Κεφάλαιο 09

<-Κεφάλαιο 8: Από τη Χόϋ στη Σουλτανίγια Κεφάλαιο 10: Από τη Νισαπούρ στον Ώξο->

Κεφάλαιο 9: Από τη Σουλτανίγια στη Νισαπούρ

Image

Χάρτης 12: Από τη Σουλτανίγια στη Νισαπούρ

Από την Σουλτανίγια στην Τεχεράνη. Μπαμπά Σεΐχ

Την Κυριακή 29 Ιουνίου αναχωρήσαμε αφήνοντας την πόλη Σουλτανίγια, όπου είχαμε μείνει τρεις ημέρες. Τώρα μάς είχαν διαθέσει άριστα άλογα από τούς κρατικούς στάβλους και εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε σε χωριό που ονομαζόταν Σαΐν Καλέ.1 Ξεκινώντας το επόμενο πρωί, φτάσαμε το μεσημέρι σε μεγάλο χωριό γνωστό ως Αμπχάρ,2 ενώ το ίδιο βράδυ φτάσαμε στο χωριό Ζιααμπάντ,3 όπου κοιμηθήκαμε. Ήταν μεγάλο μέρος, περιβαλλόμενο από πολλούς καλά αρδευόμενους οπωρώνες. Την επόμενη μέρα, την Τετάρτη, φτάσαμε σε κάστρο που είχε πρόσφατα αφεθεί σε ερείπια και ήταν ακατοίκητο. Μάς αφηγήθηκαν ότι ο Τιμούρ με τον στρατό του είχε περάσει από αυτόν τον τόπο, ίσως ένα περίπου μήνα πριν από τη δική μας άφιξη. Επειδή δεν είχε καταφέρει να βρει εκεί την ποσότητα των σιτηρών που χρειαζόταν, ούτε άχυρα ή ακόμη και σανό για να τραφούν τα γελάδια και τα άλογα τού στρατού του, είχε επιτρέψει στους άνδρες του ν΄ αναπληρώσουν την έλλειψη παίρνοντας από τις καλλιέργειες στα χωράφια, οι οποίες τότε είχαν πια ωριμάσει. Ύστερα από το οποίο εκείνοι που ακολουθούσαν τον στρατό, μόλις πέρασε ο Τιμούρ, έσπευσαν αμέσως να ληστέψουν και να λεηλατήσουν ό,τι είχε απομείνει στον τόπο, ο οποίος για τον λόγο αυτόν είχε εγκαταλειφθεί από τούς κατοίκους του. Βρίσκαμε όμως τώρα εδώ στρατοπεδευμένη μια ομάδα ανδρών, που είχε την ευθύνη περισσότερων από εκατό αλόγων, από εκείνα τα οποία, όπως εξηγήθηκε ήδη, χρησιμοποιούνται για την κυβερνητική υπηρεσία. Ταξιδεύοντας από τη Σουλτανίγια προς αυτό το μέρος είχαμε ήδη περάσει από δύο σταθμούς, όπου δεν υπήρχαν κυβερνητικά άλογα έτοιμα για εμάς ή προμηθεύσιμα για τη συνέχιση τού ταξιδιού μας. Όμως εκείνη την Πέμπτη 3 Ιουλίου διέθεσαν αμέσως καλά άλογα για δική μας χρήση και ξεκινήσαμε από το κάστρο που προαναφέρθηκε φτάνοντας κατά το μεσημέρι στην πόλη που ονομάζεται Σαρακάν,4 όπου μάς δόθηκαν εξαιρετικά καταλύματα και όσο φαγητό χρειαζόμασταν.

Ενώ αναπαυόμασταν εδώ, μάς έφεραν μήνυμα από κάποιον ευγενή, το όνομα τού οποίου ήταν Μπαμπά Σεΐχ.5 Σύμφωνα με το μήνυμα ο μεγάλος Τιμούρ, ο κύριός του, τού είχε δώσει εντολή να μάς ψυχαγωγήσει εμάς τούς πρεσβευτές όταν περνούσαμε, με την αρμόζουσα και τιμητική φιλοξενία. Ο ίδιος λοιπόν μάς έστελνε τώρα πρόσκληση, να πάμε αμέσως και να τον επισκεφτούμε στην πόλη όπου ζούσε. Προς το παρόν όμως καθυστερούσαμε και παραμέναμε για ξεκούραση σε αυτή την πόλη τού Σαρακάν, όπου μείναμε εκείνη την Πέμπτη και Παρασκευή μέχρι το Σάββατο, την ημέρα δηλαδή που μάς εφοδίασαν με ξεκούραστα άλογα από τούς κυβερνητικούς στάβλους. Φεύγοντας το ηλιοβασίλεμα, ταξιδέψαμε τη νύχτα και το επόμενο πρωί, φτάνοντας το μεσημέρι τής Κυριακής 6 Ιουλίου σε πόλη που ονομάζεται Τεχεράνη,6 όπου βρήκαμε τον άρχοντα Μπαμπά Σεΐχ να περιμένει την άφιξή μας. Μάλιστα είχε προχωρήσει έξω από την πόλη για να μάς συναντήσει και τώρα μάς οδηγούσε στην πόλη, όπου μάς εγκατέστησαν στον ξενώνα, στον οποίο έμενε συνήθως ο ίδιος ο Τιμούρ όταν ερχόταν σε αυτά τα μέρη και ήταν το ωραιότερο σπίτι σε ολόκληρη την πόλη. Την επομένη, που ήταν Δευτέρα, ο Μπαμπά Σεΐχ έστειλε ανθρώπους νωρίς προσκαλώντας να πάμε σε αυτόν. Καθώς φτάναμε κοντά στο σπίτι του, βγήκε ο ίδιος και μάς οδήγησε στην είσοδο, μάς τοποθέτησε σε βάθρο και πήρε θέση δίπλα μας. Ύστερα έστειλε αγγελιοφόρους να καλέσουν εκείνους τούς πρεσβευτές τού σουλτάνου τού Καΐρου που ταξίδευαν μαζί μας προς τα εκεί, λέγοντας ότι και αυτοί έπρεπε να έρθουν και να τον επισκεφθούν, αφού τούς είχαν ανατεθεί με την πρεσβεία από την Αίγυπτο δώρα για τον Τιμούρ που έφερναν για παρουσίαση. Μεγάλη γιορτή ετοιμάστηκε στη συνέχεια για την ψυχαγωγία μας και μεταξύ των άλλων φαγητών υπήρχε κι ένα άλογο, ψημένο ολόκληρο, μαζί με το κεφάλι του. Μόλις είχαμε συμμετάσχει στη φιλοξενία του, ο Μπαμπά Σεΐχ μάς πληροφόρησε ότι την επόμενη μέρα θα συνεχίζαμε το ταξίδι από την Τεχεράνη προς συγκεκριμένο μέρος, όπου ήταν στρατοπεδευμένος ένας μεγάλος Μίρζα, γαμπρός τού Τιμούρ και στον οποίο, με εντολές τού Τιμούρ, έπρεπε να υποβάλουμε τα σέβη μας. Ύστερα, καθώς ετοιμαζόμασταν να πάρουμε από αυτόν άδεια αναχώρησης, ο Μπαμπά Σεΐχ διέταξε να ντύσουν εμένα, τον Ρούι Γκονζάλες, με χρυσοκέντητο μεταξωτό ρούχο και καπέλο, λέγοντας ότι έπρεπε να δεχτώ αυτά τα δώρα, ως ένδειξη τής εκτίμησης που έτρεφε ο κύριός του ο Τιμούρ για τον βασιλιά, τον κύριό μας.

Τα ερείπια τού Ράϋ

Η πόλη τής Τεχεράνης είναι πολύ μεγάλο μέρος. Δεν περιβάλλεται από τείχος πόλης και είναι ευχάριστος τόπος διαμονής, όντας εφοδιασμένη με κάθε ευκολία. Λένε όμως ότι το κλίμα δεν είναι υγιεινό, ενώ η ζέστη εδώ είναι πολύ μεγάλη το καλοκαίρι. Η επικράτεια επί τής οποίας βρίσκεται είναι γνωστή με το όνομα Ράϋ και αποτελεί πολύ εκτεταμένη περιοχή και πολύ παραγωγική. Ανήκει στη δικαιοδοσία εκείνου τού γαμπρού τού Τιμούρ που αναφέρθηκε πιο πάνω, τον οποίο επρόκειτο να επισκεφτούμε. Το ταξίδι μας από τη Σουλτανίγια προς την Τεχεράνη είχε διασχίσει πεδιάδες, που ήσαν παντού γεμάτες ανθρώπους, ενώ το κλίμα εδώ είναι ευχάριστα ζεστό. Την Τρίτη, όταν έπεσε η νύχτα, φύγαμε από την Τεχεράνη και αφού ταξιδέψαμε για δύο περίπου λεύγες, είδαμε στα δεξιά μας τα κτίρια μεγάλης πόλης εντελώς εγκαταλειμμένης και ερειπωμένης. Όμως πολλοί από τούς πύργους της εξακολουθούσαν να στέκονται, ενώ παρατηρήσαμε και τα ερείπια ορισμένων από τα τζαμιά της. Αυτή ήταν η πόλη τής Ράϋ,7 η οποία στο παρελθόν ήταν η μεγαλύτερη πόλη σε όλα αυτά τα μέρη, αλλά τώρα ήταν εντελώς ακατοίκητη. Την Τετάρτη, που ακολούθησε, φτάσαμε σε χωριό στα βουνά που ονομάζεται Λάναζα,8 γιατί ο δρόμος μας είχε αφήσει τώρα τις πεδιάδες και ταξιδεύαμε διασχίζοντας λόφους για να φτάσουμε στον τόπο όπου ήταν στρατοπεδευμένος αυτός ο πρίγκιπας, ο γιος τού Τιμούρ. Φύγαμε από τη Λάναζα το απόγευμα και εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε στην ύπαιθρο.

Η Ορδή τού γαμπρού τού Τιμούρ

Την Πέμπτη 10 Ιουλίου, την ώρα τής μεσημβρινής λειτουργίας, συναντήσαμε ομάδα ιππέων, που μάς είπαν ότι ο κύριός τους ο πρίγκιπας βρισκόταν τώρα κοντά, στρατοπεδευμένος με την Ορδή του9 και ήθελε να σταματήσουμε εμείς για να περιμένουμε την άφιξη τού συναδέλφου μας, τού πρεσβευτή τού σουλτάνου τής Αιγύπτου, ώστε να μπορέσουμε όλοι μαζί να προωθηθούμε ενώπιόν του. Σταματήσαμε λοιπόν για κάποιο διάστημα και μόλις ενώθηκαν μαζί μας οι άνθρωποι από το Κάιρο, συνεχίσαμε σε δυο αποσπάσματα, ιππεύοντας μέχρι το σημείο όπου ήταν στρατοπεδευμένη η Ορδή. Αφού αφιππεύσαμε όλοι εδώ, έστησαν αμέσως μια σκηνή για να περιμένουμε, μέχρι να ετοιμαστεί ο πρίγκιπας να μάς δεχτεί. Σε λιγότερο από μία ώρα έστειλε να μάς φωνάξουν να πάμε σε αυτόν. Τον βρήκαμε καθισμένο κάτω από περίπτερο, στημένο έξω από το στρατόπεδό του. Ζήτησε να καθίσουμε όλοι μπροστά του και φερόμενος πολύ ευγενικά προς εμάς, διέταξε να σερβιριστεί φαγητό. Αφού γευματίσαμε, μάς έδωσε την άδεια ν΄ αναχωρήσουμε για να πάμε στην κατασκήνωσή μας, λέγοντας ότι την επόμενη μέρα θα επιστρέφαμε για να γιορτάσουμε μαζί του. Δεν είχαμε ακόμη φτάσει στις σκηνές μας και μάς έστειλαν αμέσως μεγάλη ποσότητα τροφίμων, όπως ψωμί και αλεύρι μαζί με πολλά ζωντανά πρόβατα για σφαγή. Την επόμενη μέρα πήγαμε να γιορτάσουμε με τον πρίγκιπα. Μεγάλη ήταν η αφθονία των μαγειρεμένων κρεατικών, που είχαν ετοιμαστεί με τον δικό τους τρόπο και το έθιμό τους, δηλαδή ψητό κρέας αλόγου και βραστός πατσάς τού ίδιου. Σε αυτή τη γιορτή ήταν παρούσα μεγάλη παρέα. Αφού φάγαμε όλοι, ο πρίγκιπας μάς έδινε να καταλάβουμε ότι έπρεπε, με την εκφρασμένη επιθυμία τού Τιμούρ, να δείξουμε τώρα σε αυτόν, τον πρίγκιπα, τα δώρα τα οποία προσκομίζαμε προς τον άρχοντα Τιμούρ. Μάς ενημέρωσαν επίσης ότι θα έπαιρναν τώρα τα εν λόγω δώρα από εμάς και θα τα προωθούσαν με αποστολή στην υψηλότητά του. Συναινέσαμε λοιπόν και μόλις ο πρίγκιπας είδε τα δώρα μας, διέταξε μερικούς από τούς άνδρες του με συνοδεία καμηλών ν΄ αναλάβουν αμέσως την ευθύνη των δώρων και να τα οδηγήσουν χωρίς καθυστέρηση σε εκείνη την κατασκήνωση ανάπαυσης, στην οποία θα έφτανε τώρα ο Τιμούρ.10

Ο πρίγκιπας έδινε τώρα εντολές, να διατεθούν άλογα από τον κρατικό στάβλο για τη συνέχιση τού ταξιδιού μας. Όταν τελικά πήραμε από αυτόν την άδεια ν΄ αναχωρήσουμε, δώρισε σε καθέναν από εμάς τούς πρεσβευτές ένα χρυσοκέντητο μεταξωτό ένδυμα, ενώ σε μένα, τον Ρούι Γκονζάλες, δώρισε επίσης ένα έξοχο άλογο. Ήταν άλογο περιπάτου, δρόμωνας τής ράτσας την οποία εκείνοι εκτιμούν πολύ. Ήταν πλήρως στολισμένο, με σέλλα και χαλινάρι που είχαν φτιαχτεί με τον τρόπο των Τατάρων. Μού δώρισε επίσης ένδυμα και καπέλο. Το όνομα τού πρίγκιπα οικοδεσπότη μας ήταν Σουλεϊμάν Μίρζα.11 Ήταν από εκείνους τούς ευγενείς που στέκονταν ψηλότερα στην εύνοια τού Τιμούρ και διέθετε μεγάλη δύναμη. Ο τόπος στον οποίο τον βρήκαμε στρατοπεδευμένο ήταν σε λιβάδια που συνόρευαν με ποταμάκι, σε κοιλάδα περιβαλλόμενη από ψηλά βουνά, γυμνά από δέντρα. Ήταν πολύ όμορφο μέρος και πολύ ευχάριστος τόπος διαμονής εκείνη την εποχή τού καλοκαιριού. Η λοφοσειρά εδώ είναι γνωστή ως όρος τού Λαρ.12

Οι ασπρογέρακες

Το στρατόπεδο τού πρίγκιπα αποτελούνταν από τρεις χιλιάδες περίπου σκηνές. Ήταν γαμπρός τού Τιμούρ, έχοντας παντρευτεί την κόρη τής υψηλότητάς του. Μαζί του στο στρατόπεδο και κάτω από την ευθύνη του ήταν ένας εγγονός τού Τιμούρ, που ονομαζόταν Σουλτάν Άχμαντ Μίρζα13 και βρισκόταν σε κακή κατάσταση υγείας. Ο νεαρός αυτός, αμέσως μόλις άκουσε για τα γεράκια που φέρναμε ως δώρο από τον βασιλιά μας για να τα προσφέρουμε στον Τιμούρ, έστειλε αμέσως μήνυμα στον Σουλεϊμάν Μίρζα, παρακαλώντας τον να ζητήσει από εμάς για λογαριασμό του ένα από εκείνα τα γεράκια και ισχυριζόμενος ότι ο παππούς του σίγουρα δεν θα μνησικακούσε εναντίον του γι’ αυτό το δώρο. Ο Σουλεϊμάν Μίρζα, γνωρίζοντας καλά ότι θα ήταν απολύτως δεκτό από τον Τιμούρ να κρατήσει ο νεαρός ένα από εκείνα τα γεράκια, έστειλε να μάς διαβιβάσουν το αίτημα. Επ’ αυτού διαμαρτυρηθήκαμε στον Σουλεϊμάν Μίρζα, ότι σε αυτά τα ζητήματα, εκείνο που μάς είχε ανατεθεί να παρουσιάσουμε στον Τιμούρ ήταν δώρο εξαιρετικής σπανιότητας, που κανένας άλλος δεν μπορούσε να παραλάβει, εκτός από την ίδια την υψηλότητά του. Ήρθε όμως η απάντηση, ότι αυτός ο νεαρός πρίγκιπας ήταν μεγάλος μπαχαντούρ βασιλικού αίματος, ενώ επίσης, επειδή ήταν άρρωστος και σε κακή κατάσταση, αυτός, ο Σουλεϊμάν Μίρζα, μάς ζητούσε να συμμορφωθούμε με το αίτημα, υποστηρίζοντας ότι το ίδιο ακριβώς θα ευχαριστούσε αναμφίβολα τον Τιμούρ, τον παππού του. Επίσης μάς αφηγήθηκαν τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο νεαρός ευγενής, την εποχή που ο Τιμούρ, ο παππούς του, έδινε μάχη [στην Άγκυρα] με τον σουλτάνο [Βαγιαζήτ] τής Τουρκίας, βρισκόταν με τη σωματοφυλακή που στεκόταν γύρω από την υψηλότητά του. Κάποια στιγμή ο Τιμούρ διέταξε αυτούς τούς φρουρούς να επιτεθούν στον εχθρό και ο νεαρός είχε διαμαρτυρηθεί, φωνάζοντας ότι ο παππούς του είχε αμελήσει να επιτρέψει και σ’ αυτόν να πάει μαζί τους, αλλά τον είχε αφήσει να στέκεται αδρανής. Ο παππούς του δεν τού είχε δώσει καμία απάντηση και οργισμένος με αυτή την άρνησή του να τον ακούσει, ο νεαρός άνδρας είχε πετάξει το κράνος του και είχε ορμήσει στη μάχη με γυμνό κεφάλι, όπου είχε πολεμήσει χωρίς κράνος όλη την ημέρα.

Φιρουζκούχ

Το Σάββατο I2 Ιουλίου αναχωρήσαμε από το στρατόπεδο τού Σουλεϊμάν Μίρζα. Εκείνη τη μέρα τόσο ο Γκόμεζ ντε Σαλαζάρ όσο και ο δάσκαλος τής Θεολογίας14 αισθάνονταν άρρωστοι, ενώ και εγώ ο ίδιος, ο Ρούι Γκονζάλες, τελευταία είχα επίσης αδιαθετήσει, αν και τώρα ήμουν κάπως καλύτερα. Πολλοί από τούς συμπατριώτες μας Ισπανούς, τούς συνοδούς μας, ήσαν τώρα πολύ αδιάθετοι, ενώ ο Σουλεϊμάν Μίρζα, όταν τον ρωτήσαμε, επισήμανε ότι βλέποντας το μακρύ ταξίδι που είχαμε μπροστά μας, αυτοί οι άρρωστοι δεν έπρεπε να προχωρήσουν, γιατί θα πέθαιναν κατά την πορεία. Συνέστησε ν΄ αφήσουμε σε αυτόν όλους εκείνους τούς άρρωστους για ν΄ ανακτήσουν την υγεία τους και αυτό αποφασίσαμε να κάνουμε, αφήνοντας πίσω επτά από τούς άνδρες μας, μεταξύ των οποίων υπήρχαν δύο συνοδοί που είχα φέρει εγώ, ο Ρούι Γκονζάλες, για να με προσέχουν, καθώς κι ένας άλλος συνοδός που είχε συνοδεύσει τον δάσκαλο τής Θεολογίας και ένα αγόρι που είχε έρθει με τον Γκόμεζ ντε Σαλαζάρ. Αυτοί, μαζί με άλλους που αθροίζονταν συνολικά σε επτά άρρωστους, στέλνονταν τώρα πίσω στην Τεχεράνη για να μάς περιμένουν μέχρι την επιστροφή μας,15 αν και όπως θα φανεί δύο από αυτούς πέθαναν στο ενδιάμεσο από την ασθένεια. Ξεκινήσαμε από το στρατόπεδο τής Ορδής και κοιμηθήκαμε εκείνη τη νύχτα στην ύπαιθρο, στην όχθη ποταμού. Το βράδυ τής επόμενης ημέρας, που ήταν Κυριακή, κατασκηνώσαμε πάλι δίπλα σε άλλο ποτάμι, ενώ τη Δευτέρα 14 Ιουλίου το μεσημέρι φτάσαμε στο κάστρο που είναι γνωστό ως Φιρουζκούχ.16 Εδώ μάθαμε ότι ο Τιμούρ είχε περάσει από αυτό το φρούριο πριν από δώδεκα μόλις ημέρες, επιστρέφοντας στη Σαμαρκάνδη. Είχε αφήσει εντολές να τον ακολουθήσουμε χωρίς καθυστέρηση, προσθέτοντας ότι σκόπευε να μάς δεχτεί αμέσως μόλις έφτανε στη Σαμαρκάνδη, αλλά όχι νωρίτερα. Αυτό επειδή ήθελε να πάμε να τον δούμε στη μεγάλη πρωτεύουσά του τής Σαμαρκάνδης. Μάλιστα η Σαμαρκάνδη ήταν η πρώτη από όλες τις πόλεις που είχε κατακτήσει και εκείνη την οποία από τότε είχε εξευγενίσει με τα κτίριά του περισσότερο από όλες τις άλλες, κάνοντάς την θησαυροφυλάκιο των κατακτήσεών του.

Όσον αφορά το Φιρουζκούχ, ο Τιμούρ κατά τη διέλευσή του μέσα από αυτά τα εδάφη είχε πολιορκήσει το κάστρο και το είχε αφήσει σε ερειπωμένη κατάσταση, πράγμα που είχε συμβεί δεκαπέντε μόλις ημέρες πριν από την άφιξή μας. Η αιτία αυτών των γεγονότων ήταν ότι μέχρι τότε κρατούσε το Φιρουζκούχ σε φρουρά ένας από τούς διοικητές τού Τιμούρ,17 στον οποίο είχε πάντοτε δείξει μεγάλη εύνοια, έχοντας χορηγήσει σε αυτόν την εξουσία επί εκείνου τού κάστρου και των παρακειμένων περιοχών. Όμως τον τελευταίο καιρό, εξαιτίας κάποιου συμβάντος, ο Τιμούρ είχε λόγους να είναι δυσαρεστημένος μαζί του και είχε διατάξει να συλληφθεί και να σταλεί αιχμάλωτος στη Σαμαρκάνδη υπό την ευθύνη συγκεκριμένου διοικητή, στον οποίο ο Τιμούρ είχε αναθέσει αυτό το καθήκον. Αλλά όταν αυτός ο διοικητής εμφανίστηκε μπροστά στα τείχη τού Φιρουζκούχ, οι άνδρες τής φρουράς εξόρμησαν και συλλαμβάνοντάς τον αιχμάλωτο, τον έβαλαν μέσα στο κάστρο φρουρούμενο. Όταν ο Τιμούρ έμαθε αυτά τα πράγματα, εμφανίστηκε αμέσως αυτοπροσώπως μπροστά στις πύλες τού κάστρου, πολιορκώντας το στενά επί τριάντα ημέρες. Η φρουρά, όταν διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε πια να κρατήσει το κάστρο, απέδρασε νύχτα, εγκαταλείποντας τον επαναστάτη διοικητή τους στον Τιμούρ. Λέγεται ότι το Φιρουζκούχ ήταν τόσο ισχυρός τόπος, που κανένας δεν μπορούσε να το πάρει με επίθεση, αν η φρουρά είχε επαρκή αριθμό, καθώς το φρούριο στέφει λόφο, που υψώνεται πάνω από την πεδιάδα εντελώς αποκομμένος από τούς γειτονικούς. Στους πρόποδες τού κάστρου στην πεδιάδα υπάρχει περιμετρικό τείχος που το προστατεύουν πύργοι, ενώ μέσα σε αυτό το τείχος βρίσκεται η πόλη. Πάνω από αυτό το χαμηλότερο τείχος τής πόλης υπάρχει άλλο ψηλότερα στην πλαγιά, καθώς και τρίτο τείχος ψηλότερα, το οποίο προστατεύεται από τούς δικούς του πύργους. Μεταξύ των δύο αυτών τελευταίων τειχών υπήρχαν σπίτια για τούς κατοίκους τής πόλης, ενώ πάνω από αυτά υψώνονταν οι προμαχώνες τού κεντρικού φρουρίου, με παραπετάσματα πολύ ισχυρά χτισμένα και πλαισιωμένα από πολλούς πύργους. Συμβαίνει λοιπόν έτσι, ώστε αν και το Φιρουζκούχ στο εσωτερικό του δεν είναι παρά ένα ενιαίο φρούριο, να το υπερασπίζονται τρεις χωριστές οχυρώσεις, καθεμιά από τις οποίες υψώνεται πάνω από την κατώτερή της. Επίσης στο φρούριο υπάρχει πλούσια πηγή νερού που αναβλύζει, επαρκής για να τροφοδοτήσει όλους τούς ανθρώπους του, ενώ όλος ο λόφος πάνω στον οποίο είναι τοποθετημένες οι οχυρώσεις κυκλώνεται κάτω σχεδόν ολοσχερώς από ποτάμι, το οποίο διασχίζουν κινητές γέφυρες, που είναι οι μόνες που παρέχουν πρόσβαση στα χαμηλότερα τείχη τού οχυρού και τής πόλης.

Νταμγάν, πύργοι από κρανία

Την Τρίτη 15 Ιουλίου φύγαμε από το Φιρουζκούχ πριν από την αυγή τής ημέρας και κοιμηθήκαμε εκείνη τη νύχτα στην ύπαιθρο, κάνοντας το ίδιο την επόμενη νύχτα τής Τετάρτης, αφού κατά τις δύο αυτές ημέρες δεν περάσαμε από κατοικημένα χωριά, ενώ ο δρόμος ήταν πολύ τραχύς, διασχίζοντας απότομα ορεινά περάσματα. Οι καιρός αυτές τις μέρες ήταν ζεστός και μάς έλειπε το πόσιμο νερό, αφού έπρεπε ν΄ αρκεστούμε στο λίγο που είχαμε. Κατά το απόγευμα τής Πέμπτης φτάσαμε τελικά σε μεγάλη πόλη, που στέκεται στην όχθη ρέματος και την υπερασπίζονται δύο κάστρα, που είχαν όμως πρόσφατα απογυμνωθεί και τα δύο.18

Στη συνέχεια, συνεχίζοντας το ταξίδι την ίδια Πέμπτη, δηλαδή στις 17 Ιουλίου, όταν έπεφτε η νύχτα φτάναμε σε πόλη που ονομάζεται Νταμγάν,19 βρίσκεται στην πεδιάδα και περιβάλλεται από χωμάτινο οχύρωμα με κάστρο στη μία πλευρά. Αυτή η πόλη τού Νταμγάν ανήκει στην επαρχία τής Μηδίας και είναι η τελευταία από τις κύριες πόλεις τής Δυτικής Περσίας από τις οποίες περάσαμε. Εκείνη τη μέρα έπεφτε πάνω μας καυτός άνεμος που φυσούσε πολύ άγρια, ενώ ο αέρας φαινόταν να έρχεται από το στόμα τής κόλασης. Έπειτα ένα από εκείνα τα γεράκια20 ξαφνικά καταβλήθηκε τόσο πολύ από αυτή τη ζέστη, που πέθανε, όπως φαίνεται, από ασφυξία, μη μπορώντας ν΄ αναπνεύσει.

Έξω από τον Νταμγάν, σε απόσταση βολής τόξου, παρατηρήσαμε δύο πύργους, χτισμένους τόσο ψηλούς, όσο το ύψος στο οποίο μπορεί κανείς να πετάξει μια πέτρα. Ήσαν κατασκευασμένοι εξ ολοκλήρου από κρανία ανθρώπων χτισμένα με λάσπη. Εκτός από αυτούς υπήρχαν και άλλοι δύο παρόμοιοι πύργοι, οι οποίοι όμως φαίνονταν ήδη να πέφτουν στο έδαφος σε αποσύνθεση. Αυτά τα κρανία ήσαν εκείνα κάποιων Τατάρων τής φάρας των Ακ Κογιουνλού,21 οι οποίοι αρχικά ήσαν ντόπιοι των εδαφών που βρίσκονται ανάμεσα στη Μικρά Ασία και τα σύνορα τής Συρίας, απ’ όπου ο Τιμούρ είχε περάσει μετά την κατάκτηση τής Σίβας, στον δρόμο του προς τη Δαμασκό, πόλη την οποία, όπως περιγράφηκε, είχε μερικώς καταστρέψει. Είχε συναντήσει τυχαία αυτούς τούς ανθρώπους στον δρόμο του και τον είχαν πολεμήσει. Όταν τούς κατέβαλε, είχαν γίνει όλοι αιχμάλωτοι πολέμου. Ύστερα από αυτό, ο Τιμούρ είχε εκτοπίσει ολόκληρη τη φυλή, για να κατοικήσει στην περιοχή γύρω από το Νταμγάν, περιοχή στην οποία, εκείνη την εποχή, δεν κατοικούσε κανένας πληθυσμός. Όταν οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν όλοι εδώ, μαζί με τις οικογένειές τους, συνέχισαν να ζουν τη ζωή των νομάδων τής υπαίθρου, τη ζωή δηλαδή που ζούσαν στις προηγούμενες πατρίδες τους. Μόλις όμως εγκαταστάθηκαν ειρηνικά, άρχισαν σύντομα να επιθυμούν να επιστρέψουν στα εδάφη τους στα δυτικά. Αφού πρώτα κατέστρεψαν και στη συνέχεια λεηλάτησαν όλη εκείνη την ύπαιθρο, ξεκίνησαν από το Νταμγάν για να επιστρέψουν στα σύνορα τής Συρίας. Συνέβη όμως να βρίσκεται ο Τιμούρ με τον στρατό του εκείνη την περίοδο στην περιοχή και ερχόμενος στο Νταμγάν, έπεσε πάνω στους Ακ Κογιουνλού και κατέσφαξε μεγάλο αριθμό από αυτούς. Ύστερα διέταξε να χτιστούν αυτοί οι τέσσερις πύργοι με τα κεφάλια τους, σε στρώματα, ένα στρώμα κρανίων τοποθετημένο εναλλάξ πάνω σε στρώμα πήλινων τούβλων.22 Περαιτέρω ο Τιμούρ διακήρυξε σε όλη την ακολουθία του, ότι όποιος έπιανε αιχμάλωτο κάποιον από τούς Ακ Κογιουνλού, έπρεπε να τον θανατώνει αμέσως, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υπόσχεση για κατάλυμα που είχε δοθεί. Αυτό γινόταν λοιπόν και όποτε περνούσε αργότερα ο στρατός, θανάτωναν αμέσως όσους τέτοιους ανθρώπους συναντούσαν. Έβλεπες λοιπόν δέκα Ακ Κογιουνλού σκοτωμένους σε ένα μέρος, ύστερα είκοσι τέτοιους νεκρούς σε άλλο, ενώ μπορούσαν να είναι μόνο δύο ή τρεις εδώ κι εκεί. Μάς είπαν ότι με αυτό τον τρόπο σφαγιάστηκαν περισσότεροι από 60.000 άνθρωποι αυτού τού λαού. Οι άνθρωποι τού Νταμγάν μάς ανέφεραν ότι πολύ συχνά μπορούσε κανείς να δει φλόγες να τρεμοπαίζουν στην κορυφή αυτών των πύργων από κρανία Τατάρων.

Σταματήσαμε στο Νταμγάν μέχρι το βράδυ τής επόμενης ημέρας Παρασκευής και στη συνέχεια, αφού εφοδιαστήκαμε με κυβερνητικά άλογα, αναχωρήσαμε και ταξιδεύαμε όλη εκείνη τη νύχτα. Το Σάββατο το πρωί φτάσαμε σε μικρό χωριό, στο οποίο παραμείναμε την ημέρα λόγω τής μεγάλης ζέστης, ενώ όταν έπεσε η νύχτα ξεκινήσαμε πάλι να ιππεύουμε μέσα στο σκοτάδι μέχρι το ξημέρωμα τής Κυριακής.

Μπουστάμ και Τζατζάρμ

Εκείνη την Κυριακή 20 Ιουλίου, την πρώτη ώρα τής ημέρας,23 φτάσαμε σε μεγάλη πόλη που ονομαζόταν Μπαστάμ24 και εδώ βρήκαμε κάποιον Τάταρο ευγενή, τού οποίου το όνομα ήταν Εννακόρα,25 να περιμένει την άφιξή μας. Είχε έρθει εδώ για να μάς συναντήσει με εντολή τού Τιμούρ, για να μάς τιμήσει. Ζήτησε αμέσως να μάς διαθέσουν κατάλληλο κατάλυμα και ύστερα ήρθε ο ίδιος πολύ ευγενικά να μάς επισκεφτεί, γιατί υποφέραμε όλοι εκείνη την εποχή από αδιαθεσία. Βλέποντας αυτή την κατάσταση και ότι δεν ήμασταν σε θέση να δεχτούμε την πρόσκλησή του να πάμε και να γλεντήσουμε μαζί του, πρόσταξε να μάς διαθέσουν στον ξενώνα άφθονα κρέατα και φρούτα. Αργότερα, όταν έκρινε ότι είχαμε έτσι συνέλθει με το φαγητό, έστειλε παρακαλώντας να πάμε σε αυτόν. Ήταν σύμφωνο με τις εντολές που τού είχε δώσει ο Τιμούρ, δηλαδή να μάς ψυχαγωγήσει στο παλάτι και να μάς απονείμει τα τιμητικά ενδύματα, που είχε διατάξει η υψηλότητά του να μάς δωρίσουν. Εμείς όμως αναγκαστήκαμε να στείλουμε μήνυμα λέγοντας ότι δυστυχώς ήμασταν πολύ αδιάθετοι, νιώθοντας τόσο άρρωστοι,26 που δεν μπορούσαμε να σηκωθούμε από το κρεβάτι και να πάμε σ’ αυτόν, ζητώντας του να δείξει την καλοσύνη να μάς συγχωρήσει. Έστειλε όμως πάλι να μάς φωνάξουν, παροτρύνοντάς μας να συμμετάσχουμε, ενώ μάς πίεσε τόσο πολύ, που στο τέλος ο αδελφός Αλφόνσο, ο δάσκαλος τής Θεολογίας, αναγκάστηκε να πάει και αμέσως, μόλις έφτασε εκεί, τού δώρισαν δύο τιμητικά ενδύματα. Το έθιμο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι ο αναπληρωτής τού Τιμούρ, στον οποίο έχει ανατεθεί να δωρίσει αυτά τα ενδύματα, κάνει μεγάλη γιορτή. Στο τέλος, αφού φάνε το κρέας, ντύνεται ο επισκέπτης επισήμως με τα ενδύματα. Τότε εκείνος, για να δείξει την ευγνωμοσύνη και τον σεβασμό του για την τιμή που τού κάνει η υψηλότητά του, σηκώνεται και λυγίζει το γόνατο τρεις φορές, γονατίζοντας στο έδαφος.

Δεν είχε καλά-καλά τελειώσει την τελετή ο δάσκαλος τής Θεολογίας και ο άρχοντας Εννακόρα έστελνε ξεκούραστα κυβερνητικά άλογα, για να τα ιππεύσουμε εμείς οι πρεσβευτές και οι άνθρωποί μας, επιμένοντας ότι έπρεπε να συνεχίσουμε αμέσως το ταξίδι μας. Μάλιστα μάς παρακαλούσε τώρα να ξεκινήσουμε αμέσως και το έκανε αυτό σύμφωνα με την εντολή που είχε πάρει από τον Τιμούρ, ότι έπρεπε να τον ακολουθήσουμε και να τον προφτάσουμε το συντομότερο δυνατόν, ιππεύοντας μέρα και νύχτα, χωρίς σταματημό. Στείλαμε όμως να πουν στον Εννακόρα ότι έβλεπε πόσο άρρωστοι ήμασταν και ότι δεν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε εκείνη την ημέρα. Τον παρακαλούσαμε λοιπόν να μάς αφήσει να ξεκουραστούμε στα καταλύματά μας για δύο τουλάχιστον ημέρες. Όμως η απάντηση ήταν ότι δεν τολμούσε να μάς αφήσει να ξεκουραστούμε ούτε για μια στιγμή, γιατί αν το μάθαινε ο Τιμούρ, θα τού κόστιζε σίγουρα, τού Εννακόρα, το κεφάλι του. Ό,τι λοιπόν κι αν κάναμε ή λέγαμε, έπρεπε να φύγουμε, αν και ήμασταν πολύ απρόθυμοι όντας τόσο αδύναμοι, που ήμασταν περισσότερο νεκροί παρά ζωντανοί όταν ανεβήκαμε στα άλογα. Για να μάς διευκολύνει στη θλιβερή μας κατάσταση, ο καλός Εννακόρα φρόντισε ώστε να εφοδιαστούν οι σέλλες μας στο τόξο τής σέλλας μπροστά με μικρή σανίδα, πάνω στην οποία δέθηκαν με λουρί μαξιλάρια και πάνω σ’ αυτά μπορούσαμε να ξαπλώσουμε και ν΄ ανακουφίζουμε την κούρασή μας. Έτσι φροντισμένοι ιππεύαμε τώρα και ξεκινούσαμε, ταξιδεύοντας όλη εκείνη τη μέρα και όλη την επόμενη νύχτα, όταν φτάσαμε την αυγή να ξεκουραστούμε σε εγκαταλειμμένο χωριό σε εκείνα τα μέρη.

Την επόμενη μέρα, που ήταν Δευτέρα, είχαμε φτάσει σε κάποιο μεγάλο κτίριο, που έχει ανεγερθεί δίπλα στον δρόμο για την εξυπηρέτηση των ταξιδιωτών. Σε όλη αυτή την περιοχή δεν υπάρχουν χωριά ή οικισμοί κατά τη διάρκεια ταξιδιού δύο ημερών κατά μήκος τού δρόμου και αυτό οφείλεται στην υπερβολική ζέστη και ξηρασία εκείνης τής υπαίθρου. Το μοναδικό νερό που συναντήσαμε σε αυτή την περιοχή ήταν εκείνο που έχει βρεθεί σε αυτό το κτίριο27 και ερχόταν μέσω υπόγειου αγωγού, διαδρομής μιας ολόκληρης ημέρας από τούς λόφους.

Την επόμενη ημέρα, την Τρίτη 22 Ιουλίου, φτάσαμε σε πόλη που ονομάζεται Τζατζάρμ.28 Η ζέστη εκείνη την ημέρα ήταν πολύ μεγάλη. Το Τζατζάρμ βρίσκεται σε πεδιάδα, στους πρόποδες γυμνών βουνών, από τα οποία έχουν φτιάξει αγωγούς σε σήραγγες για να φέρνουν νερό στην πόλη. Στη μέση τής πόλης υπάρχει κάστρο πάνω σε λόφο τεχνητά φτιαγμένο. Δεν υπήρχε άλλη πόλη κοντά, ενώ τον προηγούμενο χειμώνα είχε πέσει πολύ χιόνι, το οποίο, όταν ήρθε η καλοκαιριάτικη ζέστη, είχε βγει, είχε λιώσει και είχε πλημμυρίσει τούς αγωγούς νερού. Μια πλημμύρα είχε κατέβει πρόσφατα και η μισή πόλη είχε καταστραφεί από τα νερά, τα οποία είχαν επίσης κατακλύσει το κάστρο. Επίσης οι πλημμύρες είχαν πνίξει όλα τα σιτοχώραφα. Ο δρόμος μας προς τα εκεί εκείνη την προηγούμενη μέρα περνούσε από ομαλή πεδιάδα, στην οποία δεν υπήρχαν ούτε πέτρες ούτε ογκόλιθοι. Όλη αυτή η ύπαιθρος είναι πολύ ζεστή και το έδαφος είναι παντού χαρακωμένο με βαθιά χαντάκια, αν και ελάχιστα ρέματα συναντά κανείς. Μόλις φτάσαμε στο Τζατζάρμ, μάς σέρβιραν άφθονο φαγητό, αλλά δίνοντάς μας αμέσως ξεκούραστα άλογα, μάς ανάγκασαν να ιππεύσουμε ξανά και να συνεχίσουμε το ταξίδι. Ερχόταν μαζί μας εκείνος ο Τάταρος άρχοντας, ο Εννακόρα, τον οποίο είχε στείλει ο Τιμούρ για να μάς συναντήσει και ο οποίος μάς αντιμετώπιζε με κάθε σεβασμό, εξασφαλίζοντας ότι παντού θα μάς εφοδίαζαν με προμήθειες και ό,τι άλλο χρειαζόμασταν. Με δικές του επίσης εντολές μάς εφοδίαζαν στον δρόμο μας καθημερινά, σε κάθε στάδιο, με ξεκούραστα άλογα από τούς κυβερνητικούς στάβλους καθώς περνούσαμε από αυτούς, επισπεύδοντας έτσι την πορεία μας.

Το σύστημα σταθμών αλλαγής αλόγων που ιδρύθηκε από τον Τιμούρ

Κατά μήκος αυτής τής διαδρομής29 ο Τιμούρ έχει προστάξει να διατηρούνται άλογα, έτοιμα για χρήση σε σταθμούς αλλαγής. Σε ένα μέρος μπορεί να υπάρχουν εκατό, σε άλλο διακόσια άλογα, ενώ αυτό συμβαίνει μέχρι τη Σαμαρκάνδη. Φυλάσσονται για την εξυπηρέτηση των ειδικών αγγελιοφόρων ή απεσταλμένων, που στέλνονται από τον Τιμούρ σε απομακρυσμένους τόπους, ή για χρήση από απεσταλμένους που κατευθύνονται προς αυτόν. Εκείνοι που πηγαινοέρχονται μπορούν να ιππεύουν αυτά τα άλογα μέρα και νύχτα, χωρίς διακοπή. Τέτοιοι κρατικοί στάβλοι υπάρχουν τόσο σε εκείνες τις έρημες ή ακατοίκητες περιοχές κατά μήκος τής διαδρομής, όσο και σε μέρη όπου υπάρχει εγκατεστημένος πληθυσμός. Επίσης για την υπηρεσία αυτή έχουν κατασκευαστεί καραβανσεράι κατά διαστήματα,30 όπου υπάρχουν στάβλοι για τα άλογα και ξενώνες. Αυτοί φροντίζονται από τις παρακείμενες πόλεις και χωριά, με το απαραίτητο κέρδος. Τα κυβερνητικά αυτά άλογα φροντίζουν άνθρωποι που έχουν διοριστεί γι’ αυτόν τον σκοπό, τούς οποίους εμείς λέμε αμαξηλάτες, αλλά εδώ είναι γνωστοί με το όνομα γιαμτσί.31 Όταν κάποιος απεσταλμένος τού Τιμούρ ή αγγελιοφόρος που μεταφέρει μήνυμα γι’ αυτόν, φτάνει σε τέτοιον σταθμό αλλαγής αλόγων, ξεσελώνουν αμέσως τα άλογα που έχουν έρθει και σελώνουν ξεκούραστα ζώα, από εκείνα που διατηρούν εκεί. Στη συνέχεια, μαζί με τον απεσταλμένο, θα ιππεύσει ένας αμαξηλάτης ή ίσως δύο από τούς προαναφερθέντες γιαμτσί, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τα άλογά τους. Αυτοί, φτάνοντας στον επόμενο σταθμό αλλαγής, επιστρέφουν από εκεί μαζί με τα ζώα που έχουν φέρει μέχρι εκεί. Με αυτόν τον τρόπο ο αγγελιοφόρος θα προχωρά συνεχώς. Αλλά αν συμβεί το άλογο που ιππεύει ο απεσταλμένος να κουραστεί στον δρόμο και να συναντηθεί αυτός τυχαία με οποιοδήποτε άλλο άλογο σε αυτά τα μέρη — για παράδειγμα, αν συναντήσει κάποιον που ιππεύει άλογο για ευχαρίστησή του ή πηγαίνοντας σε κάποια δουλειά — ο αγγελιοφόρος θα πάρει αυτό το άλογο, αναγκάζοντας τον αναβάτη να το εγκαταλείψει, ενώ ο γιαμτσί τής συνοδείας θα είναι τότε υπεύθυνος για το ζώο που παίρνεται έτσι ως δάνειο, στη θέση τού κρατικού αλόγου που αφήνεται.

Μάλιστα το γενικό έθιμο είναι, ότι κάθε άνθρωπος που ταξιδεύει ιππεύοντας, είτε είναι μεγάλος άρχοντας, είτε έμπορος ή ιδιώτης πολίτης, αν συναντήσει πρεσβευτή που πηγαίνει στον Τιμούρ ή κάποιον αγγελιοφόρο που ιππεύει με μηνύματα από την υψηλότητά του μέσω σταθμών αλλαγής, αν τού ζητηθεί, πρέπει αμέσως ν΄ αφιππεύσει και να τού δώσει το άλογό του, δηλαδή σε εκείνον που έρχεται από τον Τιμούρ ή σε εκείνον που ιππεύει προς την υψηλότητά του. Στην περίπτωση αυτή κανένας δεν μπορεί ν΄ αρνηθεί, γιατί θα τού κοστίσει το κεφάλι του. Αυτός είναι ο απαράβατος κανόνας. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να παρθεί οποιοδήποτε από τα άλογα τού ιππικού που σταθμεύουν εδώ κι εκεί σε υπηρεσία, ενώ κι εμείς συχνά εξυπηρετηθήκαμε έτσι, παίρνοντας τα άλογα των στρατιωτών που συναντούσαμε στον δρόμο είτε για τον εαυτό μας, είτε για να εξυπηρετήσουμε τούς συνοδούς μας, αναγκάζοντας αυτούς τούς ανθρώπους να περπατούν πίσω από εμάς, για να φέρουν τα άλογά τους πίσω. Και δεν είναι μόνο ότι μπορούσαμε να δανειστούμε τα άλογά τους από τέτοιους ανθρώπους, αλλά ίσως ακόμη και από τον ίδιο τον γιο τού ηγεμόνα Τιμούρ ή από μία από τις συζύγους του, γιατί ακόμη και το άλογο που ίππευε εκείνη ήταν δυνατό να ζητηθεί, αν προέκυπτε ανάγκη. Μάς είπαν ότι μία φορά ο μεγαλύτερος γιος τού Τιμούρ και οι συνοδοί του χρειάστηκε ν΄ αφιππεύσουν και να παραδώσουν τα άλογά τους σε κάποιους απεσταλμένους, που βρίσκονταν καθ’ οδόν προς την αυλή. Επίσης, η υψηλότητά του δεν έχει οργανώσει αυτό το σύστημα των σταθμών αλλαγής αλόγων μόνο σε αυτόν τον μεγάλο δρόμο,32 γιατί σε όλα τα άλλα μέρη και περιοχές τού βασιλείου του διατηρούνται τέτοιες εγκαταστάσεις, ώστε να μπορεί να έχει νέα με κάθε ταχύτητα, νύχτα και μέρα, με τούς αγγελιοφόρους του να περνούν συνεχώς, χωρίς παρεμπόδιση. Μάλιστα ο Τιμούρ φροντίζει πολύ να ιππεύουν μέρα και νύχτα εκείνοι που στέλνει και εκείνοι που έρχονται σε αυτόν. Κάνοντάς το, μπορούν εύκολα να καλύπτουν πενήντα λεύγες στο εικοσιτετράωρο, αν και ιππεύοντας έτσι θα σκοτώσουν δύο άλογα. Αυτό όμως είναι προτιμότερο, παρά να κρατήσει τρεις ημέρες αυτό το ταξίδι. Γιατί θεωρεί ότι η ταχύτητα αποτελεί μεγάλο του πλεονέκτημα.

Ο Τιμούρ είχε παρατηρήσει, ότι σε ολόκληρη την περιοχή γύρω από τη Σαμαρκάνδη, καθώς και στην υπόλοιπη αυτοκρατορία του, οι λεύγες που χρησιμοποιούνταν είχαν πολύ μεγάλο μήκος. Χώρισε λοιπόν καθεμιά από αυτές τις μεγάλες λεύγες στα δύο και πρόσταξε να τοποθετηθούν μικροί πυργίσκοι για να σηματοδοτούν το τέλος κάθε λεύγας. Θεσπίστηκε στη συνέχεια ότι οι Τσαγκατάι αγγελιοφόροι που μετέφεραν μηνύματα έπρεπε να καλύπτουν δώδεκα από αυτές τις βραχύτερες λεύγες στη διάρκεια ταξιδιού μιας ημέρας ή τουλάχιστον δέκα. Αυτές οι βραχύτερες λεύγες ονομάζονται εδώ σημάδια, εξ αιτίας, όπως λέγεται, αυτών των πυργίσκων, που έχουν τοποθετηθεί στο τέλος κάθε λεύγας. Το νέο σύστημα εγκαταστάθηκε αρχικά για χρήση μόνο στη χώρα τής Μογγολίας, από την οποία όταν περάσαμε αργότερα στο ταξίδι μας, βλέπαμε, καθώς περνούσαμε, αυτούς τούς πυργίσκους που σηματοδοτούσαν το τέλος τής λεύγας. Πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό, ότι καθεμιά από αυτές τις μογγολικές λεύγες έχει μήκος ίσο με δύο καστιλλιάνικες. Στην πραγματικότητα ήταν δύσκολο να πιστέψουμε, αν δεν το είχαμε δει με τα μάτια μας, μπορώντας έτσι να εγγυηθούμε την αλήθεια, πόσο μεγάλη απόσταση μπορούν αυτοί οι ιππείς να διανύουν μέσα σε μια μέρα και μια νύχτα, επειδή εξαντλούν τα άλογά τους μέχρι θανάτου και υπερβαίνοντας τις εντολές τού Τιμούρ θα καλύψουν δεκαπέντε, ακόμη και είκοσι, από αυτές τις μεγάλες [μογγολικές] λεύγες σε εικοσιτέσσερις ώρες.33 Δεν λυπούνται καθόλου τα άλογά τους και τα σκάνε. Ύστερα, αν το άλογο υποκύψει κατά την προσπάθεια, θα γδάρουν το δέρμα τού νεκρού αλόγου και θα το πουλήσουν στον τόπο από τον οποίο περνούν. Κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού μας είδαμε στην άκρη τού δρόμου πολλά νεκρά άλογα, που τα είχαν ιππεύσει εξαντλώντας τα μέχρι θανάτου και είχαν παρατήσει τα κουφάρια τους. Μάλιστα ο αριθμός τους ήταν εντυπωσιακός.

Εσφαράγιεν

Αφήσαμε την πόλη [τού Τζατζάρμ] την Τετάρτη το πρωί, την επομένη τής ημέρας που είχαμε φτάσει εκεί. Ταξιδεύαμε όλη εκείνη την ημέρα και όλη την επόμενη νύχτα χωρίς διακοπή, γιατί αν και θα θέλαμε να είχαμε ξεκουραστεί κάπου, οι οδηγοί μας δεν μάς επέτρεπαν να σταματήσουμε. Η ζέστη όλο αυτό το διάστημα, ακόμη και κατά τις ώρες τής νύχτας, ήταν ανυπόφορη και μάλιστα απίστευτη, γιατί ένας δυνατός ζεστός άνεμος φυσούσε ασταμάτητα και φαινόταν να μάς καίει. Τότε ο Γκόμεζ ντε Σαλαζάρ, ο σύντροφός μας πρεσβευτής, αρρώστησε πολύ εκείνη τη νύχτα, τόσο που πιστεύαμε ακράδαντα ότι θα πέθαινε, ενώ κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού ταξιδιού μας εκείνη τη μέρα34 δεν μπορούσαμε να φτάσουμε σε νερό για να πιούμε. Όταν έπεσε η νύχτα, έπρεπε ακόμη να συνεχίσουμε, σταματώντας μόνο για τον χρόνο που χρειαζόταν ώστε να δώσουμε στα άλογα λίγο κριθάρι.

Την επόμενη μέρα35 συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε χωρίς να περνάμε από κατοικημένους τόπους και μόνο αργά το βράδυ φτάσαμε στην πόλη, που ονομάζεται Εσφαράγιεν.36 Είναι πολύ μεγάλο μέρος με πολλά ωραία κτίρια, ιδιωτικά σπίτια και τζαμιά, αλλά όλα είναι τώρα στο μεγαλύτερο μέρος τους χωρίς κατοίκους. Μπορέσαμε να μείνουμε εδώ μόνο για την ώρα που χρειαζόταν για να δειπνήσουμε. Ύστερα μάς έδωσαν ξεκούραστα άλογα και συνεχίσαμε να ιππεύουμε εκείνη τη νύχτα. Την επόμενη μέρα, την Παρασκευή, φτάσαμε περίπου το μεσημέρι σε ακατοίκητο χωριό, όπου από άλλο μέρος, μια λεύγα μακριά από τον δρόμο, μάς έφεραν φαγητό και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο για την ψυχαγωγία μας. Στη συνέχεια, όταν ήρθε η ώρα τού εσπερινού, ξεκινήσαμε να ταξιδεύουμε ξανά όλη εκείνη τη νύχτα και ο δρόμος μας διέσχιζε μεγάλη πεδιάδα.

Νισαπούρ και Κούρδοι νομάδες

Την επόμενη μέρα, το Σάββατο 26 Ιουλίου, φτάσαμε στη μεγάλη πόλη που ονομάζεται Νισαπούρ.37 Μία περίπου λεύγα πριν φτάσει στη Νισαπούρ, ο δρόμος διέσχιζε περιοχή όπου υπήρχαν πολλοί οπωρώνες καλά αρδευόμενοι από πολυάριθμα νερά. Σε αυτή την πεδιάδα είδαμε μεγάλο καταυλισμό τετρακοσίων περίπου σκηνών. Αυτές που βρήκαμε δεν ήσαν τού συνηθισμένου είδους, αλλά μακρόστενες και χαμηλές, φτιαγμένες από μαύρη τσόχα. Ζούσαν σε αυτές άνθρωποι γνωστοί ως Αλαβάρι,38 που δεν έχουν άλλες κατοικίες πέρα από τις σκηνές τους, γιατί ποτέ δεν κατοικούν σε πόλη ή χωριό, αλλά ζουν στην ύπαιθρο, καλοκαίρι και χειμώνα, βοσκώντας τα κοπάδια τους. Αυτά αποτελούνται από κριάρια, προβατίνες και αγελάδες, ενώ οι άνθρωποι τής συγκεκριμένης φυλής κατέχουν είκοσι περίπου χιλιάδες καμήλες. Περιπλανώνται στο μήκος και πλάτος ολόκληρης αυτής τής επαρχίας, ζώντας κάτω από τη δικαιοδοσία τού Τιμούρ, στον οποίο δίνουν ετησίως ως οφειλόμενο φόρο τρεις χιλιάδες καμήλες, καθώς και δεκαπέντε περίπου χιλιάδες πρόβατα. Τα δίνουν πρόθυμα έναντι τού προνομίου να βοσκούν τα κοπάδια τους στα εδάφη του. Μόλις φτάσαμε σε αυτούς τούς νομάδες, βγήκαν από τον καταυλισμό οι επικεφαλής τους προς εμάς και μάς οδήγησαν μέσα. Μάς έβαλαν να καθίσουμε στη μεγαλύτερη από τις σκηνές τους, βάζοντας μπροστά μας γαβάθες με γάλα και κρέμα, καθώς και ψωμί, σύμφωνα με το έθιμο τής περιοχής. Ύστερα πήραμε από αυτούς την άδεια ν΄ αναχωρήσουμε και ιππεύσαμε στη Νισαπούρ. Αυτή τη μέρα αναγκαστήκαμε ν΄ αφήσουμε πίσω τον Γκόμεζ ντε Σαλαζάρ σε ένα χωριό από το οποίο είχαμε περάσει, επειδή είχε αρρωστήσει τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να καθίσει πάνω στο άλογό του και να συνεχίσει ιππεύοντας.

Η πόλη Νισαπούρ βρίσκεται σε πεδιάδα και περιβάλλεται από κήπους και πολύ όμορφα σπίτια. Μόλις φτάσαμε στην πόλη, μάς οδήγησαν σε έξοχο κατάλυμα. Προσήλθαν και οι αρχηγοί τής πόλης φέρνοντας προμήθειες, δηλαδή κρέας με φρούτα όπως πεπόνια, που είναι εδώ μεγάλου μεγέθους και εξαιρετικής γεύσης, ενώ δεν υπήρχε έλλειψη κρασιού.

Θάνατος τού Γκόμεζ ντε Σαλαζάρ

Αφού λοιπόν πήραμε έτσι μέρος στη φιλοξενία τους, δώρισαν στη συνέχεια σε καθέναν από εμάς τούς πρεσβευτές ένα χρυσοκέντητο μεταξωτό ένδυμα. Όλα αυτά ήσαν σύμφωνα με τη ρητή εντολή τού Τιμούρ, αφού είχε δώσει ο ίδιος οδηγίες, ότι σε κάθε πόλη από την οποία θα περνούσαμε έπρεπε να μάς προσφέρουν ένα άλογο ή αντ’ αυτού ένα τιμητικό ένδυμα. Πέντε περίπου λεύγες πριν φτάσουμε σε αυτή την πόλη τής Νισαπούρ συναντήσαμε κάποιον άρχοντα που ήταν διοικητής στον στρατό τού Τιμούρ και το όνομά του ήταν Μελιαλιόργκα.39 Μάς πληροφόρησε ότι είχε σταλεί εδώ για να μάς συναντήσει με ειδική διαταγή τού ίδιου τού Τιμούρ, ώστε να μάς υποδεχτούν παντού με κάθε τιμή και να μάς διαθέσουν οτιδήποτε χρειαζόμασταν. Όταν λοιπόν ο Μελιαλιόργκα ενημερώθηκε από εμάς ότι ο Γκόμεζ ντε Σαλαζάρ δεν ήταν παρών, έχοντας αφεθεί πίσω, όπως ήδη αναφέρθηκε, σε κάποιο χωριό, επειδή ήταν πάρα πολύ άρρωστος για να ιππεύσει άλογο, πήγε ο ίδιος αμέσως σε εκείνο το μέρος, για να πάρει μέτρα για την άνεσή του. Βρήκε τον φτωχό σύντροφό μας να είναι τόσο αδύναμος, που δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι του και διέταξε να φέρουν αμέσως φορείο, στο οποίο έβαλαν τον Γκόμεζ και τον μετέφεραν άνδρες στους ώμους τους από στάδιο σε στάδιο και από τον ένα ξενώνα στον άλλο, μέχρι να φτάσουν μαζί του σε εμάς, που περιμέναμε με αγωνία στην πόλη Νισαπούρ. Μόλις έφτασε, τον τακτοποίησαν αμέσως με κάθε άνεση και διάσημοι γιατροί, από τούς οποίους δεν υπήρχε έλλειψη, κλήθηκαν να τον εξετάσουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, γιατί, παρά τα όσα κάναμε, ικανοποιούσε τον Θεό να τερματίσει ο Γκόμεζ ντε Σαλαζάρ τη ζωή του λίγο μετά από αυτά.

Τα ορυχεία τού λάπις λάζουλι

Η Νισαπούρ είναι μεγάλο μέρος. Είναι καλά εφοδιασμένη με όλα τα αγαθά και αποτελεί πολύ ευχάριστο τόπο διαμονής. Είναι πρωτεύουσα τής επαρχίας τής Μηδίας, ενώ εδώ κοντά βρίσκονται τα περίφημα ορυχεία τής πέτρας τυρκουάζ (λάπις λάζουλι). Αυτές τις πολύτιμες πέτρες τις βρίσκει κανείς και σε άλλες περιοχές τής Περσίας, αλλά εκείνες τού εδώ ορυχείου είναι οι καλύτερες.40 Τις βρίσκουν μέσα στη γη σε κάποιο μέρος, καθώς και στην κοίτη τού ποταμού που κατεβαίνει από το βουνό το οποίο υψώνεται στο πίσω μέρος τής πόλης. Ολόκληρη η περιοχή τής Νισαπούρ είναι πολύ πυκνοκατοικημένη και αποτελεί πολύ ευχάριστο μέρος για να ζει κανείς. Εδώ τελειώνει η επαρχία τής Μηδίας και αρχίζει η επαρχία τού Χορασάν, η οποία είναι πολύ εκτεταμένη περιοχή.41

<-Κεφάλαιο 8: Από τη Χόϋ στη Σουλτανίγια Κεφάλαιο 10: Από τη Νισαπούρ στον Ώξο->
error: Content is protected !!
Scroll to Top