<-Κεφάλαιο 9: Από τη Σουλτανίγια στη Νισαπούρ | Κεφάλαιο 11: Από τον Ώξο στη Σαμαρκάνδη-> |
Κεφάλαιο 10: Από τη Νισαπούρ στον Ώξο
Χάρτης 13: Από τη Νισαπούρ στον Ώξο
Η Μασάντ και ο τάφος τού Ιμάμη Ρεζά
Την Κυριακή 27 Ιουλίου φύγαμε από τη Νισαπούρ και συνεχίζοντας το ταξίδι μας κοιμηθήκαμε σε εγκαταλειμμένο και ακατοίκητο χωριό. Τη Δευτέρα φτάσαμε όταν νύχτωνε σε μεγάλη πόλη που ονομαζόταν Φερριόρ,1 τής οποίας, όπως διαπιστώσαμε, είχαν τραπεί σε φυγή οι περισσότεροι κάτοικοι. Αυτό οφειλόταν στην έλλειψη εμπιστοσύνης προς τούς στρατιώτες τού στρατού τού Τιμούρ. Είχαν περάσει δώδεκα περίπου ημέρες από τότε που ο ίδιος και ο ταταρικός του στρατός είχαν διασχίσει αυτόν τον τόπο, όπου μάλιστα ήταν πολύ εμφανές ότι τα στρατεύματα είχαν προκαλέσει πολλά δεινά. Σε εμάς όμως τούς πρεσβευτές, όσοι κάτοικοι είχαν παραμείνει πρόσφεραν παρ’ όλα αυτά καλή φιλοξενία, προσθέτοντας ως δώρο για εκ μέρους μας αποδοχή το συνηθισμένο χρυσοκέντητο μεταξωτό ένδυμα. Η ύπαιθρος γύρω από αυτό το μέρος είναι ακαλλιέργητη και το κλίμα εδώ είναι πολύ ζεστό. Το βράδυ τής επόμενης Τρίτης φτάσαμε σε μεγάλη πόλη γνωστή με το όνομα Ασεγκούρ,2 αλλά αφού ξεκουραστήκαμε για λίγες ώρες ξεκινήσαμε πάλι, ενώ ήταν ακόμη νύχτα. Ταξιδεύοντας φτάσαμε το μεσημέρι, την ώρα τού φαγητού, σε μεγάλη πόλη που ονομάζεται Oτζατζάν.3 Ήταν Τετάρτη 30 Ιουλίου και σε αυτή την πόλη μάς φιλοξένησαν πολύ τιμητικά, γιατί μάς έκαναν γιορτή και κάλυψαν όλες τις ανάγκες μας, προσφέροντάς μας και χρυσοκέντητα μεταξωτά ενδύματα, όπως συνηθίζεται και όπως προαναφέρθηκε.
Εδώ μάς έφτασε ένας απεσταλμένος, ερχόμενος από τον πρίγκιπα Σαχ Ρουχ,4 που είναι ο μικρότερος γιος τού Τιμούρ. Το μήνυμα που έφερνε ήταν πρόσκληση από τον πρίγκιπα να ευαρεστηθούμε να βγούμε από τον δρόμο μας πηγαίνοντας να τον επισκεφθούμε στην πόλη στην οποία κατοικούσε, που ονομάζεται Χεράτ.5 Αυτός ο τόπος απέχει τριάντα περίπου λεύγες από εκεί που βρισκόμασταν και στα δεξιά από τον δρόμο τής Σαμαρκάνδης, στην κατεύθυνση τής Ινδίας. Ο πρίγκιπας μάς υποσχόταν πολύ τιμητική υποδοχή και ότι σε όλη την περιοχή δικαιοδοσίας του θα μάς εφοδίαζαν παντού με όλα όσα χρειάζονταν για την άνεση και την ψυχαγωγία μας. Ζητήσαμε λοιπόν τη συμβουλή εκείνου τού ευγενούς [Μελιαλιόργκα] που είχε σταλεί ως οδηγός μας και με τη δική του συμβουλή απαντήσαμε στον Σαχ Ρουχ Μίρζα, ότι ο άρχοντας Τιμούρ είχε δώσει αυστηρές εντολές να προχωρήσουμε χωρίς να σταματήσουμε και να φτάσουμε σε αυτόν6 με κάθε δυνατή ταχύτητα. Επομένως δεν θα μπορούσαμε να τολμήσουμε να βγούμε από τον κατευθείαν δρόμο μας, ακόμη κι αν επρόκειτο να επισκεφθούμε αυτόν, που είναι ο κυβερνήτης ολόκληρης αυτής τής επαρχίας τού Χορασάν και ικετεύαμε την υψηλότητά του, τον πρίγκιπα τής μεγάλης του χάρης, να μάς θεωρήσει δικαιολογημένους.
Έχοντας απαντήσει έτσι στο μήνυμα τού πρίγκιπα, προχωρούσαμε τώρα στον δρόμο μας.7 Στη συνέχεια φτάσαμε σε πόλη που ονομάζεται Μασάντ,8 όνομα που δηλώνει τον τόπο μαρτυρίου τού Ιμάμη Ρεζά, που είναι γνωστός ως ο σουλτάνος του Χορασάν, έχοντας τον τάφο του σε αυτή την πόλη. Μάλιστα ήταν ο τρισέγγονος τού δισέγγονου τού Προφήτη Μωάμεθ, καταγόμενος από την κόρη τού Προφήτη και θεωρούμενος από τούς ντόπιους Πέρσες ως Άγιος.9 Βρίσκεται θαμμένος εδώ στο Μεγάλο Τζαμί, μέσα σε μνημείο εγκιβωτισμένο σε ασήμι και χρυσό. Το Μασάντ είναι ο κύριος τόπος προσκυνήματος σε όλα αυτά τα μέρη. Κάθε χρόνο έρχονται εδώ άνθρωποι σε τεράστιους αριθμούς σε ευσεβείς επισκέψεις. Όταν κάποιος προσκυνητής έχει έρθει εδώ, επιστρέφοντας στη χώρα του οι γείτονές του θα φιλήσουν το στρίφωμα τού ενδύματός του, θεωρώντας ότι έχει επισκεφθεί πολύ ιερό μέρος. Κατά την άφιξή μας εδώ μάς έφεραν να επισκεφτούμε αυτό το ιερό και τον τάφο, ενώ αργότερα, όταν ταξιδεύαμε σε άλλα μέρη τής Περσίας και ακουγόταν ότι είχαμε βρεθεί στο Μασάντ και είχαμε επισκεφθεί αυτόν τον ιερό τόπο, έρχονταν οι άνθρωποι και φιλούσαν τις άκρες των ρούχων μας, θεωρώντας ότι είμαστε από εκείνους που είχαν αποκτήσει αξία, έχοντας κάνει το προσκύνημα στο ιερό τού μεγάλου αγίου τού Χορασάν. Αυτός ο απόγονος τού Προφήτη Μωάμεθ είναι εδώ πιο γνωστός με το όνομα Σουλτάν Χορασάν,10 ενώ ολόκληρη η επαρχία έχει πάρει το όνομά της από αυτόν.11 Το Χορασάν είναι μάλιστα ξεχωριστή χώρα,12 αλλά η ομιλούμενη γλώσσα εξακολουθεί να είναι η περσική.13
Ταξίδι μέσα από την έρημο
Την Πέμπτη,14 την τελευταία ημέρα τού Ιουλίου, ήρθαμε από το Μασάντ σε μεγάλη πόλη που ονομάζεται Μπουέλο15 και ανήκει επίσης στην επαρχία τού Χορασάν. Πρόκειται για πολύ ευχάριστη πόλη, με πληθυσμό μεγαλύτερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος είχαμε συναντήσει από τότε που φύγαμε από τη Σουλτανίγια. Στην πόλη αυτή σταματήσαμε τις τελευταίες ώρες εκείνης τής ημέρας, που ήταν Πέμπτη, γιατί οι αρχές ασχολούνταν με τη συγκέντρωση προμηθειών τροφίμων για τον άνθρωπο και το ζώο προς όφελός μας κατά το επόμενο στάδιο τής πορείας μας, καθώς στη διάρκειά του θα διασχίζαμε έρημο, όπου δεν υπάρχουν ούτε κάτοικοι ούτε κατοικίες επί απόστασης πενήντα λευγών.16 Μόλις λοιπόν δειπνήσαμε, το ίδιο εκείνο βράδυ μάς έφεραν ξεκούραστα άλογα, τα οποία έπρεπε να ιππεύσουμε και να διασχίσουμε αυτήν την έρημη περιοχή.
Το βράδυ λοιπόν [της Πέμπτης] ξεκινήσαμε αφήνοντας την Τους και ιππεύσαμε μέχρι την αυγή τής Παρασκευής. Ιππεύσαμε επίσης όλη εκείνη την ημέρα, αλλά και την επόμενη νύχτα και μέρα, μέχρι να φτάσουμε σε κάποιο μέρος όπου θα βρίσκαμε εγκατεστημένους ανθρώπους. Όμως το Σάββατο, που ήταν 2 Αυγούστου, φτάσαμε τελικά προς το βράδυ σε κοιλάδα. Εδώ μεγάλο μέρος τού εδάφους καλλιεργούνταν με σιτάρι και ένας ποταμός17 διέτρεχε τον τόπο, στις όχθες τού οποίου βρήκαμε στημένες πολλές σκηνές, καταυλισμό των Τσαγκατάι τής Ορδής τού Τιμούρ. Αυτοί οι άνθρωποι στάθμευαν εδώ μαζί με τα κοπάδια των προβάτων τους, αγέλες με καμήλες και αγέλες αλόγων, έχοντας μείνει πίσω από τον υπόλοιπο στρατό, για να προσφέρουν στα ζώα τους βοσκή στο πλούσιο χορτάρι. Έπρεπε επίσης να μετρηθούν όλα τα ζώα για φορολόγηση.18
Πώς μεταχειρίζονται οι Τάταροι τούς Πέρσες
Σε αυτό το μέρος συναντήσαμε κατά την άφιξή μας έναν άλλον ευγενή τής αυλής, σταλμένο να μάς συνοδεύσει με εντολή τού Τιμούρ. Έπρεπε να μάς αποδίδει τιμές με όλους τούς δυνατούς τρόπους και να φροντίζει να είμαστε καλά εφοδιασμένοι με τροφή και με άλογα για τη συνέχιση τού ταξιδιού. Έτσι λοιπόν, φτάνοντας στο τέλος κάθε σταδίου, βρίσκαμε πάντοτε ετοιμοπαράδοτες προμήθειες, καθώς και ζώα για να μάς μεταφέρουν γρήγορα στον δρόμο μας. Ο άρχοντας που μάς συναντούσε τώρα ονομαζόταν Μιραμπόζαρ19 και παρουσιαζόμενος μπροστά μας, ανακοίνωνε ότι ο Τιμούρ ο κύριός του τον έστελνε να μάς μεταβιβάσει τούς χαιρετισμούς τής υψηλότητάς του, προσθέτοντας ότι αυτός, ο Μιραμπόζαρ, ήταν εδώ έτοιμος να μάς συνοδεύσει στο ταξίδι και να ενεργεί ως οδηγός και σύντροφός μας, υπηρετώντας σε όλα τα αναγκαία ζητήματα. Ο μέχρι τώρα οδηγός μας20 απαλλασσόταν από εδώ και πέρα από την ευθύνη του και ο Μιραμπόζαρ έπαιρνε τη θέση του, όπως πρόσταζε ο Τιμούρ, αλλά αυτός και οι άνδρες του εξακολουθούσαν να μένουν μαζί μας, εφοδιαζόμενοι καθημερινά σε όλα τα στάδια με μερίδες τροφίμων για τούς ανθρώπους και τα άλογα, τόσο για τον εαυτό του όσο και για την ακολουθία του. Μάς πρόσεχαν με κάθε δυνατό τρόπο, συνεισφέροντας στην άνεσή μας. Αυτό είναι μάλιστα το έθιμο τής χώρας, δηλαδή ότι φτάνοντας στο τέλος κάθε σταδίου, σε πόλη ή κωμόπολη ή χωριό, έπρεπε αμέσως να υπάρξει πρόβλεψη για τρόφιμα για εμάς και για ολόκληρη τη συνοδεία μας. Έπρεπε να φέρουν φρούτα καθώς και κριθάρι για τα άλογα, και μάλιστα σε ποσότητα τρεις φορές περισσότερη απ’ όσο χρειαζόταν. Επίσης ο αρχηγός τού τόπου έπρεπε ακόμη να στείλει φρουρό για να παρακολουθεί μέρα και νύχτα εμάς, τα αγαθά μας και τα άλογά μας. Αν κάτι έλειπε, εκείνοι τής κωμόπολης ή τού οικισμού, όπου τύχαινε να έχουμε τότε σταματήσει, έπρεπε ν΄ αναπληρώσουν πλήρως την απώλεια. Όπου κι αν φτάναμε και οποιαδήποτε ώρα, αν εκείνοι τού οικισμού ή κωμόπολης δεν έφερναν αμέσως πολύ γρήγορα όλα εκείνα που απαιτούνταν, δέχονταν ανελέητα χτυπήματα και ξυλοδαρμούς, τούς οποίους υπέφεραν με τρόπο που μάς προκαλούσε κατάπληξη.
Αυτός που ήταν εκείνη τη στιγμή οδηγός μας, θα έστελνε επιτακτικά να φωνάξουν τούς αρχηγούς τής πόλης, χωριού ή οικισμού στον οποίο είχαμε φτάσει και αυτοί θα οδηγούνταν ενώπιον εκείνου τού άρχοντα που είχε την ευθύνη μας. Τα πρώτα λόγια που θα λέγονταν, θα συνοδεύονταν από πολύ γερό ξυλοδαρμό, που προσφερόταν τότε και εκεί, χωρίς καμία έλλειψη σφρίγους, πράγμα που ήταν εκπληκτικό να το βλέπεις. Ύστερα οι άνδρες θα ενημερώνονταν ότι ήταν ρητή εντολή τού Τιμούρ, όπως έπρεπε να γνωρίζουν καλά, ότι όλους τούς απεσταλμένους, κατά την άφιξή τους σε οποιοδήποτε μέρος, έπρεπε να τούς συναντούν και να τούς υποδέχονται με τιμή και να τούς εφοδιάζουν για κάθε πιθανή ανάγκη. Καθώς εμείς, οι Φράγκοι πρεσβευτές τούς οποίους έβλεπαν, είχαμε έρθει σε αυτούς και αυτοί, οι τοπικοί αρχηγοί, όπως φαινόταν, δεν μάς είχαν επιφυλάξει κατάλληλη υποδοχή, παραβιάζοντας έτσι τις γνωστές εντολές τού άρχοντα Τιμούρ, έπρεπε τώρα αυτοί, οι αρχηγοί κατ’ αρχάς, να υποστούν ξυλοδαρμό και στη συνέχεια οι κάτοικοι τού τόπου να πληρώσουν πολύ με τα αγαθά τους γι’ αυτή την αμέλεια, ώστε στο μέλλον να φροντίζουν να ετοιμάζονται για την άφιξη των πρεσβευτών και να κάνουν καλύτερες ρυθμίσεις για την υποδοχή τους. Έτσι, κατά την άφιξή μας σε οποιαδήποτε κωμόπολη ή χωριό, ο αρχηγός [των Τατάρων] τής συνοδείας μας ή εκείνοι που ήσαν υπεύθυνοι για εμάς θα έστελναν να φωνάξουν τον ρέις, όπως ονομάζουν αυτοί οι άνθρωποι τον αρχηγό τού τόπου, ενώ, για να τον χρησιμοποιήσει ως οδηγό, θα άρπαζε [ο Τάταρός μας] τον πρώτο άνθρωπο που εύρισκε στον δρόμο, κρατώντας τον αιχμάλωτο. Οι Πέρσες εδώ γύρω συνηθίζουν να φορούν στα κεφάλια τους ένα είδος τουρμπανιού, που το φτιάχνουν τυλίγοντας σε πτυχές μια μακριά λωρίδα υφάσματος.21 Αυτό θα το τραβήξει ένας [Τάταρος] ιππέας, ξετυλίγοντάς το θα το ρίξει γύρω από τον λαιμό τού ανθρώπου και κρατώντας τον έτσι θα τον δέσει στο άλογό του, ανεβάζοντας τον δύστυχο μέχρι τον αναβολέα. Στη συνέχεια, δίνοντας κλωτσιές και χτυπήματα, προχωρούν, αναγκάζοντας τον Πέρση χωρικό ν΄ αποκαλύψει το σπίτι εκείνου που είναι γνωστός ως ρέις.
Έτσι οι άνθρωποι εκείνου τού χωριού ή κωμόπολης, βλέποντας τι συμβαίνει, γνωρίζοντας ότι είναι [αυτοί οι Τάταροι] άνδρες τού στρατού τού Τιμούρ που ταξιδεύουν σε κυβερνητική αποστολή, τρέπονται αμέσως σε φυγή με πλήρη ταχύτητα, σαν να τούς κυνηγάει ο διάβολος. Οι έμποροι στα καταστήματα, που πωλούν τα αγαθά τους, σπεύδουν αμέσως να κλείσουν τα παραθυρόφυλλά τους, τρεπόμενοι σε φυγή όπως οι υπόλοιποι ή κρυπτόμενοι στα σπίτια τους. Καθώς φεύγουν, θα φωνάξουν ο ένας στον άλλο «Έλτσι» —που σημαίνει «οι Πρεσβευτές»— γιατί με την άφιξη των πρεσβευτών γνωρίζουν ότι έρχεται γι’ αυτούς μαύρη μέρα. Έτσι οι άνθρωποι φεύγουν τρέχοντας, σαν να τούς κυνηγάει ο διάβολος αυτοπροσώπως. Μάλιστα όταν αυτοί οι Τάταροι φτάνουν σε κάποιο μέρος, είναι σαν να έρχεται ο στρατός τού ίδιου τού Σατανά, με την οχλαγωγία και την αναταραχή τού ερχομού τους και με τις ανελέητες πράξεις που κάνουν. Όταν βρουν τον ρέις ή αρχηγό τού τόπου, μην φανταστείτε ότι μιλούν ευγενικά σε αυτόν. Όχι! Θα τον προσβάλουν και στη συνέχεια θα τού δώσουν ραβδισμούς και χτυπήματα με το ρόπαλο, κάνοντάς τον να τρέχει μπροστά τους και να φέρνει όλα όσα χρειάζονται οι πρεσβευτές. Στη συνέχεια βάζουν τον άθλιο αρχηγό να στέκεται μπροστά τους και να τούς υπηρετεί ταπεινά, χωρίς να τον αφήνουν να φύγει, μέχρι να πάρει την άδειά τους.
Πρέπει να καταλάβετε, ότι εμείς οι Ισπανοί πρεσβευτές, καθώς και οι πρεσβευτές τού σουλτάνου τής Αιγύπτου, ιππεύαμε μαζί από τότε που είχαμε φύγει από εκεί22 όπου μάς είχε φιλοξενήσει ο γαμπρός τού Τιμούρ.23 Συνεχώς λοιπόν, σε όλη τη διάρκεια τού ταξιδιού μας, αυτοί24 ενεργούσαν με τον τρόπο που περιγράφηκε, παρέχοντάς μας τις υπηρεσίες τους. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι πάντοτε συμπεριφέρονται έτσι, χωρίς κανένα σεβασμό ή οίκτο, όταν ταξιδεύουν διεκπεραιώνοντας υποθέσεις τής κυβέρνησης. Γιατί καυχώνται ότι εκτελώντας τις εντολές τού άρχοντά τους Τιμούρ, μπορούν να πιέζουν για την υπηρεσία του, ακόμη και να σκοτώνουν, όλους και οποιονδήποτε, γιατί κανείς δεν μπορεί να τούς αντιταχθεί. Καθένας πρέπει να σιωπά, οτιδήποτε κι αν τού κάνει αυτός, ο αγγελιοφόρος, ο οποίος εκτελεί το αίτημα τού άρχοντα Τιμούρ. Μπορεί να ζητήσει από τον ίδιο τον διοικητή τού στρατού να υπηρετήσει ή να εξασφαλίσει υπηρεσίες για λογαριασμό τού κυβερνητικού αγγελιοφόρου. Μάλιστα ήταν πάντοτε εντυπωσιακό να βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο σε όλη την ύπαιθρο ζούσαν όλοι με τον τρόμο αυτών των αγγελιοφόρων, που ήσαν οι κομιστές των εντολών τού Τιμούρ.
Στην παρούσα περίπτωση, όταν φτάσαμε στις σκηνές των Τσαγκατάι,25 ο οδηγός μας26 έβαλε αμέσως τούς ανθρώπους να μάς φέρουν μαγειρεμένο κρέας με ρύζι και ύστερα γάλα και ξινόγαλο, όπου όλα τα έβαλαν μπροστά μας προσθέτοντας πολλά πεπόνια, τα οποία σε αυτή τη χώρα είναι άφθονα και εξαιρετικής ποιότητας. Αυτοί οι Τσαγκατάι, των οποίων ήμασταν έτσι φιλοξενούμενοι, είναι νομάδες που ζουν σε σκηνές και παράγκες, γιατί πραγματικά δεν διαθέτουν άλλες πιο μόνιμες κατοικίες, ζώντας τόσο το καλοκαίρι όσο και τον χειμώνα στην ύπαιθρο. Το καλοκαίρι το περνούν στις πεδιάδες δίπλα στον ποταμό, όπου σπέρνουν τις καλλιέργειές τους από καλαμπόκι και βαμβάκι και απλώνουν τις κρεβάτες για τα πεπόνια. Κατά τη γνώμη μου τα πεπόνια τους είναι τα καλύτερα και μεγαλύτερα που μπορούν να βρεθούν σε ολόκληρο τον κόσμο. Καλλιεργούν επίσης κεχρί, ένα σιτηρό που αποτελεί το βασικό τους τρόφιμο και το οποίο τρώνε βρασμένο σε ξινόγαλα. Τη χειμερινή περίοδο αυτοί οι Τσαγκατάι μεταναστεύουν σε εδάφη όπου το κλίμα είναι αρκετά ζεστό. Μάλιστα με τον ίδιο τρόπο ολόκληρος ο στρατός τού Τιμούρ μετακινείται από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, ζώντας στην ύπαιθρο καλοκαίρι και χειμώνα. Όμως, επειδή δεν φοβούνται τον εχθρό, δεν χρειάζεται να μένουν μαζί για ασφάλεια. Ο άρχοντας Τιμούρ θα προχωρήσει με τη δική του προσωπική Ορδή χωριστά, συνοδευόμενος από τούς υπηρέτες του και τούς επικεφαλής ευγενείς και αυλικούς, με τις συζύγους και τις θηλυκές συγγενείς του, ενώ η υπόλοιπη Ορδή περνά αλλού. Έτσι περνούν όλοι τη ζωή τους. Γιατί αυτοί [οι Τάταροι] έχουν μεγάλα κοπάδια από καμήλες, άλογα και πρόβατα, καθώς και βοοειδή, αλλά λίγες μόνο αγελάδες.
Όταν ο Τιμούρ καλεί τον λαό του σε πόλεμο, όλοι συγκεντρώνονται και πορεύονται μαζί του, περικυκλωμένοι από τα κοπάδια και τις αγέλες τους, μεταφέροντας έτσι μαζί τους τα υπάρχοντά τους, παρέα με τις συζύγους και τα παιδιά τους. Αυτά τα τελευταία ακολουθούν τον στρατό, ενώ στις περιοχές όπου εισβάλλουν, τα κοπάδια τους, καμήλες, άλογα και πρόβατα, χρησιμεύουν για να τρέφεται η Ορδή. Πορευόμενος έτσι επικεφαλής τού λαού του, ο Τιμούρ έχει πετύχει μεγάλα κατορθώματα και έχει κερδίσει πολλές νίκες, γιατί [οι Τάταροι] είναι πολύ γενναίος λαός, άριστοι ιππείς, πολύ επιδέξιοι, βάλλοντας με το τόξο και υπερβολικά σκληροί. Στο στρατόπεδο, όταν έχουν άφθονα τρόφιμα, τρώνε μέχρι να χορτάσουν. Όταν δεν έχουν, τούς αρκεί γάλα και κρέας χωρίς ψημένο ψωμί, ενώ για μακρά περίοδο μπορούν να πορεύονται έτσι, με ή χωρίς στάση για την παρασκευή ψωμιού, ζώντας με τα προϊόντα [κρέας και γάλα] των κοπαδιών και των αγελών τους. Υποφέρουν το κρύο και τη ζέστη, την πείνα και τη δίψα, πιο υπομονετικά από οποιονδήποτε άλλο λαό σε ολόκληρο τον κόσμο. Όταν το φαγητό είναι άφθονο, το καταβροχθίζουν λυσσαλέα, αλλά όταν υπάρχει έλλειψη, τούς αρκεί ξινόγαλα μαλακωμένο με ζεστό νερό, ενώ δεν υπάρχει ποτέ έλλειψη για να τραφούν με αυτό. Το ξινόγαλα, το ειδικό φαγητό τους, το ετοιμάζουν με τον ακόλουθο τρόπο. Παίρνουν και ζεσταίνουν μεγάλο καζάνι γεμάτο νερό και πριν βράσει, έχουν ετοιμάσει γαβάθα, στην οποία έχουν τυρόπηγμα ξινού γάλακτος, που μοιάζει με τυρί, το οποίο έχουν επεξεργαστεί με κρύο νερό κάνοντάς το σαν ζύμη. Το ρίχνουν στο καζάνι που βράζει και όλη η μάζα γίνεται ξινή σαν ξίδι. Στη συνέχεια ζυμώνουν πολύ λεπτά φύλλα από αλεύρι, τα οποία ψήνουν και κόβουν σε μικρά κομμάτια και τα ρίχνουν στο καζάνι που βράζει. Μαγειρεύοντας για λίγο το βγάζουν από τη φωτιά και ολόκληρο το περιεχόμενο σερβίρεται σε κύπελλα. Αυτό το είδος σούπας, χωρίς άλλο ψωμί ή κρέας, το τρώνε και είναι ικανοποιημένοι. Ως επί το πλείστον αυτό είναι το καθημερινό τους φαγητό και τίποτε περισσότερο. Για τις φωτιές τού μαγειρέματος δεν χρησιμοποιούν ξύλα αλλά μόνο την αποξηραμένη κοπριά των κοπαδιών τους. Αυτή κάνει τη φωτιά για όλους τούς σκοπούς ψησίματος και βρασμού. Αυτός ο ζωμός τους, που μόλις περιγράφηκε, ονομάζεται ας (που στην περσική γλώσσα σημαίνει σούπα).
Το πρωί τής επομένης27 ξεκινήσαμε28 υπό τη συνοδεία εκείνου τού άρχοντα,29 τον οποίο είχε στείλει ο Τιμούρ για να μάς συναντήσει. Δεν σταματήσαμε εκείνη την ημέρα και τη νύχτα που ακολούθησε, ούτε και την επόμενη μέρα και δεν συναντήσαμε οικισμό ή χωριό, εκτός από ένα μεγάλο ακατοίκητο σπίτι,30 στο οποίο κοιμηθήκαμε την πρώτη νύχτα31 και όπου έδωσαν κριθάρι στα άλογα. Μάθαμε ότι από εδώ μέχρι τον επόμενο τόπο ανάπαυσης η απόσταση ήταν δώδεκα [μεγάλες] λεύγες. Έτσι, λίγες ώρες μετά το σούρουπο ξεκινήσαμε και πάλι. Μάς είχαν δώσει ξεκούραστα καλά άλογα για το ταξίδι μας.32 Ιππεύαμε όλη εκείνη τη νύχτα και η ζέστη, την οποία δεν μετρίαζε ο αέρας, ήταν πολύ καταπιεστική. Επίσης πουθενά στον δρόμο δεν βρήκαμε νερό. Όταν ήρθε το πρωί, που ήταν Δευτέρα, συνεχίζαμε ακόμη το ταξίδι μας και μέχρι την ένατη ώρα33 συνεχίζαμε, χωρίς να βρίσκουμε νερό, καλό ή κακό, για να πιούν οι άνθρωποι και τα άλογα. Είχαμε ιππεύσει τόσο σκληρά όλη εκείνη την προηγούμενη νύχτα και αυτή τη μέρα, που τα άλογα ήσαν τώρα εξουθενωμένα και δεν μπορούσαν καν να βαδίσουν. Επίσης, λόγω τής μεγάλης ζέστης τού ήλιου εκείνη τη μέρα στον δρόμο, πάνω στην άμμο, κόντευαν να χαθούν από τη δίψα. Και εμείς οι άνδρες κοντεύαμε να υποκύψουμε από αυτή την ίδια έλλειψη νερού, αν δεν είχαμε ένα νεαρό στην υπηρεσία τού δασκάλου τής Θεολογίας, που είχε καλύτερο άλογο από τούς υπόλοιπους και έσπευδε τώρα καλπάζοντας μπροστά μας. Τελικά ευτυχώς ανακάλυψε επιτέλους ένα ποταμάκι και βγάζοντας τη μπλούζα του, τη βύθισε στο νερό και επέστρεψε γρήγορα, φέρνοντας τη μπλούζα σε εμάς. Όσοι μπορούσαμε, σβήσαμε κάπως τη δίψα μας. Μάλιστα οι περισσότεροι από εμάς θα λιποθυμούσαμε από αυτή τη μεγάλη ζέστη και την έλλειψη νερού για να πιούμε, την οποία υποφέραμε ιππεύοντας καθένας προς τη δική του κατεύθυνση. Η συνοδεία μας δεν συμβάδιζε πια με εμάς και καθένας αγωνιζόταν όσο καλύτερα μπορούσε.
Η όαση τής Μερβ στον ποταμό Μουργάμπ
Τελικά, λίγο πριν δύσει ο ήλιος, φτάσαμε σε φαρδιά κοιλάδα, όπου ήσαν στημένες πολλές σκηνές των ανθρώπων τής φυλής Τσαγκατάι, ενώ πέρα μακριά είδαμε τον μεγάλο ποταμό που είναι γνωστός ως Μουργάμπ.34 Αυτό το στάδιο που ολοκληρώθηκε σε μια νύχτα και δύο μέρες, είχε μήκος τουλάχιστον είκοσι λεύγες από εκείνες τής Καστίλλης35 και εδώ επιτέλους θα ξεκουραζόμασταν και θα περνούσαμε τη νύχτα. Το επόμενο πρωί, που ήταν Τρίτη, ανεβήκαμε πάλι στα άλογα, αλλά ιππεύσαμε για δύο μόνο περίπου λεύγες, φτάνοντας σε μεγάλο κτίριο σαν δικό μας ξενώνα, που εδώ ονομάζεται καραβανσεράι.36 Το βρήκαμε να καταλαμβάνεται από τούς Τσαγκατάι που είναι υπεύθυνοι για τα κυβερνητικά άλογα σταθμών αλλαγής. Δειπνήσαμε και ξεκουραστήκαμε εκείνο το απόγευμα. Την ώρα τού εσπερινού ιππεύσαμε και πάλι. Μάς είχαν διατεθεί ξεκούραστα άλογα από τούς στάβλους αυτού τού σταθμού αλλαγής και δύο ώρες αφ’ ότου είχε νυχτώσει φτάσαμε στις μεγάλες πεδιάδες, όπου βρήκαμε σταθμευμένο το βασικό στρατόπεδο των Τσαγκατάι τής Ορδής. Εδώ, στις σκηνές τους, κοιμηθήκαμε εκείνη τη νύχτα. Την επόμενη μέρα, που ήταν Πέμπτη, ξεκινήσαμε πάλι και ξεκουραστήκαμε το απόγευμα σε ένα χωριό, αλλά εκείνη τη νύχτα την περάσαμε σε κατασκήνωση στην ύπαιθρο, δίπλα στον ποταμό Μουργάμπ.37 Την Παρασκευή, την επόμενη μέρα, το απόγευμα ξεκουραστήκαμε στις σκηνές κάποιων Τσαγκατάι που στάθμευαν εδώ, ενώ αργότερα το βράδυ ξεκινήσαμε και πάλι, έχοντας εφοδιαστεί με ξεκούραστα άλογα από τον κυβερνητικό σταθμό αλλαγής, ενώ και εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε κατασκηνώνοντας στην ύπαιθρο.
Το Σάββατο, στις 9 Αυγούστου, σταματήσαμε να δειπνήσουμε σε μέρος που ονομαζόταν Σαλουγκάρ Σουχάσσα.38 Ήταν ιδιοκτησία κάποιου εξέχοντος κασσίς39 ο οποίος, όπως θα λέγαμε, ήταν σαν [μουσουλμάνος] επίσκοπος μεταξύ των Τατάρων. Ο οικισμός βρισκόταν σε κοιλάδα, δίπλα στην όχθη τού ποταμού [Μουργάμπ], ενώ ολόκληρη η γύρω πεδιάδα αρδευόταν πλήρως από υδάτινα ρεύματα. Η χώρα εδώ ήταν καλά κατοικούμενη, η κοιλάδα ήταν γεμάτη από οπωρώνες με πολλούς ωραίους αμπελώνες.40 Εκείνος ο [μουσουλμάνος] ιερέας που είχε την ιδιοκτησία αυτή είχε πεθάνει πρόσφατα και είχε αφήσει δύο νεαρούς γιους. Σε αυτούς τούς νέους, ο Τιμούρ, που είχε περάσει από τον τόπο αυτό πριν από δέκα περίπου μέρες, είχε παραχωρήσει ευγενικά την προστασία του, αλλά τούς είχε μεταφέρει στη Σαμαρκάνδη με τον συρμό του, όπου θα ανατρέφονταν στην αυλή. Ο πατέρας τους, ο [μουσουλμάνος] ιερέας, ήταν άνδρας ευγενικής καταγωγής, ενώ τωρινός ιδιοκτήτης τού οικισμού ήταν η χήρα του, η μητέρα αυτών των νέων. Μάς υποδέχθηκε πολύ τιμητικά, ερχόμενη επίσης να μάς επισκεφτεί και παραγγέλλοντας τις απαραίτητες προμήθειες τροφίμων με κάθε είδους ανέσεις για την ανάγκη μας. Αυτή η κυρία ήρθε επίσης να δειπνήσει με την παρέα μας. Αργότερα εκείνο το βράδυ αναχωρήσαμε, έχοντας εφοδιαστεί με άριστα άλογα. Ιππεύοντας όλη τη νύχτα, φτάσαμε την επόμενη μέρα, που ήταν Κυριακή, σε κάποιες σκηνές των Τσαγκατάι, όπου δειπνήσαμε και ξεκουραστήκαμε εκείνο το απόγευμα και κοιμηθήκαμε τη νύχτα που ακολούθησε. Το πρωί τής Δευτέρας ξεκινήσαμε πάλι με την αυγή ταξιδεύοντας όλη την ημέρα και περάσαμε εκείνη τη νύχτα έξω, στην έρημο.
Σε όλα αυτά τα μέρη, όταν φτάναμε σε σκηνές [αυτών των Τατάρων], μάς πρόσφεραν παντού τροφή και όλα τα απαραίτητα. Αυτό γινόταν ακόμη και όταν οι άνθρωποι στους οποίους φτάναμε ήσαν η Ορδή τού στρατού τού Τιμούρ, γιατί και αυτοί ήσαν υποχρεωμένοι να μάς προσφέρουν από το απόθεμά τους όλα όσα χρειαζόμασταν. Οι άνδρες τους έπρεπε να μάς υπηρετούν ως φρουροί μέρα ή νύχτα, όντας υπεύθυνοι για τα αγαθά και τα άλογά μας. Μάλιστα για τη δική μας ευκολία συχνά τούς βγάζαμε από τις σκηνές τους, η διαμονή στις οποίες ήταν πολύ άνετη. Όταν το ταξίδι τής επόμενης ημέρας διέσχιζε έκταση ερήμου, θα παίρναμε από αυτούς προμήθειες φαγητού για εμάς και κριθαριού για τα άλογά μας, καθώς και νερό, όπου όλα μάς τα έδιναν δωρεάν, αν και το ζήτημα μπορεί ν΄ αποτελούσε γι’ αυτούς πολύ βαριά χρέωση.
Στις 12 Αυγούστου, που ήταν Τρίτη, φτάσαμε για γεύμα και το απόγευμα ξεκουραστήκαμε σε μεγάλο καραβανσεράι που βρισκόταν στην πεδιάδα, όπου σταθμεύουν [Τάταροι] φρουροί για να φροντίζουν τα κυβερνητικά άλογα τού σταθμού αλλαγής.41 Αργότερα εκείνο το βράδυ, την ώρα τού εσπερινού, ιππεύσαμε ξανά και φτάσαμε σε λίγο στον τόπο όπου θα διανυκτερεύαμε, σε πόλη γνωστή ως Αντχούι.42 Ήταν ο τόπος τού ευγενούς που είχε στείλει ο Τιμούρ για να είναι συνοδός μας.43 Η Αντχούι βρίσκεται πέρα από τα σύνορα τής Περσίας, όντας μέσα στη χώρα των Τατζίκ.44 Εδώ η ομιλούμενη γλώσσα διαφέρει κάπως από την κοινή περσική, αν και πολλές από τις χρησιμοποιούμενες λέξεις είναι ίδιες με εκείνες που συνηθίζονται σε αυτή τη γλώσσα. Στην Αντχούι μάς υποδέχθηκαν με μεγάλη τιμή και μείναμε εδώ από την Τρίτη, την ημέρα τής άφιξής μας, μέχρι την Πέμπτη 14 Αυγούστου. Στο μεταξύ μάς φιλοξένησαν πολυτελώς και έβαζαν άφθονο μπροστά μας το κρασί, πολύ από το οποίο παράγεται εδώ. Επίσης δώρισαν σε καθέναν από εμάς χρυσοκέντητο μεταξωτό ένδυμα, καθώς και άλογο. Η πόλη Αντχούι βρίσκεται σε πεδιάδα και για δύο λεύγες γύρω της φαίνονται οπωρώνες και αμπελώνες με πολλούς οικισμούς, γιατί όλη αυτή η γη είναι πλήρως αρδευόμενη από νεροσυρμές.
Οι Τσαγκατάι
Το βράδυ τής προαναφερθείσας Πέμπτης φύγαμε από την Αντχούι και προχωρήσαμε για να κοιμηθούμε σε κάποιες σκηνές των Τσαγκατάι που ήσαν στημένες σε πεδιάδα και στα όρια ενός ρέματος. Αυτή η συγκεκριμένη φυλή των Τσαγκατάι είναι πολύ προνομιούχος λαός, απολαμβάνοντας την ιδιαίτερη εύνοια τού Τιμούρ. Επιτρέπεται να εκτρέφουν τα κοπάδια τους οπουδήποτε επιθυμούν. Μπορούν ν΄ αναζητούν βοσκοτόπους και να σπέρνουν τις καλλιέργειές τους σε όλες τις περιοχές, περιπλανώμενοι καλοκαίρι και χειμώνα χωρίς παρεμπόδιση. Οι άνθρωποι τής φυλής είναι απαλλαγμένοι από κάθε βάρος και δεν πληρώνουν κυβερνητικούς φόρους, αλλά υπηρετούν τον Τιμούρ συνεχώς στα στρατεύματά του, αγωνιζόμενοι προσωπικά γι’ αυτόν και λειτουργώντας ως φρουρά του. Πρέπει επίσης να γίνει αντιληπτό, ότι αυτοί οι Τσαγκατάι, όταν πορεύονται με τον στρατό, δεν χωρίζουν από τις γυναίκες και τα παιδιά τους ή από τα κοπάδια και τις αγέλες τους. Οι οικογένειές τους και τα ζώα τους πορεύονται μαζί τους καθώς πηγαίνουν στον πόλεμο, μεταναστεύοντας από το ένα μέρος στο άλλο. Όταν λοιπόν βρίσκονται έτσι στον δρόμο, οι γυναίκες που έχουν μικρά παιδιά τα μεταφέρουν σε μικρά λίκνα, τα οποία, καθώς η γυναίκα ιππεύει πάνω σε άλογο, τα βάζει μπροστά, στο τόξο τής σέλας. Τέτοια λίκνα υποστηρίζονται κατάλληλα από φαρδιά λουριά που περνούν γύρω από το σώμα, και έτσι μεταφέρονται τα παιδιά. Μάλιστα οι γυναίκες μοιάζουν να ιππεύουν τόσο άνετα και ελαφρά, φορτωμένες έτσι με τούς απογόνους τους, σαν να ήσαν ελεύθερες από αυτούς. Οι φτωχότεροι πρέπει να φορτώνουν τις οικογένειές τους, μαζί με τις σκηνές τους, στις καμήλες τους, αλλά τότε τα παιδιά περνούν χειρότερα από εκείνα που ταξιδεύουν με τις μητέρες τους πάνω στα άλογα, επειδή η καμήλα βαδίζει με πολύ πιο σκληρό βήμα από το άλογο.
Συναντούσαμε τώρα αυτούς τούς νομάδες σε όλες τις κατευθύνσεις, καθώς περιπλανιούνταν αναζητώντας βοσκοτόπους. Τούς περνούσαμε καθώς προχωρούσαμε, γιατί ο αριθμός αυτών των Τσαγκατάι είναι εξαιρετικά μεγάλος. Μάς φαίνονταν να βρίσκονται παντού καθώς περνούσαμε δίπλα τους, εδώ κι εκεί και στο βάθος. Κάθε δεύτερη λεύγα φτάναμε σε άλλους, ενώ συχνά όλη τη μέρα ιππεύαμε μέσα από τα στρατόπεδά τους. Στην πραγματικότητα δεν ήμασταν ποτέ απαλλαγμένοι από αυτούς, οι οποίοι σε μεγάλους αριθμούς κατασκήνωναν επίσης γύρω από τις πόλεις, σε κάθε τόπο όπου θα εύρισκαν νερό και βοσκοτόπους. Όλοι αυτοί οι περιπλανώμενοι Τσαγκατάι μάς φαίνονταν με πρόσωπα τόσο καμένα από τον ήλιο, που λόγω τής ασχήμιας τους έμοιαζαν να έχουν βγει κατ’ ευθείαν από την ίδια την κόλαση, ενώ, ως προς τον αριθμό τους, όπως ήδη είπαμε, μάς φαίνονταν ότι ήσαν άπειροι. Η ύπαιθρος σε αυτά τα μέρη είναι πεδιάδα και το κλίμα είναι πολύ ζεστό. Γι’ αυτό εκείνοι τής Ορδής τού Τιμούρ, καθώς και τα στρατεύματα που πηγαίνουν μαζί του στην πορεία, ταξιδεύουν νύχτα κατά το μεγαλύτερο μέρος. Την ημέρα αναπαύονται σε κάποιο σημείο όπου θα βρουν νερό και βοσκή, ενώ στη συνέχεια θα ταξιδέψουν ξανά, ακολουθώντας στενά τα βήματα τού Τιμούρ.
Στην περίπτωση που προαναφέρθηκε, είχαμε φτάσει εκείνο το απόγευμα να σταματήσουμε για ανάπαυση στις σκηνές κάποιων από αυτούς τούς Τσαγκατάι, ενώ όταν έπεσε η νύχτα ανεβήκαμε και πάλι στα άλογα και συνεχίσαμε. Την επόμενη μέρα, που ήταν Παρασκευή, φτάσαμε κατά το μεσημέρι σε χωριό όπου γευματίσαμε και ξεκουραστήκαμε, ενώ εκείνη τη νύχτα βρεθήκαμε σε μεγάλη πόλη, τής οποίας έχω ξεχάσει να σημειώσω το όνομα.45 Παλαιότερα υπήρξε διάσημη περιτειχισμένη πόλη τεράστιας έκτασης, αλλά τώρα το τείχος είχε ερειπωθεί και πολλά από τα σπίτια μέσα από αυτό ήσαν ακατοίκητα, αν και παρατηρήσαμε ότι υπήρχαν πολλά ωραία κτίρια και τζαμιά, που στέκονταν ακόμη όρθια.46 Κοιμηθήκαμε εδώ εκείνη τη νύχτα τής Παρασκευής τής άφιξής μας, ενώ την επόμενη μέρα, το Σάββατο, αφού μάς έκαναν δώρο χρυσοκέντητα μεταξωτά ενδύματα, ανεβήκαμε και πάλι στα άλογα και αναχωρήσαμε, φτάνοντας το ίδιο εκείνο βράδυ σε κάποιες σκηνές των Τσαγκατάι, όπου κοιμηθήκαμε. Την Κυριακή το πρωί μάς εφοδίασαν με άριστα άλογα για τον δρόμο. Εκείνο το μεσημέρι ξεκινήσαμε και πάλι, αλλά όλη εκείνη τη μέρα ο άνεμος φυσούσε τόσο βίαια, που συχνά πέφταμε από τα άλογα. Η πνοή τού ανέμου ήταν τόσο καυτή, που φαινόταν σαν φωτιά. Ο δρόμος περνούσε από αμμώδη έρημο και αυτός ο καυτός άνεμος φυσούσε την άμμο πάνω μας, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να τυφλωνόμαστε από αυτήν και στο τέλος ν΄ αρχίσουμε να χάνουμε τον δρόμο μας. Κάποιες φορές καταλαβαίναμε ότι είχαμε απομακρυνθεί από τον δρόμο και τελικά ο άρχοντας ο οποίος μάς συνόδευε,47 αναγκάστηκε να στείλει κάποιον στο στρατόπεδο των Τσαγκατάι, για να έρθει και να μάς οδηγήσει ένας από εκείνους τούς ανθρώπους. Ύστερα, με το έλεος τού Θεού, φτάσαμε επιτέλους σε μεγάλο χωριό που ονομαζόταν Αλιαμπάντ,48 όπου ξεκουραστήκαμε το απόγευμα περιμένοντας να πέσει ο άνεμος. Τότε, όταν νύχτωνε, φτάσαμε σε άλλο χωριό που ονομαζόταν Ους,49 όπου δόθηκε κριθάρι στα άλογά μας.
Το Μπαλχ και ο Ώξος
Την ίδια νύχτα ανεβήκαμε ξανά στα άλογα και ιππεύσαμε, περνώντας από πολλά μικρά χωριά περιστοιχιζόσμενα από τούς οπωρώνες τους, ενώ το πρωί τής Δευτέρας, που ήταν 18 Αυγούστου, φτάσαμε στην πόλη τού Μπαλχ.50 Η πόλη αυτή είναι πολύ μεγάλη και περιβάλλεται από ευρύ χωμάτινο πρόχωμα, που στο πάνω μέρος του έχει πλάτος τριάντα βήματα. Ο τοίχος αντιστήριξης που πλαισιώνει αυτό το οχύρωμα είναι τώρα ρηγματωμένος σε πολλά μέρη, αλλά μέσα από αυτόν η ίδια η πόλη περιβάλλεται από δύο τείχη, το ένα μέσα στο άλλο, και αυτά προστατεύουν τον οικισμό. Η περιοχή μεταξύ τού εξωτερικού χωμάτινου οχυρώματος και τού πρώτου εσωτερικού τείχους δεν καταλαμβάνεται από σπίτια και κανείς δεν μένει εδώ. Το έδαφος είναι χωρισμένο σε χωράφια, όπου καλλιεργείται βαμβάκι. Στον χώρο μεταξύ τού δεύτερου και τού εσωτερικού τείχους υπάρχουν σπίτια, αλλά ούτε αυτό το τμήμα είναι πολύ γεμάτο. Όμως ο εσωτερικός κύκλος τής πόλης είναι πυκνοκατοικημένος και σε αντίθεση με άλλες πόλεις στις οποίες είχαμε βρεθεί σε αυτά τα μέρη και οι οποίες είναι ανοιχτές, τα δύο εσωτερικά τείχη τού Μπαλχ είναι εξαιρετικά ισχυρά και μέχρι τώρα καλά διατηρημένα. Μάς φέρθηκαν με μεγάλη τιμή στο Μπαλχ, παρέχοντάς μας άφθονες προμήθειες και εξαιρετικό κρασί. Μάς έδωσαν επίσης ένα άλογο και ένα χρυσοκέντητο μεταξωτό ένδυμα.
Φύγαμε από το Μπαλχ την Τρίτη, κατευθυνόμενοι στο νυχτερινό μας κατάλυμα σε ένα χωριό στον δρόμο. Την Τετάρτη γευματίσαμε και στη συνέχεια ξεκουραστήκαμε σε άλλη κωμόπολη51 και εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε έξω. Την Πέμπτη 21 Αυγούστου είχαμε φτάσει στην όχθη τού μεγάλου ποταμού που ονομάζεται Αμπ-ι-Άμου52 και είναι ένα από τα ρεύματα που κυλάνε, όπως λένε, από τον Παράδεισο.53 Εδώ έχει πλάτος μία λεύγα και το ρεύμα είναι εξαιρετικά ισχυρό. Ο ποταμός διασχίζει μεγάλη πεδιάδα και τα νερά του είναι λασπώδη. Κατά τη χειμερινή περίοδο η στάθμη του είναι πολύ χαμηλή, γιατί τότε το ρεύμα πάνω στα βουνά είναι παγωμένο και τα χιόνια, όπως πέφτουν, παραμένουν άλιωτα. Αλλά όταν έρχεται ο μήνας Απρίλιος, το ρεύμα αρχίζει ν΄ αυξάνεται και για τούς επόμενους τέσσερις μήνες το ποτάμι συνεχίζει να φουσκώνει, ενώ μετά από αυτή την περίοδο η στάθμη τού νερού επιστρέφει εκεί που ήταν και πριν. Αυτό το φούσκωμα οφείλεται στο λιώσιμο τού χιονιού στα βουνά κατά τη θερινή περίοδο. Κατά τη διάρκεια τού περασμένου καλοκαιριού, όπως μάς είπαν, ο ποταμός είχε φουσκώσει τόσο πολύ, ξεπερνώντας τη συνηθισμένη ψηλή στάθμη του, που ένα χωριό που βρισκόταν δύο τρίτα τής λεύγας54 μακριά από τη συνήθη όχθη του παρασύρθηκε από τα νερά του, που μπήκαν μέσα στα σπίτια, με αποτέλεσμα αυτά να καταρρεύσουν, προκαλώντας πολλές ζημιές. Ο Αμπ-ι-Άμου πηγάζει στην ορεινή περιοχή τής Ελάσσονος Ινδίας,55 κυλά προς τα κάτω μέσα από τις πεδιάδες τής Σαμαρκάνδης και τελικά εισέρχεται στα εδάφη των Τατάρων, απ’ όπου χύνει τα νερά του στην Κασπία Θάλασσα.56 Έτσι κατά την πορεία του αποτελεί το όριο μεταξύ τής επαρχίας τής Σαμαρκάνδης και εκείνης τού Χορασάν.
<-Κεφάλαιο 9: Από τη Σουλτανίγια στη Νισαπούρ | Κεφάλαιο 11: Από τον Ώξο στη Σαμαρκάνδη-> |