Κεφάλαιο 08

<-Κεφάλαιο 7: Από το Έρζιντζαν στη Χόϋ Κεφάλαιο 9: Από τη Σουλτανίγια στη Νισαπούρ->

Κεφάλαιο 8: Από τη Χόϋ στη Σουλτανίγια

Image

Χάρτης 10: Από τη Χόϋ στη Σουλτανίγια

Χόϋ: ο Αιγύπτιος πρέσβης. Η καμηλοπάρδαλη

Όταν φτάσαμε στη Χόϋ,1 βρήκαμε σε αυτήν έναν πρεσβευτή, τον οποίο είχε στείλει στον Τιμούρ Μπέη ο σουλτάνος τής Αιγύπτου.2 Είχε μαζί του είκοσι ιππείς και δεκαπέντε καμήλες φορτωμένες με δώρα, που έστελνε ο σουλτάνος τής Βαβυλώνας3 στον Τιμούρ μπέη. Μεταξύ αυτών των δώρων μετρήθηκαν έξι σπάνια πουλιά4 και ένα ζώο που ονομάζεται τζορνούφα.5

Αυτό το ζώο έχει σώμα στο μέγεθος εκείνου τού αλόγου, αλλά εξαιρετικά μακρύ λαιμό. Τα μπροστινά του πόδια είναι πολύ μακρύτερα από τα οπίσθια, ενώ οι οπλές του χωρίζονται όπως εκείνες των βοοειδών. Το μήκος τού μπροστινού του ποδιού, μετρημένο από τον ώμο μέχρι την οπλή, ήταν στο συγκεκριμένο ζώο δεκαέξι παλάμες, ενώ από το στήθος εκεί μέχρι την κορυφή τού κεφαλιού μετρήθηκε επίσης δεκαέξι παλάμες. Όταν το ζώο σήκωνε το κεφάλι του, ήταν εκπληκτικό να βλέπεις το μήκος τού λαιμού, ο οποίος ήταν πολύ λεπτός ενώ το κεφάλι έμοιαζε κάπως με εκείνο τού ελαφιού. Τα πίσω πόδια, σε σύγκριση με τα μπροστινά, ήσαν κοντά κι έτσι όποιος έβλεπε το ζώο απρόσεκτα και για πρώτη φορά θα φανταζόταν ότι ήταν καθιστό και όχι ότι στεκόταν όρθιο, με τούς γλουτούς του να κλίνουν προς τα κάτω σαν εκείνους τού βουβαλιού. Η κοιλιά είναι άσπρη, αλλά το υπόλοιπο σώμα έχει χρυσοκίτρινη απόχρωση που σημαδεύεται από φαρδιές λευκές ζώνες. Το πρόσωπο με τη μύτη μοιάζει με εκείνο τού ελαφιού, ενώ στο πάνω μέρος προβάλλει κάπως έντονα. Τα μάτια είναι πολύ μεγάλα και στρογγυλά, τα αυτιά μοιάζουν με εκείνα τού αλόγου, ενώ κοντά στα αυτιά του υπάρχουν δύο μικρά στρογγυλά κέρατα, οι βάσεις των οποίων είναι καλυμμένες με τρίχες. Τα κέρατα αυτά είναι σαν εκείνα τού ελαφιού όταν αρχίζουν να βγαίνουν. Το ζώο φτάνει τόσο ψηλά όταν τεντώσει τον λαιμό του, που μπορεί να ξεπεράσει κάθε τοίχο, ακόμη κι έναν με ύψος που αντιστοιχεί σε έξι ή επτά πέτρες στο επιστέγασμα, ενώ όταν θέλει να φάει, μπορεί να τεντωθεί μέχρι τα κλαδιά οσοδήποτε ψηλού δένδρου. Μόνη του τροφή είναι τα πράσινα φύλλα. Για κάποιον που δεν έχει ξαναδεί τζορνούφα, το ζώο αυτό αποτελεί πραγματικά θαυμάσιο θέαμα.

Μείναμε στη Χόϋ από την Πέμπτη που φτάσαμε μέχρι την επόμενη Κυριακή 8 Ιουνίου, όταν αναχωρήσαμε. Στη Χόϋ δεν μπορέσαμε να προμηθευτούμε άλογα για το ταξίδι μας. Στάλθηκαν λοιπόν εντολές στα στρατεύματα που στάθμευαν γύρω και έτσι ικανοποιήθηκε η ανάγκη. Ξεκινώντας, κατασκηνώσαμε εκείνη τη νύχτα στα λιβάδια. Το ταξίδι μας από την Τραπεζούντα μέχρι αυτή την πόλη τής Χόϋ γινόταν ανά στάδιο μέσα από ορεινά εδάφη, όπου τα υψώματα ήσαν σκεπασμένα από χιόνι, αλλά από δω και μετά το κλίμα γινόταν θερμότερο και δεν συναντούσαμε πια χιόνι. Το μεσημέρι τής επόμενης Δευτέρας φτάσαμε σε πολύ πυκνοκατοικημένη πόλη που ονομάζεται Τασούζ,6 βρίσκεται σε πεδιάδα και περιβάλλεται από πολλούς οπωρώνες, που αρδεύονται από πολυάριθμα ρέματα. Αυτός ο τόπος βρίσκεται στα όρια τής αλμυρής λίμνης,7 η περίμετρος τής οποίας είναι εκατό περίπου μίλια, ενώ στη λίμνη αυτή υπάρχουν τρία νησιά, ένα από τα οποία είναι κατοικημένο. Συνεχίσαμε προχωρώντας εκείνο το βράδυ και κοιμηθήκαμε σε χωριουδάκι που ονομαζόταν Κουζά Κουνάν8 και ήταν κάποτε μεγάλο μέρος, αλλά τώρα βρίσκεται σε ερείπια. Λένε ότι ήταν ο Τόκταμις,9 ο αυτοκράτορας των Τατάρων, εκείνος που κατέστρεψε αυτήν την πόλη, εκείνος τον οποίο αργότερα κατανίκησε ο Τιμούρ, βγάζοντάς τον από την εξουσία, με αποτέλεσμα να είναι τώρα ανίκανος να κάνει κακό, όπως θα εξηγήσουμε πληρέστερα αργότερα. Στο Κουζά Κουνάν παρατηρήσαμε ότι είχαν εγκατασταθεί πολλοί Αρμένιοι και διέμεναν εκεί. Την επόμενη μέρα, που ήταν Τρίτη, φτάσαμε σε χωριό που ονομάζεται Τσαουσκάντ10 και βρίσκεται στην πεδιάδα. Είναι περιτριγυρισμένο από οπωρώνες, αμπελώνες και οπωροφόρα δέντρα, ενώ υπάρχει σκιά ολόγυρα και από κοντινούς λόφους κατεβαίνουν πολλά ρέματα, που αρδεύουν τούς κήπους του. Μεγάλες ποσότητες φρούτων μεταφέρονται από εδώ στην Ταμπρίζ, ενώ εξάγονται ακόμη και σε μέρη πιο πέρα. Την ίδια εκείνη νύχτα τής Τρίτης κοιμηθήκαμε κατασκηνώνοντας στην ύπαιθρο, ενώ όλη την επόμενη μέρα ο δρόμος μας περνούσε από περιβόλια και αμπελώνες, ανάμεσα στους οποίους κυλούσαν νεροσυρμές. Ο δρόμος βρισκόταν χαμηλά και το ταξίδι ήταν πολύ ευχάριστο λόγω αυτών των περιβολιών.

Η πόλη τής Ταμπρίζ

Την Τετάρτη 11 Ιουνίου, την ώρα τού εσπερινού, μπήκαμε στη μεγάλη πόλη Ταμπρίζ,11 η οποία βρίσκεται σε πεδιάδα, ανάμεσα σε δύο ψηλές λοφοσειρές, γυμνές από δέντρα. Η πόλη δεν περιβάλλεται από τείχος, ενώ η λοφοσειρά στα αριστερά πλησιάζει στα όρια τής πόλης. Αυτή η πλαγιά τού λόφου12 έχει ζεστή όψη. Το νερό των ρεμάτων που κυλούν από αυτήν είναι ακατάλληλο για πόση. Η απέναντι πλαγιά τού λόφου που βρίσκεται στα δεξιά, πίσω από την πόλη13 έχει ψυχρή όψη, ενώ πέρα, στις κορυφές λοφοσειράς που φαίνεται εδώ, υπάρχει χιόνι όλο τον χρόνο. Τα ρέματα που κυλούν από αυτή την περιοχή παρέχουν εξαιρετικό πόσιμο νερό, το οποίο οδηγείται στην Ταμπρίζ, όπου αγωγοί περνούν από την πόλη και φτάνουν σε όλα τα σπίτια. Σε αυτή την οροσειρά προς νότο, που φαίνεται καθαρά από την πόλη, εμφανίζονται δύο κορυφές, οι οποίες, όπως λέγεται, κάποτε ήσαν τόσο κοντά, ώστε να σχηματίζουν βουνοκορφή. Όμως χρόνο με τον χρόνο έχουν γίνει τώρα δύο κορυφές, που διαχωρίζονται όλο και περισσότερο. Στην απέναντι λοφοσειρά, στα βόρεια τής πόλης, σε απόσταση μιας περίπου λεύγας, υπάρχει πολύ ψηλός λόφος. Εδώ, όπως μάς είπαν, κάποιοι Γενουάτες έμποροι σε περασμένες εποχές είχαν αγοράσει τη γη από τον σουλτάνο Οβεΐς,14 για να ιδρύσουν εκεί κάστρο για δική τους χρήση. Όμως ο σουλτάνος, μόλις τούς πούλησε τον λόφο, άρχισε να μετανιώνει για τη συμφωνία του. Έτσι, όταν οι Γενουάτες ξεκίνησαν την κατασκευή τού οχυρού τους, έστειλε και τούς είπαν ότι στη χώρα του δεν ήταν συνηθισμένο να χτίζουν οι έμποροι ή ν΄ αγοράζουν κάστρα. Μάλιστα μπορούσαν ν΄ αγοράσουν όσα εμπορεύματα ήθελαν, τα οποία μπορούσαν να εξάγουν, παίρνοντάς τα μαζί τους στη χώρα τους. Αυτό μπορούσαν να το κάνουν, αλλά αν ήθελαν να χτίσουν κάστρο για τον εαυτό τους, έπρεπε να το πάρουν κι αυτό μαζί, μεταφέροντας κάπου αλλού το έδαφος πάνω στο οποίο θα το έχτιζαν, σε κάποιο μέρος έξω από την επικράτειά του. Οι Γενουάτες έμποροι, όταν το άκουσαν αυτό, φιλονίκησαν μαζί του, οπότε, όπως μάθαμε, ο σουλτάνος Οβεΐς διέταξε ασυγκράτητα ν΄ αποκεφαλιστούν όλοι.

Από τούς λόφους που είναι προς τα δεξιά, προς νότο, ρέει μεγάλος ποταμός προς την Ταμπρίζ,15 αλλά πριν φτάσει στην πόλη, το περισσότερο νερό του οδηγείται σε κανάλια άρδευσης. Πολλοί αγωγοί ξεκινούν αργότερα από αυτά, οι οποίοι, φέρνοντας στην πόλη το νερό, ρέουν κατά μήκος των δρόμων και των πλατειών. Σε όλη την πόλη υπάρχουν έξοχοι δρόμοι με ανοιχτούς χώρους καλά σχεδιασμένους. Γύρω τους φαίνονται πολλά μεγάλα κτίρια και σπίτια, με πολλές πόρτες, τα οποία μοιάζουν με αλκαθερίας.16 Μέσα τους είναι φτιαγμένα ξεχωριστά διαμερίσματα και καταστήματα με γραφεία, που έχουν σχεδιαστεί για διάφορες χρήσεις. Αφήνοντας αυτές τις αλκαθερίας περνάς στους δρόμους τής αγοράς, όπου πωλούνται αγαθά όλων των ειδών, όπως μεταξωτά και βαμβακερά υφάσματα, κρεπ, ταφτάδες, ακατέργαστο μετάξι και κοσμήματα. Γιατί σε αυτά τα καταστήματα μπορούν να βρεθούν προϊόντα κάθε είδους. Μάλιστα υπάρχει εδώ τεράστια συρροή εμπόρων και εμπορευμάτων. Έτσι, για παράδειγμα, σε ορισμένες αλκαθερίας είναι εγκατεστημένοι εκείνοι που πωλούν καλλυντικά και αρώματα για γυναίκες. Έρχονται εδώ γυναίκες για να τούς συναντήσουν σε αυτά τα καταστήματα και ν΄ αγοράσουν, γιατί συνηθίζουν να χρησιμοποιούν πολλά αρώματα και αλοιφές. Η ενδυμασία που φορούν οι γυναίκες στους δρόμους είναι ως εξής: προχωρούν καλυμμένες με λευκό σεντόνι και φορούν πάνω στα πρόσωπά τους μαύρη μάσκα από τρίχες αλόγου. Επομένως κρύβονται εντελώς, έτσι ώστε κανείς να μην τις γνωρίζει. Σε όλη την Ταμπρίζ μπορεί να δει κανείς πολλά ωραία κτίρια, οικίες και τζαμιά, πολύ όμορφα διακοσμημένα με πλακίδια και πλάκες,17 και με ελληνική εργασία σε χρυσό και μπλε,18 και με πολλά και πολύ όμορφα παράθυρα με υαλογραφίες.19

Μας είπαν ότι όλα αυτά τα ωραία κτίρια είχαν ανεγερθεί σε παρελθούσες εποχές, όταν ζούσαν στην Ταμπρίζ πολλοί διάσημοι και πλούσιοι άνδρες, που συναγωνίζονταν καθένας με τον γείτονά του για το ποιος θα χτίσει το ωραιότερο σπίτι, δαπανώντας ο καθένας πρόθυμα τον πλούτο του σε εκείνο που έκανε. Από αυτά τα κτίρια επισκεφθήκαμε ιδιαίτερα ένα μεγάλο παλάτι που περιβαλλόταν από το δικό του τείχος, πολύ όμορφα και πλούσια σχεδιασμένο, ενώ μέσα σε αυτό το κτίριο υπήρχαν είκοσι χιλιάδες δωμάτια και ξεχωριστά διαμερίσματα. Μάθαμε ότι αυτό το μεγάλο ανάκτορο είχε χτιστεί από εκείνο τον μονάρχη που ονομαζόταν σουλτάνος Οβεΐς,20 ο οποίος το είχε κατασκευάσει χρησιμοποιώντας τον θησαυρό που είχε μαζέψει από τον φόρο υποτέλειας που τού κατέβαλλε κατά τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας του ο σουλτάνος της Αιγύπτου.21 Ο τόπος είναι τώρα γνωστός ως Νταβλάτ Χανέ,22 όνομα το οποίο θα μπορούσε επίσης ν΄ αποδοθεί ακριβώς ως «Οίκος τής Τύχης».23 Αυτό το τεράστιο ανάκτορο εξακολουθεί στο μεγαλύτερο μέρος του να στέκεται άθικτο, ενώ μάλιστα ελπίζαμε ότι κι όλα τα άλλα ωραία κτίρια στην Ταμπρίζ θα είχαν παραμείνει στην αρχική τους κατάσταση. Όμως δυστυχώς πολλά έχουν προσφάτως κατεδαφιστεί με εντολή τού Mιράν Σαχ, εκείνου τού πρίγκιπα που είναι ο μεγαλύτερος γιος τού Τιμούρ. Η αιτία θα εξηγηθεί αργότερα. Η Ταμπρίζ είναι πολύ ισχυρή πόλη, πλούσια σε αγαθά και με άφθονο πλούτο, γιατί το εμπόριο ανθίζει καθημερινά εδώ. Λένε ότι σε παλαιότερες εποχές ο πληθυσμός της ήταν ακόμη μεγαλύτερος απ’ όσο είναι τώρα, αλλά ακόμη και σήμερα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 200.000 σπίτια εντός των ορίων τής πόλης ή ίσως ακόμη περισσότερα. Βρήκαμε ότι σε πολλές δημόσιες πλατείες πωλούσαν φαγητά ήδη μαγειρεμένα και ωραία σερβιρισμένα για άμεση κατανάλωση, που είχαν προετοιμαστεί με διάφορους τρόπους. Υπήρχαν επίσης εκεί φρούτα σε αφθονία.

Σε δρόμο τής πόλης κοντά σε μια από τις πλατείες υπάρχει σπίτι, όπου θα δει κανείς ένα νεκρό, μαραμένο κορμό δέντρου, για τον οποίο λένε τα εξής. Οι απλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι σε κάποιο κοντινό μέλλον αυτό το μαραμένο δέντρο θα βγάλει πράσινα φύλλα, ενώ στη συνέχεια θα συμβεί να εμφανιστεί στην πόλη κάποιος χριστιανός επίσκοπος, περιβαλλόμενος από πολλούς χριστιανούς. Θα κρατά στο χέρι του σταυρό και αμέσως θα προσηλυτίσει όλους τούς κατοίκους τής Ταμπρίζ στην αληθινή πίστη στον Ιησού Χριστό. Για όλα αυτά, όπως μάς είπαν, είχε κάνει προφητεία δημοσίως, πριν από όχι πολύ καιρό, κάποιος μουσουλμάνος που λεγόταν Ζαϋτέν,24 που ήταν σαν ερημίτης. Λένε ότι οι απλοί άνθρωποι τής Ταμπρίζ θύμωσαν πολύ με αυτό και ότι πήγαν να κόψουν αυτό το δέντρο, αλλά όταν τού έδωσαν τρία χτυπήματα με τσεκούρι, εκείνοι που το χτύπησαν έσπασαν τα χέρια τους. Μάς είπαν ότι αυτός ο μουσουλμάνος είχε πεθάνει πολύ πρόσφατα, ενώ είχε προφητεύσει και πολλά άλλα πράγματα. Είπαν επίσης ότι ο Τιμούρ, όταν βρισκόταν σε αυτή την πόλη, έστειλε να φωνάξουν αυτόν τον μουσουλμάνο, που τού είπε αυτό25 και άλλα πράγματα. Το δέντρο για το οποίο μόλις μιλήσαμε βρίσκεται ακόμη και σήμερα σε αυτόν τον ίδιο δρόμο και κανείς δεν τολμά να το αγγίξει.

Σε πολλούς δρόμους και ανοικτούς χώρους τής πόλης βλέπει κανείς κρήνες και γούρνες για να πίνουν από αυτές, ενώ σε αυτές τις τελευταίες το καλοκαίρι συνηθίζουν να ψύχουν το νερό με κομμάτια πάγου, βάζοντας εκεί μέσα τα μπρούτζινα και χάλκινα δοχεία τους για να πίνει ο κόσμος. Ο κυβερνήτης τής Ταμπρίζ είναι συγγενής τού Τιμούρ και τον αποκαλούν Νταρογά.26 Ήταν πολύ ευγενικός στη συμπεριφορά του, αντιμετωπίζοντάς μας με κάθε τιμή. Υπάρχουν, όπως ειπώθηκε, πολλά πλούσια και όμορφα τζαμιά στην πόλη, καθώς επίσης και λουτρά, νομίζω τα πιο υπέροχα σε ολόκληρο τον κόσμο. Παραμείναμε στην Ταμπρίζ εννέα μέρες και όταν έφτασε ο καιρός ν΄ αναχωρήσουμε, για να συνεχίσουμε το ταξίδι προς τα εμπρός, μάς έφεραν να ιππεύσουμε άλογα, από εκείνα που ήσαν ιδιοκτησία τού ίδιου τού Τιμούρ. Έφεραν μάλιστα όχι μόνο για εμάς τούς πρεσβευτές, αλλά και για όλους τούς συνοδούς μας, καθώς και υποζύγια για τις αποσκευές μας. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλη την απόσταση από την Ταμπρίζ μέχρι τη Σαμαρκάνδη ο Τιμούρ έχει θεσπίσει σταθμούς αλλαγής αλόγων που διατηρούνται σε ετοιμότητα αναμένοντας εντολή. Έτσι οι αγγελιοφόροι του, στις αποστολές που τούς αναθέτει, μπορούν να ιππεύουν νύχτα και μέρα, χωρίς παρεμπόδιση. Οι σταθμοί αλλαγής αλόγων έχουν χτιστεί σε αποστάσεις ταξιδιού μιας ημέρας ή, μερικές φορές, μισής ημέρας. Σε μερικούς σταθμούς θα βρει κανείς εκατό άλογα, σε άλλους μόνο πενήντα, ενώ σε μερικούς μπορεί να υπάρχουν μέχρι και διακόσια. Έτσι εξυπηρετείται ο μεγάλος δρόμος μέχρι τη Σαμαρκάνδη. Μάς είπαν ότι από την Ταμπρίζ μέχρι το Κάιρο υπολογίζουν ότι είναι ταξίδι δέκα ημερών ενώ, πηγαίνοντας προς τα εκεί, η πόλη τής Βαγδάτης27 βρίσκεται στα δεξιά.

Ζαντζάν, η πόλη τού Δαρείου

Την Παρασκευή 20 Ιουνίου λοιπόν, φύγαμε από την Ταμπρίζ την ένατη ώρα28 και κοιμηθήκαμε εκείνη τη νύχτα σε κάστρο που ονομάζεται Σαϊνταμπάντ.29 Την επόμενη μέρα, το Σάββατο, γευματίσαμε στο χωριό Ουτζάν,30 ενώ την επόμενη νύχτα κατασκηνώσαμε στην ύπαιθρο. Την Κυριακή το πρωί περάσαμε από το Σεϋγκάν31 και δειπνήσαμε στο χωριό Τουνγκλάρ,32 όπου οι άνθρωποι ανήκαν όλοι σε φυλές Τουρκομάνων. Τώρα το ταξίδι μας διέσχιζε καθημερινά πεδιάδες, έχοντας αφήσει πίσω τη λοφώδη περιοχή, ενώ ο καιρός είχε γίνει πολύ ζεστός. Σε κάθε χωριό όπου σταματούσαμε, μάς έφερναν φαγητό σε αφθονία και μάς το σέρβιραν. Τέτοιο ήταν το έθιμό τους, που όταν φτάναμε σε κάποιο μέρος, θα μάς ικέτευαν αμέσως να αφιππεύσουμε και στη συνέχεια, αφού μάς έβαζαν να καθίσουμε πάνω σε χαλιά που απλώνονταν στο γρασίδι, στη σκιά, θα μάς έφερναν αμέσως τρόφιμα από τα σπίτια που βρίσκονταν κοντά, δηλαδή ψωμί και ξινόγαλα, ακολουθούμενα από σούπα που συνηθίζουν να παρασκευάζουν με ρύζι και ζυμάρι. Αν σκοπεύαμε να παραμείνουμε τη νύχτα σε κάποιο χωριό, τότε θα μαγειρευόταν κρέας για εμάς, βλέποντας ότι εκείνο που είχε προηγηθεί ήταν απλώς ένα κολατσιό μετά το απογευματινό στάδιο. Από το Τουνγκλάρ και πέρα συνηθίζαμε τώρα να ταξιδεύουμε νύχτα, γιατί αυτή την εποχή, δηλαδή τον μήνα Ιούνιο, είναι αδύνατο να ιππεύσει κανείς κατά τις ώρες τής ημέρας, εξαιτίας τής μεγάλης ζέστης. Επίσης κατά τη διάρκεια τής ημέρας οι αλογόμυγες, αυτή η μάστιγα, αφθονούν σε ολόκληρη αυτή την περιοχή και μάλιστα από τα τσιμπήματά τους πεθαίνουν συχνά τόσο άνθρωποι όσο και ζώα. Έτσι, όταν φτάσαμε σε αυτό το χωριό Τουνγκλάρ, αν και η ζέστη τού ήλιου δεν ήταν σε καμία περίπτωση υπερβολική, αλλά εκείνη την ημέρα οι αλογόμυγες ήσαν ήδη τόσο πολλές, που τα άλογα δύσκολα μπορούσαν ν΄ αντέξουν την ενόχληση από τα κεντριά τους. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για ν΄ αποτρέψουμε την εγκατάστασή τους πάνω στα ζώα μας, τα οποία αιμορραγούσαν όλα τρομερά ύστερα από την πορεία εκείνης τής ημέρας.

Την επόμενη μέρα που ήταν Δευτέρα, την πρώτη ώρα,33 φτάσαμε σε χωριό που ονομαζόταν Μιανέ.34 Αυτό το όνομα σημαίνει στα περσικά «στα μισά τού δρόμου». Εδώ μείναμε όλη τη μέρα ενώ, όταν έπεσε το σκοτάδι, συνεχίσαμε το ταξίδι μας ιππεύοντας έξοχα άλογα και προχωρώντας στη διάρκεια τής νύχτας. Αυτά τα άλογα μάς διατέθηκαν από τούς στάβλους που διατηρούνται εδώ για τούς αγγελιοφόρους στην υπηρεσία τού Τιμούρ. Την Τρίτη το βράδυ, που ήταν η γιορτή τού Αγίου Ιωάννη,35 φτάσαμε σε μεγάλο κτίριο, φτιαγμένο εδώ για τη στέγαση των ταξιδιωτών και για τούς εμπόρους που βρίσκονται στον δρόμο.36 Ξεκουραστήκαμε εκεί μέχρι την ώρα τού εσπερινού. Ενώ αναπαυόμασταν εδώ, εμφανίστηκε αγγελιοφόρος από τον πρίγκιπα Mιράν Σαχ,37 που είναι ο μεγαλύτερος [στη ζωή] γιος τού Τιμούρ. Μάς πληροφόρησε ότι τον είχε στείλει ο πρίγκιπας που επιθυμούσε να σπεύσουμε και να τον συναντήσουμε στον τόπο όπου είχε στρατοπεδεύσει, εκεί όπου στάθμευε με τα στρατεύματά του. Μάς διέθεσαν λοιπόν ξεκούραστα άλογα από τούς κυβερνητικούς στάβλους, ιππεύσαμε αμέσως και καθώς έπεφτε η νύχτα προχωρήσαμε υπακούοντας στις εντολές του. Όμως, αφού ταξιδεύαμε όλη τη νύχτα,38 μάς συνάντησε την αυγή τής ημέρας άλλος αγγελιοφόρος, που μάς είπε ότι ο πρίγκιπας είχε επιστρέψει στη Σουλτανίγια και ότι έπρεπε να σπεύσουμε να τον ακολουθήσουμε εκεί, αφού ήθελε τώρα να μάς υποδεχτεί σε εκείνη την πόλη. Συνεχίσαμε λοιπόν το ταξίδι μας και το μεσημέρι φτάσαμε σε σταθμό αλλαγής, όπου βρήκαμε να μάς περιμένουν ξεκούραστα κυβερνητικά άλογα. Αυτός ο τόπος βρισκόταν στην όχθη ποταμού. Ύστερα από τη μεσημβρινή ξεκούραση, ξεκινήσαμε και πάλι τον δρόμο μας αργά το απόγευμα.

Κατά τη διάρκεια τής νύχτας που ακολούθησε φτάσαμε σε τόπο γνωστό ως Ζαντζάν.39 Το μεγαλύτερο μέρος τής πόλης εδώ είναι τώρα ακατοίκητο, αλλά σε παλαιότερες εποχές έλεγαν ότι αυτή ήταν μία από τις μεγαλύτερες πόλεις σε ολόκληρη την Περσία. Βρίσκεται σε πεδιάδα, ανάμεσα σε δύο ψηλές λοφοσειρές που είναι γυμνές από δέντρα. Παρατηρήσαμε ότι το τείχος τής πόλης είχε εγκαταλειφθεί σε ερείπωση, αλλά μέσα στο κύκλωμά του υπήρχαν ακόμη πολλά ωραία σπίτια και τζαμιά, ενώ από τούς δρόμους του περνούσαν άριστοι αγωγοί ύδρευσης, αλλά τώρα ήσαν όλοι στεγνοί, έχοντας περιπέσει σε αχρηστία. Αναφέρουν ότι το Ζαντζάν ήταν παλαιότερα η πόλη στην οποία ζούσε ο βασιλιάς Δαρείος. Ήταν η πρωτεύουσα τής αυτοκρατορίας του, η πόλη που προτιμούσε και εκείνη στην οποία κατοικούσε τον περισσότερο καιρό. Επίσης από εδώ ξεκίνησε επικεφαλής τού στρατού του, όταν πήγε να πολεμήσει τον Μεγάλο Αλέξανδρο. Μείναμε στο Ζαντζάν την υπόλοιπη εκείνη νύχτα για να ξεκουραστούμε, ενώ το πρωί τής επόμενης ημέρας, έχοντας εφοδιαστεί με ξεκούραστα κρατικά άλογα, ιππεύσαμε συνεχίζοντας το ταξίδι μας. Μάς είχαν υποδεχθεί πολύ φιλόξενα στο Ζαντζάν, όπου οι άνθρωποι εκεί μάς εφοδίασαν με όλα τα απαραίτητα τρόφιμα και ιδιαίτερα με εξαιρετικά φρούτα.

Η Σουλτανίγια και το εμπόριό της

Την Πέμπτη 26 Ιουνίου το μεσημέρι φτάσαμε τελικά στη μεγάλη πόλη τής Σουλτανίγια,40 όπου βρήκαμε τον πρίγκιπα Μιράν Σαχ, γιο τού Τιμούρ, να περιμένει την άφιξή μας.

Στη χώρα αυτή υπάρχει έθιμο, σύμφωνα με το οποίο, όταν κάποιος γίνεται δεκτός σε ακρόαση από τον πρίγκιπα, πρέπει να τού προσφέρει κάποιο δώρο. Εμείς λοιπόν, με την ευκαιρία τής επίσκεψής μας, φέρναμε ορισμένα μάλλινα υφάσματα, που τα εκτιμούν εδώ, καθώς και κάποια άλλα σπάνια αντικείμενα, τα οποία τώρα θέλαμε να τοποθετήσουμε ενώπιον τού πρίγκιπα για να τού τα προσφέρουμε. Μάς οδήγησαν σε αυτόν σε ένα από τα παλάτια του, που βρισκόταν σε ωραίο περιβόλι, ενώ ήσαν παρόντες πολλοί τής συνοδείας του. Μάς υποδέχθηκε σε μια σκηνή όπου διέμενε εκείνη την ημέρα και μάς ρώτησε πολύ ευγενικά για την υγεία τού βασιλιά τής Ισπανίας, τού κυρίου μας. Αφού πέρασε κάποιο διάστημα σε συζήτηση, έφεραν φαγητό και όλοι συμμετείχαμε σε αυτό, σύμφωνα με τα διάφορα έθιμα και τον τρόπο με τον οποίο έτρωγε καθένας. Αργότερα, όταν ήρθε η ώρα να μάς επιτραπεί η αναχώρηση, οι συνοδοί έφεραν χρυσοκέντητα μεταξωτά ενδύματα,41 με τα οποία έντυσαν καθέναν από εμάς τούς πρεσβευτές και στη συνέχεια επιστρέψαμε στα καταλύματά μας. Αυτή η πόλη τής Σουλτανίγια βρίσκεται σε πεδιάδα και δεν έχει τείχος γύρω της. Στη μέση της όμως υπάρχει μεγάλο κάστρο, χτισμένο από πέτρα, που έχει πολλούς ισχυρούς πύργους. Τα τείχη αυτά και οι τοίχοι τού κάστρου είναι διακοσμημένοι με μπλε πλακίδια που προσδίδουν επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Πάνω σε καθέναν από αυτούς τούς πύργους υπάρχει μικρό κανόνι. Η Σουλτανίγια είναι πολυάνθρωπη πόλη, αλλά όχι τόσο μεγάλη όσο η Ταμπρίζ, αν και αποτελεί πιο σημαντικό κέντρο ανταλλαγής για τούς εμπόρους και τα αγαθά τους. Κάθε χρόνο, ιδιαίτερα τούς μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο, φτάνουν εδώ μεγάλα καραβάνια με καμήλες και εμπορεύματα. Εδώ χρησιμοποιούν τη λέξη «καραβάνι» για εκείνο που σε εμάς θα ήταν οποιαδήποτε μεγάλη ομάδα υποζυγίων. Τότε η πόλη βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης αναστάτωσης, ενώ τεράστιοι είναι οι τελωνειακοί δασμοί που συγκεντρώνονται στο δημόσιο ταμείο. Έτσι, κάθε χρόνο τη Σουλτανίγια επισκέπτονται πολλοί έμποροι από την Ελάσσονα Ινδία,42 που φέρνουν μαζί τους όλα τα είδη των μπαχαρικών. Εδώ εισάγονται επίσης τα καλύτερα είδη των λιγότερο γνωστών μπαχαρικών που δεν πωλούνται στις αγορές τής Συρίας, όπως το γαρίφαλο, το μοσχοκάρυδο, η κανέλα, το μάννα και τα υπόλοιπα. Αυτά είναι πρώτης ποιότητας μπαχαρικά που δεν φτάνουν ποτέ στις αγορές τής Αλεξάνδρειας και επομένως δεν διατηρούνται στις εκεί αποθήκες.

Επίσης στη Σουλτανίγια εισάγεται όλο το μετάξι που παράγεται στο Γκιλάν,43 στην επαρχία που βρίσκεται κατά μήκος τής νότιας ακτής τής Θάλασσας τού Μπακού44 και στην οποίο παράγουν και επεξεργάζονται μεγάλη ποσότητα αυτού τού προϊόντος. Το μετάξι τού Γκιλάν εξάγεται από τη Σουλτανίγια στη Δαμασκό και άλλα μέρη τής Συρίας, καθώς και στην Τουρκία και στον Καφφά45 και τις γειτονικές περιοχές. Επίσης στη Σουλτανίγια έρχεται όλο το μετάξι που παράγεται στην επαρχία τής Σαμάχα,46 που είναι περιοχή όπου υφαίνεται μεγάλη ποσότητα αυτού τού προϊόντος και Πέρσες έμποροι ταξιδεύουν μέχρι εκεί για να το αγοράσουν, καθώς επίσης Ενετοί και Γενουάτες. Αυτές οι περιοχές όπου παράγεται το μετάξι είναι όλες τόσο ζεστές, που όλοι οι ξένοι που πηγαίνουν εκεί υποφέρουν πολύ από ηλίαση, η οποία μάλιστα κάποιες φορές σκοτώνει. Λένε ότι το χτύπημα τού ήλιου πηγαίνει κατευθείαν στην καρδιά, προκαλώντας πρώτα εμετό και στη συνέχεια θάνατο. Οι ώμοι εκείνων που παθαίνουν ηλίαση φαίνονται να καίνε, ενώ λένε επίσης ότι το πρόσωπο εκείνων που γλιτώνουν τη ζωή τους είναι αργότερα κίτρινο ή γκρι και δεν ξαναβρίσκουν ποτέ το φυσικό τους χρώμα. Επίσης από την περιοχή γύρω από το Σιράζ,47 που βρίσκεται στα σύνορα τής Ελάσσονος Ινδίας,48 εισάγουν στη Σουλτανίγια πολλά είδη υφασμάτων, υφασμένων από μετάξι ή βαμβάκι, καθώς και ταφτάδες και κρεπ διαφόρων ειδών, ενώ από το Γεζντ,49 το Σέρπι50 και την επαρχία Χορασάν51 έρχεται πολύ βαμβάκι, τόσο στριμμένο όσο και ακατέργαστο, καθώς επίσης και υφασμένο σε υφάσματα πολλών χρωμάτων. Αυτά τα υφάσματα τα χρησιμοποιούν οι άνθρωποι εδώ και είναι φτιαγμένα για να τα φορούν. Η επαρχία τού Χορασάν είναι πολύ μεγάλη περιοχή, που βρίσκεται μεταξύ τής χώρας των Τατάρων και τής χώρας τής Ελάσσονος Ινδίας. Από αυτά τα εδάφη τού Σιράζ και τού Χορασάν θα περνούσαμε σύντομα, ενώ πέρα από αυτά βρίσκεται η μεγάλη πόλη τού Ορμούζ,52 η οποία παλαιότερα θεωρούνταν ότι ανήκε στην Ελάσσονα Ινδία, αλλά αυτή τη στιγμή περιλαμβάνεται στις κτήσεις τού Τιμούρ. Από αυτό το λιμάνι φτάνει στη Σουλτανίγια μεγάλη ποσότητα μαργαριταριών, καθώς και πολλές πολύτιμες πέτρες. Αυτά μεταφέρονται στο Ορμούζ από τo Κατάι53 δια θαλάσσης. Τα πλοία ανεβαίνουν σε δέκα μέρες σε αυτό το λιμάνι54 έχοντας αφήσει τα νερά τής Δυτικής Θάλασσας,55 τής θάλασσας δηλαδή που συνορεύει εδώ με τα εδάφη τής Περσίας. Όλα τα πλοία και σκάφη που ταξιδεύουν στη Δυτική Θάλασσα είναι φτιαγμένα με τις σανίδες τους ενωμένες, χωρίς τη χρήση σιδερένιων καρφιών. Στη θέση τους χρησιμοποιούν ξυλόκαρφα, ενώ παράλληλα δένουν τις σανίδες μεταξύ τους με σπάγγο. Αν δεν τα έφτιαχναν έτσι, αλλά χρησιμοποιούσαν καρφιά, το σίδερο θα έβγαινε και τα πλοία θα άνοιγαν αμέσως, λόγω τής ποσότητας τού φυσικού μαγνήτη που υπάρχει σε αυτές τις θάλασσες.56 Αυτά τα πλοία κουβαλούν λοιπόν τα μαργαριτάρια στην πόλη τού Ορμούζ, για να τρυπηθούν εκεί και να τούς περάσουν αλυσίδες. Επίσης φέρνουν εδώ και τα ρουμπίνια από το Κατάι, το μόνο μέρος στο οποίο τα βρίσκουν σε άριστη ποιότητα, καθώς και μπαχαρικά. Από το Ορμούζ αυτά τα προϊόντα διασκορπίζονται σε εξαγωγές σε όλα τα μέρη τού δυτικού κόσμου. Τα περισσότερα από τα μαργαριτάρια που έχουμε [στην Ισπανία] προέρχονται από τις θάλασσες τού Κατάι και μεταφέρονται πάντοτε στο Ορμούζ για να τρυπηθούν και να τούς περάσουν αλυσίδες, γιατί οι έμποροι, είτε xριστιανοί είτε μουσουλμάνοι, όλοι συμφωνούν ότι η εργασία αυτή μπορεί να γίνει τέλεια μόνο από τούς έμπειρους ανθρώπους αυτής τής πόλης. Τα καραβάνια που περνούν από τη Σουλτανίγια στο Ορμούζ κάνουν το ταξίδι σε εξήντα μέρες. Μάς λένε πάντοτε στην πατρίδα στη δύση, ότι το μαργαριτάρι παράγεται από κάποια μεγάλα κοχύλια που ονομάζονται νάκαρ.57 Όμως οι ταξιδιώτες που έρχονται από το Ορμούζ και το Κατάι όλοι συμφωνούν ότι το μαργαριτάρι είναι προϊόν ενός στρειδιού, προσθέτοντας ότι τα στρείδια στα οποία βρίσκονται τα μαργαριτάρια είναι πολύ μεγάλου μεγέθους και λευκά σαν χαρτί. Εισάγονται έτσι στις πόλεις Σουλτανίγια και Ταμπρίζ, όπου τα επεξεργάζονται σε δαχτυλίδια και σκουλαρίκια. Κάθε χρόνο λοιπόν, αυτή την εποχή, οι έμποροι από τα χριστιανικά εδάφη, δηλαδή από τον Καφφά και την Τραπεζούντα, μαζί με μουσουλμάνους εμπόρους από την Τουρκία, τη Συρία και τη Βαγδάτη, συγκεντρώνονται όλοι μαζί σε αυτή την πόλη τής Σουλτανίγια για τις επιχειρηματικές συναλλαγές τους.

Image

Χάρτης 11: Περιοχές παραγωγής μεταξιού και μαργαριταριών

Η Σουλτανίγια βρίσκεται σε πεδιάδα και η πόλη διασχίζεται από πολλούς αγωγούς νερού. Είδαμε ωραίους δρόμους και πλατείες, όπου εξέθεταν πολλά εμπορεύματα προς πώληση, ενώ σε όλες τις περιοχές τής πόλης συναντάς ξενώνες, πολύ βολικά τοποθετημένους για τη στέγαση των εμπόρων που έρχονται στην πόλη. Πέρα από τη Σουλτανίγια, προς τα ανατολικά, ξεκινούν οι μεγάλες πεδιάδες που συνεχίζονται για μεγάλο διάστημα και όλη η χώρα εδώ είναι καλά κατοικημένη. Στα δεξιά58 φαίνεται σειρά ψηλών, γυμνών λόφων, χωρίς δάση. Πέρα από αυτήν βρίσκεται η επαρχία γνωστή ως Kουζεστάν.59 Αυτοί οι λόφοι είναι πολύ άγριοι και όλο τον χρόνο βρίσκεται πάνω τους χιόνι. Στα αριστερά60 υπάρχει άλλη οροσειρά από ψηλά γυμνά βουνά, όπου το κλίμα είναι ζεστό, ενώ πίσω από αυτά βρίσκεται η επαρχία που είναι γνωστή ως Γκιλάν.61 Συνορεύει με την Κασπία,62 που είναι μεγάλη εσωτερική θάλασσα, χωρίς επικοινωνία με τον εξωτερικό ωκεανό. Από τη Σουλτανίγια μέχρι την Κασπία θάλασσα είναι απόσταση ταξιδιού έξι ημερών. Στην Κασπία υπάρχουν ορισμένα νησιά και από εκεί βγάζουν διαμάντια. Αυτή η επαρχία τού Γκιλάν έχει τόσο ζεστό κλίμα, που ποτέ δεν πέφτει χιόνι. Λεμονιές, κιτριές και πορτοκαλιές αναπτύσσονται εύκολα. Η πόλη τής Σουλτανίγια είναι τόσο γεμάτη εμπόριο, που συνεισφέρει ετησίως στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο μεγάλο ποσό τελωνειακών δασμών.

Υποδοχή από τον πρίγκιπα Μιράν Σαχ. Η ιστορία του

Τα προηγούμενα χρόνια η Σουλτανίγια και η Ταμπρίζ, μαζί με ολόκληρο το βασίλειο τής Δυτικής Περσίας, υπάγονταν όλες στη διοίκηση τού πρίγκιπα Μιράν Σαχ, τού μεγαλύτερου γιου τού Τιμούρ. Όμως πρόσφατα έχει παυθεί από αυτή την διοίκηση, για λόγους τούς οποίους θα προχωρήσουμε τώρα ν΄ αναφέρουμε. Στον πρίγκιπα Μιράν Σαχ, όταν τοποθετήθηκε αρχικά ως αντιβασιλέας στην Περσία, είχε διατεθεί μεγάλο στράτευμα και πολλοί ευγενείς, τούς οποίους ο πατέρας του είχε στείλει να τον προσέχουν. Όταν εγκαταστάθηκε στην Ταμπρίζ, η μανία τής τρέλλας τον οδήγησε να κατεδαφίσει όλα τα σπίτια, διατάζοντας επίσης να γκρεμιστούν τα τζαμιά και πάρα πολλά μεγάλα δημόσια κτίρια. Μάλιστα μεγάλο μέρος αυτής τής κατεδάφισης πραγματοποιήθηκε. Ύστερα, αφήνοντας την Ταμπρίζ ήρθε στη Σουλτανίγια, όπου άρχισε να διατάζει τη διενέργεια παρόμοιας καταστροφής. Στη συνέχεια, μπαίνοντας στο μεγάλο κάστρο τής Σουλτανίγια, όπου ο πατέρας του είχε αποθηκεύσει μεγάλο θησαυρό, διέταξε να τον μοιράσουν αμέσως στους ευγενείς και τούς προσωπικούς του συνοδούς. Σε κάποια απόσταση έξω από την πόλη υπάρχει τεράστιο παλάτι με πολλά διαμερίσματα,63 που χτίστηκε κατά το παρελθόν από κάποιον μεγάλο άρχοντα, το σώμα τού οποίου θάφτηκε αργότερα εδώ σε θαυμάσιο τάφο.64 Ο Μιράν Σαχ έδινε τώρα εντολή να κατεδαφιστεί ολόκληρο αυτό το οικοδόμημα, ενώ με τις εντολές του το σώμα τού ιδρυτή που βρισκόταν θαμμένο εκεί, πετάχτηκε αμέσως έξω και το ξάπλωσαν στο έδαφος, για να χαθεί ντροπιαστικά. Κάποιοι λένε ότι ο πρίγκιπας έκανε όλα αυτά τα πράγματα λόγω τής τρέλας που τον είχε πιάσει. Όμως, σύμφωνα με άλλη αναφορά, τον άκουσαν κάποτε να μονολογεί: «Πράγματι, είμαι γιος τού μεγαλύτερου ανθρώπου σε όλο τον κόσμο. Τι άραγε μπορώ να κάνω σε αυτές τις διάσημες πόλεις, ώστε μετά τον θάνατό μου να με θυμούνται πάντοτε;» Άρχισε λοιπόν να χτίζει, αλλά σύντομα πρόσεξε ότι τίποτε από εκείνα που έχτιζε δεν ήταν καλύτερο από εκείνα που είχαν ήδη χτιστεί από άλλους πριν από αυτόν. Ενώ το σκεφτόταν αυτό, ακούστηκε να λέει: «Άραγε τίποτε δεν θα μείνει ως ανάμνηση από μένα;» προσθέτοντας: «Θα με θυμούνται τουλάχιστον για κάποιον λόγο ή για κάποιον άλλο». Και διέταξε αμέσως να κατεδαφιστούν όλα τα κτίρια για τα οποία μιλήσαμε, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να λένε, ότι αν και ο Μιράν Σαχ δεν κατάφερε να χτίσει τίποτε, μπόρεσε όμως να κατεδαφίσει τα ωραιότερα κτίρια ολόκληρου τού κόσμου.

Τελικά στη Σαμαρκάνδη ο Τιμούρ, ο πατέρας του, έμαθε αυτά τα πράγματα και ξεκίνησε αμέσως να επισκεφτεί τον γιο του. Όταν ο Μιράν Σαχ άκουσε ότι ο πατέρας του έφτασε στη Σουλτανίγια, παίρνοντας ένα σχοινί το πέρασε στον λαιμό του και ύστερα, φτάνοντας μπροστά στον πατέρα του, τού ζητούσε συγχώρεση. Ο Τιμούρ είχε αποφασίσει να θανατώσει τον γιο του, αλλά οι συγγενείς του και οι μεγάλοι άρχοντες παρεμβαίνοντας απέσπασαν τελικά χάρη για τον Μιράν Σαχ, από τον οποίο παρ’ όλ’ αυτά ο Τιμούρ στέρησε τούς συνοδούς του αξιωματούχους και τερμάτισε την αντιβασιλεία του στη διοίκηση τής Περσίας, την οποία ασκούσε μέχρι τότε. Στη συνέχεια, καλώντας τον εγγονό του, τον Άμπου Μπακρ Μίρζα,65 γιο τού Μιράν Σαχ, ο Τιμούρ μίλησε σε αυτόν λέγοντας: «Ο πατέρας σου έχει σφάλει. Τώρα λοιπόν αναλαμβάνεις εσύ τα εδάφη και την κυβέρνησή του». Όμως ο εγγονός του, ο Άμπου Μπακρ, απάντησε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ ενώπιον τού Θεού να τολμήσει να κατέχει εκείνο που κατείχε ο πατέρας του. Ικέτευσε τον παππού του να συγχωρήσει τον πατέρα του, τον Μιράν Σαχ, και μετά, όταν περνούσε λίγος καιρός, να τον ξανατοποθετήσει στη θέση του στην κυβέρνηση. Ο Τιμούρ όμως, όταν κατάλαβε ότι ο Άμπου Μπακρ Μίρζα δεν θα συμμορφωνόταν με την επιθυμία του, το ζήτησε από έναν άλλο εγγονό του, τον πρίγκιπα Χαλίλ Σουλτάν,66 γιο τού Μιράν Σαχ.67 Εκείνος συμφώνησε πρόθυμα ν΄ αναλάβει την κυβέρνηση τού πατέρα του με τη διοίκηση των στρατευμάτων στην Περσία. Γιατί στην πραγματικότητα, όντας πάντοτε αντίπαλος των αδελφών του και ευρισκόμενος σε αντίθεση με τον πατέρα του, με χαρά θα εργαζόταν για την καταστροφή τους, ζήτημα το οποίο θα εξεταστεί αργότερα πληρέστερα. Λίγο καιρό μετά από αυτά τα γεγονότα ο Τιμούρ είχε κατανικήσει τον σουλτάνο τού Καΐρου, αναλαμβάνοντας την κατοχή τής Αιγύπτου με το Χαλέπι και τη Βαγδάτη. Την επικυριαρχία επί των περιοχών αυτών ανέθεσε στον εγγονό του, τον Άμπου Μπακρ, ο οποίος, όπως είπαμε, αρνιόταν να γίνει αντιβασιλέας τής Περσίας στη θέση τού πατέρα του. Τώρα ο Μιράν Σαχ, μαζί με τον Άμπου Μπακρ Μίρζα, περνούσαν στη Μεσοποταμία, όπου ο τελευταίος εγκαταστάθηκε ως γενικός κυβερνήτης. Όμως τον πατέρα του, τον Μιράν Σαχ, ο ίδιος τον αντιμετωπίζει με κάθε σεβασμό, ενώ κι αυτός επίσης κατοικεί εκεί.68

Τη στιγμή που συνέβαιναν όλες αυτές οι τρελές πράξεις τού Μιράν Σαχ, η σύζυγός του, η πριγκίπισσα Χανζαντέ, τον είχε αφήσει κρυφά και ταξιδεύοντας μέρα-νύχτα είχε φτάσει στην αυλή τού πεθερού της Τιμούρ, τον οποίο ενημέρωσε για εκείνα που είχε κάνει ο γιος του Μιράν Σαχ, καθώς και για εκείνα που ετοιμαζόταν να κάνει.69 Ανέφερε ότι ο σύζυγός της σκόπευε να επαναστατήσει και ν΄ αρπάξει την εξουσία. Ο Τιμούρ πήρε την υπόθεση στα χέρια του70 και υποδέχθηκε τη νύφη του με τιμή, κρατώντας την μαζί του. Μάλιστα η πριγκίπισσα Χανζαντέ ποτέ ξανά δεν επέστρεψε στον σύζυγό της. Είναι η μητέρα τού γιου του, ο οποίος είναι ο πρίγκιπας Χαλίλ Σουλτάν.71 Ο πρίγκιπας Μιράν Σαχ, ο πατέρας του,72 είναι άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας, 40 περίπου ετών, ψηλός και παχύς, ενώ υποφέρει πολύ από αρθρίτιδα.

<-Κεφάλαιο 7: Από το Έρζιντζαν στη Χόϋ Κεφάλαιο 9: Από τη Σουλτανίγια στη Νισαπούρ->
error: Content is protected !!
Scroll to Top