Κεφάλαιο 07

<-Κεφάλαιο 6: Από την Τραπεζούντα στο Έρζιντζαν Κεφάλαιο 8: Από τη Χόϋ στη Σουλτανίγια->

Κεφάλαιο 7: Από το Έρζιντζαν στη Χόϋ

Image

Χάρτης 9: Από το Έρζιντζαν στη Χόϋ

Η πόλη τού Έρζιντζαν

Η πόλη τού Έρζιντζαν βρίσκεται σε πεδιάδα, κοντά σε ποτάμι που ονομάζεται Ευφράτης1 και είναι ένας από τούς ποταμούς που χύνονται από τον Παράδεισο.2 Η πεδιάδα στην οποία βρίσκεται η πόλη περικλείεται από την πίσω πλευρά από ψηλή οροσειρά, οι κορυφές τής οποίας ήσαν τώρα καλυμμένες με χιόνι, αλλά κάτω στις κοιλάδες δεν υπήρχε καθόλου. Γύρω μπορούσε κανείς να δει χωριά με τούς αμπελώνες και τις φυτείες τους, ενώ σε όλη την πεδιάδα καλλιεργούνταν σιτηρά και αμπέλια. Σε κάθε πλευρά υπήρχαν πολύ όμορφοι κήποι και οπωρώνες. Η ίδια η πόλη όμως δεν είναι πολύ μεγάλη και περιβάλλεται από τείχος με πύργους. Το Έρζιντζαν χτίστηκε από τούς Αρμένιους και στο τείχος τής πόλης φαίνεται σε πολλά σημεία σκαλισμένο στην πέτρα το σημείο τού σταυρού. Όλα τα σπίτια τής πόλης έχουν επίπεδες οροφές, όπου οι άνθρωποι μπορούν να περνούν από το ένα σπίτι στο άλλο πατώντας στην οροφή, σαν να βρίσκονται σε δρόμο. Η πόλη είναι πολύ πυκνοκατοικημένη και θα δει κανείς εδώ πολλές ωραίες αρτηρίες και πλατείες. Πολλά επίσημα πρόσωπα ζουν εδώ, από τα οποία οι περισσότεροι είναι πλούσιοι άνθρωποι, ενώ υπάρχουν και πολλοί πλουσιότατοι έμποροι. Θα δει κανείς υπέροχα τζαμιά, καθώς και πανέμορφες κρήνες για την παροχή νερού. Οι κάτοικοι είναι ως επί το πλείστον Έλληνες και Αρμένιοι που είναι όλοι χριστιανοί.

Και λένε3 ότι όταν ο Τιμούρ4 πολιόρκησε την τουρκική πόλη που ονομάζεται Σεβάστεια,5 πόλη τού Τούρκου,6 και την κατέλαβε, τότε σε αντίποινα ο σουλτάνος πορεύτηκε εναντίον αυτής τής πόλης τού Έρζιντζαν και την κατέλαβε εξ εφόδου.7 Όταν ο Τιμούρ μπέης κατανίκησε αργότερα τον σουλτάνο [Βαγιαζήτ στην Άγκυρα], ανακατέλαβε την πόλη τού Έρζιντζαν και βάζοντας σε αυτήν φρουρά, την έκανε δική του. Αναφέρεται ότι ύστερα από όλα αυτά, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι τής πόλης επιδίωκαν κάποια διαμάχη με τούς χριστιανούς συμπολίτες τους. Διαμαρτυρήθηκαν λοιπόν ότι ο πρίγκιπας Ταχαρτέν ήταν πιο ευνοϊκός για αυτούς τούς τελευταίους απ’ όσο για τούς ίδιους, βλέποντας ότι αγαπούσε ιδιαίτερα τούς χριστιανούς. Επίσης υποστήριζαν ότι οι χριστιανικές εκκλησίες ήσαν μεγαλύτερες σε μέγεθος από τα τζαμιά τους. Επ’ αυτού λέγεται ότι ο Τιμούρ έστειλε να φωνάξουν τον Ταχαρτέν, αναφέροντάς του τη διαμαρτυρία των μουσουλμάνων. Απαντώντας ο Ταχαρτέν συμφώνησε ότι ήταν αλήθεια ότι ευνοούσε ιδιαίτερα τούς χριστιανούς σε όλη τη χώρα του, επειδή τού έφερναν, έλεγε, πλούτο με το εμπόριό τους. Ύστερα από αυτή την απάντηση ο Τιμούρ έδωσε εντολή, διατάζοντας να οδηγηθεί ενώπιόν του κάποιος ιερέας τής ελληνικής εκκλησίας, τον οποίο θεωρούσαν ως επικεφαλής των χριστιανών. Στη συνέχεια, λόγω τού μίσους το οποίο έτρεφε ο Τιμούρ για τούς Έλληνες τής Κωνσταντινούπολης, καθώς και για τούς Γενουάτες τού Πέρα, διέταξε ν΄ αλλάξει αμέσως ο ιερέας των χριστιανών την πίστη του και να γίνει μουσουλμάνος, αλλά εκείνος ο άνθρωπος δεν συμφωνούσε καθόλου να το κάνει. Τότε ο Τιμούρ έδωσε αμέσως εντολή να σφαχτεί όλος ο χριστιανικός πληθυσμός τού Έρζιντζαν, αλλά ο πρίγκιπας Ταχαρτέν τον ικέτευε τώρα να δείξει έλεος, υποσχόμενος, αν ο Τιμούρ τούς χάριζε τη ζωή, να τού φέρει δώρο 9.000 άσπρων, όπου το άσπρο έχει την αξία μισού δικού μας ρεαλιού. Ο Τιμούρ κάμφθηκε όταν ο Ταχαρτέν κατέβαλε αυτό το ποσό για λογαριασμό των πολιτών, αλλά διέταξε να καταστραφούν όλες οι χριστιανικές εκκλησίες και ν΄ αναληφθεί τώρα η κατοχή τού κάστρου απέναντι από την πόλη που ονομάζεται Κεμάχ,8 με παράδοσή του για φύλαξη σε έναν από τούς Τσαγκατάι άρχοντές του. Το έκανε αυτό, βλέποντας ότι το κάστρο ήταν πολύ ισχυρός τόπος, σε θέση από την οποία έλεγχε ολόκληρη την πόλη και φρουρούσε όλη αυτή την περιοχή. Γιατί μέσα από τα εδάφη τού Έρζιντζαν ταξιδεύουν πολλά καραβάνια, μεταφέροντας πολλά εμπορεύματα στη διαδρομή τους, ερχόμενα εδώ από τη Συρία και κατευθυνόμενα στην Τουρκία.

Ο Ταχαρτέν, ηγεμόνας τού Έρζιντζαν, απευθύνει έκκληση στο Τιμούρ

Τώρα οι αιτίες που οδήγησαν τον σουλτάνο των Τούρκων να μάθει για τούς Μογγόλους Τατάρους, καθώς και οι αιτίες που έφεραν για πρώτη φορά τον Τιμούρ στη Μικρά Ασία, όπου στη συνέχεια πολέμησε και νίκησε τον σουλτάνο Βαγιαζήτ, οι αιτίες λέω, ήσαν οι εξής. Άρχοντας τής πόλης Έρζιντζαν ήταν εκείνη την εποχή, όπως ήδη εξηγήσαμε, ο πρίγκιπας Ταχαρτέν. Τα εδάφη του γειτόνευαν με εκείνα των Τούρκων. Ο σουλτάνος είχε γίνει τελευταία πολύ πλεονέκτης, θέλοντας να κατέχει όλη εκείνη την περιοχή και ιδιαίτερα να είναι κύριος εκείνου τού ισχυρού κάστρου τού Κεμάχ, που ο Ταχαρτέν φρουρούσε με λαχτάρα ως δικό του. Τότε ο σουλτάνος Βαγιαζήτ παρακινήθηκε να στείλει στον Ταχαρτέν μήνυμα, που ζητούσε από αυτόν να πληρώνει φόρο υποτέλειας και να παραδώσει στη φροντίδα του εκείνο το κάστρο τού Κεμάχ. Σε αυτό ο Ταχαρτέν απάντησε ότι θα πλήρωνε πρόθυμα φόρο υποτέλειας, αναγνωρίζοντας τον σουλτάνο ως επικυρίαρχό του, αλλά δεν θα παρέδιδε το κάστρο τού Κεμάχ στους Τούρκους. Ήρθε σύντομα απάντηση στον Ταχαρτέν, ότι θα συνέφερε για τη δική του ειρήνη να το παραδώσει, διαφορετικά θα έχανε σίγουρα τόσο αυτό, όσο και ολόκληρη την επικράτειά του. Ο ηγεμόνας Ταχαρτέν είχε ήδη ακούσει για τον Τιμούρ και τα τεράστια κατορθώματά του, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο είχε εμπλακεί σε πόλεμο με την Περσία, όπου όλοι οι Πέρσες ηγεμόνες είχαν υποταχθεί. Ο Ταχαρτέν λοιπόν έστειλε απεσταλμένους στον Τιμούρ, με δώρα και επιστολή, παρακαλώντας τον να τού προσφέρει βοήθεια εναντίον των Τούρκων, ενώ προσφέρθηκε να θέσει τον εαυτό του και τα εδάφη του εντελώς στη διάθεση και υπηρεσία τού Τιμούρ. Ο Τιμούρ έστειλε απεσταλμένο στον σουλτάνο Βαγιαζήτ με επιστολή, με την οποία ενημέρωνε τον σουλτάνο ότι ο πρίγκιπας Ταχαρτέν είχε γίνει υπήκοος και υποτελής του. Έτσι, για τη δική του τιμή αυτός, ο Τιμούρ, δεν μπορούσε να επιτρέψει να γίνει κάτι άσχημο στον Ταχαρτέν, το οποίο, αν γινόταν, ήταν υποχρεωμένος ν΄ ανταποδώσει στον σουλτάνο.

Ο Τιμούρ κάνει επιδρομές στα τουρκικά εδάφη και καταλαμβάνει τη Σεβάστεια

Ο Βαγιαζήτ δεν είχε μέχρι τότε ακούσει για τον Τιμούρ και πίστευε ότι δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος στον κόσμο τόσο δυνατός όσο αυτός, ο σουλτάνος των Τούρκων. Οργίστηκε λοιπόν πολύ με την άφιξη τού Τατάρου απεσταλμένου με αυτήν την επιστολή και απάντησε αμέσως λέγοντας, ότι απορούσε πολύ που υπήρχε τόσο ανόητος άνθρωπος όπως ο Τιμούρ. Πώς άραγε τολμούσε να στείλει σε αυτόν, τον σουλτάνο, τέτοιο μήνυμα; Γιατί αυτός, ο σουλτάνος, θα έκανε ό,τι ήθελε με τον Ταχαρτέν, όπως ακριβώς θα έκανε με κάθε άλλον άνθρωπο σε ολόκληρο τον κόσμο. Περαιτέρω, προκειμένου ο Τιμούρ να μην υπόκειται πια σε αυτές τις επίμονες φαντασιώσεις, αυτός, ο σουλτάνος, θα ξεκινούσε και θα τον αναζητούσε οπουδήποτε μπορούσε να βρίσκεται. Θα τον κατακτούσε και θα τον έπαιρνε αιχμάλωτο. Θα προχωρούσε επίσης ν΄ ατιμάσει την πρώτη σύζυγο τού Τιμούρ, παίρνοντάς την ως έναν από τούς δεσμώτες δούλους του.9 Παίρνοντας αυτό το μήνυμα, ο Τιμούρ αποφάσισε να δείξει στον σουλτάνο τη δύναμή του. Αναχώρησε αμέσως από τις πεδιάδες τού Καραμπάχ όπου αναπαυόταν σε χειμερινά καταλύματα, συγκεκριμένα σε εκείνες τις διάσημες πεδιάδες που βρίσκονται στην Περσία10 και πορεύτηκε επικεφαλής τού στρατού του κατευθείαν στην πόλη τού Έρζιντζαν.11 Από εκεί μπήκε στα εδάφη τής Τουρκίας και σταμάτησε μπροστά στην πόλη που έχει ήδη αναφερθεί και η οποία ονομάζεται Σίβας, την οποία πολιόρκησε. Η φρουρά τής Σίβας λοιπόν έστειλε να φωνάξουν για βοήθεια τον άρχοντά τους, τον σουλτάνο. Εκείνος, όταν άκουσε ότι ο Τιμούρ είχε μπει στην επικράτειά του και πολιορκούσε την προαναφερθείσα πόλη του, εξοργίστηκε φοβερά. Έδωσε εντολή να συγκεντρωθούν όλα τα στρατεύματά του και τις πρώτες μοίρες που ήρθαν τις έστειλε αμέσως στη Σίβας, υπό τις διαταγές τού μεγαλύτερου γιου του, τού οποίου το όνομα ήταν Σουλεϊμάν Τσελεμπή. Αυτός ο πρώτος στρατός επικουρίας είχε 200.000 ιππείς, ενώ θα ακολουθούσε και ο ίδιος ο σουλτάνος με περαιτέρω βοήθεια. Όμως οι Τούρκοι είχαν αργήσει πολύ να προσφέρουν βοήθεια στη Σίβας, στην οποία, όπως θα δούμε, είχε ήδη μπει ο Τιμούρ πριν εκείνοι εμφανιστούν.

Ο Τιμούρ το είχε πετύχει αυτό με πολύ σκληρό τρόπο. Είχε πιέσει έντονα την πολιορκία και η φρουρά αναγκάστηκε να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις. Συμφωνήθηκαν όροι και ο Τιμούρ ανέφερε, ότι ορισμένοι από τούς επικεφαλής τους έπρεπε να βγουν από την πόλη, υποσχόμενος να μη χύσει το αίμα τους. Αυτοί που θα έβγαιναν, έπρεπε να φέρουν και να τού παραδώσουν ένα ποσό σε χρυσό και ασήμι. Μόλις ο Τιμούρ πήρε στην κατοχή του αυτά τα χρήματα, έκανε γνωστό ότι ήθελε να μιλήσει με αυτούς τούς άνδρες τής πόλης για ένα θέμα που θα αποδεικνυόταν πολύ προς όφελός τους. Έτσι, πολλοί από τούς επικεφαλής και ηγέτες βγήκαν από τη Σίβας για να τον ακούσουν, βασιζόμενοι στις υποσχέσεις ασφάλειας που είχαν ήδη δοθεί και γνωρίζοντας ότι είχε παραλάβει και αποδεχθεί τον φόρο υποτέλειας που είχαν στείλει, όπως είχε ζητήσει. Όμως ο Τιμούρ είχε ζητήσει τώρα να σκαφτούν πολλά βαθιά χαντάκια και μόλις τούς δελέασε να βγουν έξω από τις πύλες τής πόλης, στράφηκε και μίλησε προς αυτούς. Συμφωνούσε ότι ήταν αλήθεια ότι είχε δώσει τον λόγο του να μη χύσει το αίμα τους. Όμως τώρα ετοιμαζόταν να τούς αναγκάσει να θαφτούν ζωντανοί και να πεθάνουν από ασφυξία μέσα σε αυτούς τούς λάκκους, ενώ στο μεταξύ ο στρατός του, κάνοντας έφοδο στις πύλες, θα έμπαινε στην πόλη. Πρόσθεσε ότι αυτός και οι άνδρες του, όντας φτωχοί άνθρωποι, έπρεπε ν΄ αλώσουν την πόλη. Ο Τιμούρ προχώρησε αμέσως να κάνει εκείνο που είχε πει. Πρώτα οι επικεφαλής άνδρες τής Σίβας θάφτηκαν ζωντανοί. Ύστερα η πόλη καταλήφθηκε εξ εφόδου και παραδόθηκε στην άλωση. Αφού έγινε κι αυτό, γκρεμίστηκαν τα τείχη και ισοπεδώθηκαν τα περισσότερα σπίτια τής πόλης. Ύστερα ο Τιμούρ έφυγε και την ίδια μέρα που είχαν αποχωρήσει οι Τάταροι, εμφανίστηκε μπροστά στις πύλες ο γιος τού σουλτάνου, ο Σουλεϊμάν Τσελεμπή, με τον στρατό του τον οποίο αποτελούσαν διακόσιες χιλιάδες ιππείς. Βλέποντας ότι η Σίβας δεν ήταν παρά σωρός ερειπίων και μη έχοντας προλάβει τον Τιμούρ, ο πρίγκιπας έπρεπε τώρα να περιμένει την άφιξη τού πατέρα του.12

Ο Τιμούρ εισβάλλει στη Συρία

Στο μεταξύ ο Τιμούρ πορευόταν για να εισβάλει [στη Συρία και] στα εδάφη τού Μαμελούκου σουλτάνου τής Αιγύπτου. Στον δρόμο εκεί συνάντησε κάποιες φυλές των Λευκών Τατάρων,13 οι οποίοι ήσαν νομαδικός λαός χωρίς σταθερό τόπο διαμονής. Ο Τιμούρ επιτέθηκε αμέσως και τούς κατέβαλε, συλλαμβάνοντας όλη τη φυλή αιχμαλώτους, μαζί με τον αρχηγό τους. Μάλιστα η φυλή αριθμούσε συνολικά πενήντα περίπου χιλιάδες, άνδρες και γυναίκες, αλλά ο Τιμούρ τούς ανάγκασε να πορευτούν αμέσως και να τον συνοδεύσουν κατεβαίνοντας στη Συρία. Φτάνοντας σε εκείνα τα μέρη πολιόρκησε την πόλη τής Δαμασκού, με τούς ανθρώπους τής οποίας ήταν ιδιαίτερα οργισμένος, επειδή όχι μόνο είχαν αρνηθεί να πληρώσουν τα χρήματα που τούς είχαν ζητηθεί ως φόρος υποτέλειας, αλλά είχαν επίσης κρατήσει φυλακισμένους τούς απεσταλμένους που είχε στείλει ο Τιμούρ για να παραλάβουν τα χρήματα αυτά. Η Δαμασκός κατελήφθη εξ εφόδου χωρίς καθυστέρηση και η πόλη αλώθηκε. Ύστερα από αυτό, συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό από τούς κύριους τεχνίτες τής Δαμασκού και τούς έστειλαν φρουρούμενους στη Σαμαρκάνδη.14 Μαζί τους ο Τιμούρ έστελνε τώρα τούς ανθρώπους των Ασπροπροβατάδων Τατάρων, επίσης πολλούς κατοίκους τής Σίβας, τούς οποίους είχε πάρει μαζί του σε αιχμαλωσία, ενώ ανάμεσα στους τελευταίους υπήρχαν πολλοί Αρμένιοι χριστιανοί, ντόπιοι τής περιοχής γύρω από τη Σίβας. Από τη Συρία ο Τιμούρ επέστρεφε τώρα στην Περσία, σκοπεύοντας να περάσει το καλοκαίρι στις πεδιάδες τού Αλατάκ15 στην Άνω Αρμενία. Τότε ήταν που ο σουλτάνος Βαγιαζήτ επιτέθηκε στην πόλη Έρζιντζαν,16 παρακινημένος σε αυτό από την ενόχληση και οργή που έτρεφε εναντίον εκείνου τού ηγεμόνα Ταχαρτέν, που τού είχε προκαλέσει την ατίμωση.17 Ο σουλτάνος περικύκλωσε αμέσως το Έρζιντζαν και το κατέλαβε με επίθεση. Συνελήφθη αιχμάλωτη η σύζυγος τού Ταχαρτέν, αλλά [ο σουλτάνος] διέταξε ν΄ απελευθερωθεί, διατάζοντας επίσης να μην προκληθεί βλάβη στην πόλη. Ύστερα ο σουλτάνος γύρισε προς τα εκεί απ’ όπου είχε έρθει, αλλά οι άνθρωποί του ψιθύριζαν ότι λίγη σύνεση είχε δείξει, θεωρώντας ότι έπρεπε από την πλευρά του να καταστρέψει το Έρζιντζαν, ακριβώς όπως ο Τιμούρ είχε καταστρέψει τη Σίβας.

Ο Τιμούρ επιστρέφει στη Μικρά Ασία. Η μάχη τής Άγκυρας

Την εποχή εκείνη ο Βαγιαζήτ και ο Τιμούρ, καθένας χωριστά, είχαν αποσυρθεί στα δικά τους εδάφη, προχωρώντας στην αποστολή απεσταλμένων ο ένας στον άλλο, αλλά χωρίς να έχουν καταλήξει σε συμφωνία ειρήνης. Τότε ήταν που ο αυτοκράτορας τής Κωνσταντινούπολης18 και οι Γενουάτες άρχοντες που ήσαν εγκατεστημένοι στο Πέρα έστειλαν μηνύματα στον Τιμούρ, λέγοντας ότι αν επρόκειτο να πολεμήσει με τον Τούρκο, θα τού έδιναν βοήθεια σε άνδρες και γαλέρες. Υποσχέθηκαν με βεβαιότητα ότι αμέσως ή με μικρή καθυστέρηση θα εξόπλιζαν τα πολεμικά τους πλοία και θα τα τοποθετούσαν19 έτσι, ώστε τα τουρκικά στρατεύματα που είχαν ήδη περάσει στην Ελλάδα να μη μπορούσαν να επιστρέψουν στη Μικρά Ασία. Κι έτσι ο Τιμούρ θα μπορούσε ν΄ αντιμετωπίσει καλύτερα τον σουλτάνο. Επίσης οι Έλληνες έστειλαν ανθρώπους και υποσχέθηκαν στον Τιμούρ επιδότηση σε χρήμα. Ο Τούρκος λοιπόν βρισκόταν τώρα σε εχθρότητα τόσο με τον αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης όσο και με τον Τιμούρ και καθώς δεν είχε επιτευχθεί συμφωνία ανάμεσα στους δυο μουσουλμάνους ηγεμόνες,20 άρχισε καθένας να συγκεντρώνει τις δυνάμεις του για μάχη. Σε αυτά τα γεγονότα ο Τιμούρ ήταν από τούς δύο ο πολύ πιο έξυπνος και καλύτερα προετοιμασμένος για πόλεμο. Πορεύτηκε βγαίνοντας από την Περσία και εισέβαλε στη χώρα τού σουλτάνου ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο από τον οποίο είχε περάσει στην προηγούμενη εκστρατεία, δηλαδή μέσω των εδαφών τού Έρζιντζαν προς την πόλη Σίβας. Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ, μαθαίνοντας ότι ο Τιμούρ καταλάμβανε έτσι τις επαρχίες του, άφησε αμέσως στην άκρη τις επιχειρήσεις που διεξήγαγε και στράφηκε πρώτα προς την Άγκυρα, όπου υπήρχε ισχυρό κάστρο και όπου είχε ήδη αποθηκεύσει τα πολεμοφόδιά του καθώς και προμήθειες. Στη συνέχεια, επικεφαλής τού στρατού του, ο Βαγιαζήτ έσπευσε με βιασύνη να συναντήσει τον Τιμούρ στην πορεία, αλλά ο τελευταίος, μόλις έμαθε τι σκόπευε να κάνει ο Τούρκος σουλτάνος, άφησε αμέσως τον δρόμο που ακολουθούσε και έστριψε προς τα αριστερά, νότια, ανάμεσα στα βουνά. Ο Βαγιαζήτ, φτάνοντας εκεί που περίμενε να βρει τον Τιμούρ, καταλάβαινε τώρα ότι εκείνος είχε αλλάξει τη διαδρομή του και σκέφτηκε απερίσκεπτα ότι το έκανε αυτό για να τον αποφύγει, εν συντομία δηλαδή ότι ο Τιμούρ είχε τραπεί τώρα σε φυγή. Τον ακολούθησε λοιπόν με κάθε δυνατή ταχύτητα, αλλά επί οκτώ ημέρες ο Τιμούρ συνέχιζε το πέρασμά του από αυτή την ορεινή περιοχή, παραμένοντας μπροστά και αποφεύγοντας επιδέξια να εμπλακεί με τούς Τούρκους. Ύστερα ο Τιμούρ γύρισε πίσω στις πεδιάδες, πορευόμενος κατευθείαν προς την Άγκυρα, όπου ο Βαγιαζήτ είχε αφήσει τις αποσκευές και τα πολεμοφόδιά του. Τότε ο σουλτάνος συνειδητοποιούσε ότι ο εχθρός του είχε ξεφύγει με δόλο. Μάταια, με βεβιασμένη πορεία, προσπαθούσε να τον προλάβει πριν φτάσει στο κάστρο τής Αγκύρας. Μάλιστα ο σουλτάνος, με τα κουρασμένα στρατεύματά του, πρόλαβε την τελευταία στιγμή τον Τιμούρ, που τον είχε κατευθύνει έτσι με παραπλανητικούς τρόπους, με πρόθεση να τον εξαντλήσει. Στη συνέχεια δόθηκε εκείνη η μάχη και ο Βαγιαζήτ νικήθηκε και συνελήφθη αιχμάλωτος, όπως έχει ήδη περιγραφεί.21

Περί τού θανάτου τού σουλτάνου Μουράτ στο Κοσσυφοπέδιο

Στο μεταξύ ο αυτοκράτορας τής Κωνσταντινούπολης και οι Γενουάτες τού Πέρα, αντί να τηρήσουν το σύμφωνο που είχαν κάνει με τον Τιμούρ, επέτρεψαν στα τουρκικά στρατεύματα να περάσουν από την Ελλάδα στην Τουρκία,22 ενώ μετά τη μάχη είχαν βοηθήσει αυτούς τούς ίδιους Τούρκους να περάσουν από την Τουρκία στην Ελλάδα, μεταφέροντάς τους με τις φούστες τους.23 Γι’ αυτή την προδοσία, όπως τη θεωρούσε, ο Τιμούρ βρισκόταν σε εχθρότητα με τούς Έλληνες, ενώ ακολούθως αντιμετώπιζε με μεγάλη σκληρότητα τούς χριστιανούς σε όλες τις κτήσεις του. Ο Τούρκος σουλτάνος τον οποίο κατέβαλε έτσι ο Τιμούρ ήταν, όπως είπαμε, ο Βαγιαζήτ Γιλντιρίμ,24 όπου αυτός ο τελευταίος τίτλος σημαίνει «Κεραυνός», γιατί αυτή είναι η έννοια τής λέξης «Γιλντιρίμ» στα τουρκικά, αλλά Βαγιαζήτ ήταν το κανονικό του όνομα. Ο πατέρας του ονομαζόταν Μουράτ. Ήταν εκείνος ο διάσημος σουλτάνος που φονεύτηκε από τον χριστιανό βασιλιά Λάζαρο25 στη μάχη. Ο σουλτάνος είχε πέσει νεκρός από χτύπημα σπαθιού στο στήθος του, το οποίο τρυπώντας βγήκε από τον ώμο του. Ύστερα ο σουλτάνος Βαγιαζήτ εκδικήθηκε τον θάνατο τού πατέρα του, σκοτώνοντας σε μάχη με τα δικά του χέρια αυτόν τον βασιλιά Λάζαρο.26 Αργότερα ο γιος τού βασιλιά Λαζάρου κατέληξε σε συμφωνία με τον σουλτάνο Βαγιαζήτ. Μάλιστα είναι ακόμη ζωντανός και τώρα είναι φιλοξενούμενος στο σπίτι τού πρίγκιπα Σουλεϊμάν Τσελεμπή, για τον οποίο έχουμε ήδη μιλήσει, που είναι γιος τού σουλτάνου Βαγιαζήτ.27 Δίνω όλες αυτές οι λεπτομέρειες για να καταστήσω σαφές ποιος ακριβώς ήταν αυτός ο σουλτάνος Μουράτ που προαναφέρθηκε, επειδή τούς σουλτάνους τής Τουρκίας τούς ονομάζουμε όλους Μουράτ, αν και στην πραγματικότητα κάθε σουλτάνος έχει και το προσωπικό του όνομα.28 Επίσης, περαιτέρω και ομοίως, Ταμερλάνος29 δεν είναι στην πραγματικότητα το κανονικό όνομα αυτού τού άρχοντα, ο οποίος μάλιστα εδώ ονομάζεται πάντοτε Τιμούρ, όπως συνηθίζουμε να τον αναφέρουμε. Στη γλώσσα των Τατάρων Τιμούρ μπέης σημαίνει «Άρχοντας τού Σιδήρου», γιατί μπέης σημαίνει άρχοντας, ενώ το σίδερο το αποκαλούν Τιμούρ.30 Μάλιστα είναι προσβλητικό να τον λέμε Ταμερλάνο, γιατί έτσι τον αποκαλούν εκείνοι που είναι εχθρικοί προς αυτόν, αφού αυτό σημαίνει «Τιμούρ ο χωλός» ή «κουτσός»,31 όπως πραγματικά ήταν ο Τιμούρ στο δεξί του πόδι. Ομοίως έχει χάσει τα δύο μικρότερα δάχτυλα τού δεξιού του χεριού, που κόπηκαν από χτύπημα που είχε δεχτεί εδώ και πολύ καιρό όταν, ως νεαρός, έκλεβε πρόβατα τη νύχτα, όπως θα αναφέρουμε πληρέστερα, όταν επιστρέψουμε αργότερα.

Ταξίδι από το Έρζιντζαν στο Ερζερούμ

Μείναμε στην πόλη τού Έρζιντζαν μέχρι την Πέμπτη 15 Μαΐου, όταν αναχωρήσαμε από εκεί. Ο δρόμος μας περνούσε πάνω από πολλές ψηλές οροσειρές γυμνές από δέντρα, ενώ όλη εκείνη την ημέρα χιόνιζε και έκανε πολύ κρύο. Μείναμε την επόμενη νύχτα σε χωριό που ονομαζόταν Κήπος τού Βασιλιά,32 όπου υπήρχε μικρό κάστρο με ποτάμι που έτρεχε δίπλα του. Παντού γύρω έβλεπες σιτοχώραφα, καθώς και πολλά χωριά, με σπίτια σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Το επόμενο Σάββατο κοιμηθήκαμε στο χωριό Πεγκαρίτς,33 όπου υπάρχει μεγάλο κάστρο σε κορυφή. Αυτό το χωριό έχει δύο προάστια, το ένα κατοικούμενο από Αρμένιους και το άλλο από Τούρκους. Μάς είπαν ότι πριν από έναν περίπου χρόνο, περνώντας ο Τιμούρ από αυτό το μέρος, έδωσε εντολή να κατεδαφιστούν όλες οι εκκλησίες που ανήκαν στους Αρμένιους. Οι Αρμένιοι, θέλοντας να σώσουν τις εκκλησίες τους από την καταστροφή, δώρισαν, όπως μάθαμε, στον Τιμούρ 3.000 άσπρα34 —όπου κάθε άσπρο έχει την αξία μισού ασημένιου ρεαλιού— και εκείνος είχε δεχτεί το δώρο, αλλά παρ’ όλ’ αυτά είχε διατάξει ασυγκράτητα να κατεδαφιστούν όλες αυτές οι εκκλησίες. Την επόμενη ημέρα Κυριακή, που ήταν η γιορτή τής Πεντηκοστής, αναχωρήσαμε από εκεί και φτάσαμε σε χωριό όπου υπήρχε θαυμάσιο κάστρο που στεφάνωνε γειτονική κορυφή. Ο τόπος αυτός ανήκε στην περιοχή τού Έρζιντζαν. Την επόμενη Δευτέρα κοιμηθήκαμε σε κατασκήνωση στην ύπαιθρο, ενώ ο δρόμος μας όλη εκείνη τη μέρα περνούσε από γυμνά ψηλά βουνά, όπου δεν υπήρχαν δάση, αλλά κατέβαιναν ρέματα από όλες τις πλαγιές των λόφων, ενώ η γη ήταν εδώ θαυμάσια πλούσια σε γρασίδι, τόσο στα υψώματα όσο και στις πιο χαμηλές περιοχές. Όλη αυτή η ύπαιθρος βρίσκεται στην κατοχή τού λαού των Τουρκομάνων, οι οποίοι, αυτή τη εποχή, μεταναστεύουν εδώ ερχόμενοι από την πατρίδα τους πέρα από τα σύνορα στην τουρκική χώρα και είναι μουσουλμάνοι. Την Τρίτη συνεχίσαμε το ταξίδι. Ο δρόμος μας εκείνη την ημέρα περνούσε μέσα από τις πεδιάδες, όπου τα λιβάδια ποτίζονται καλά από ρέματα.

Το μεσημέρι φτάσαμε στην πόλη τού Ερζερούμ35 που ανήκε στον Τιμούρ. Βρισκόταν σε πεδιάδα και περιβαλλόταν από ισχυρό πέτρινο τείχος με πύργους. Υπήρχε και κάστρο εκεί, αλλά η πόλη δεν ήταν πολύ μεγάλη. Είδαμε επίσης ωραία εκκλησία, γιατί αυτή η πόλη ανήκε αρχικά στο βασίλειο τής Αρμενίας που ήταν χριστιανικό, ενώ πολλοί Αρμένιοι ζουν ακόμη εδώ. Μάλιστα στο παρελθόν το Ερζερούμ ήταν η πλουσιότερη και μεγαλύτερη πόλη όλων αυτών των περιοχών. Ο κυβερνήτης τής πόλης αυτή τη στιγμή είναι Τουρκομάνος, το όνομα τού οποίου είναι Γιουσούφ Αλή.36

Οι δερβίσηδες τού Ντελιλέρκεντ

Την επόμενη μέρα, την Πέμπτη 22 Μαΐου, φεύγοντας από το Ερζερούμ κοιμηθήκαμε σε χωριό που ονομάζεται Παρτίρ Τζαβάν,37 το οποίο βρίσκεται στην επικράτεια τής πόλης Αβνίκ.38 Αυτή η τελευταία είναι πολύ ισχυρό μέρος που έχει δικό του κυβερνήτη, γιατί την κρατούν οι Αρμένιοι. Όμως η γύρω περιοχή ανήκει σε Τσαγκατάι άρχοντα, το όνομα τού οποίου είναι Ντουλαντάϋ μπέης.39 Την Παρασκευή φτάσαμε σε χωριό που ονομάζεται Ίσχου.40 Μείναμε εδώ εκείνη τη νύχτα και όλο το Σάββατο. Οι κάτοικοι τού χωριού ήσαν Αρμένιοι. Την Κυριακή φτάσαμε σε μέρος που ονομάζεται Ντελιλάρκεντ, όνομα που σήμαινε «Χωριό των Τρελών»,41 γιατί εκείνοι που κατοικούν σε αυτό το μέρος είναι όλοι ερημίτες τού μουσουλμανικού θρησκεύματος42 που εδώ ονομάζονται κασίς.43 Οι μουσουλμάνοι χωρικοί από όλη την περιοχή έρχονται εδώ σε προσκύνημα, για να επισκεφθούν αυτούς τούς ιερούς άνδρες και πράγματι, όσοι είναι άρρωστοι, ξαναβρίσκουν την υγεία τους. Αυτοί οι ερημίτες έχουν έναν αρχηγό, στον οποίο όλοι δείχνουν μεγάλο σεβασμό, γιατί τον θεωρούν άγιο. Όταν ο Τιμούρ περνούσε πρόσφατα από αυτόν τον τόπο, παραμένοντας εδώ ανέλαβε κατάλυμα ζώντας με αυτόν τον επικεφαλής ερημίτη. Όλοι οι μουσουλμάνοι τής γύρω χώρας δίνουν άφθονη ελεημοσύνη σε αυτούς τούς ευσεβείς ανθρώπους, ενώ αυτός ο αρχηγός τους είναι ο άρχοντας τού χωριού, όντας επίσης ο κύριος εκείνων που αγκαλιάζουν τη θρησκευτική ζωή. Ο κοινός λαός εδώ θεωρεί όλους αυτούς ως αγίους. Αυτοί οι ερημίτες ξυρίζουν τις γενειάδες και τα κεφάλια τους και κυκλοφορούν σχεδόν γυμνοί. Περνούν από τον δρόμο, με κρύο και με ζέστη, τρώγοντας καθώς βαδίζουν, ενώ τα μόνα ρούχα που φορούν είναι κουρέλια από σχισμένα υφάσματα που βρίσκουν.

Καθώς περπατούν νύχτα και μέρα με τα τύμπανά τους, ψάλλουν ύμνους. Πάνω από την πύλη τού ερημητηρίου τους υπάρχει λάβαρο από μαύρες μάλλινες φούντες, με στολίδι σχήματος φεγγαριού από πάνω. Κάτω από το λάβαρο αυτό είναι τοποθετημένα σε μια σειρά κέρατα από ελάφια, κατσίκες και κριάρια. Επίσης, όταν περπατούν στους δρόμους, συνηθίζουν να μεταφέρουν μαζί τους αυτά τα κέρατα ως τρόπαια. Όλα τα σπίτια των δερβίσηδων έχουν τοποθετημένα πάνω τους αυτά τα κέρατα ως σημάδια.

Τη Δευτέρα 26 Μαΐου αφήσαμε το Ντελιλάρκεντ και περάσαμε τη νύχτα κατασκηνώνοντας στην ύπαιθρο, έχοντας φτάσει στις όχθες τού μεγάλου ποταμού που είναι γνωστός ως Αράς.44 Πρόκειται για ισχυρό ρεύμα που διασχίζει ολόκληρη σχεδόν την Αρμενία. Το ταξίδι μας εκείνη την ημέρα περνούσε από στενά φαράγγια και ανάμεσα σε λόφους σκεπασμένους από χιόνι, όπου πολλά ρέματα κυλούσαν από τα υψώματα. Την επόμενη Τρίτη φτάσαμε και κοιμηθήκαμε σε χωριό που ονομαζόταν Νάου Τζούι,45 ενώ όλη την ημέρα συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε κατεβαίνοντας την όχθη τού ποταμού Αράξη, με τον δρόμο να περνά από απότομα μέρη και να είναι πολύ τραχύς. Σε αυτό το χωριό ζούσε ένας κασίς, ο οποίος μάς υποδέχτηκε με τιμή. Ήταν ο άρχοντας εκείνου τού τόπου, οι περισσότεροι άνθρωποι στον οποίο ήσαν Αρμένιοι. Την επόμενη Τετάρτη κοιμηθήκαμε σε χωριό όπου υπήρχε μεγάλο κάστρο που έστεφε μια κορυφή. Παρατηρήσαμε ότι όλη η πλαγιά εκείνου τού βουνού ήταν μάζα αλατιού. Μάλιστα στη διάρκεια τής πορείας τής μισής ημέρας περνούσαμε από τις πλαγιές σειράς αλμυρών λόφων. Άνθρωποι από κοντά και μακριά, κατά βούληση, έρχονται όλοι εδώ για να πάρουν το αλάτι τους, επωφελούμενοι με αυτόν τον τρόπο και χωρίς να χρησιμοποιούν άλλο αλάτι για το μαγείρεμά τους.

Θα περιγράψουμε τώρα την πόλη Σουρμάρι,46 η οποία, όπως μάθαμε, ήταν η πρώτη που χτίστηκε μετά τον Κατακλυσμό. Στον τόπο αυτό φτάσαμε το μεσημέρι τής Πέμπτης 29 Μαΐου. Είναι πολύ μεγάλη πόλη. Από εδώ, σε απόσταση έξι περίπου λευγών, διακρίνεται το μεγάλο βουνό [Αραράτ], στο οποίο προσάραξε η Κιβωτός τού Νώε όταν υποχώρησε ο Κατακλυσμός.47 Αυτή η πόλη βρίσκεται σε πεδιάδα, η οποία από τη μία πλευρά συνορεύει με τον ποταμό Αράξη,48 ενώ από την άλλη υπάρχει πολύ βαθιά κοιλάδα, που περιβάλλεται και από τις δύο πλευρές από απότομες πλαγιές λόφων. Όμως αυτή η κοιλάδα δεν είναι πουθενά ευρύτερη από την απόσταση στην οποία μπορεί ένα αρεκεβούζιο να στείλει το βλήμα του. Έτσι, αυτή η κοιλάδα περιβάλλει την πόλη στο πίσω μέρος, κατεβαίνοντας στην όχθη τού ποταμού, όπου μάλιστα είναι πολύ ισχυρά τοποθετημένη η πόλη, στην οποία κανείς δεν μπορεί να φτάσει κατευθείαν παρά μόνο από την πλευρά τού ποταμού ή από την πύλη εισόδου στο βάθος τής κοιλάδας. Στην πύλη αυτή βρίσκεται κάστρο με ψηλούς ισχυρούς πύργους, που έχει δύο πόρτες τη μία πίσω από την άλλη. Αυτή η πόλη τού Σουρμάρι ήταν στην πραγματικότητα, όπως ήδη ειπώθηκε, η πρώτη που χτίστηκε σε στεγνό έδαφος ύστερα από τον Κατακλυσμό. Εκείνοι που την έχτισαν ήσαν οι γιοι τού Νώε. Οι άνθρωποι εδώ μάς είπαν, ότι πριν από δεκαοκτώ χρόνια49 ο Τόκταμις,50 ο χάνος των Τατάρων,51 είχε πολιορκήσει την πόλη τους, βομβαρδίζοντάς την νύχτα και μέρα για δύο ολόκληρες ημέρες. Ύστερα, την τρίτη μέρα, είχαν καταλήξει σε συμφωνία μαζί του, δεχόμενοι ότι θα αφήνονταν να ζουν ειρηνικά και να κατέχουν την πόλη τους, στην οποία δεν θα έμπαινε ούτε αυτός ούτε οι άνδρες του, αλλά θα τού πλήρωναν συγκεκριμένο ποσό ως φόρο υποτέλειας. Ο Τόκταμις έδωσε τον λόγο του για την τήρηση αυτών των όρων, αλλά πρόσθεσε το αίτημα, ότι οι μισοί ένοπλοι άνδρες τής πόλης θα έβγαιναν μαζί με τις δυνάμεις του και θα πορεύονταν μαζί του εναντίον των Γεωργιανών, καθώς είχε την πρόθεση να πολεμήσει αμέσως εναντίον τού βασιλιά εκείνου τού έθνους, τού οποίου το όνομα είναι Γεώργιος. Όμως, αμέσως μόλις βγήκαν οι πολεμιστές τους από την πόλη, ο Τόκταμις έδωσε εντολές στους άνδρες του να ξαναγυρίσουν στην πόλη, στην οποία μπήκαν με έφοδο και τη λεηλάτησαν, παίρνοντας ως λεία όλα τα πλούτη που βρήκαν εκεί. Ύστερα αυτοί οι Τάταροι πυρπόλησαν τα σπίτια, γκρεμίζοντας τα τείχη τής πόλης σε πολλά σημεία και θανατώνοντας τεράστιο αριθμό πολιτών. Το μεγαλύτερο μέρος τού πληθυσμού τού Σουρμάρι ήσαν στο παρελθόν Αρμένιοι, γιατί είναι αρμενική πόλη, αλλά τα τελευταία χρόνια πολλοί χριστιανοί απελάθηκαν από αυτόν τον τόπο, καθώς έχουν έρθει μουσουλμάνοι και έχουν αναλάβει την κατοχή του, όπως θα εξηγήσουμε πληρέστερα αργότερα. Στο Σουρμάρι μπορεί ακόμη να δει κανείς πολλά αξιόλογα και όμορφα κτίρια. Παντού σε όλη αυτή τη χώρα τής Αρμενίας, καθώς περνούσαμε, πρόσφεραν σε εμάς και τούς συνοδούς μας άφθονες προμήθειες, διαθέτοντάς μας επίσης άλογα για το ταξίδι μας. Γιατί μάλιστα όλη η περιοχή βρίσκεται τώρα σε ειρήνη, κάτω από την αρχή και την κυβέρνηση τού Τιμούρ.

Όρος Αραράτ

Την επόμενη Παρασκευή φύγαμε από το Σουρμάρι και συνεχίσαμε το ταξίδι, φτάνοντας σε μεγάλο κάστρο χτισμένο πάνω σε βράχο, όπου έπρεπε να περάσουμε τη νύχτα. Αυτό το κάστρο βρισκόταν στην κατοχή μιας κυρίας, που ήταν χήρα και το κατείχε, πληρώντας όμως φόρο υποτέλειας στον Τιμούρ για την κυριαρχία πάνω σε αυτό και πάνω στα εδάφη που βρίσκονταν γύρω. Στο παρελθόν αυτό το κάστρο αποτελούσε άντρο ληστών και κλεφτών, που ζούσαν λεηλατώντας τούς ταξιδιώτες. Όμως ο Τιμούρ, όταν περνούσε από αυτό το κάστρο, το κατέλαβε εξ εφόδου και θανάτωσε τον αρχηγό των ληστών, ο οποίος ήταν ο σύζυγος τής κυρίας που προαναφέρθηκε, τώρα χήρας του. Για να μην ξαναβρούν εκεί καταφύγιο οι ληστές και κλειστούν κάνοντας τις κακές τους πράξεις, ο Τιμούρ άφησε ύστερα εντολές, να βγάλουν όλες τις πόρτες από τις πύλες τού κάστρου και ποτέ να μην τις ξαναβάλουν, ώστε να παραμένει το κάστρο πάντοτε ανοιχτό. Στη συνέχεια ανέθεσε τη φρούρηση τού κάστρου σε αυτή την κυρία. Όταν βρισκόμασταν εκεί, βρήκαμε όλες τις πύλες του ακόμη χωρίς πόρτες. Το όνομα τού τόπου είναι Ιγντίρ.52 Το κάστρο στέκεται στους πρόποδες τού μεγάλου βουνού όπου προσάραξε η Κιβωτός τού Νώε.53 Αυτό το βουνό, όπως όλα τα άλλα υψώματα που περάσαμε από τότε που φύγαμε από την Τραπεζούντα, ήταν εντελώς γυμνό, χωρίς δάση ακόμη και στους πρόποδες. Στο κάστρο τού Ιγντίρ η κυρία που προαναφέραμε μάς υποδέχθηκε πολύ φιλόξενα εκείνη τη νύχτα, εφοδιάζοντάς μας για όλες τις ανάγκες μας.

Την επόμενη μέρα, που ήταν Σάββατο 31 Μαΐου, αναχωρήσαμε από το Ιγντίρ και ο δρόμος μας οδηγούσε κατά μήκος τού χείλους αυτού τού μεγάλου βουνού, όπου η Κιβωτός τού Νώε είχε προσαράξει. Το βουνό είναι πραγματικά πολύ ψηλό και η κορυφή του είναι πάντοτε καλυμμένη με χιόνι. Τώρα είχε πέσει χιόνι σε όλα τα υψίπεδα. Οι κοιλάδες τού βουνού ήσαν εντελώς γυμνές, δεν υπήρχαν εδώ δάση, αλλά υπήρχε πολύ χορτάρι για βοσκή, ενώ πολλά ρέματα έτρεχαν ανάμεσα στους βοσκοτόπους. Ο δρόμος μας οδηγούσε γύρω από το πίσω μέρος τού βουνού, ενώ περάσαμε από πολλούς ερειπωμένους τόπους, όπου είδαμε τα θεμέλια εκείνων που είχαν υπάρξει σπίτια, χτισμένα με πολύ μεγάλες πέτρες. Εδώ γύρω φυτρώνει η σίκαλη άγρια και κάθε εποχή, όπως μάς είπαν, θα ξαναφυτρώσει και πάλι από μόνη της, σαν να την έχουν σπείρει με το χέρι, αν και δεν φτάνει ποτέ σε σπόρους, αφού οι κόκκοι δεν ωριμάζουν. Επίσης τα λιβάδια είναι πλούσια σε νεροκάρδαμο, σαν να είχε κι αυτό απλωθεί για καλλιέργεια. Στις κοιλάδες, στους πρόποδες τού βουνού, βρίσκεται το σκουλήκι κιρμίζ, με το οποίο βάφουν το μετάξι πορφυρό.54 Στις πλαγιές τού λόφου είδαμε εκτεταμένα ερείπια πόλης, που προφανώς δεν είχε κατοικηθεί για πολύ καιρό, ενώ σε απόσταση μιας λεύγας τα ερείπια αυτά ήσαν ορατά σε όλες τις κατευθύνσεις. Οι άνθρωποι μάς είπαν ότι αυτά ήσαν τα ερείπια εκείνης τής πρώτης πόλης που ιδρύθηκε από τον Νώε και τούς γιους του κατά τις ημέρες μετά τον Κατακλυσμό. Η πεδιάδα που βρισκόταν μπροστά από αυτά τα ερείπια διασχιζόταν από νεροσυρμές. Δέντρα φύτρωναν εδώ κι εκεί, κάτω από τα οποία υψώνονταν θάμνοι, ενώ πηγές νερού ανάβλυζαν σε κάθε κατεύθυνση. Το μεγάλο βουνό [Αραράτ] έχει πολύ ψηλή και απότομη κορυφή, πάντοτε καλυμμένη με χιόνι. Τα σύννεφα μάς εμπόδιζαν την περισσότερη ώρα να δούμε την κορυφή, ενώ μάς είπαν ότι γενικά, καλοκαίρι και χειμώνα, το βουνό ήταν κρυμμένο στην ομίχλη, εξαιτίας τού μεγάλου του ύψους. Είχαμε ξεκουραστεί εκείνο το απομεσήμερο δίπλα σε πανέμορφη κρήνη νερού πηγής, ξεπροβάλλαμε κάτω από πέτρινη αψίδα και ενώ ήμασταν εδώ, ξαφνικά τα σύννεφα απομακρύνθηκαν και φάνηκε ολόκληρη η οροσειρά μέχρι την κορυφή της, αλλά ξανά, ύστερα από μια στιγμή, οι ομίχλες επέστρεψαν καλύπτοντας τα πάντα. Μάς είπαν ότι ήταν σπάνιο να εμφανιστεί ποτέ ολόκληρο το βουνό. Κοντά στην κύρια κορυφή [τού Αραράτ] είναι η κορυφή τού μικρότερου βουνού [τού μικρού Αραράτ], που είναι εξίσου απότομη, ενώ μεταξύ των δύο απλώνεται μακρύ σαμάρι και εδώ ήταν, όπως είπαν, που προσάραξε η Κιβωτός στο έδαφος, αλλά, όπως αναφέρθηκε ήδη, η μεγάλη κορυφή, η μικρότερη κορυφή και το σαμάρι καλύπτονται και τα τρία σχεδόν πάντοτε ολοσχερώς από χιόνι.

Εκείνη την ίδια νύχτα φτάσαμε στο κατάλυμά μας σε κάστρο που ονομάζεται Βαγιαζήτ,55 το οποίο είναι χτισμένο σε ψηλό βράχο που είναι εντυπωσιακός να τον βλέπεις. Κάτω από το κάστρο υπάρχει δεύτερη βραχώδης κορυφή, πάνω στην οποία είναι χτισμένα τα σπίτια τής πόλης. Ο τόπος είναι αξιοσημείωτου μεγέθους. Μεγάλο τείχος, πλαισιωμένο από πύργους, περιβάλλει την πόλη και την ενώνει με το ύψωμα τού κάστρου, από το οποίο σκαλιά οδηγούν προς τα κάτω, προς τα σπίτια τής πόλης. Η κορυφή στην οποία βρίσκεται το κάστρο είναι υπερβολικά ψηλή, αλλά παρ’ όλα αυτά μέσα στην περίβολο τού κάστρου υπάρχει πλούσια πηγή γλυκού νερού. Αυτή η πόλη πολιορκήθηκε από τον Τιμούρ πριν από έξι χρόνια, αλλά ο άρχοντάς της σύντομα ήλθε σε συμφωνία με αυτόν, συμφωνώντας να πληρώνει στον Τιμούρ φόρο υποτέλειας, ενώ εκείνος από την πλευρά του υποσχέθηκε να μην επιτρέπει στους Τατάρους του να εισέρχονται στον τόπο. Ούτε ο ίδιος ο άρχοντας τού Βαγιαζήτ, ούτε οι άνδρες του ήσαν υποχρεωμένοι να ενώνονται και να πορεύονται με τον Τιμούρ.

Το Μάκου και οι χριστιανοί

Την Κυριακή 1 Ιουνίου φτάσαμε την ώρα τού εσπερινού μπροστά σε κάστρο που ονομάζεται Μάκου.56 Ο τόπος ανήκε σε άρχοντα που ήταν ρωμαιοκαθολικός χριστιανός, αλλά το όνομα τού οποίου ήταν Νουραντίν,57 ενώ και εκείνοι οι στρατιώτες που φρουρούσαν το κάστρο ήσαν όλοι επίσης τής ρωμαιοκαθολικής πίστης. Μάλιστα ήσαν Αρμένιοι στην εθνικότητα, μιλούσαν την αρμενική γλώσσα, αλλά ταυτόχρονα καταλάβαιναν τουρκικά και περσικά. Στο Μάκου υπάρχει μοναστήρι αδελφών τού Τάγματος τού Αγίου Δομίνικου. Το κάστρο βρίσκεται κάτω στην κοιλάδα, σε γωνία κάτω από ψηλή κορυφή τού βουνού. Τα σπίτια τής πόλης είναι χτισμένα στην πλαγιά τού λόφου. Μεγάλο τείχος με πολλούς πύργους τετράγωνης πέτρας, καλά αρμολογημένης, περιέκλειε τα σπίτια τής πόλης, περνώντας πάνω και γύρω από την πάνω πλαγιά τού βουνού. Κλεισμένα μέσα σε αυτό το τείχος, αλλά και έξω από αυτό, στην πάνω πλαγιά τού λόφου, υπήρχαν πολλά σπίτια των πολιτών, ενώ και πάλι αυτό το εξωτερικό προάστιο προστατευόταν από τείχος με πύργους και προμαχώνες, που οδηγούνταν γύρω για να ενωθούν με το εσωτερικό τείχος. Η είσοδος σε αυτό το πάνω προάστιο γινόταν από σκάλα κομμένη στον βράχο, ενώ πάνω από την πύλη εισόδου ήταν χτισμένος ένας μεγάλος πύργος για να τη φρουρεί. Πέρα από αυτό το δεύτερο τείχος είχαν χτιστεί κι άλλα σπίτια ανάμεσα στους βράχους τής πλαγιάς τού βουνού. Εδώ βρισκόταν η κατοικία, με πύργους να την περιβάλλουν, όπου διέμενε ο άρχοντας αυτού τού τόπου, ενώ πολλοί από τούς ανθρώπους τής πόλης είχαν επίσης τα καλοκαιρινά τους σπίτια στην πλαγιά τού βουνού, που υψωνόταν πάνω από τα διπλά τείχη και τα εκτός των τειχών προάστια. Τα βραχώδη υψώματα εδώ διαμορφώνουν κατά κάποιον τρόπο ένα καταφύγιο που κρέμεται πάνω από το κάστρο και τα τείχη που περικλείουν την πόλη. Παρέχουν προστασία και κρατούν μακριά τη βροχή καθώς πέφτει, γιατί αυτά τα πάνω βράχια προφυλάσσουν εντελώς τις περιβόλους τού κάστρου. Εξ αιτίας αυτής τής περίεργης κατάστασης, δεν θα μπορούσε ποτέ κανείς να επιτεθεί επιτυχώς στο κάστρο, ούτε από κάτω ούτε από ψηλά. Μέσα από την αυλή τού κάστρου κυλούσε πηγή άφθονου νερού, που εξυπηρετούσε προς τα κάτω, ικανοποιώντας τις ανάγκες ολόκληρης τής πόλης και αρδεύοντας στη συνέχεια τα γύρω περιβόλια. Μια πολύ όμορφη κοιλάδα απλώνεται κάτω από το Μάκου, από την οποία περνά ποταμός, τού οποίου τα νερά ποτίζουν πολλούς αμπελώνες και σιτοχώραφα.

Ο Τιμούρ στο παρελθόν, όπως μάς είπαν, είχε πολιορκήσει αυτό το κάστρο τού Μάκου, αλλά δεν είχε καταφέρει να το καταλάβει. Επομένως επιδίωξε και κατάφερε να καταλήξει σε συμφωνία με τον άρχοντά του, ο οποίος δέχτηκε να υπηρετεί τον Τιμούρ με είκοσι ιππείς, οι οποίοι έπρεπε να ενώνονται με τον στρατό του οποτεδήποτε τούς καλούσαν. Λίγο μετά τη σύναψη αυτής τής συμφωνίας ο Τιμούρ είχε και πάλι την ευκαιρία να περάσει από το Μάκου και ο προαναφερθείς κύριος αποφάσισε να πάρει ο γιος του, ένας νέος είκοσι ετών, τρία άσπρα άλογα και να βγει έξω για να τον συναντήσει και να τού τα προσφέρει ως δώρο. Όταν ο Τιμούρ έφτασε στους πρόποδες τού κάστρου, αυτός ο νέος προχώρησε με εκείνα τα άλογα, για να τού τα προσφέρει εκ μέρους τού πατέρα του. Ο Τιμούρ, παίρνοντας το δώρο με χαρά, διακήρυξε ότι κανένας από τούς άνδρες του δεν έπρεπε να βλάψει τα εδάφη τού κάστρου. Στη συνέχεια, βλέποντας ότι ο άρχοντας τού κάστρου είχε τόσο καλό γιο, είπε ότι ήταν κρίμα να μένει ο νέος κλεισμένος στο σπίτι. Θα τον παραλάμβανε ο Τιμούρ παίρνοντάς τον στην ακολουθία του, για να γίνει σύντροφος τού εγγονού του. Αυτός ο πρίγκιπας, ο εγγονός τού Τιμούρ, ονομάζεται Ομάρ Μίρζα και εκείνη την εποχή είχε ήδη τοποθετηθεί ως κυβερνήτης, διοικώντας ολόκληρη τη Δυτική Περσία, περιοχή στην οποία περιλαμβάνεται και το Μάκου. Ο νεαρός άνδρας, τον οποίο πήρε έτσι ο Τιμούρ στην ακολουθία του, ζει τώρα με τον Ομάρ Μίρζα και έχει εκπαιδευτεί για να γίνει διοικητής στον στρατό του. Τον ανάγκασαν όμως, ενάντια στη θέλησή του, να γίνει μουσουλμάνος, αφού τού έδωσαν το όνομα Σουργατμίς. Τώρα είναι αρχηγός των φρουρών τού Ομάρ Μίρζα. Προς τα έξω εκδηλώνεται ως μουσουλμάνος, όχι όμως από ελεύθερη βούληση, γιατί στην καρδιά του εξακολουθεί να είναι καθολικός.

Στο Μάκου μάς υποδέχθηκε όλους εγκάρδια ο άρχοντας τού κάστρου, που εύρισκε μεγάλη παρηγοριά στο γεγονός ότι ήμασταν χριστιανοί και μάς πρόσφερε μεγάλη φιλοξενία. Μάς είπε ότι δεκαπέντε μέρες πριν τον ερχομό μας, ο Αμίρ Τζάχαν Σαχ Μίρζα,58 ο ανιψιός τού Τιμούρ και ιδιαίτερα ευνοούμενός του, είχε στείλει μήνυμα σε αυτόν, δηλαδή στον κυβερνήτη τού Μάκου, ζητώντας να τον δεχθεί ως φιλοξενούμενό του και να τού επιτρέψει να καταθέσει όλο τον θησαυρό του σε αυτό το κάστρο για ασφαλή φύλαξη. Ο κυβερνήτης μάς είπε ότι είχε απαντήσει σε αυτόν τον πρίγκιπα, ότι δεν μπορούσε να τον δεχτεί και να τού προσφέρει φιλοξενία, αλλά αν είχε θησαυρό να καταθέσει στο Μάκου, θα τον αναλάμβανε ευχαρίστως. Όμως δεν έπρεπε να υπολογίζει ότι θα τον έπαιρνε ποτέ πίσω. Περάσαμε λοιπόν πολύ ευχάριστα και άνετα τη νύχτα μετά την ημέρα τής άφιξής μας στο κάστρο τού Μάκου, ενώ αργότερα στο στρατόπεδο τού Ομάρ Μίρζα συναντήσαμε τον προαναφερθέντα γιο τού κυβερνήτη και μιλήσαμε αρκετές φορές μαζί του. Ο κυβερνήτης είχε ακόμη εκεί στο σπίτι κι άλλον γιο, μικρότερο από τον πρώτο και σε συνομιλία μάς ενημέρωσε ότι αυτός ο δεύτερος γιος του δεν ήταν άνθρωπος των όπλων, όπως ο αδελφός του, αλλά μορφωμένος και εξειδικευμένος φιλόλογος τής αρμενικής γλώσσας. Ήθελε, αν ο Θεός μάς επέτρεπε να επιστρέψουμε από τη Σαμαρκάνδη περνώντας από αυτό το κάστρο του, να εμπιστευθεί με χαρά αυτόν τον νεαρό στη φροντίδα μας, για να τον πάρουμε μαζί μας στην Ισπανία. Τότε ο βασιλιάς μας, ο οποίος, όπως πίστευε, θα τον ευνοούσε, θα τον συνιστούσε στον πάπα, παρακαλώντας την αγιότητά του να τον χειροτονήσει επίσκοπο στην επαρχία τού πατέρα του.59 Είναι πραγματικά θαύμα πώς κρατιούνται οι χριστιανοί αυτού τού κάστρου τού Μάκου, έτσι περιτριγυρισμένοι από μουσουλμάνους και μέχρι στιγμής αποξενωμένοι από κάθε χριστιανική βοήθεια. Ανήκουν στην πραγματικότητα στο αρμενικό έθνος, αλλά στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα, ενώ υπηρετούν τον Θεό με το ορθόδοξο τελετουργικό.

Χόϋ

Την επόμενη Δευτέρα 2 Ιουνίου φύγαμε από το Μάκου και εκείνη τη νύχτα κατασκηνώσαμε στην ύπαιθρο, αφού δεν μπορέσαμε να φτάσουμε σε κάποιο κατάλληλο χωριό. Κατά τη διάρκεια τής πορείας μας εκείνης τής ημέρας, μάς έδειξαν κάστρο που βρισκόταν στα αριστερά μας, σε κορυφή λόφου, το οποίο ονομαζόταν Άλιντζα.60 Αυτό το κάστρο περιβάλλεται από τείχος με πύργους και μέσα σε αυτό το κύκλωμα υπάρχουν πολλοί αμπελώνες και περιβόλια με γειτονικά σιτοχώραφα. Υπάρχουν επίσης πολλές πηγές νερού, καθώς και βοσκότοποι για γελάδια γύρω από το κάστρο, πάνω στο ύψωμα. Όταν ο Τιμούρ κατέβαλε τον σουλτάνο Άχμαντ61 τής Περσίας παίρνοντας από αυτόν όλα τα εδάφη του, αυτός ο ηγεμόνας είχε βρει ασφάλεια στο κάστρο τής Άλιντζα, όπου ο Τιμούρ πολιορκούσε αυτόν και τούς άνδρες του για τρία ολόκληρα χρόνια. Στο τέλος τού τρίτου χρόνου, ο σουλτάνος Άχμαντ δραπέτευσε και διέφυγε στην Αίγυπτο, βρίσκοντας καταφύγιο στον Μαμελούκο σουλτάνο τού Καΐρου, όπου παραμένει ακόμη.62 Την επόμενη μέρα, που ήταν Τρίτη, κοιμηθήκαμε σε κατασκήνωση των Τσαγκατάι Τατάρων, οι οποίοι βοσκούσαν τα κοπάδια τους σε εκείνα τα λιβάδια, όπου είχαν στηθεί περισσότερες από εκατό από τις σκηνές τους. Την Τετάρτη πάλι κοιμηθήκαμε στις σκηνές άλλου καταυλισμού των Τσαγκατάι και αυτοί οι άνθρωποι μάς εφοδίασαν με όλα τα απαραίτητα τρόφιμα, καθώς και με άλογα για να μάς μεταφέρουν προς τα εμπρός. Ακριβώς όπως και στα χωριά και τις πόλεις από τις οποίες είχαμε περάσει, οι άνθρωποι αυτοί έμπαιναν παντού στην υπηρεσία μας. Η χώρα στην οποία ταξιδεύαμε τώρα ήταν πολύ ορεινή, αλλά γόνιμη σε εδάφη με γρασίδι, καλά ποτιζόμενη από πολλά ρέματα. Παντού γύρω συναντούσαμε τούς Τσαγκατάι, οι οποίοι, αν και νομάδες, θεωρούνται ότι ανήκουν στην πόλη τής Χόϋ.63 Την Πέμπτη 5 Ιουνίου το μεσημέρι φτάσαμε σε αυτή την πόλη, που βρίσκεται σε πεδιάδα, περιτριγυρισμένη από πολλά περιβόλια και σιτοχώραφα, τα οποία με τη σειρά τους περιβάλλονται από μεγάλους βοσκοτόπους, που αρδεύονται από πολλά ρεύματα και αγωγούς νερού. Η ίδια η πόλη τής Χόϋ προστατεύεται από τείχος από ψημένα τούβλα, με πολλούς πύργους και προπύργια. Στην πόλη αυτή τελειώνει η επαρχία τής Άνω Αρμενίας και περνά κανείς εδώ τα σύνορα τής Περσίας, αλλά στην ίδια τη Χόϋ ο πληθυσμός κατά το μεγαλύτερο μέρος του είναι τής αρμενικής φυλής.

<-Κεφάλαιο 6: Από την Τραπεζούντα στο Έρζιντζαν Κεφάλαιο 8: Από τη Χόϋ στη Σουλτανίγια->
error: Content is protected !!
Scroll to Top