δεσμοφύλακά του, όταν οι φίλοι του, έχοντας ετοιμαστεί, θα έρχονταν σε βοήθειά του και θα τον απελευθέρωναν από τη φυλακή του. Το επόμενο πρωί το σχέδιο πέτυχε άψογα, όπως είχε κανονιστεί. Ο αρχηγός τής φρουράς, που ήταν ο δεσμοφύλακάς του, μπήκε στη φυλακή συνοδευόμενος από τρεις άνδρες, στους οποίους είχε εμπιστοσύνη. Αμέσως γνωστοποίησε στον Άμπου Μπακρ ότι ο πρίγκιπας Ομάρ, ο αδελφός του, είχε μόλις στείλει μήνυμα, αναφέροντας ότι είχε τελικά καταλήξει σε συμφωνία με τον πατέρα τους, τον Mιράν Σαχ. Πρόσθετε ότι πολύ σύντομα αυτός, ο πρίγκιπας Ομάρ, θα ελευθέρωνε τον αδελφό του από τη φυλακή όταν, δίνοντάς του μεγάλα πλούτη, θα τού ανέθετε μια θέση στο κράτος, που θα τον ικανοποιούσε πλήρως. Ο Άμπου Μπακρ λοιπόν μπορούσε τώρα να χαίρεται, να νιώθει άνετα και να μη φοβάται τίποτε. Ο διοικητής συνέχισε λέγοντας ότι αυτά τα καλά νέα που έφερνε τώρα στον Άμπου Μπακρ δικαιολογούσαν, μα την αλήθεια, να πιει ο τελευταίος κρασί μαζί του και στη συνέχεια να γευματίσει μαζί του.

Αυτοί οι άνθρωποι συνηθίζουν να πίνουν πριν φάνε. Ο διοικητής είχε λοιπόν μαζί του το κύπελλο με το κρασί, με το δηλητηριασμένο κρασί, που θα προκαλούσε τον θάνατο. Παρουσίασε λοιπόν αυτό το κύπελλο γονατίζοντας μπροστά στον πρίγκιπα και τού το πρόσφερε, όπως είναι ο τρόπος τους, ικετεύοντας να το δεχτεί ευγενικά στα χέρια του. Ο πρίγκιπας, όμως, καθυστερώντας με κάποιο πρόσχημα, έβαλε αμέσως το χέρι του στο κρυμμένο σπαθί του και έδωσε στον δεσμοφύλακά του τέτοιο χτύπημα στο κεφάλι, που τον σκότωσε. Στη συνέχεια επιτέθηκε και σκότωσε αμέσως εκείνους τούς τρεις άνδρες που βρίσκονταν στη φρουρά, οπότε όλο το κάστρο έπεσε σε κατάσταση συναγερμού και σύγχυσης. Οι συνωμότες, δηλαδή εκείνοι που είχαν υποσχεθεί βοήθεια στον πρίγκιπα, έσπευδαν τώρα να βοηθήσουν και έκοψαν αμέσως τα δεσμά του, που ήσαν μάλιστα ασημένιες αλυσίδες. Έπειτα μπόρεσε ν΄ ανέβει στο άλογό του και συνοδευόμενος από τούς φίλους του προχώρησαν όλοι έφιπποι προς την πλατεία, όπου ενώθηκαν με άλλους που συμμετείχαν στο σχέδιο. Αναλαμβάνοντας τη διοίκηση, ο πρίγκιπας έστειλε να βρουν τον αξιωματούχο που ήταν υπεύθυνος για το θησαυροφυλάκιο και να τον σκοτώσουν. Το πανδαιμόνιο τώρα γενικευόταν, ο κόσμος συνέρρεε στον Άμπου Μπακρ, ο οποίος έδινε τώρα εντολή να βρουν γερά άλογα οπουδήποτε μπορούσαν, αρπάζοντάς τα είτε από εμπόρους είτε από ιδιώτες. Σύντομα λοιπόν βρέθηκε έτσι επικεφαλής πεντακοσίων περίπου ιππέων. Τώρα επέστρεφε στο κάστρο όπου υπήρχε ο θησαυρός διαθέσιμος και προχωρούσε στη διανομή του μεταξύ των οπαδών του, επιτρέποντας σε κάθε άνθρωπο να πάρει όσα μπορούσε να σηκώσει. Φόρτωσε τον υπόλοιπο θησαυρό σε εκατό καμήλες και τις πήρε μαζί του ξεκινώντας να συναντήσει τον πατέρα του, τον Mιράν Σαχ.

Φτάνοντας στο στρατόπεδό του, πατέρας και γιος χάρηκαν πολύ που βρίσκονταν μαζί και ο Mιράν Σαχ ενημέρωσε τον Άμπου Μπακρ για εκείνο που είχε συμβεί. Ο τελευταίος μάθαινε ότι ο θείος του, ο Σαχ Ρουχ, τούς αντιστεκόταν και τούς εμπόδιζε να πάνε στη Σαμαρκάνδη. Τότε ο Άμπου Μπακρ, την ίδια εκείνη νύχτα τής άφιξής του, ξεκίνησε πάλι με όλη την ακολουθία του, στην οποία είχαν ενταχθεί και πολλοί φίλοι τού πατέρα του. Προχώρησε κατευθείαν προς το σημείο όπου βρισκόταν στρατοπεδευμένος ο θείος του, ο Σαχ Ρουχ. Έπεσε πάνω του ξαφνικά, ξεπερνώντας κάθε αντίσταση. Ύστερα έφερε τον θείο του, τον Σαχ Ρουχ, πίσω στο στρατόπεδο τού πατέρα του, ο οποίος, μαζί με τούς περισσότερους άνδρες του, βλέποντας τώρα ότι ο Άμπου Μπακρ ήταν και πάλι στην εξουσία και ελεύθερος άνθρωπος, ενώθηκε κάτω από το λάβαρό του, όπως σύντομα έκαναν επίσης και πολλοί άλλοι από απομακρυσμένα μέρη τής χώρας. Έπειτα, αφού έγιναν γνωστά αυτά τα πράγματα, προσχωρούσαν καθημερινά πολλοί, λιποτακτώντας από την παράταξη τού πρίγκιπα Ομάρ. Εκείνος συνειδητοποιούσε τελικά ότι ο αδελφός του, ο Άμπου Μπακρ, είχε τώρα μεγαλύτερη δύναμη και ήταν ελεύθερος από τη φυλακή του. Αποφάσισε λοιπόν τελικά να καταλήξει σε συμφωνία με τον πατέρα του, τον Mιράν Σαχ, ο οποίος, μαζί με τον γιο του, τον Άμπου Μπακρ, κατευθυνόταν τώρα χωρίς αντίσταση στη Σαμαρκάνδη.11 Αυτή την εποχή ο πρίγκιπας Ομάρ είχε ήδη επιστρέψει στον στρατό του που βρισκόταν στρατοπεδευμένος στις πεδιάδες τού Βιάν, οι οποίες, όπως ήδη ειπώθηκε, απέχουν δέκα λεύγες από την Ταμπρίζ.12 Ο πρίγκιπας Ομάρ έστειλε έπειτα μήνυμα στις πόλεις Ταμπρίζ και Σουλτανίγια, ότι είχε την πρόθεση να οργανώσει επικήδεια τελετή στην τιμημένη μνήμη τού παππού του, τού Τιμούρ, για την οποία έπρεπε να τού στείλουν προμήθειες, δηλαδή πρόβατα, άλογα, ψωμί και κρασί. Έπρεπε επίσης να διαθέσουν 3.000 χρυσοκέντητα μεταξωτά ενδύματα και άλλα τέτοια πράγματα, τα οποία είχε την πρόθεση να παραχωρήσει στους διάφορους άρχοντές του.

Ο πρίγκιπας Ομάρ υποδέχεται τούς Ισπανούς και δίνει άδεια αναχώρησης

Τότε ήταν που ο πρίγκιπας Ομάρ έδινε τελικά τις εντολές του, να μάς επιστραφούν όλα τα αγαθά και τα υπάρχοντά μας, τα οποία, όπως περιγράφηκε, τα είχαν αρπάξει. Την Πέμπτη 13 Αυγούστου στάλθηκαν λοιπόν σε εμάς δύο Τσαγκατάι με τα πράγματά μας, οι οποίοι μάς έφεραν επίσης επιστολή από τον πρίγκιπα Ομάρ, στην οποία μάς προσκαλούσε να πάμε και να τον δούμε. Την Παρασκευή λοιπόν, την επόμενη μέρα, φύγαμε από την Ταμπρίζ, κοιμηθήκαμε εκείνη τη νύχτα σε κατασκήνωση και το πρωί ήμασταν παρόντες με την υψηλότητά του στις πεδιάδες τού Βιάν,13 όπου βρισκόταν η κατοικία του, ενώ μάς ανέθεσαν καταλύματα δίπλα σε ποταμάκι, όπου στήσαμε τις σκηνές μας. Το Σάββατο, την επόμενη μέρα, που ήταν η γιορτή τής Κοίμησης τής Θεοτόκου, ο πρίγκιπας Ομάρ, βγαίνοντας από τις σκηνές του, πήγε σε μεγάλο περίπτερο και από εκεί έστειλε να μάς καλέσουν σε ακρόαση. Προχωρήσαμε λοιπόν προς τα εκεί και κάνοντας υπόκλιση σε αυτόν, μάς υποδέχτηκε πολύ ευγενικά, λέγοντάς μας καλά λόγια. Ύστερα μάς οδήγησαν σε στέγαστρο κοντά στο περίπτερο, όπου μάς πρόσφεραν δείπνο. Την επόμενη μέρα, την Κυριακή, η υψηλότητά του έστειλε να μάς φωνάξουν και πάλι στο περίπτερο, όπου έγινε μεγάλη γιορτή κι ένας μουλάς κήρυξε ενώπιον τού πρίγκιπα, επαινώντας τη μνήμη τού παππού του. Αυτά που έφαγαν όλοι εκείνη τη μέρα ήσαν τεράστια σε ποσότητα. Εδώ βρήκαμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε στον πρίγκιπα Ομάρ τα δώρα μας, δηλαδή πράγματα από μάλλινο και μεταξωτό ύφασμα, καθώς κι ένα [ισπανικό] σπαθί πολύ πλούσια στολισμένο, το οποίο φάνηκε να εκτιμά πολύ. Είναι δικό του έθιμο να μην δέχεται κανένα άτομο που δεν έρχεται με δώρο. Το πρώτο πράγμα που μάς ρώτησαν λοιπόν σε αυτή την περίπτωση, όταν φτάσαμε στο στρατόπεδό του, ήταν αν είχαμε φέρει κάτι να τού δωρίσουμε. Μάλιστα ζήτησαν να τούς δείξουμε τι είχαμε φέρει. Την Τρίτη [15] τού Αυγούστου ο πρίγκιπας Ομάρ μάς έδωσε διάφορα υφάσματα ως εκ μέρους του δώρο, ενώ μάς ανέθεσε σε έναν [Τσαγκατάι] από τούς άνδρες του για να μάς προσέχει, καθώς και στον συνάδελφό μας πρεσβευτή, τον απεσταλμένο τού Τούρκου σουλτάνου, για να ενεργεί ως οδηγός μας κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού προς τα εμπρός. Όσον αφορά τούς πρεσβευτές τού σουλτάνου τής Αιγύπτου, ο πρίγκιπας διέταξε ότι αυτοί οι άνδρες έπρεπε να κρατηθούν ακόμη, ενώ, όπως ακούσαμε, την επόμενη μέρα ρίχτηκαν στη φυλακή.

Ξεκίνημα για την Τραπεζούντα μαζί με τούς Τούρκους πρεσβευτές

Την ίδια λοιπόν Τρίτη εμείς και οι Τούρκοι πήραμε άδεια αναχώρησης από το στρατόπεδο τού πρίγκιπα Ομάρ και την επόμενη μέρα, την Τετάρτη, φτάσαμε ξανά στην Ταμπρίζ, όπου εμείς και οι Τούρκοι απεσταλμένοι συζητήσαμε μαζί πώς και με ποιον τρόπο έπρεπε να οργανώσουμε το ταξίδι μας, γιατί ελπίζαμε τώρα να ξεκινήσουμε χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση. Όμως το βράδυ τής Παρασκευής κι ενώ είχαμε ετοιμαστεί πλήρως για να φύγουμε από την Ταμπρίζ, εμφανίστηκε ο Νταρογά,14 ο δήμαρχος τής πόλης όπως θα λέγαμε, συνοδευόμενος από την αστυνομία και τούς γραμματείς του, με πολλούς ανθρώπους στην ακολουθία του, οπλισμένους με ρόπαλα και μπαστούνια. Ο δήμαρχος απαίτησε να βγάλουμε και να τού δείξουμε όλες τις αποσκευές μας. Το είπε μάλιστα με τέτοιον αέρα εξουσίας, που προθυμοποιηθήκαμε να συμμορφωθούμε. Έπειτα, μόλις είδε ορισμένα αντικείμενα από μετάξι ζαϋτούνι και κινέζικο χρυσοκέντητο μεταξωτό (κίνκομπ), καθώς και το κόκκινο ύφασμα και τα παρόμοια που είχαμε, προχώρησε σε κατάσχεση αυτών των δεμάτων, λέγοντας ότι τα είχε ανάγκη η υψηλότητά του, αφού στην επαρχία υπήρχε παντελής έλλειψη τέτοιου είδους καλών πραγμάτων. Στη συνέχεια πρόσθεσε ότι ο πρίγκιπας θα μάς πλήρωνε το σωστό τίμημα για την παρακράτηση αυτών των αγαθών κι έχοντας πει αυτό, ανέβηκαν ο ίδιος και οι άνδρες του στα άλογα και απομακρύνθηκαν. Αφού συζητήσαμε το ζήτημα με τούς Τούρκους συναδέλφους μας, θεωρήσαμε συνετό να μην καθυστερήσουμε κι άλλο, γιατί αυτοί οι άνθρωποι μάς είπαν ότι τούς είχαν κάνει τα ίδια και ότι είχαν υποστεί τη λεηλασία πολλών αποσκευών τους. Καθώς λοιπόν σκεφτήκαμε ότι η αναμονή για αποκατάσταση θα σήμαινε μόνο περαιτέρω και χειρότερη κακομεταχείριση, αποφασίσαμε να μη δώσουμε συνέχεια. Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε το επόμενο πρωί και έτσι το Σάββατο 22 Αυγούστου, πριν το χάραμα, εμείς οι Ισπανοί μαζί με τούς συναδέλφους μας, τούς Τούρκους απεσταλμένους, προχωρήσαμε και βγήκαμε από την πόλη Ταμπρίζ, όπου, όπως περιγράφηκε σε αυτές τις τελευταίες σελίδες, είχαμε κρατηθεί για συνολικό διάστημα πέντε μηνών και είκοσι δύο ημερών, μετρώντας από την 1η Φεβρουαρίου, που ήταν η μέρα τής άφιξής μας.

Ο Καρά Γιουσούφ, αρχηγός των Μαυροπροβατάδων Τουρκομάνων

Στις 22 Αυγούστου ξεκινήσαμε λοιπόν, έχοντας τον προαναφερθέντα Τσαγκατάι ως οδηγό μας και έχοντας ενωθεί με καραβάνι που αριθμούσε διακόσια περίπου φορτηγά άλογα, που κουβαλούσαν εμπορεύματα τα οποία προορίζονταν για τη χώρα των Τούρκων, με τελευταίο προορισμό τού καραβανιού τη Μπούρσα. Ταξιδεύαμε μαζί με αυτούς τούς ανθρώπους για να έχουμε παρέα, φοβούμενοι όλοι τούς ληστές, ενώ πορευτήκαμε εκείνο το Σάββατο τής αναχώρησής μας, καθώς επίσης και την επόμενη Κυριακή και Δευτέρα, φτάνοντας την αυγή στην πόλη Χόϋ,15 όπου είχαμε επίσης σταματήσει κατά το ταξίδι τής μετάβασης στη Σαμαρκάνδη. Σε αυτή την πόλη τής Χόϋ τελειώνει η χώρα τής Περσίας και ξεκινά η Μεγάλη Αρμενία. Μόλις είχαμε φτάσει εκεί, ακούσαμε άσχημα νέα και συγκεκριμένα ότι κάποιος Τουρκομάνος αρχηγός που ονομαζόταν Καρά Οσμάν16 και ήταν προηγουμένως υποτελής τού Τιμούρ,17 είχε τώρα επαναστατήσει. Επικεφαλής δέκα χιλιάδων ιππέων, πρόσφατα είχε επιδράμει και λεηλατήσει ολόκληρη την περιοχή γύρω από τη Χόϋ, αλλά τότε ακριβώς είχε πάει στο Έρζιντζαν, πόλη την οποία είχε την πρόθεση να πολιορκήσει. Αυτά τα νέα μάς ανάγκασαν ν΄ αλλάξουμε τη διαδρομή που σκοπεύαμε ν΄ ακολουθήσουμε, δηλαδή να επιστρέψουμε από τον ίδιο δρόμο τον οποίο είχαμε πάρει στο ταξίδι μετάβασης, πηγαίνοντας από τη Χόϋ κατευθείαν στο Μάκου. Αντί γι’ αυτό, τώρα στρίβαμε σε δρόμο προς τα αριστερά, παίρνοντας κατεύθυνση που οδηγούσε νότια.18 Έτσι φύγαμε από τη Χόϋ την Τρίτη, την ώρα τού εσπερινού, ταξιδεύοντας όλη εκείνη τη νύχτα και την επόμενη μέρα, την Τετάρτη, σταματήσαμε σε κάποια λιβάδια, αλλά μόνο όσο χρειαζόταν για να δώσουμε στα άλογά μας το κριθάρι τους. Ύστερα, συνεχίζοντας εκείνο το απόγευμα και τη νύχτα, φτάσαμε την Πέμπτη, την ώρα τού εσπερινού, σε χωριό όπου υπήρχε μικρό κάστρο και οι άνθρωποι τού τόπου ήσαν Αρμένιοι, γιατί αυτό βρισκόταν ήδη στην αρμενική χώρα, αν και ήσαν υπήκοοι τού πρίγκιπα Ομάρ. Πέρα από αυτό το χωριό, στα νότια, ξεκινούσε περιοχή την οποία καταλάμβανε μουσουλμανικός λαός τής τουρκικής φυλής. Η χώρα τους είναι γνωστή ως Κουρδιστάν.19 Αυτοί οι άνθρωποι κυριαρχούν στις γύρω περιοχές, αλλά ζουν ως επί το πλείστον ειρηνικά ανάμεσα στους Αρμένιους, ενώ η περιοχή είναι πλούσια σε σιτοχώραφα και βοσκοτόπους.

Χωρισμός από τούς πρεσβευτές και κατεύθυνση προς Αλασκέρτ

Φτάνοντας εδώ, μάθαμε ότι ο Τουρκομάνος Καρά Οσμάν είχε άρει την πολιορκία τού Έρζιντζαν, είχε φύγει από εκεί και ότι ο στρατός του βρισκόταν στον δρόμο από τον οποίο θέλαμε να περάσουμε την επόμενη μέρα. Στείλαμε λοιπόν μπροστά έναν από τούς ανθρώπους μας, να κατασκοπεύσει και να δει αν εκείνος ο Τουρκομάνος αρχηγός είχε ήδη φτάσει σε αυτά τα μέρη. Αργά την επόμενη μέρα, που ήταν Παρασκευή, ο άνθρωπος επέστρεψε σε εμάς, λέγοντας ότι ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Τώρα ξεκινούσαμε αμέσως το ταξίδι μας και εκείνη τη νύχτα κατασκηνώσαμε σε κάποια χωράφια κοντά σε μεγάλο χωριό, γιατί όλη εκείνη τη μέρα είχαμε περάσει στον δρόμο μας από πολλά πυκνοκατοικημένα χωριά, κατοικούμενα από Αρμένιους. Σε πολλά από αυτά τα χωριά υπήρχαν ωραίες εκκλησίες. Παρατηρήσαμε ότι στις αυλές των εκκλησιών οι ταφόπλακες και οι τάφοι ήσαν διακοσμημένοι με σταυρούς που υψώνονταν τόσο ψηλά, όσο μπορούσε να φτάσει ο άνθρωπος, ενώ ήσαν πολύ όμορφα σκαλισμένοι. Καθώς προχωρούσαμε στον δρόμο που ακολουθούσαμε τώρα, σύντομα είχαμε νέα ότι ο Καρά Οσμάν είχε πλησιάσει και ότι οι άνδρες του βρίσκονταν έξω λεηλατώντας την ύπαιθρο. Αλλάξαμε λοιπόν και πάλι δρόμο, στρίβοντας προς τα αριστερά. Πορευτήκαμε μέχρι το μεσημέρι στη νέα αυτή κατεύθυνση, αν και γνωρίζαμε, ότι όσο περισσότερο ακολουθούσαμε αυτή την πορεία, τόσο περισσότερο απομακρυνόμασταν από τη σωστή μας διαδρομή. Παρ’ όλα αυτά χρειάστηκε να συνεχίσουμε έτσι όλη την επόμενη Κυριακή, περνώντας από εντελώς ακατοίκητη περιοχή, καθώς και τη Δευτέρα. Πρέπει να γνωρίζετε ότι η απόλυτη έλλειψη κατοίκων σε αυτό το τμήμα τής Αρμενίας οφείλεται στο γεγονός, ότι οι χριστιανοί έχουν χάσει τη δύναμή τους σε όλη τη Μεγάλη Αρμενία λόγω τού εμφυλίου πολέμου, που ξέσπασε πρόσφατα ανάμεσα σε τρεις βασιλικούς αδελφούς. Την Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου, την τρίτη ώρα τής ημέρας,20 φτάσαμε σε μεγάλη πόλη. Κι εδώ όμως τα περισσότερα σπίτια ήσαν άδεια από τούς ενοίκους τους. Το όνομα αυτής τής πόλης ήταν Αλασκέρτ.21 Τα τείχη τής πόλης, τα οποία ήσαν πολύ φαρδιά και πολύ ισχυρά, βρίσκονταν όλα σε ερείπια, ενώ το κάστρο, υπέροχα φτιαγμένο από καλά αρμολογημένη τοιχοποιία, ήταν ορθάνοιχτο, ρηγματωμένο σε πολλά μέρη, αν και λίγοι φουκαράδες κατοικούσαν ακόμη στα δωμάτιά του και μπορούσε ακόμη να δει κανείς πολλά ωραία κτίρια σε όλη την πόλη, γιατί τα σπίτια ήσαν παντού φτιαγμένα με καλή τοιχοποιία.

Πώς έπεσε η χριστιανική Αρμενία στην εξουσία των μουσουλμάνων

Εδώ πήραμε το μεσημεριανό μας γεύμα, στη διάρκεια τού οποίου οι άνθρωποι μάς αφηγήθηκαν πώς συνέβη και καταστράφηκε έτσι αυτό το υπέροχο μέρος, όπως το βλέπαμε τώρα. Σε αυτή τη χώρα τής Μεγάλης Αρμενίας ζούσε κάποτε ένας διάσημος και δυνατός Αρμένιος βασιλιάς, ο κύριος ολόκληρης τής χώρας, ο οποίος πέθανε αφήνοντας τρεις γιους. Με τη διαθήκη του είχε μοιράσει την Αρμενία στους τρεις γιους με τον εξής τρόπο: Στον μεγαλύτερο γιο είχε αφήσει αυτή την πόλη τού Αλασκέρτ με τα γειτονικά εδάφη. Στον δεύτερο γιο είχε αφήσει την πόλη Αβνίκ22 με την επαρχία της και στον τρίτο γιο το Ερζερούμ.23 Αυτές είναι οι τρεις κύριες πόλεις τής Αρμενίας. Ο μεγαλύτερος γιος, βλέποντας ότι ήταν κύριος τής πόλης Αλασκέρτ, που ήταν η πιο ισχυρή σε όλη αυτή τη χώρα, θέλησε να πάρει τις άλλες πόλεις από τούς αδελφούς του. Ξεσηκώθηκαν λοιπόν σε πόλεμο ο ένας εναντίον τού άλλου. Αφού ο πόλεμος συνεχιζόταν για κάποιο διάστημα, καθένας αναζητούσε έναν σύμμαχο, για να τον βοηθήσει εναντίον των ανταγωνιστών του. Ο αδελφός που ήταν άρχοντας τού Ερζερούμ έφερε εκείνο τον άνομο μουσουλμανικό λαό, δηλαδή εκείνους τούς Τουρκομάνους.24 Τότε ο άρχοντας τού Αβνίκ, για βοήθεια και για να κάνει τα ίδια, ενώθηκε με εκείνον τού Ερζερούμ και έπεσαν και οι δύο πάνω στον μεγαλύτερο αδελφό τους, τον άρχοντα τού Αλασκέρτ, καθένας με τούς συμμάχους που είχε βρει ανάμεσα στους Τουρκομάνους. Βλέποντας και φοβούμενος αυτούς τούς Τουρκομάνους, ο άρχοντας τού Αλασκέρτ σκέφτηκε για ξένη βοήθεια. Κάνοντας λοιπόν το ίδιο, κάλεσε εκείνους τούς μουσουλμάνους που ήσαν γείτονές του, δηλαδή τούς Τούρκους των συνόρων. Αυτοί οι Τούρκοι όμως είχαν κοινή γλώσσα με τούς Τουρκομάνους που προαναφέραμε και οι οποίοι ήσαν οι σύμμαχοι των δύο άλλων αδελφών. Η κοινή γλώσσα οδηγεί σε κοινή υπόθεση. Συμφώνησαν λοιπόν να πάρουν για δικό τους λογαριασμό αυτή την πόλη τού Αλασκέρτ, θανατώνοντας τον άρχοντά της και καταστρέφοντάς την. Αφού έγινε αυτό, στράφηκαν μαζί εναντίον των άλλων δύο αδελφών, καταστρέφοντας τις πόλεις τους, δηλαδή το Αβνίκ και το Ερζερούμ, μαζί με τα γειτονικά τους εδάφη. Αυτά λοιπόν συνέβησαν, με αποτέλεσμα να μπουν οι μουσουλμάνοι και να κατέχουν τώρα όλη την Αρμενία. Γιατί όταν κατέκτησαν τις πόλεις, σκότωσαν τούς περισσότερους χριστιανούς Αρμένιους που ήσαν οι κάτοικοι. Οι τόποι τους λοιπόν δεν έχουν κατοικηθεί από τότε.25

Αβνίκ

Όταν φτάσαμε έτσι στο Αλασκέρτ, είχαμε σίγουρες πληροφορίες ότι ο Τουρκομάνος Καρά Οσμάν βρισκόταν, αυτός και ολόκληρος ο στρατός του, σε εκείνον ακριβώς τον δρόμο από τον οποίο σκοπεύαμε τώρα να περάσουμε. Αλλάξαμε λοιπόν και πάλι το σχέδιό μας. Τώρα θα στρέφαμε,26 προχωρώντας κατευθείαν προς το Αβνίκ.27 Μάλιστα ήμασταν τυχεροί που το κάναμε αυτό. Φεύγοντας από το Αλασκέρτ με αυτή την πρόθεση, ταξιδεύαμε επί τέσσερις ημέρες και τέσσερις νύχτες μέσα από ακατοίκητη, άγονη περιοχή και το Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου φτάσαμε επιτέλους με ασφάλεια στην πόλη Αβνίκ.28 Στη συνέχεια, τη Δευτέρα που ακολούθησε, ανεβήκαμε στο κάστρο τού Αβνίκ για να υποβάλουμε τα σέβη μας στον κυβερνήτη. Ήταν ο γιος εκείνου τού Τσαγκατάι ευγενή,29 που ονομαζόταν Ντουλαντάϋ μπέης και σε αυτόν είχε χορηγήσει ο Τιμούρ την κυριαρχία επί τής επικράτειας [τού Αβνίκ] κατά την εποχή τής δικής του κατάκτησης.30 Ο σημερινός κυβερνήτης τού Αβνίκ, ο γιος τού Ντουλαντάϋ μπέη, στάθμευε επομένως εδώ ως αναπληρωτής τού πατέρα του. Όταν παρουσιαστήκαμε ενώπιόν του, τού προσφέραμε ως δώρο ένα χρυσοκέντητο μεταξωτό ένδυμα, όπως συνηθίζεται, εξηγώντας σε αυτόν τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμασταν. Μάς διαβεβαίωσε ότι ο Καρά Οσμάν βρισκόταν ακόμη στα εδάφη τού Έρζιντζαν, ότι οι άνδρες του καταλάμβαναν τον δρόμο από τον οποίο σκοπεύαμε να περάσουμε και ότι έκαναν επιδρομές σε εκείνη την ύπαιθρο. Γι’ αυτόν τον λόγο έπρεπε ν΄ ακολουθήσουμε άλλη διαδρομή. Πρόσθεσε όμως, ότι για να υπηρετήσει τον κύριό μας τον βασιλιά τής Ισπανίας και για να τιμήσει τη μνήμη τού Τιμούρ, στην αυλή τού οποίου είχαμε σταλεί, θα μάς διέθετε αξιόπιστο οδηγό. Ταυτόχρονα θα προωθούσε τούς συναδέλφους μας, τούς Τούρκους απεσταλμένους, στη διαδρομή τής επιστροφής τους, αλλά από άλλον δρόμο. Βρήκαμε το κάστρο τού Αβνίκ να είναι πολύ ισχυρός τόπος, που στέκεται στέφοντας ύψωμα το οποίο περιβάλλεται από τρία ομόκεντρα τείχη πολύ ισχυρά χτισμένα. Μέσα στην αυλή τού κάστρου υπήρχε πηγή άφθονου νερού και ήταν καλά εξοπλισμένο και εφοδιασμένο με όλα τα μέσα άμυνας.

Από το Αβνίκ στην Τραπεζούντα

Την Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου φύγαμε λοιπόν από το Αβνίκ, συνοδευόμενοι από έναν Τσαγκατάι, στον οποίο είχε ανατεθεί από τον κυβερνήτη να μάς περάσει με ασφάλεια από τα γεωργιανά εδάφη. Με αυτόν τον σκοπό αφήσαμε τον κατευθείαν δρόμο προς Έρζιντζαν, ο οποίος παρεκκλίνει προς τα αριστερά, από μέρος τού οποίου είχαμε περάσει κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού μετάβασης. Εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε σε χωριό που ανήκε στον άρχοντα τού Αβνίκ. Την αυγή τής επόμενης ημέρας αρχίσαμε ν΄ ανεβαίνουμε απότομο ορεινό πέρασμα πάνω από κορυφογραμμή, στην άλλη πλευρά τής οποίας φτάσαμε σε κάστρο πάνω σε ψηλή κορυφή, το όνομα τού οποίου ήταν Τορτούμ.31 Ο τόπος αυτός είναι πολύ γνωστός, επειδή τον είχε πολιορκήσει ο Τιμούρ, καταλαμβάνοντάς τον και επιβάλλοντας σε αυτόν τον δικό του φόρο υποτέλειας, αν και βρίσκεται μέσα στα όρια τής Γεωργίας. Περνώντας από αυτό το κάστρο προχωρήσαμε και κοιμηθήκαμε σε χωριό μία περίπου λεύγα πέρα από αυτό. Στη συνέχεια, για τις επόμενες δύο ημέρες, ο δρόμος μας περνούσε από τα τραχιά ορεινά περάσματα τής χώρας τής Γεωργίας. Την Παρασκευή, που ήταν 11 Σεπτεμβρίου, φτάσαμε σε κάστρο που ονομαζόταν Βίτσερ,32 το οποίο κατείχε μουσουλμάνος κυβερνήτης που ήταν μουλάς.33 Μουλάς σε αυτούς είναι ο δάσκαλος των νόμων και πραγματικά μορφωμένος άνθρωπος. Αυτός ο μουλάς μάς υποδέχτηκε πολύ ευγενικά και δειπνήσαμε μαζί του. Μάς είπε πως όλη η γύρω χώρα βρισκόταν σε σύγχυση λόγω των επιδρομών τού Καρά Οσμάν. Μάλιστα ο περισσότερος πληθυσμός είχε μπει μέσα, κάτω από τα τείχη τού κάστρου, μαζί με τα κοπάδια τους, για ν΄ αποκτήσουν καταφύγιο από αρπαγές. Όταν φύγαμε από το Βίτσερ, ο οδηγός μάς έδωσε να καταλάβουμε, ότι έπρεπε τώρα να παρεκκλίνουμε από τον δρόμο μας για να υποβάλουμε τα σέβη μας σε κάποιον άρχοντα που κατείχε την πόλη τής Iσπίρ,34 αφού αυτός, ο οδηγός μας, έφερνε επιστολές γι’ αυτόν τον άρχοντα από τον κύριό του, τον κυβερνήτη τoύ Αβνίκ. Συνεχίσαμε λοιπόν προς τα πίσω,35 διασχίζοντας πολλά ορεινά περάσματα, γιατί μετά το Τορτούμ όλος ο δρόμος περνούσε από διαδοχικές οροσειρές.

Το όνομα αυτού τού άρχοντα τής Ισπίρ ήταν Πιαχατσάμπεα36 και τα εδάφη του ήσαν πολύ εύφορα και πλούσια, παρόλο που η επαρχία αυτή ήταν εξαιρετικά λοφώδης. Έτσι εκείνο το Σάββατο, την επομένη τής ημέρας που είχαμε φτάσει στην Ισπίρ, πήγαμε και υποβάλαμε στον κυβερνήτη τα σέβη μας, προσφέροντάς του ως δώρο δύο χρυσοκέντητα μεταξωτά ενδύματα, ενώ στη συνέχεια γευματίσαμε μαζί του. Το απόγευμα μάς διέθεσε οδηγό, ο οποίος θα μάς οδηγούσε πέρα από τα σύνορά του, στη χώρα τού αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας. Ξεκινώντας ξανά, κοιμηθήκαμε εκείνο το βράδυ σε χωριό κάτω από το επόμενο ορεινό πέρασμα. Την Κυριακή, το επόμενο πρωί, αρχίσαμε ν΄ ανεβαίνουμε πολύ απότομο δρόμο προς την κορυφογραμμή, οι τέσσερις πρώτες λεύγες τού οποίου περνούσαν από γυμνή περιοχή, χωρίς δάση, ενώ το πέρασμα ήταν τόσο βραχώδες και σκεπασμένο από βλάστηση, που ούτε οι άνδρες ούτε τα ζώα μπορούσαν να προχωρήσουν, παρά μόνο με πολύ μεγάλη προσπάθεια. Έτσι, κατά το ταξίδι εκείνης τής ημέρας, περάσαμε τα σύνορα των εδαφών τής Γεωργίας37 και μπήκαμε σε επικράτεια που είναι γνωστή ως Αρρακέλ.38

Για τούς Γεωργιανούς39 θα παρατηρήσουμε ότι πρόκειται για άριστη φυλή ανθρώπων, πολύ όμορφη στο πρόσωπο και ευγενική στη συμπεριφορά. Στα ζητήματα τής θρησκείας είναι χριστιανοί τού ελληνικού τελετουργικού, αλλά η γλώσσα τους δεν είναι ελληνική, όντας διάλεκτος που έχουν μόνο οι ίδιοι. Τη Δευτέρα, που ήταν η επόμενη μέρα, προχωρήσαμε και γευματίσαμε εκείνο το απόγευμα σε χωριό τής περιοχής Αρρακέλ, ενώ συνεχίζοντας κοιμηθήκαμε στο επόμενο χωριό. Ο μουσουλμάνος άρχοντας τής πόλης και τής περιοχής τής Ισπίρ είναι επίσης άρχοντας τής περιοχής Αρρακέλ και έχει καταλήξει να την κατέχει με τον εξής τρόπο. Οι άνθρωποι τής περιοχής Αρρακέλ στο παρελθόν δυσαρεστήθηκαν με τον άρχοντά τους, ο οποίος έφερε το όνομα Αρρακέλ, όπως και η περιοχή που ήταν δική του. Ενημέρωσαν λοιπόν μυστικά αυτόν τον γειτονικό άρχοντα τής Ισπίρ, με τον οποίο μηχανεύονταν να προδώσουν τον κύριό τους, υποσχόμενοι ότι εκείνος τής Ισπίρ θα γινόταν ηγεμόνας τους στη θέση τού άλλου. Και έτσι συνέβη, γιατί παρέδωσαν την Αρρακέλ στον άρχοντα τής Ισπίρ, αφού φυλάκισαν τον άρχοντά της, τοποθετώντας στη θέση του για να κυβερνά τα εδάφη τής Αρρακέλ έναν μουσουλμάνο κυβερνήτη, αλλά παράλληλα διορίζοντας χριστιανό αναπληρωτή άρχοντα, για να ενεργεί ως δικός του βοηθός.40

Όλη αυτή η ύπαιθρος τής Αρρακέλ είναι πολύ ορεινή, με απλά μονοπάτια που διασχίζουν τα ορεινά περάσματα, μονοπάτια τόσο βραχώδη και απότομα, που φορτωμένα άλογα δεν μπορούν να τα ταξιδέψουν. Σε ορισμένα μέρη χρειάστηκε να χτίσουν από βράχο σε βράχο γέφυρες από δοκάρια, για να διασχίσουν τις κορυφές των λόφων. Εδώ δεν χρησιμοποιούνται υποζύγια, αλλά άνθρωποι αχθοφόροι κουβαλούν όλα τα φορτία στους ώμους τους. Λίγο μόνο καλαμπόκι καλλιεργείται σε αυτή την περιοχή και οι άνθρωποι αποτελούν βάρβαρη φυλή. Καθώς περνούσαμε, βρεθήκαμε σε κάποιο κίνδυνο από αυτούς, οι οποίοι, αν και είναι Αρμένιοι και δηλώνουν ότι είναι χριστιανοί, είναι όλοι κλέφτες και ληστές. Μάλιστα μάς ανάγκασαν, πριν μάς αφήσουν ελεύθερους να περάσουμε, να δώσουμε κάποιο δώρο από τα αγαθά μας ως διόδιο για το δικαίωμα τής διέλευσης. Ταξιδεύαμε τέσσερις ημέρες μέσα από τη χώρα τους και στη συνέχεια φτάσαμε στην ακτή, σε ένα μέρος στην παραλία [τής Μαύρης Θάλασσας] που βρισκόταν έξι ημέρες ανατολικά τής Τραπεζούντας και εδώ, ταξιδεύοντας κατά μήκος άθλιου δρόμου, φτάσαμε σύντομα στο μικρό λιμάνι Σούρμενα.41 Η γη ανήκει στην περιοχή τής Τραπεζούντας, βρίσκεται κατά μήκος τής ακτής τής θάλασσας και είναι πολύ ορεινή, με τις πλαγιές των λόφων να καλύπτονται παντού από δάση. Τα δέντρα όπως στέκονται, στηρίζουν πολλά αναρριχητικά φυτά, τα περισσότερα από τα οποία είναι αμπέλια και από τα άγρια σταφύλια παράγεται κρασί, αλλά δεν καλλιεργούνται αμπελώνες από αυτούς τούς ανθρώπους. Όλος ο πληθυσμός ζει σε χωριά,42 καθένα από τα οποία αποτελείται από καλά κτισμένες αγροικίες, μερικές μαζί σε κάποια θέση, άλλες αλλού. Τα μονοπάτια τα οποία έπρεπε ν΄ ακολουθήσουμε διασχίζοντας αυτή τη χώρα ήσαν τόσο απαίσια, που μάς κόστισαν τις ζωές σχεδόν όλων των υποζυγίων που είχαμε μαζί μας για τη μεταφορά των αποσκευών μας.

Από την Τραπεζούντα στην Κωνσταντινούπολη και τη Γένουα

Την Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου ήρθαμε τελικά στην Τραπεζούντα και φτάνοντας εκεί μάθαμε ότι ένα πλοίο είχε μόλις αποπλεύσει εκείνο το πρωί για το Πέρα, φορτωμένο με φουντούκια. Όμως, ευτυχώς για εμάς, φυσούσε αντίθετος άνεμος και αναγκάστηκε να πιάσει σε μέρος που ονομάζεται Πλάτανα, στο μικρό λιμάνι που βρίσκεται έξι μίλια δυτικά τής Τραπεζούντας. Εφοδιαστήκαμε λοιπόν με όλα όσα χρειάζονταν για το θαλάσσιο ταξίδι και παίρνοντας μια βάρκα, μάς οδήγησαν εκεί κωπηλατώντας και βρήκαμε το πλοίο στο οποίο ανεβαίναμε τώρα. Ο καπετάνιος του ήταν Γενουάτης και ονομαζόταν Νικολόζο Κογιάν. Συμφώνησε να μάς πάρει μαζί του και φτάσαμε στο Πέρα ύστερα από ταξίδι εικοσιπέντε ημερών. Την Πέμπτη 22 Οκτωβρίου, καθώς νύχτωνε, ξαναφτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη. Μπαίνοντας στο λιμάνι τού Πέρα μάθαμε ότι τρεις γενουάτικες καραβέλες είχαν μόλις φτάσει από τον Καφφά και θα ξεκινούσαν σε λίγο με προορισμό τη Γένουα. Ανεβήκαμε σε μία από αυτές, αφού πρώτα κάναμε τις απαραίτητες προμήθειες για το ταξίδι. Οι καραβέλες απέπλευσαν την Τετάρτη 4 Νοεμβρίου και το ίδιο απόγευμα έπιασαν στην Καλλίπολη, απ’ όπου παρέλαβαν φορτίο βαμβακιού και ξεκινώντας πάλι το Σάββατο, έφτασαν στη Χίο. Τη Δευτέρα 16 Νοεμβρίου αποπλεύσαμε πάλι και [διασχίζοντας το Αιγαίο] ήμασταν στα ανοιχτά τού νησιού Σαπιέντσα και τού ακρωτηρίου Σαντ’ Άντζελο,43 έχοντας φτάσει σε περιοχές τις οποίες κατέχουν οι Ενετοί. Αποπλέοντας από εδώ τη Δευτέρα, την τελευταία μέρα τού Νοεμβρίου, σύντομα βλέπαμε το νησί τής Σικελίας και κατευθυνόμασταν στο λιμάνι τής πόλης τής Μεσσίνα, όπου αγκυροβολήσαμε.

Την Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου ξεκινήσαμε,44 αλλά πέφτοντας σε κακοκαιρία μπήκαμε στο λιμάνι τής Γκαέτα που βρίσκεται στο βασίλειο τής Νάπολης και μείναμε εκεί πέντε μέρες. Στη συνέχεια, ξαναμπαίνοντας στη θάλασσα, πέσαμε πάλι σε άλλη καταιγίδα, που μάς ανάγκασε να επιστρέψουμε στη Γκαέτα για καταφύγιο και να παραμείνουμε εκεί μέχρι την Τρίτη 22 Δεκεμβρίου. Αποπλέοντας για μια ακόμη φορά, βαριά καταιγίδα μάς οδήγησε απέναντι στο νησί τής Κορσικής και μείναμε εκεί για να γιορτάσουμε τη γιορτή των Χριστουγέννων. Μπαίνοντας στη θάλασσα για μια ακόμη φορά, πέσαμε ξανά σε καταιγίδα και σπεύσαμε για καταφύγιο σε λιμάνι που ονομάζεται Πιομπίνο.45 Ξεκινήσαμε να βγούμε από εκεί το Σάββατο και σύντομα βρεθήκαμε στα ανοιχτά τού λιμανιού τού Πορτοβενέρε.46 Από αυτό το προστατευμένο αγκυροβόλιο την Κυριακή 3 Ιανουαρίου [1406] φτάσαμε τελικά στο λιμάνι τής Γένουας. Η γενουάτικη ακτή, για έξι ολόκληρες λεύγες μέχρι να φτάσουμε στην πόλη, είναι παντού γεμάτη με σπίτια, που βρίσκονται μέσα σε όμορφα περιβόλια οπωροφόρων και υπέροχους κήπους, πράγμα που αποτελεί πράγματι πολύ ευχάριστο θέαμα. Η ίδια η πόλη είναι εξαιρετικά πυκνοκατοικημένη, γεμάτη με υπέροχα παλάτια, ενώ πάνω από κάθε σχεδόν σπίτι τής πόλης υπάρχει πύργος.

Από τη Γένουα στη Σαβόνα και το Κάντιθ

Image

Χάρτης 17: Από την Κωνσταντινούπολη στη Σεβίλλη

Μείναμε στη Γένουα μερικές ημέρες και στη συνέχεια πήγαμε στη Σαβόνα, όπου είδαμε τον πάπα,47 με τον οποίο είχαμε δουλειά, αλλά στη συνέχεια επιστρέψαμε.

Αποπλεύσαμε τελικά από τη Γένουα τη Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου, σε πλοίο με καπετάνιο τον κύριο Μπιεμπόζο Μπαρμπέρο, αλλά το ταξίδι μας έπεσε ξανά σε καταιγίδα και αντίθετους ανέμους, χειρότερους ακόμη κι από εκείνους που είχαμε υποστεί μέχρι τότε. Η κακοκαιρία αυτή κράτησε από την πρώτη μέρα τού Φεβρουαρίου, όταν βγήκαμε από τη Γένουα, μέχρι την Κυριακή 7 Μαρτίου, όταν αποβιβαστήκαμε στο Σαν Λουκάρ48 και ανεβήκαμε προς την πόλη τής Σεβίλλης. Ύστερα από αυτό, τη Δευτέρα στις 22 Μαρτίου, στο έτος τού Κυρίου μας χίλια τετρακόσια έξι, εμείς οι πρέσβεις φτάσαμε τελικά στο Αλκαλά ντε Χενάρες,49 όπου βρήκαμε τον βασιλιά μας, τον Ερρίκο Γ’ τής Καστίλλης.50

Δόξα στον Θεό.51 Έτσι τελειώνει το Χρονικό τού μεγάλου Τιμούρ και το δρομολόγιο τού ταξιδιού που έκαναν οι πρέσβεις τής Ισπανίας που στάλθηκαν σε αυτόν από τον γαληνότατο βασιλιά Ερρίκο, τον επονομαζόμενο Θλιμμένο,52 μαζί με την πραγματική περιγραφή όλων των αξιοσημείωτων γεγονότων και των θαυμαστών θεαμάτων που συνάντησαν στην Ανατολή. Τυπώθηκε53 στη Σεβίλλη, στον οίκο τού Αντρέα Πισκιόνι το έτος 1582.

<-Κεφάλαιο 16: Από τη Σαμαρκάνδη στην Ταμπρίζ Βιβλιογραφία
error: Content is protected !!
Scroll to Top