Κεφάλαιο 06

<-Κεφάλαιο 5: Από το Πέρα στην Τραπεζούντα Κεφάλαιο 7: Από το Έρζιντζαν στη Χόϋ->

Κεφάλαιο 6: Από την Τραπεζούντα στο Έρζιντζαν

Image

Χάρτης 8: Από την Τραπεζούντα στο Έρζιντζαν

Μανουήλ Γ’, αυτοκράτορας Τραπεζούντας

Την επόμενη μέρα που ήταν Σάββατο,1 ο αυτοκράτορας2 έστειλε να φωνάξουν εμάς τούς πρέσβεις, στέλνοντας άλογα για να μάς μεταφέρουν στο παλάτι του. Όταν φτάσαμε, τον βρήκαμε σε σαλόνι σε πάνω όροφο, όπου μάς υποδέχθηκε πολύ καλά. Αφού μιλήσαμε μαζί του για κάποιο διάστημα, επιστρέψαμε στο κατάλυμά μας. Σε αυτή την ακρόαση, αφού μιλήσαμε με τον αυτοκράτορα, μάς παρουσίασαν στον γιο του, που ήταν νέος άνδρας ηλικίας εικοσιπέντε περίπου ετών. Ο αυτοκράτορας είναι όμορφος άνδρας, ψηλός και εντυπωσιακής εμφάνισης. Αυτός και ο γιος του ήσαν ντυμένοι με αυτοκρατορικά ενδύματα, φορώντας πολύ ψηλά καπέλα, τα οποία είχαν χρυσά κορδόνια που έτρεχαν στα πλάγια, με μεγάλο λοφίο στην κορυφή φτιαγμένο από φτερά γερανού. Επίσης αυτά τα καπέλα ήσαν ντυμένα με γούνα κουναβιού. Ο αυτοκράτορας ονομάζεται Μανουήλ3 και ο γιος του Αλέξιος.4 Αποκαλούν και τον γιο αυτοκράτορα, όπως και τον πατέρα, επειδή συνηθίζουν ν΄ αποκαλούν αυτοκράτορα τον μεγαλύτερο νόμιμο γιο, ακόμη κι αν είναι ζωντανός ο πατέρας του. Η ελληνική λέξη για τον αυτοκράτορα είναι βασιλεύς.5 Αυτός ο αυτοκράτορας πληρώνει φόρο υποτέλειας στον Τιμούρ καθώς και σε άλλους Τούρκους γείτονές του. Μάθαμε ότι η αυτοκράτειρά του είναι συγγενής τού αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης.6 Ο νεαρός [συν]αυτοκράτορας, ο γιος του, είναι παντρεμένος με την κόρη ευγενούς τής Κωνσταντινούπολης7 και είναι τώρα πατέρας δύο κοριτσιών.8

Αξιωματούχοι τής αυλής

Την επόμενη μέρα, την Κυριακή το απόγευμα, ενώ ξεκουραζόμασταν στο κατάλυμά μας, ήρθαν να μάς επισκεφτούν εκεί δύο άρχοντες υψηλού βαθμού, που ήσαν από το νοικοκυριό τού αυτοκράτορα και ανήκαν στην προσωπική του ακολουθία. Ο τίτλος τού ενός ήταν Χουρτζής,9 που στα ελληνικά σημαίνει τον ακόλουθο που φέρει το αυτοκρατορικό τόξο πορευόμενος μπροστά από τον αυτοκράτορα, ενώ ο άλλος ευγενής ονομαζόταν Πρωτοβεστιάριος,10 που είναι, όπως θα λέγαμε, ο άρχοντας θησαυροφύλακας. Αυτός ο δεύτερος ήταν πρόσωπο πολύ ψηλά στην εύνοια τής μεγαλειότητάς του. Σε όλη την αυτοκρατορία τίποτε δεν γινόταν χωρίς τη δική του σύμφωνη γνώμη. Μάς είπαν ότι ήταν ταπεινής καταγωγής, γιος φούρναρη, αλλά σε εμάς φάνηκε ευγενούς παρουσίας. Μάς είπαν επίσης ότι ο νεαρός αυτοκράτορας, ο γιος, συνειδητοποιώντας πόσο μεγάλη εύνοια έδειχνε ο πατέρας του σε αυτόν τον άνθρωπο, χωρίς να δίνει καμία προσοχή στη συμβουλή οποιουδήποτε από τούς άλλους ευγενείς τής αυτοκρατορίας του, ζήλεψε και επαναστάτησε εναντίον τού πατέρα του, ζητώντας να διώξει αυτό το άτομο μακριά του. Ο γιος νίκησε τον πατέρα του πολεμώντας, τον πολιορκούσε για τρεις μήνες στην πρωτεύουσα, γιατί όλοι οι μεγάλοι ευγενείς τού κράτους ήσαν υποστηρικτές του. Όμως τα ζητήματα με την πάροδο τού χρόνου διευθετήθηκαν, μέσω τής επιρροής τού Χουρτζή, τού πρώτου αναφερθέντος ευγενή, ο οποίος ήταν φίλος τού νεαρού αυτοκράτορα, ενώ τον εμπιστεύονταν και οι ευγενείς που τον είχαν υποστηρίξει. Τελικά ο αυτοκράτορας, ο πατέρας του, υπέφερε πολύ από άποψη τιμής και φήμης, αλλά επέμεινε να κρατήσει δίπλα του τον ταπεινής καταγωγής αξιωματούχο, τον Πρωτοβεστιάριο.

Η πόλη τής Τραπεζούντας

Η πόλη τής Τραπεζούντας είναι χτισμένη κοντά στη θάλασσα και το τείχος που την περιβάλλει υψώνεται πάνω από τις πλαγιές των λόφων στο πίσω μέρος τής πόλης. Στο ψηλότερο μέρος υπάρχει πολύ ισχυρό κάστρο, περιβαλλόμενο από το δικό του τείχος. Στη μια πλευρά τής πόλης τρέχει μικρός ποταμός, τα νερά τού οποίου περνούν μέσα από βαθύ φαράγγι, πράγμα που κάνει την Τραπεζούντα πολύ καλά προστατευμένη σε αυτή την περιοχή. Στην άλλη πλευρά υπάρχει ομαλή πεδιάδα, αλλά εδώ το τείχος τής πόλης είναι ισχυρό. Έξω γύρω-γύρω βρίσκονται τα προάστια, με πολλά ωραία περιβόλια οπωροφόρων δέντρων. Εδώ όμορφος δρόμος τρέχει δίπλα στην παραλία, διασχίζοντας ένα από τα προάστια και προσφέροντας ωραίο θέαμα, γιατί στα καταστήματά του πωλούνται όλα τα αγαθά που προσκομίζονται στην πόλη για πώληση. Κοντά στη θάλασσα βρίσκονται δύο φρούρια, περιβαλλόμενα από ισχυρά τείχη με πύργους, από τα οποία το ένα ανήκει στους Ενετούς και το άλλο στους Γενουάτες, καθένας από τούς οποίους έχτισε το δικό του φρούριο με τη συγκατάθεση τού αυτοκράτορα. Έξω από την πόλη υπάρχουν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια.

Τελετουργικά στην Αρμενική και την Ελληνική Εκκλησία

Οι Αρμένιοι έχουν επίσκοπο και εκκλησία τής δικής τους γλώσσας στην Τραπεζούντα, αν και αποτελούν λαό που σε αυτά τα μέρη δεν τούς συμπαθούν πολύ. Η λειτουργία τους μοιάζει σε πολλές λεπτομέρειες με εκείνη των Καθολικών, ενώ στη λειτουργία καθαγιάζουν τα στοιχεία με τις τελετές που οι ίδιοι χρησιμοποιούν. Όμως ο ιερέας, βάζοντας το επιτραχήλιο, δεν το σταυρώνει πάνω από το στήθος του. Επίσης όταν διαβάζει το Ευαγγέλιο, γυρίζει την πλάτη του προς τον ηγούμενο και βλέπει προς το εκκλησίασμα. Όταν φτάνουν στη καθαγίαση τού κρασιού, δεν χύνεται νερό στο δισκοπότηρο. Έχουν εξομολόγηση και νηστεύουν κατά τη διάρκεια και των σαράντα ημερών τής Σαρακοστής. Τα Σάββατα γενικά όλο τον χρόνο τρώνε κρέας, αν και το Μεγάλο Σάββατο και κάθε Σάββατο τής Σαρακοστής νηστεύουν. Όταν νηστεύουν, ως επί το πλείστον δεν τρώνε ψάρι με αίμα, ούτε χρησιμοποιούν ή μαγειρεύουν με οποιοδήποτε λάδι ή λίπος. Ο απλός λαός νηστεύει με παρόμοιο τρόπο επίσης, τρώγοντας ψάρι αλλά χωρίς να πίνει κρασί, γευματίζοντας καθημερινά τόσο συχνά, όσο θέλει. Από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή τρώνε κρέας καθημερινά, ακόμη και τις Παρασκευές. Λένε ότι ο Ιησούς Χριστός βαφτίστηκε την ημέρα που γεννήθηκε, ενώ έχουν και άλλα λάθη στην πίστη τους, αλλά είναι πολύ ευσεβής λαός και συμμετέχουν στη λειτουργία με μεγάλη ευλάβεια.

Οι Έλληνες είναι επίσης θρήσκος λαός, αλλά σε θέματα πίστης έχουν πολλά λάθη. Το πρώτο από αυτά είναι ότι για τον άρτο τού μυστηρίου χρησιμοποιούν ζυμωμένο ψωμί και προχωρούν να το καθαγιάσουν ως εξής. Παίρνουν ένα ψωμί που έχει πλάτος ένα χέρι ή περισσότερο, το οποίο έχει σφραγιστεί με σφραγίδα μεγέθους ενός χρυσού νομίσματος ντόμπλα11 που έχει διάφορα γράμματα πάνω της. Καθαγιάζουν μόνο αυτό το τμήμα. Τον ιερέα που λέει τη λειτουργία δεν τον βλέπει το εκκλησίασμα, επειδή υπάρχει κουρτίνα ανάμεσα σε αυτόν και εκείνους. Μόλις καθαγιάσει, παίρνει το ψωμί τυλιγμένο σε λευκό πανί και υψώνοντάς το πάνω από το κεφάλι του βγαίνει αμέσως έξω ψάλλοντας. Έτσι εμφανίζεται ενώπιον τού εκκλησιάσματος, οι οποίοι, όταν τον βλέπουν, ρίχνουν τα πρόσωπά τους προς τα κάτω με λυγμούς, χτυπώντας τα στήθη τους και φωνάζοντας ότι δεν είναι άξιοι να βλέπουν. Τότε ο ιερέας επιστρέφει μόνος του στο ιερό, τρώγοντας εκείνο το σφραγισμένο κομμάτι τού ψωμιού που έχει καθαγιαστεί. Όταν τελειώσει η λειτουργία, παίρνει ό,τι απομένει από το ψωμί, και το χωρίζει σε μερίδες. Αυτό είναι γνωστό ως Ευλογημένος Άρτος, που τον παραχωρεί αμέσως στο εκκλησίασμα, δίνοντας ένα κομμάτι σε κάθε παρόντα. Στη λειτουργία δεν χρησιμοποιούν κανένα βιβλίο, ούτε σε καμία από τις εκκλησίες τους —εκτός από την Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη— χρησιμοποιούν καμπάνα, αλλά χτυπούν μια ξύλινη σανίδα για να επισημάνουν τις πιο σημαντικές στιγμές τού τελετουργικού. Όλοι οι ιερείς τους είναι παντρεμένοι, αλλά παντρεύονται μία μόνο φορά και οι γυναίκες τους δεν πρέπει να έχουν ξαναπαντρευτεί. Αν πεθάνει η σύζυγος, ο ιερέας δεν ξαναπαντρεύεται, παραμένοντας πάντοτε χήρος, προσποιούμενος ότι είναι πολύ δυστυχισμένος όλες τις τελευταίες του ημέρες και θρηνώντας την απώλειά του. Δύο μόνο μέρες την εβδομάδα δηλαδή την Τετάρτη και το Σάββατο, κάνουν λειτουργία, ενώ την εβδομάδα που ο ιερέας αναλαμβάνει καθήκοντα, πρέπει να παραμείνει στην εκκλησία όλες αυτές τις ημέρες, χωρίς να την αφήσει ποτέ για να επιστρέψει στο σπίτι του.

Οι Έλληνες ιερείς έχουν έξι νηστείες τον χρόνο, στη διάρκεια των οποίων δεν τρώνε ψάρια που έχουν αίμα, ούτε πίνουν κρασί και δεν χρησιμοποιούν λάδι. Στη διάρκεια αυτών των ημερών οι κληρικοί δεν πηγαίνουν στα σπίτια τους. Οι εποχές νηστειών είναι οι εξής: Η πρώτη είναι από την 1η Αυγούστου μέχρι την ημέρα τής Παναγίας, που πέφτει στα μέσα Αυγούστου. Η επόμενη νηστεία είναι από την ημέρα τής Αγίας Αικατερίνης μέχρι τα Χριστούγεννα. Η τρίτη περίοδος νηστειών, την οποία τηρούμε όλοι, είναι οι σαράντα ημέρες τής Σαρακοστής. Τέταρτον, νηστεύουν για εικοσιτέσσερις ημέρες προς τιμήν των Δώδεκα Αποστόλων. Και πέμπτον, για δεκαπέντε ημέρες προς τιμήν ενός αγίου, τον οποίο αποκαλούν Άγιο Δημήτριο.12 Σε ολόκληρη τη διάρκεια τού έτους, δεν τρώνε κρέας τις Τετάρτες ούτε τις Παρασκευές. Τρώνε όμως κρέας τα Σάββατα. Επίσης τις Τετάρτες περνούν πολλές ώρες σε αγρύπνιες. Θα προτιμούσαν να τρώνε κρέας τις Παρασκευές παρά τις Τετάρτες. Και ίσως το κάνουν, αλλά ποτέ στη διάρκεια τού έτους, καμία Τετάρτη δεν πρέπει ν΄ ακουμπήσουν κρέας. Στην πραγματικότητα, τέσσερις Παρασκευές τού έτους συνηθίζουν να τρώνε κρέας, δηλαδή: την Παρασκευή πριν από τα Χριστούγεννα, την Παρασκευή τής εβδομάδας τής Αποκριάς, την Παρασκευή πριν από τη Μεγάλη Παρασκευή και την Παρασκευή πριν από την Πεντηκοστή. Οι Έλληνες σφάλλουν στο δόγμα τους για το βάπτισμα, ενώ είναι επίσης ετερόδοξοι σε πολλά άλλα έθιμα και τελετές. Έχουν λοιπόν το έθιμο, όταν πεθαίνει κάποιος που έχει ζήσει κακή ζωή στον κόσμο όντας μεγάλος αμαρτωλός, να τον ντύνουν με τα ενδύματα συγκεκριμένου μοναστικού τάγματος και ν΄ αλλάζουν το όνομά του, ώστε να μην τον αναγνωρίσει ο Διάβολος. Έχουν αυτήν και άλλες λανθασμένες απόψεις, αλλά είναι πολύ ευσεβής λαός και δοσμένος σε μεγάλη κατάνυξη. Όσο για τούς στρατιώτες και τα πολεμικά όπλα, οι Έλληνες χρησιμοποιούν το ξίφος και το τόξο, όπως και άλλα όπλα που χρησιμοποιούν οι Τούρκοι, ενώ ιππεύουν με τον τρόπο των τελευταίων.13

Ταξίδι προς νότο στο Έρζιντζαν

Μείναμε σε αυτή την πόλη τής Τραπεζούντας από την Παρασκευή κατά την οποία φτάσαμε, δηλαδή από τις 11 Απριλίου, μέχρι το Σάββατο 26 τού ίδιου μήνα, ετοιμάζοντας ιπποσκευές για τα άλογά μας και άλλα πράγματα, που ήσαν απαραίτητα για χερσαίο ταξίδι. Την Κυριακή 27 Απριλίου ξεκινήσαμε συνοδευόμενοι από έναν φρουρό, ο οποίος μάς είχε διατεθεί με εντολή τού αυτοκράτορα, για να μάς οδηγήσει μέσα από την επικράτειά του. Την ίδια μέρα κοιμηθήκαμε κοντά σε ποτάμι που ονομαζόταν Πυξίτης,14 μέσα σε ερειπωμένη εκκλησία. Ο δρόμος περνούσε από ψηλούς λόφους, οι οποίοι ήσαν κατοικημένοι και καλύπτονταν από καλαμπόκι και μύλους. Πολλά ρέματα κυλούσαν από αυτούς τούς λόφους. Τη Δευτέρα φύγαμε από αυτόν τον τόπο στάθμευσης και ο φύλακας που μάς είχε δώσει ο αυτοκράτορας γύρισε πίσω, λέγοντας ότι δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε πιο πέρα λόγω τού φόβου των εχθρών τού αυτοκράτορα. Όμως συνεχίσαμε τον δρόμο μας. Την ώρα τού εσπερινού φτάσαμε σε κάστρο που ανήκε στον αυτοκράτορα και ονομαζόταν Παλαιοματζούκα,15 χτισμένο σε πολύ ψηλό βράχο. Η είσοδος σε αυτό γινόταν από σκαλοπάτια, ενώ υπήρχαν μερικά σπίτια στην όψη τού βράχου. Ο δρόμος, εκείνη τη μέρα, ήταν πολύ καλός για ταξίδι και περνούσε μέσα από πολύ όμορφα βουνά. Διαπιστώσαμε όμως ότι είχε πέσει ένα μεγάλο κομμάτι βράχου, το οποίο είχε αποκλείσει τον δρόμο και έναν ποταμό. Έτσι δεν μπορούσαμε να περάσουμε χωρίς προβλήματα. Εκείνη λοιπόν τη μέρα δεν προχωρήσαμε πολύ και κατασκηνώσαμε στην ανοιχτή πεδιάδα. Την Τρίτη ταξιδεύαμε σε πολύ κακό δρόμο, πάνω σε πολύ ψηλά βουνά καλυμμένα με χιόνι και διασχιζόμενο από πολλά ρέματα. Τη νύχτα κατασκηνώσαμε κοντά σε κάστρο που ονομαζόταν Ζύγαινα,16 το οποίο βρισκόταν στην κορυφή ψηλού βράχου, η μοναδική είσοδος τού οποίου ήταν από ξύλινη γέφυρα που οδηγούσε από βράχο στην πύλη τού κάστρου. Ο ιδιοκτήτης τού κάστρου ήταν Έλληνας ευγενής που ονομαζόταν Λέων Καβαζίτης.17

Καβαζίτης: ο ληστής-αρχηγός τής Δορύλης

Την Τετάρτη το πρωί φτάσαμε σε κάστρο πάνω σε ψηλό βράχο κοντά στον δρόμο, που ονομαζόταν Άρδασα,18 από τη μια πλευρά τού οποίου υπήρχε ποταμός και από την άλλη γκρεμός, ενώ ο δρόμος οδηγούσε μέσα από πολύ στενό πέρασμα μεταξύ τού ποταμού και τής βάσης τού βράχου τού κάστρου, με αποτέλεσμα να μπορεί να περάσει μόνο ένας άνθρωπος κάθε φορά. Έτσι λίγοι άνδρες στο κάστρο θα μπορούσαν να υπερασπιστούν αυτό το πέρασμα εναντίον ολόκληρου στρατού, ενώ σε όλη αυτή την περιοχή δεν υπάρχει άλλο πέρασμα. Τώρα λοιπόν έβγαινε από το κάστρο τής Άρδασας μια ομάδα ανδρών, που απαιτούσε διόδια από εμάς και ήθελε να επιβάλει τελωνειακούς δασμούς στις αποσκευές μας. Μάλιστα ο τόπος ανήκε στον άρχοντα Καβαζίτη, τον οποίο προαναφέραμε. Εκεί είχε εγκαταστήσει την ομάδα του από κλέφτες και κακούς ανθρώπους, γιατί αυτός ο άρχοντας είναι κακής ποιότητας άνθρωπος. Μάλιστα αυτός ο δρόμος από τον οποίο είχαμε έρθει δεν ήταν εκείνος που έπαιρναν συνήθως οι ταξιδιώτες, εκτός αν η ομάδα τους ήταν τόσο πολυάριθμη, ώστε να δικαιολογεί την ασφαλή διέλευση, ή από την άλλη πλευρά ήσαν διατεθειμένοι να πληρώσουν σημαντικό ποσό ως δώρο στον άρχοντα Καβαζίτη και τούς άνδρες του. Τρεις περίπου λεύγες πέρα από το κάστρο τής Άρδασας περάσαμε από πύργο χτισμένο στην κορυφή ψηλού βράχου, όπου το πέρασμα ήταν πάλι πολύ στενό, ενώ την ώρα τού εσπερινού φτάσαμε σε άλλο κάστρο που ονομαζόταν Δορύλη,19 ήταν καλοχτισμένο και γερό, φαινόταν ότι είχε πρόσφατα ολοκληρωθεί και βρισκόταν σε ψηλό λόφο, κάτω από τον οποίο περνούσε ο δρόμος.

Είχαμε ενημερωθεί ότι ο άρχοντας αυτής τής περιοχής [δηλαδή ο Καβαζίτης] τότε ακριβώς κατοικούσε εκεί. Στείλαμε λοιπόν στο κάστρο τον δραγουμάνο μας, για να τον ενημερώσει ποιοι είμαστε, αν και στην πραγματικότητα ο άρχοντας αυτός γνώριζε ήδη για εμάς όσα ήσαν απαραίτητα, αφού τα νέα για εμάς και την πρεσβεία μας είχαν ήδη σταλεί σε αυτόν από τα άλλα κάστρα εκείνης τής περιοχής, από τα οποία είχαμε ήδη περάσει. Μόλις λοιπόν στείλαμε μέσα τον αγγελιοφόρο μας, βγήκε ένας έφιππος άνδρας από το κάστρο, με μήνυμα από τον άρχοντα που μάς πρόσταζε να σταματήσουμε αμέσως. Αφιππεύοντας λοιπόν, προχωρήσαμε ν΄ ακουμπήσουμε τις αποσκευές μας σε μια εκκλησία, που στεκόταν εδώ στην άκρη τού δρόμου. Μάς ενημέρωνε τώρα ο ιππέας, ότι ήταν απαραίτητο όλοι όσοι περνούσαν από εκείνο τον δρόμο να πληρώσουν δασμούς στον κύριό του, για τον οποίο επίσης ένα κατάλληλο δώρο, από τα αγαθά μας, θεωρούνταν απαραίτητο, ζητώντας να συμμορφωθούμε αμέσως. Ο άνδρας εξήγησε περαιτέρω ότι ο κύριός του είχε την κατοικία του σε αυτά τα βουνά, ώστε να διατηρεί ομάδα στρατιωτών για να πολεμούν τούς Τούρκους και ότι τα μόνα του έσοδα προέρχονταν από αυτό το διόδιο που επέβαλλε σε εκείνους που περνούσαν από την περιοχή, καθώς και από τα λάφυρα που θα μπορούσε να κερδίσει από επιδρομές σε εχθρικά εδάφη. Εμείς όμως από την πλευρά μας απαντήσαμε, προτείνοντας ν΄ ανεβούμε στο κάστρο για να μιλήσουμε με εκείνον τον άρχοντα και να τού υποβάλουμε τα σέβη μας, όπως άρμοζε σε πρεσβευτές. Όμως εκείνοι οι άνθρωποί του, που είχαν τώρα κατέβει σε εμάς, δεν συμφωνούσαν, λέγοντας ότι εκείνη την ημέρα δεν ήταν απαραίτητη η επίσκεψή μας, καθώς το επόμενο πρωί ο ίδιος σκόπευε ν΄ αφήσει το κάστρο του και να μάς επισκεφτεί. Πράγματι, την επόμενη μέρα, που ήταν Πέμπτη 1 Μαΐου, βγήκε το πρωί ο άρχοντας Καβαζίτης από το φρούριό του και εμφανίστηκε στον τόπο κατασκήνωσής μας, συνοδευόμενος από τριάντα από τούς ιππείς του, οπλισμένους με τόξα και βέλη. Ίππευε έξοχο άλογο και κρατούσε επίσης στο χέρι του βέλη με το τόξο του. Αυτός και οι άνδρες του κατέβηκαν από τα άλογα και κάθισαν όλοι κάτω. Ζήτησε από εμάς τούς πρεσβευτές να πλησιάσουμε και να καθίσουμε δίπλα του.

Προχώρησε να μάς εξηγήσει ότι ζούσε σε εκείνη την άγονη γη, όπου μάλιστα τον βρίσκαμε τώρα σε ειρήνη, αλλά ότι έπρεπε να υπερασπίζεται συνεχώς τον εαυτό του ενάντια στους Τούρκους, που ήσαν οι γείτονές του από όλες τις πλευρές, εναντίον των οποίων βρισκόταν πάντοτε σε πόλεμο. Είπε επίσης ότι αυτός και οι άνδρες του δεν είχαν τίποτε για να ζήσουν, εκτός από ό,τι μπορούσαν να τούς δώσουν εκείνοι που περνούσαν από την περιοχή τους ή από εκείνο που μπορούσαν να πάρουν λεηλατώντας τα εδάφη των γειτόνων τους. Γι’ αυτό ο Καβαζίτης μάς ζητούσε τώρα να τού δώσουμε κάποια βοήθεια ως δώρο με τη μορφή χρημάτων ή αγαθών. Απαντώντας αναφέραμε, ότι ήμασταν πρεσβευτές και όχι έμποροι, όντας απεσταλμένοι τούς οποίους ο κύριός μας, ο βασιλιάς τής Ισπανίας, έστελνε στον άρχοντα Τιμούρ. Αναφέραμε επίσης, ότι δεν κουβαλούσαμε μαζί μας αγαθά, εκτός από εκείνα που φέρναμε ως δώρο στον Τιμούρ. Εκείνος ο [Τάταρος] πρεσβευτής τού Τιμούρ, που ήταν σύντροφός μας στο ταξίδι, παρενέβη εδώ λέγοντας, ότι αν και γνώριζε καλά ότι ο αυτοκράτορας τής Τραπεζούντας ήταν ο κυρίαρχος όλης αυτής τής χώρας, στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά υποτελής άρχοντας που πλήρωνε φόρο στον Τιμούρ. Ήταν λοιπόν δικό του καθήκον, τού Καβαζίτη, να επιτρέψει σε όλους να περάσουμε τα σύνορα αυτά χωρίς παρεμπόδιση. Ο Καβαζίτης, υποστηριζόμενος από τούς άνδρες του, απάντησε ότι όλα αυτά μπορούσαν πράγματι να ισχύουν, αλλά ότι βρίσκονταν σε κατάσταση όπου μπορούσαν μόνο να επιβιώσουν με εκείνα που θα μπορούσαν ν΄ αποκτήσουν με τον τρόπο που μάς είχε παρουσιαστεί, δηλώνοντας ότι, λόγω ανάγκης, το άγχος τους για τρόφιμα θα μπορούσε να τούς οδηγήσει ακόμη και σε λεηλασίες και επιθέσεις στα εδάφη τού άρχοντα Τιμούρ. Τελικά διαπιστώσαμε ότι ήταν απαραίτητο να καταλήξουμε σε συμφωνία. Καθώς δεν βρίσκαμε άλλον τρόπο, βγάλαμε από τις αποσκευές μας ένα κομμάτι πορφυρό ύφασμα και ένα ασημένιο κύπελλο, ενώ ο πρεσβευτής τού Τιμούρ έδωσε από την πλευρά του ένα κομμάτι γραμμωτό πορφυρό υλικό, τού είδους που φτιάχνουν στη Φλωρεντία, καθώς κι ένα τόπι έξοχου λινού υφάσματος. Αυτά όμως δεν τούς ικανοποιούσαν και ζητούσαν περισσότερα. Τούς προσφέραμε λοιπόν πολλά καλά λόγια ευγένειας, αλλά αυτά δεν χρησίμευσαν. Η μόνη απάντηση που πήραμε ήταν ότι έπρεπε να ικανοποιήσουμε τις λογικές απαιτήσεις τού άρχοντα Καβαζίτη και των ανδρών του. Τα σκέτα λόγια θα ήσαν άχρηστα. Χρειάστηκε λοιπόν στο τέλος ν΄ αγοράσουμε από έμπορο που ταξίδευε μαζί μας ένα κομμάτι χοντρού μάλλινου καμηλό υφάσματος που δόθηκε στον Καβαζίτη, ο οποίος πολύ απρόθυμα δήλωσε ότι ήταν ικανοποιημένος. Είπε ότι θα ήταν τώρα ο φρουρός μας, αναλαμβάνοντας να φτάσουμε με ασφάλεια στα όρια τού Έρζιντζαν, το οποίο ανήκε στην κυριαρχία τού Τιμούρ. Υποσχέθηκε να μάς εφοδιάσει με άλογα για να ιππεύσουμε, καθώς και υποζύγια για να μεταφέρουν τις αποσκευές μας. Όταν αυτά διευθετήθηκαν, θελήσαμε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Παρ’ όλα αυτά μάς παρεμπόδισαν καθυστερήσεις και τελικά με δική μας δαπάνη χρειάστηκε να μισθώσουμε άλογα για να μάς προωθήσουν και να πληρώσουμε άνδρες για να μάς συνοδεύσουν και να μάς οδηγήσουν στα σύνορα τού Έρζιντζαν.

Υποδοχή από τον κυβερνήτη τού Έρζιντζαν

Ξεκινήσαμε τελικά την Παρασκευή το πρωί. Μάς συνόδευαν δέκα έφιπποι άνδρες ως φρουρά μας. Την ώρα τής πρωινής λειτουργίας φτάσαμε σε κάστρο στην κορυφή ψηλού βράχου, που ανήκε επίσης στον Καβαζίτη. Η φρουρά τού κάστρου, εξορμώντας από αυτό, απαιτούσε τώρα κι άλλους τελωνειακούς δασμούς για τις αποσκευές που μεταφέραμε μαζί μας. Ύστερα από πολλές αντιρρήσεις υποχρεωθήκαμε να πληρώσουμε. Νωρίς το απόγευμα εκείνης τής ημέρας φτάσαμε σε κοιλάδα, όπου μάς είπαν ότι εκεί κοντά είχε χτιστεί κάστρο, τώρα φρουρούμενο σθεναρά από κάποιους Τούρκους, που ανήκαν στη φυλή των Τσέπνι.20 Επειδή αυτοί βρίσκονταν σε πόλεμο με τον Καβαζίτη, οι άνδρες του στάθμευαν εκεί κρατώντας αυτήν την κοιλάδα, για να τούς παρακολουθούν και να τούς προσέχουν. Οι συνοδοί μας λοιπόν μάς διέταξαν να μείνουμε ήσυχοι για λίγο, όσο εκείνοι θα έκαναν αναγνώριση τής γύρω περιοχής. Τελικά περάσαμε από τον τόπο με ασφάλεια και την ώρα τού εσπερινού φτάσαμε σε χωριό που ονομαζόταν Αλαντζά21 και βρισκόταν ήδη στην επικράτεια τού Έρζιντζαν. Μόλις οι δέκα ιππείς τής συνοδείας μας έφτασαν σε αυτό το χωριό, ξεφόρτωσαν τις αποσκευές μας από τα δικά τους υποζύγια και μάς αποχαιρέτισαν επιστρέφοντας στον άρχοντά τους Καβαζίτη. Το ταξίδι μας τής τελευταίας εκείνης ημέρας ήταν από πολύ τραχύ δρόμο, που περνούσε πάνω από τις κορυφογραμμές ψηλών βουνών. Στο χωριό Αλαντζά βρήκαμε Τούρκο ευγενή που ήταν ο επικεφαλής, ενεργώντας στο όνομα τού κυβερνήτη τού Έρζιντζαν. Μάς υποδέχτηκε πολύ ευγενικά, διαθέτοντας καταλύματα σε εμάς, με προμήθειες και όλα όσα ήσαν απαραίτητα για την άνεσή μας. Σε αυτό το χωριό και από αυτόν τον Τούρκο μάθαμε για πρώτη φορά ότι ο Τιμούρ είχε ήδη φύγει από το Καραμπάχ,22 όπου είχε διαχειμάσει και ότι είχε ξεκινήσει την πορεία του στις πεδιάδες τής Σουλτανίγια23 στην Περσία. Την επόμενη μέρα, το Σάββατο 3 Μαΐου, φύγαμε από τον Αλαντζά και φτάσαμε σε χωριό όπου μάς έκαναν καλή υποδοχή, εφοδιάζοντάς μας με τρόφιμα. Μάς διέθεσαν επίσης άλογα για να ιππεύσουμε, καθώς και υποζύγια για τις αποσκευές μας. Εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε σε χωριό πιο πέρα, όπου μάς διέθεσαν άφθονες προμήθειες και υποσχέθηκαν ότι θα μάς έδιναν το πρωί ξεκούραστα άλογα.

Έτσι συνέβαινε και ό,τι χρειαζόμασταν σε κάθε περίσταση μάς το διέθεταν δωρεάν, γιατί είναι έθιμο σε αυτή τη χώρα24 να το κάνουν αυτό. Όπου κι αν σταματούσαμε, είτε περνώντας την ημέρα ή παραμένοντας τη νύχτα, θα έβγαζαν χαλιά από τα σπίτια και θα μάς έβαζαν τιμητικά να καθίσουμε πάνω τους. Στη συνέχεια θα έβγαζαν ένα δερμάτινο χαλάκι ως τραπεζομάντηλο, όπως είναι σε εμάς το στρογγυλό δέρμα που ονομάζουμε γουανταμασίρ.25 Σε εκείνους είναι γνωστό ως σοφρά και πάνω του βάζουν το ψωμί.26 Το ψωμί τους σε αυτά τα χωριά ήταν μάλιστα πολύ κακής ποιότητας και φτιαχνόταν με περίεργο τρόπο. Παίρνουν λίγο αλεύρι, το ζυμώνουν και φτιάχνουν τηγανίτες. Στη συνέχεια παίρνουν ένα τηγάνι, το βάζουν στη φωτιά και όταν κάψει, ρίχνουν το λεπτό φύλλο ζύμης μέσα σε αυτό, το οποίο βγάζουν μόλις ζεσταθεί και ψηθεί.27 Αυτό ήταν το μόνο ψωμί με το οποίο μάς εφοδίαζαν σε αυτά τα χωριά. Πάνω στο δερμάτινο χαλάκι που προαναφέρθηκε, θα έβαζαν κρέας σε αφθονία, καθώς και γαβάθες με γάλα και κρέμα γάλακτος με αυγά και μέλι. Έτσι, πράγματι, μάς έδιναν τα καλύτερα τρόφιμα. Σε όλα τα σπίτια γινόταν το ίδιο, ενώ, αν έπρεπε να παραμείνουμε τη νύχτα, μάς έδιναν περισσότερη τροφή απ’ όση μπορούσαμε να φάμε. Σε όποιο χωριό φτάναμε, εμφανιζόταν αμέσως και στεκόταν μπροστά μας ο αρχηγός. Τότε ο απεσταλμένος τού Τιμούρ, ο οποίος, όπως είπαμε, ήταν μαζί μας, τού παράγγελνε να φέρει φαγητό για τις ανάγκες μας. Επίσης ο αρχηγός έπρεπε να μάς προμηθεύσει άλογα για να ιππεύσουμε και συνοδούς για να μάς υπηρετήσουν. Αν δεν εκτελούσε αυτές τις εντολές τόσο γρήγορα ώστε να ευχαριστεί αυτόν τον Τάταρο απεσταλμένο, τότε θα δεχόταν από αυτόν χτυπήματα με ραβδί και μαστίγιο, πράγμα που αποτελούσε έκπληξη για εμάς που γινόμασταν μάρτυρες. Με αυτόν τον τρόπο νουθετούσαν τούς ανθρώπους όλων αυτών των χωριών από τα οποία περνούσαμε. Μάλιστα μόλις έβλεπαν αυτόν τον Τσαγκατάι28 άρχοντα να εμφανίζεται, όλοι οι άνθρωποι προσπαθούσαν να κρυφτούν. Το όνομα Τσαγκατάι δίνεται σε όλους εκείνους που είναι από τη φάρα ή οικογένεια στην οποία ανήκει ο Τιμούρ, όντας έτσι βασιλικής καταγωγής και φυλής.

Την ίδια μέρα φύγαμε από το χωριό που μόλις αναφέρθηκε, συνεχίζοντας το ταξίδι μας. Παρατηρήσαμε ότι σε πολλά από τα χωριά από τα οποία περνούσαμε οι κάτοικοι ήσαν Αρμένιοι χριστιανοί. Την επόμενη μέρα, την Κυριακή 4 Μαΐου, φτάσαμε στην πόλη Έρζιντζαν29 την ώρα τού εσπερινού. Ο δρόμος που είχαμε ταξιδέψει ήταν κακός, διασχίζοντας απότομους λόφους και περνώντας μέσα από δάση. Κοντά στην πόλη είχε πέσει πολύ χιόνι. Μια όμορφη ομάδα έβγαινε τώρα από την πόλη για να μάς συνοδεύσει να μπούμε και να μάς καλωσορίσει, αλλά περάσαμε κατευθείαν στα καταλύματά μας που είχαν ήδη ετοιμαστεί, ενώ εκείνο το βράδυ ο κυβερνήτης τής πόλης έστειλε για το φαγητό μας πολλά πιάτα μαγειρεμένης τροφής, με φρούτα σε αφθονία, κρασί και ψωμί. Το πρωί τής επόμενης Δευτέρας, με εντολές τού κυβερνήτη, μάς εφοδίασαν επίσης με συγκεκριμένο ποσό σε χρήματα, ενώ μάς είπαν ότι ανάλογο ποσό θα παίρναμε κάθε μέρα, όσο μέναμε στην πόλη, το οποίο ήταν για τα απαραίτητα έξοδά μας. Το μεσημέρι ο κυβερνήτης μας έστειλε να μάς φωνάξει να πάμε και να τον δούμε. Μάς διέθεσαν άλογα να ιππεύσουμε και αρκετούς άνδρες ως φρουρά μας. Προχωρήσαμε λοιπόν σε λιβάδι έξω από την πόλη και εκεί βρήκαμε τον κυβερνήτη, καθισμένο σε χαμηλό βάθρο, κάτω από σκέπαστρο από μεταξωτό υλικό που στηριζόταν σε δύο κοντάρια, σταθεροποιημένα με σχοινιά αντίσκηνου. Τη συνοδεία του αποτελούσε μεγάλη ομάδα ανθρώπων. Μόλις εμφανιστήκαμε, αρκετοί ευγενείς και άλλοι προχώρησαν να μάς υποδεχτούν και καθώς μάς οδηγούσαν εκεί όπου καθόταν ο κυβερνήτης, εκείνος σηκώθηκε δίνοντάς μας το χέρι του. Ύστερα μάς έβαλε να καθίσουμε κοντά του, καλωσορίζοντάς μας πολύ ευγενικά. Ο κυβερνήτης φορούσε χιτώνα από μπλε ζαϋτούνι υλικό,30 κεντημένο με χρυσή κλωστή, ενώ στο κεφάλι του φορούσε πολύ ψηλό καπέλο, στολισμένο με κοσμήματα κι άλλα στολίδια. Στο στέμμα αυτού τού καπέλου υπήρχε χρυσό διπλωμένο λοφίο, ενώ από αυτό το λοφίο κρέμονταν δύο κοτσίδες από κόκκινες αλογότριχες σε τρεις πλεξίδες, που κατέβαιναν κάτω από τον λαιμό, φτάνοντας και από τις δύο πλευρές μέχρι τούς ώμους. Αυτό το είδος κόμμωσης με τις κοτσίδες από αλογότριχες είναι η μόδα που έχει πια καθιερώσει ο Τιμούρ.

Ο κυβερνήτης ήταν άνθρωπος ωραίου παραστήματος. Πρέπει να ήταν σαράντα περίπου ετών, με καστανόξανθη επιδερμίδα και μαύρη γενειάδα. Αρχικά μάς ρώτησε για την υγεία τού βασιλιά, τού κυρίου μας, ενώ στη συνέχεια, για να μάς δείξει τιμή, πήρε ένα ασημένιο κύπελλο γεμάτο με κρασί και με το δικό του χέρι τα πρόσφερε με τη σειρά σε καθέναν από εμάς τούς τρεις πρεσβευτές, ζητώντας να το πιούμε. Ύστερα από αυτό ο κυβερνήτης πρόσφερε το κύπελλο με τη σειρά σε καθέναν από τούς παρόντες συνοδούς του. Σηκωνόταν καθένας όταν τού πρόσφερε το κύπελλο ο κυβερνήτης, ενώ ύστερα, γονατίζοντας και με τα δύο γόνατα μπροστά του, έπαιρνε το κύπελλο κρατώντας το και με τα δύο του χέρια. Παίρνοντας ή κρατώντας το κύπελλο με το ένα χέρι θα ήταν ένδειξη ασέβειας προς τον άρχοντα κυβερνήτη, επειδή θεωρούν ότι μόνο από τούς ίσους του πρέπει ένας άνθρωπος να παίρνει το κύπελλο με το ένα χέρι. Όταν λοιπόν καθένας από αυτούς έπαιρνε το κύπελλο που τού έδινε έτσι ο κυβερνήτης, παραλαμβάνοντάς το με τα δύο του χέρια θα σηκωνόταν από τα γόνατά του και θα υποχωρούσε ένα ή δύο βήματα, γονατίζοντας πάλι, αλλά φροντίζοντας να μην γυρίσει ποτέ την πλάτη του στον κύριό του. Ύστερα, έχοντας πιεί το κρασί, έπρεπε να σηκωθεί και να γονατίσει πάλι τρεις φορές με το δεξί του γόνατο στο έδαφος, ενώ μετά έπρεπε να καταπιεί όλο το κρασί που βρισκόταν στο κύπελλο, ρουφώντας το μονομιάς.

Αφού δόθηκε από τον κυβερνήτη έτσι με το δικό του χέρι σε όλους τούς παρόντες να πιούν, οι ακόλουθοι έφεραν υποζύγια που κουβαλούσαν ξύλινα κιβώτια στις πλάτες τους, στα οποία μαγειρεύονταν με φορητούς φούρνους διάφορα φαγητά σε χάλκινα δοχεία. Ύστερα ξεφόρτωσαν τα ζώα τους, βάζοντας τα κρέατα σε στρογγυλούς δίσκους από γανωμένο σίδερο, καθένας από τούς οποίους στηριζόταν στα πόδια του και στεκόταν έτσι μακριά από το έδαφος. Ύστερα έβγαλαν εκατό περίπου σιδερένιες γαβάθες, όλες στρογγυλές και αρκετά βαθιές. Μάλιστα αυτές μού φαίνονταν όχι διαφορετικές από τα κράνη που φορούν οι ιππείς μας. Σε καθέναν από αυτούς τούς προαναφερθέντες δίσκους προχωρούσαν τώρα να σερβίρουν μερίδες φαγητού, γεμίζοντας τις γαβάθες με μαγειρεμένο αρνίσιο κρέας, μαζί με κρεατοπιτάκια και ρύζι. Πρόσθεταν κι άλλα κρέατα σε αυτό κι έτσι κάθε πιάτο είχε διαφορετική εμφάνιση. Πάνω σε κάθε γαβάθα, καθώς και κάτω από αυτήν, σε κάθε δίσκο έβαζαν ένα λεπτό φύλλο ψωμιού, ενώ μπροστά από τον κυβερνήτη και μπροστά από καθέναν από εμάς τούς τρεις πρεσβευτές άπλωσαν πάνω από το έδαφος μεταξωτό τραπεζομάντηλο. Στη συνέχεια οι καλεσμένοι συγκεντρώθηκαν γύρω από τις γαβάθες και τούς δίσκους με τα φαγητά και καθισμένοι καταγής άρχισαν όλοι να τρώνε, έχοντας καθένας το μαχαίρι του για να κόβει και το ξύλινο κουτάλι του για να ρουφάει. Όμως μπροστά στον κυβερνήτη υπήρχε ένας υπηρέτης που έκοβε το κρέας γι’ αυτόν. Ιδιαίτερα δύο ευγενείς ήσαν εκεί παρόντες. Τώρα ο κυβερνήτης καλούσε αυτούς τούς άνδρες να έρθουν να φάνε μαζί του από το δικό του πιάτο. Όταν ήρθε η ώρα να πάρουν αυτοί από το ρύζι και τη σούπα, μαζεύτηκαν και οι τρεις γύρω από τη μία γαβάθα, χρησιμοποιώντας μεταξύ τους ένα μόνο κουτάλι, το οποίο, όταν το άφηνε ο ένας το έπαιρνε ο άλλος κι έτσι το μοιράζονταν.

Η ιστορία τού Ταχαρτέν και τού Σαχ Αλή

Ενώ τρώγαμε όλοι, έφτασε ένας νεαρός Τούρκος, ένα αγόρι επτά περίπου ετών, που συνοδευόταν από δέκα άνδρες. Ήσαν όλοι έφιπποι και ο κυβερνήτης τον υποδέχτηκε ευγενικά, βάζοντας το αγόρι να καθίσει δίπλα του. Αυτός ο νέος ήταν ανιψιός εκείνου τού Ισφεντιγιάρ, τού άρχοντα τής Σινώπης,31 πολύ μεγάλου ευγενή σε εκείνα τα μέρη, για τον οποίο έχουμε ήδη μιλήσει. Το αγόρι που βρισκόταν εδώ είχε μόλις φτάσει από το στρατόπεδο τού Τιμούρ. Μαζί του ήρθαν τα νέα ότι ο Τιμούρ είχε δώσει εντολή στον Ισφεντιγιάρ να παραδώσει τα μισά του εδάφη σε αυτόν τον νέο, που ήταν γιος τής αδελφής τού Ισφεντιγιάρ. Την ίδια στιγμή επίσης είχαν μόλις επιστρέψει από το στρατόπεδο τού Τιμούρ δύο άρχοντες που ήσαν ντόπιοι αυτής τής πόλης τού Έρζιντζαν. Τούς άνδρες αυτούς ο Τιμούρ τούς κρατούσε μέχρι τότε αιχμάλωτους, αλλά τώρα τούς είχε ελευθερώσει. Ο λόγος τής κράτησής τους ήταν ο εξής. Ένας μεγάλος ευγενής ονομαζόμενος Ταχαρτέν32 ήταν στο παρελθόν άρχοντας τού Έρζιντζαν και όλων των γειτονικών εδαφών, που σχηματίζουν ευρεία περιοχή. Ο Ταχαρτέν πεθαίνοντας δεν άφησε κανένα νόμιμο αρσενικό απόγονο για να τον διαδεχθεί, ενώ η σύζυγός του ήταν κόρη τού αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας. Λίγο καιρό, όμως, πριν από τον θάνατό του, είχε αναγνωρίσει ως γιο του αυτόν ακριβώς τον άρχοντα, τον τωρινό κυβερνήτη τού Έρζιντζαν, φιλοξενούμενοι τού οποίου ήμασταν τώρα. Συνεπώς έπρεπε να τον είχε διαδεχθεί ειρηνικά στην κυβέρνηση τού Έρζιντζαν με τον θάνατο τού πατέρα του, τού Ταχαρτέν, αλλά στην αρχή είχε εκτοπιστεί, γιατί ένας γιος τής αδελφής τού Ταχαρτέν, τού οποίου το όνομα ήταν Σαχ Αλή,33 είχε αναλάβει την κατοχή αυτών των εδαφών, ισχυριζόμενος ότι, αφού ο Ταχαρτέν δεν είχε αφήσει γιο από τη σύζυγό του, αυτός, ο γιος τής αδελφής του, ήταν ο νόμιμος κληρονόμος, όντας νόμιμος ανιψιός τού Ταχαρτέν. Οι δύο ευγενείς που είχαν μόλις φτάσει και τούς οποίους γνωρίσαμε, ήσαν υποστηρικτές αυτού τού Σαχ Αλή. Επίσης, όπως μάς αφηγήθηκαν, όταν ο Τιμούρ νίκησε τον Τούρκο σουλτάνο,34 στο ταξίδι τής επιστροφής του προς την ανατολή είχε σταματήσει στο Έρζιντζαν, όπου είχε φυλακίσει τον Σαχ Αλή και αυτούς τούς δύο ευγενείς, τούς υποστηρικτές του, τοποθετώντας ως κυβερνήτη στο Έρζιντζαν τον σημερινό μας οικοδεσπότη, τον κυβερνήτη που βρήκαμε εδώ, δηλαδή τον άνθρωπο τον οποίο αναγνώρισε ο Ταχαρτέν ως γιο του, αν και εξώγαμο. Ο Τιμούρ, όπως λεγόταν, είχε τώρα απελευθερώσει αυτούς τούς δύο ευγενείς, αλλά εξακολουθούσε να κρατάει σε αιχμαλωσία τον Σαχ Αλή, τον οποίο μάλιστα έφερνε μαζί του πίσω στη Σαμαρκάνδη.

Όσον αφορά την αιτία τής παρεξήγησης και τού πολέμου που ακολούθησε μεταξύ τού Τιμούρ και τού Τούρκου σουλτάνου Βαγιαζήτ, ο οποίος οδήγησε στη μάχη στην Άγκυρα, το κύριο ζήτημα τής διαμάχης οφειλόταν στις πράξεις τού ίδιου τού Ταχαρτέν, τού πρώην άρχοντα και κυβερνήτη των εδαφών τού Έρζιντζαν. Αυτό θα εξηγηθεί σε λίγο πλήρως, γιατί είναι πραγματικά πολύ σπουδαία υπόθεση.

Το συμπόσιο και η οινοποσία

Όταν τελειώσαμε αυτό το συμπόσιο, πήραμε την άδεια και πήγαμε στα καταλύματά μας, αφήνοντας τον κυβερνήτη μόνο με τούς άρχοντες συνοδούς του. Καθώς έπεφτε η νύχτα, ο κυβερνήτης μάς έστειλε κάποιες ακόμη προμήθειες για την ψυχαγωγία μας, δηλαδή βρασμένα κρέατα σε κατσαρόλες, ενώ είχε στείλει μαζί και τούς μάγειρες για να σερβίρουν τα πιάτα, καθώς και πολλούς υπηρέτες για να μάς προσέχουν. Την Τρίτη, την επόμενη μέρα, δεν είχαμε συμπόσιο, αλλά ο κυβερνήτης μάς έστειλε την προκαθορισμένη αποζημίωση σε μετρητά για τα έξοδά μας. Την επόμενη μέρα, την Τετάρτη, μετά το δείπνο ο κυβερνήτης μάς κάλεσε και πηγαίνοντας σε αυτόν, τον βρήκαμε στο σπίτι του. Μάς δέχτηκε σε αίθουσα όπου υπήρχε σιντριβάνι και παρόντες ήσαν πολλοί από τούς ευγενείς του καθώς και άλλοι άνθρωποι, μαζί με τροβαδούρους που έπαιζαν μουσική ενώπιόν του. Το σπίτι ήταν πολύ όμορφο και ευγενικά επιπλωμένο, αντίστοιχο τής κατάστασής του. Όταν μπήκαμε, έσκυψε ευγενικά, καλώντας μας να πάρουμε θέσεις κοντά του και στη συνέχεια μάς σέρβιραν κομμάτια ζαχαρωτών. Έπειτα ο κυβερνήτης είπε ότι εκείνη τη μέρα, αυτός και εκείνος από εμάς τούς πρεσβευτές που δεν έπινε κρασί —και αυτό το άτομο ήμουν εγώ, ο Ρούι Γκονζάλες ντε Κλαβίχο— θα ήμασταν συμπότες. Έφεραν λοιπόν αμέσως ένα μεγάλο γυάλινο κύπελλο γεμάτο μόνο με νερό, αλλά αρωματισμένο με ζάχαρη. Ο κυβερνήτης, αφού πρώτα το γεύτηκε, το πρόσφερε τώρα σε μένα, τον Κλαβίχο, περνώντας το ο ίδιος σε μένα, ενώ σε όλους τούς υπόλοιπους καλεσμένους σέρβιραν κρασί.

Έφεραν αμέσως κρέατα σε αφθονία, ρύζι και πολλές σούπες διαφόρων ειδών και φάγαμε με τον τρόπο που περιγράφηκε προηγουμένως. Όταν τελείωσε το πιάτο τού κρέατος, σέρβιραν στρογγυλές γαβάθες στις οποίες είχαν βάλει μέλι, μαζί με ροδάκινα συντηρημένα σε ξύδι, καθώς και σταφύλια και κάπαρη επεξεργασμένα με τον ίδιο τρόπο. Ο τρόπος με τον οποίο συμμετείχαν σε αυτά τα πολλά πιάτα ήταν ο ίδιος. Όλη αυτή την ώρα το κρασί κυκλοφορούσε γύρω, ενώ σύντομα εμφανίστηκε μεγάλο κύπελλο, που πρέπει να χωρούσε τρεις πίντες.35 Ο κυβερνήτης πήρε στο χέρι του αυτό το κύπελλο που ήταν γεμάτο κρασί και προχώρησε να το προσφέρει ο ίδιος με τη σειρά σε ορισμένους από τούς καλεσμένους του, μεταξύ των ευγενών που ήσαν παρόντες. Παίρνοντάς το κάθε καλεσμένος, με την τιμή που τού γινόταν, έπρεπε ν΄ αδειάσει το κύπελλο μονορούφι, χωρίς ν΄ αφήσει μέσα ούτε σταγόνα, γιατί αν άφηνε, θα ήταν απρέπεια σύμφωνα με τα δικά τους έθιμα. Τελικά, ύστερα από κάποια ώρα, ο κυβερνήτης φάνηκε κουρασμένος έχοντας προσφέρει έτσι το κρασί στους καλεσμένους του, στον ένα μετά τον άλλο. Τότε ορισμένοι από τούς ευγενείς του προχώρησαν να πάρουν στο χέρι τους αυτό το μεγάλο κύπελλο, το οποίο, αφού το γέμιζαν με κρασί, περνούσε από τον ένα στον άλλο κι έτσι, πριν περάσει πολλή ώρα, οι περισσότεροι από τούς παρόντες είχαν μεθύσει άσχημα. Όμως εκείνη την ημέρα ο ίδιος ο κυβερνήτης δεν έπινε κρασί, για να κρατήσει έτσι συντροφιά και ιδιαίτερα να τιμήσει εμένα, τον Ρούι Γκονζάλες ντε Κλαβίχο. Το όνομα τού κυβερνήτη, το οποίο δεν ανέφερα πριν, ήταν Πιτάλιμπετ. Τελικά, όταν έπεσε η νύχτα, εγώ και οι άλλοι δύο πρεσβευτές επιστρέψαμε μαζί στο κατάλυμά μας.

<-Κεφάλαιο 5: Από το Πέρα στην Τραπεζούντα Κεφάλαιο 7: Από το Έρζιντζαν στη Χόϋ->
error: Content is protected !!
Scroll to Top