Κεφάλαιο 05

<-Κεφάλαιο 4: Κωνσταντινούπολη Κεφάλαιο 6: Από την Τραπεζούντα στο Έρζιντζαν ->

Κεφάλαιο 5: Από το Πέρα στην Τραπεζούντα

Image

Χάρτης 6: Από το Πέρα στην Τραπεζούντα

Η μεγάλη καταιγίδα και το ναυάγιο στη Μαύρη Θάλασσα

Είχαμε μείνει στο Πέρα από εκείνη την Τετάρτη τής άφιξής μας1 μέχρι την Τρίτη 13 Νοεμβρίου. Όλες αυτές τις ημέρες δεν είχαμε καταφέρει ν΄ ακούσουμε για κανένα πλοίο ή καραβέλα που θα αναχωρούσε για Τραπεζούντα, στο οποίο θα μπορούσαμε να επιβιβαστούμε. Ο χειμώνας πλησίαζε ήδη και κατά τη διάρκεια αυτής τής εποχής η Μαύρη Θάλασσα είναι πολύ επικίνδυνη για ταξίδια. Ανυπομονώντας τώρα ν΄ αποφύγουμε περαιτέρω καθυστέρηση στο ταξίδι μας, αποφασίσαμε να μισθώσουμε μια γαλιότα.2 Πλοίαρχος αυτού τού σκάφους ήταν κάποιος Γενουάτης ναυτικός, τού οποίου το όνομα ήταν κύριος Νικολό Σοκάτο.3 Συγκέντρωσε αμέσως το πλήρωμά του, προμηθευτήκαμε τα απαραίτητα εφόδια για το ταξίδι και την προαναφερθείσα Τρίτη η γαλιότα προχώρησε να βγει από το λιμάνι. Όμως εκείνη την ημέρα δεν μπορέσαμε ν΄ αποπλεύσουμε, επειδή μερικοί από τούς κωπηλάτες δεν είχαν έρθει ακόμη στο σκάφος, ενώ έλειπε επίσης κάποια ποσότητα από τα απαραίτητα εφόδια τού πλοίου. Την επόμενη μέρα, δηλαδή την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου, την ώρα τής μεσημβρινής λειτουργίας, ήμασταν επιτέλους έτοιμοι ν΄ αποπλεύσουμε. Ο άνεμος ήταν ευνοϊκός για την είσοδο στο στενό4 που οδηγεί στη Μαύρη Θάλασσα.

Ταξιδεύοντας5 είχαμε φτάσει απέναντι από πύργο που στέκεται στην ακτή τής Ελλάδας, κοντά στην άκρη τού νερού και ονομάζεται Θεραπειά.6 Εδώ μπήκαμε στο λιμάνι για να γεμίσουμε τα βαρέλια μας, ενώ ταυτόχρονα πήραμε το δείπνο μας. Ύστερα από αυτό αποπλεύσαμε πάλι και αμέσως μετά περάσαμε στη Μαύρη Θάλασσα ανάμεσα στα δύο κάστρα, που στεφανώνουν καθένα τούς δύο λόφους που βρίσκονται στην πύλη τής θάλασσας. Από αυτά τα κάστρα το ένα είναι γνωστό ως Παρατηρητήριο τής Ελλάδας7 και το άλλο ως Παρατηρητήριο τής Τουρκίας.8 Το κάστρο που είδαμε στην ελληνική πλευρά είναι τώρα απογυμνωμένο και εγκαταλειμμένο, αλλά το κάστρο στην τουρκική πλευρά είναι πλήρως εφοδιασμένο με φρουρά. Εδώ, μέσα στη θάλασσα, ανάμεσα στα απέναντι κάστρα, έχει φτιαχτεί άλλος πύργος που υψώνεται μέσα από το νερό. Στους πρόποδες τού Κάστρου τής Τουρκίας υπάρχει βράχος, πάνω στον οποίο έχει χτιστεί ακόμη ένας πύργος, ενώ τείχος περιβάλλει τούς δύο πύργους. Λέγεται ότι σε προηγούμενες εποχές μια αλυσίδα απλωνόταν από το Κάστρο τής Ελλάδας μέχρι εκείνο τής Τουρκίας, γιατί αυτά τα κάστρα και οι πύργοι χτίστηκαν όλα τις παλιές εποχές, όταν οι Έλληνες ήσαν κύριοι των περιοχών και στις δύο πλευρές τού Βοσπόρου και αυτές οι οχυρώσεις είχαν φτιαχτεί για να φρουρούν την είσοδο τού στενού. Έτσι, όταν κάποιο πλοίο ή σκάφος εισερχόταν στον Βόσπορο για να φτάσει στο Πέρα ή την Κωνσταντινούπολη, ή οποιοδήποτε πλοίο από αυτές τις πόλεις επρόκειτο ν΄ αποπλεύσει για να μπει στη Μαύρη Θάλασσα, οι φρουροί, έχοντας απλώσει την αλυσίδα από το ένα κάστρο μέχρι το άλλο, εμπόδιζαν τη διέλευση τού πλοίου μέχρι να πληρωθούν οι δασμοί.

Το ίδιο βράδυ [της Τετάρτης], την ώρα τού εσπερινού, βρισκόμασταν στην είσοδο τής Μαύρης Θάλασσας, αλλά καθώς έπεφτε το σκοτάδι, ρίξαμε άγκυρα για λίγο. Εδώ η έξοδος τού Βοσπόρου είναι πολύ στενή. Στα δεξιά είναι η χώρα των Τούρκων, ενώ στα αριστερά βρίσκεται η επικράτεια των Ελλήνων. Και στις δύο πλευρές, βλέπαμε από εδώ, από την ακτή, πολλές εκκλησίες, όλες σε ερείπια, με άλλα κτίρια σε παρόμοια θλιβερή κατάσταση.

Τα μεσάνυχτα βγήκαμε από το αγκυροβόλιό μας εισερχόμενοι στη Μαύρη Θάλασσα. Η πορεία μας ακολουθούσε από κοντά την ακτή τής Τουρκίας. Στη συνέχεια, την τρίτη ώρα τής ημέρας,9 καθώς ταξιδεύαμε με ευνοϊκό άνεμο, έσπασε ξαφνικά η κεραία τού μεγάλου πανιού και το πλήρωμα χρειάστηκε να πιάσει αμέσως τα κουπιά. Αποβιβαζόμασταν τώρα στην ακτή για να επιδιορθώσουμε τη ζημιά, ξεκινώντας πάλι το ταξίδι μας λίγο μετά το μεσημέρι. Στη συνέχεια φτάσαμε απέναντι και περάσαμε μικρό κάστρο που έστεκε στέφοντας βράχο στην τουρκική ακτή, με τη θάλασσα να το περιβάλλει τελείως, εκτός από το πέρασμα στο κάστρο μέσω στενής λωρίδας γης. Το κάστρο αυτό ονομαζόταν Σεκέλο.10 Το ηλιοβασίλεμα, την ώρα τού εσπερινού,11 μπήκαμε στο λιμάνι τής Δαφνουσίας,12 που βρίσκεται σε μικρή νησίδα με το ίδιο όνομα και ο τόπος ανήκει στους Γενουάτες. Οι αρχές τού Πέρα είχαν προσφάτως στείλει σε περιπολία στη Μαύρη Θάλασσα δύο πλήρως εξοπλισμένες καραβέλες, με εντολή να παρακολουθήσουν και ν΄ αναχαιτίσουν τα ενετικά πλοία, τα οποία αναμενόταν να εμφανιστούν τώρα επιστρέφοντας στην πατρίδα τους από την Τάνα,13 φορτωμένα με τα εμπορεύματά τους και χωρίς να υποψιάζονται καμία επίθεση. Τα δύο γενουάτικα πλοία είχαν εντολή να συλλάβουν αυτά τα ενετικά εμπορικά, τα οποία δεν γνώριζαν ακόμη για τον πόλεμο που είχε προσφάτως ξεσπάσει μεταξύ των δύο δυνάμεων. Μία από τις προαναφερθείσες γενουάτικες καραβέλες βρίσκαμε τώρα σταθμευμένη στο λιμάνι τής Δαφνουσίας, όπου ήρθαμε και αγκυροβολήσαμε όταν νύχτωνε.

Την επόμενη μέρα, που ήταν Παρασκευή, σκοπεύαμε ν΄ αποπλεύσουμε ξανά, αλλά φυσούσε άνεμος κατευθείαν αντίθετος και έτσι τόσο εμείς όσο και η καραβέλα παραμείναμε στο λιμάνι. Σε αυτό το πολύ μικρό νησί, όπου δεν υπάρχουν εγκατεστημένοι κάτοικοι, μόνο το λιμάνι τής Δαφνουσίας, υπάρχει κάστρο το οποίο περιλαμβάνει μέσα στα τείχη του σχεδόν ολόκληρη την επιφάνεια τού βράχου, ο οποίος απέχει δύο μίλια από την τουρκική ακτή.14 Καθώς αυτό το λιμάνι τής Δαφνουσίας δεν ήταν πολύ ασφαλές αγκυροβόλιο, σκοπεύαμε να προχωρήσουμε στο λιμάνι τού Κάρπι,15 έξι περίπου μίλια προς τα ανατολικά,16 όπου η δεύτερη από τις δύο γενουάτικες καραβέλες βρισκόταν αναμένοντας τα ενετικά εμπορικά πλοία.

Image

Χάρτης 7: Λιμένας Κάλπης και νήσος Δαφνουσία

Όμως ο λοστρόμος μάς συμβούλευσε, ότι θα ήταν καλύτερο να παραμείνουμε εκεί που ήμασταν, να μην ξεκινήσουμε ακόμη για το λιμάνι τού Κάρπι. Επομένως αλλάξαμε αγκυροβόλιο και ήρθαμε πιο κοντά στο κάστρο. Κατά τα μεσάνυχτα ξέσπασε μεγάλη θύελλα και η θάλασσα άρχισε να φουσκώνει. Ο λοστρόμος είπε ότι θα ήμασταν πιο άνετοι και ασφαλείς, αν βγαίναμε από το λιμάνι και μπαίναμε κάτω από την προστασία τής καραβέλας. Μάς έβαλε να σηκώσουμε την άγκυρα και οι άνδρες μας με τα κουπιά προσπαθούσαν να οδηγήσουν τη γαλιότα στο σημείο όπου βρισκόταν το πλοίο αυτό, αλλά λόγω τής βιαιότητας τής θύελλας δεν καταφέραμε να φτάσουμε δίπλα της. Ο άνεμος τώρα δυνάμωνε με συνεχή θυελλώδη ξεσπάσματα. Βλέποντας ότι δεν θα μπορούσαμε να φτάσουμε εκεί όπου βρισκόταν η καραβέλα, προσπαθούσαμε να επιστρέψουμε στο προηγούμενο αγκυροβόλιό μας μέσα στο λιμάνι [τής Δαφνουσίας]. Ήταν όμως αδύνατο να επιστρέψουμε στο λιμάνι το οποίο είχαμε αφήσει. Ρίξαμε λοιπόν δύο από τις άγκυρές μας. Η μανία τής θύελλας συνέχισε ν΄ αυξάνεται, οι άγκυρές μας άρχισαν να σύρονται και ήταν φανερό ότι σίγουρα η γαλιότα θα ριχνόταν στα βράχια τού νησιού. Αλλά από το έλεος τού Κυρίου μας τού Θεού, οι άγκυρες παρέμειναν δεμένες κι έτσι η γαλιότα παρέμεινε μακριά από εκείνο το βραχώδες σημείο, αγγίζοντας το οποίο, σίγουρα θα χανόμασταν. Μέναμε λοιπόν αγκυροβολημένοι, αλλά καθώς η θύελλα συνέχιζε να δυναμώνει, ο κίνδυνος τού θανάτου κρεμόταν από πάνω μας. Αρχίσαμε όλοι να προσευχόμαστε, παρακαλώντας τον Κύριο τον Θεό μας να μάς ελεήσει, γιατί διαφορετικά δεν θα καταφέρναμε να ξεφύγουμε. Τα κύματα τής θάλασσας σηκώνονταν τώρα τόσο ψηλά, που έσπαγαν πάνω στην κουπαστή τού πλοίου μας και τα νερά χύνονταν πάλι από την άλλη πλευρά. Κοπιάζοντας σκληρά η γαλιότα, άρχισε να γεμίζει νερά. Τότε για μια στιγμή εμείς οι επιβάτες, καθώς και το πλήρωμα τού πλοίου, χάσαμε κάθε ελπίδα. Μπορούσαμε να εναποθέσουμε την εμπιστοσύνη μας μόνο στο έλεος τού Κυρίου τού Θεού μας. Αν ήταν ακόμη μέρα, θα σηκώναμε πανιά και θα ρίχναμε το πλοίο στη στεριά. Ήταν όμως νύχτα και μέσα στο σκοτάδι δεν ξέραμε πού βρισκόμασταν.

Τώρα, ενώ η θύελλα βρισκόταν στο αποκορύφωμά της, η καραβέλα άρχισε να κινείται. Στη συνέχεια, ξεκολλώντας από τις άγκυρές της, κινήθηκε με ορμή κατευθείαν προς τη γαλιότα μας, σαν να επρόκειτο να συγκρουστεί μαζί της. Αλλά με το έλεος τού Κυρίου τού Θεού πέρασε ακριβώς σύρριζα, χωρίς σύγκρουση. Οι άγκυρές της δεν κατάφεραν να την κρατήσουν και πέρασε πέρα από εμάς, φτάνοντας ολομέτωπα προς την ακτή τού νησιού. Πολύ πριν το ξημέρωμα είχε κομματιαστεί τόσο πολύ, που κανένα μέρος τού ναυαγίου της δεν είχε απομείνει. Όμως το πλήρωμά της είχε καταφέρει να ρίξει έγκαιρα μια βάρκα που κουβαλούσε η καραβέλα και έτσι να βγει στη στεριά, σώζοντας όλοι τη ζωή τους, αν και δεν έσωσαν κανένα από τα υπάρχοντά τους. Μάλιστα τα συντρίμμια τού επιστήλιου και τού προβόλου τής καραβέλας περνούσαν τώρα δίπλα από τη γαλιότα μας και αν μάς είχαν χτυπήσει, θα μάς είχαν συντρίψει προς τα μέσα. Από το έλεος όμως τού Θεού και τής Μητέρας Του, η ξυλεία τής διαλυμένης καραβέλας πέρασε από δίπλα μας χωρίς να μάς βλάψει. Αλλά εμείς στη γαλιότα μπάζαμε νερά σε τέτοιο βαθμό, που αν και προσπαθούσαμε να τα βγάλουμε και ν΄ απαλλαγούμε από αυτά, συχνά κινδυνεύαμε να βυθιστούμε. Καταφέραμε τελικά να διατηρηθούμε επιπλέοντας μέχρι που ξημέρωσε, ο άνεμος άλλαξε και φυσούσε ευνοϊκά για να διασχίσουμε προς τις τουρκικές ακτές. Στη συνέχεια προσπαθήσαμε να σηκώσουμε το τριγωνικό μας πίσω πανί, αν και λίγοι μπορούσαμε να βοηθήσουμε ανεβαίνοντας στην κεραία τού ιστού και δουλεύοντας. Οι περισσότεροι ήμασταν τόσο πιο κοντά στον θάνατο παρά στη ζωή, που αν ερχόταν ο θάνατος, ελάχιστα θα νοιαζόταν καθένας. Τελικά όμως καταφέραμε να δούμε το πανί μας να φουσκώνει και καθώς έφτανε η αυγή, πλησιάζαμε την τουρκική ακτή. Αυτό συνέβη πολύ νωρίς το Σάββατο το πρωί και οι άνθρωποι από την καραβέλα, που είχαν βγει στην ακτή στο νησί, όπως ήδη είπαμε, είχαν φυσικά φανταστεί ότι εμείς από τη γαλιότα είχαμε όλοι πνιγεί από τη βύθιση τού πλοίου μας. Ένιωσαν λοιπόν μεγάλη έκπληξη, όταν μάς είδαν να σηκώνουμε το πανί μας, επειδή, όπως μάς είπαν αργότερα, ήσαν σίγουροι, όταν είδαν τη γαλιότα να παρασύρεται κάτω από τα υπήνεμα τής καραβέλας, ότι επρόκειτο να χαθούμε. Περιμένοντας τα χειρότερα, είχαν στραφεί στον Κύριο τον Θεό μας σε ικεσία και Αυτός μάς είχε γλιτώσει από τον θάνατο.

Συνέβη λοιπόν έτσι, που εμείς στη γαλιότα, πλησιάζοντας την τουρκική ακτή, ριχτήκαμε όλοι με ανυπομονησία στο νερό, φτάνοντας στη στεριά χωρίς να πάθουμε κακό. Μόλις βγήκαμε από τη θάλασσα, σπεύσαμε να σώσουμε τις αποσκευές μας και τα δώρα τής πρεσβείας μας, τα οποία ο κύριός μας ο βασιλιάς τής Ισπανίας είχε αναθέσει στη φροντίδα μας. Αυτά βγήκαν σύντομα με ασφάλεια από το πλοίο και οδηγήθηκαν στη στεριά. Μάλιστα έτσι σώθηκαν όλα, αν και με πολλή προσπάθεια και κίνδυνο, γιατί μόλις η γαλιότα άγγιξε τον πυθμένα, το αντίρρευμα την ρούφηξε πίσω, όπου και πάλι τα κύματα θα την έριχναν στην παραλία. Το πλήρωμα όμως, που ήταν ακόμη στο πλοίο, εργάστηκε για να σπρώξει έξω τα δέματά μας, τα οποία εμείς οι άλλοι, που βρισκόμασταν ήδη στη στεριά, αρπάζαμε στη συνέχεια. Επομένως, όλα όσα είχε αναθέσει ο βασιλιάς στη φροντίδα μας σώθηκαν, αλλά πριν περάσει πολλή ώρα, φάνηκε ότι από τη δύναμη τής θάλασσας άρχιζε να διασπάται το πλαίσιο τής γαλιότας. Το φορτίο που είχε βγει στη στεριά μεταφερόταν τώρα σε κοντινό λόφο, όπου αποθηκεύτηκε. Ύστερα ο λοστρόμος τής γαλιότας μάς προειδοποίησε, ότι αν και βρισκόμασταν τώρα ασφαλείς στη στεριά μαζί με το φορτίο, ήταν πολύ πιθανό ν΄ αντιληφθούν οι Τούρκοι την υπόθεση και να έρθουν να μάς αρπάξουν ως αιχμαλώτους, κατάσχοντας τα υπάρχοντά μας, για να τα μεταφέρουν στον κύριό τους τον σουλτάνο. Και μάλλον αυτό συνέβη, γιατί τώρα εμφανίζονταν κάποιοι Τούρκοι, ρωτώντας ποιοι είμαστε. Δόθηκε η απάντηση ότι ήμασταν Γενουάτες από το Πέρα και ότι αποτελούσαμε το πλήρωμα τής καραβέλας, η οποία είχε βυθιστεί την προηγούμενη νύχτα στο λιμάνι. Επίσης αναφέραμε ότι το φορτίο τού πλοίου μας, το οποίο μόλις είχαμε βγάλει στη στεριά, σκοπεύαμε τώρα να το μεταφέρουμε στην άλλη καραβέλα, η οποία εκείνη τη στιγμή βρισκόταν έξω από το λιμάνι τού Κάρπι, προσθέτοντας ότι αν οι Τούρκοι έφερναν άλογα για να μεταφέρουμε εκεί τα αγαθά μας, θα τούς πληρώναμε καλό ποσό. Σε αυτά οι Τούρκοι απάντησαν ότι μπορούσαμε να έχουμε άλογα το επόμενο πρωί αλλά όχι εκείνη την ημέρα, υποσχόμενοι να στείλουν αγγελιοφόρους στα γύρω χωριά και έτσι θα τακτοποιούνταν όλα.

Πολύ ευτυχώς για εμάς, υπήρξε διαφωνία σε αυτά τα πράγματα, γιατί την επόμενη μέρα ήρθαν πολλοί Τούρκοι με τα άλογά τους και μετέφεραν εμάς όλους, μαζί με τις αποσκευές και τα δέματα, στο Κάρπι, όπου γνωρίζαμε ότι βρισκόταν η άλλη γενουάτικη καραβέλα. Κατά την άφιξή μας βρήκαμε την καραβέλα αγκυροβολημένη σε αυτό το λιμάνι και επιδιώξαμε να μιλήσουμε αμέσως με τον διοικητή τού πλοίου, το όνομα τού οποίου ήταν κύριος Αμπρόζε, ενημερώνοντάς τον για όλα όσα μάς είχαν συμβεί και πληροφορώντας τον επίσης για τον τρόπο με τον οποίο είχε ναυαγήσει η άλλη γενουάτικη καραβέλα. Ο διοικητής Αμπρόζε μάς υποδέχθηκε καλά, λέγοντας ότι για την εξυπηρέτηση τής υψηλότητάς του, τού βασιλιά τής Καστίλλης, έπρεπε να θεωρούμε δική του την καραβέλα που διοικούσε αυτός, ο Αμπρόζε, σαν να ήταν ισπανικό πλοίο και δικό μας. Τώρα μάς επιτρεπόταν ν΄ ανεβάσουμε σε αυτήν όλες τις αποσκευές μας, την ευθύνη για τις οποίες ανέλαβε αμέσως ο διοικητής, ενώ έσπευδε να διαβεβαιώσει τούς Τούρκους που είχαν έρθει μαζί μας, ότι όντως ήμασταν το πλήρωμα τής άλλης καραβέλας που είχε χαθεί στη θύελλα. Όσον αφορά τον απεσταλμένο τού Τιμούρ μπέη, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη σελίδα, ήταν σύντροφός μας και ταξίδευε μαζί μας, προχωρούσαμε τώρα να ντύσουμε αυτό το άτομο με κάποια δικά μας ρούχα, σαν να ήταν Ισπανός και χριστιανός κύριος, λέγοντας ότι ήταν από το Πέρα. Αν δεν το κάναμε αυτό, θα βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο. Αν μάθαιναν οι Τούρκοι εκείνου τού τόπου ποιος πραγματικά ήταν,17 θα τον σκότωναν αμέσως. Ύστερα ανεβήκαμε στη γενουάτικη καραβέλα, βρήκαμε όλα τα αγαθά και τις αποσκευές μας σε ασφάλεια και καταλάβαμε ξεκάθαρα το θαύμα που ο Κύριος ο Θεός είχε παραχωρήσει για λογαριασμό μας. Είχε σώσει με ευσπλαχνία τις ζωές μας σε εκείνη τη μεγάλη θύελλα, το είδος τής οποίας σε μανία, όπως μάς είπαν ο διοικητής τής καραβέλας και ο πλοίαρχός του, δεν είχαν δει ποτέ πριν, αν και κατά τα δώδεκα τελευταία χρόνια ήσαν ναυτικοί, ταξιδεύοντας στα νερά τής Μαύρης Θάλασσας.

Μάλιστα ήταν επίσης θαυμάσια ευλογία, ότι ο Κύριος ο Θεός είχε συγκατατεθεί έτσι προς όφελός μας, συντελώντας ώστε να καταλήξουμε κάτω από ασφαλή επιμέλεια εμείς, τα αγαθά μας, καθώς και τα δώρα που είχε εμπιστευτεί στη φροντίδα μας ο κύριός μας ο βασιλιάς, χωρίς να λεηλατηθούν καθόλου, ούτε από τούς Τούρκους στη στεριά, ούτε από ναυτικούς στη θάλασσα, στους οποίους βρήκαμε τώρα καταφύγιο. Τέλος, όσον αφορά αυτούς τούς τελευταίους, ήταν πολύ μεγάλη τύχη που είχαμε βρει τη γενουάτικη καραβέλα σε εκείνο το λιμάνι, γιατί, όπως έλεγε ο διοικητής, θα μπορούσε και αυτή να είχε χαθεί και ναυαγήσει σε εκείνη τη μεγάλη θύελλα. Έτσι, αφού όλα ήσαν καλά, παραμείναμε στο λιμάνι τού Κάρπι μέχρι την επόμενη Τρίτη, περιμένοντας ευνοϊκό άνεμο. Εκείνη ακριβώς την ημέρα εμφανίστηκε κάποιος Τούρκος, ζητώντας να μιλήσει με εμάς τούς πρεσβευτές. Ήταν αρχηγός ενός χωριού σε εκείνα τα μέρη, που ανήκε στην κυριαρχία τού σουλτάνου. Αυτός ο άνθρωπος είπε ότι είχαμε φτάσει και είχαμε περάσει από εδάφη που ανήκαν στον σουλτάνο, τον κύριό του, μεταφέροντας δέματα και αγαθά διαφόρων ειδών, για τα οποία οφείλονταν τελωνειακοί δασμοί σε αυτόν, τον εκπρόσωπο τού σουλτάνου. Γι’ αυτόν τον σκοπό είχε έρθει τώρα, λέγοντας ότι έπρεπε να τού καταβάλουμε πληρωμή. Αυτή η νέα απαίτηση είχε προκύψει, επειδή οι Τούρκοι είχαν τώρα ανακαλύψει, ότι δεν ήμασταν Γενουάτες ή ντόπιοι τής πόλης τού Πέρα. Μάλιστα, όπως μάθαμε, αν μάς είχαν βρει να περιπλανιόμαστε ως ξένοι στα εδάφη τους, θα μάς είχαν συλλάβει όλους αιχμαλώτους. Ύστερα, την ίδια εκείνη μέρα,18 η καραβέλα άνοιξε πανιά και ξεκινήσαμε να επιστρέψουμε πάλι στην πόλη τού Πέρα, όπου βρεθήκαμε πάλι αγκυροβολημένοι την Πέμπτη μετά την αυγή, που ήταν 22 Νοεμβρίου. Ύστερα ζητήσαμε να βγουν όλα τα αγαθά μας και οι αποσκευές από την καραβέλα στη στεριά και να μεταφερθούν στα προηγούμενα καταλύματά μας στην πόλη, όπου όλοι οι γνωστοί που συναντούσαμε μάς διαβεβαίωναν ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη βία τής θύελλας και τον τόπο όπου είχε ναυαγήσει η γαλιότα, το γεγονός ότι είχαμε ξεφύγει από τον θάνατο δεν ήταν τίποτε λιγότερο από θαύμα.

Επιστροφή στο Πέρα για τον χειμώνα

Στη συνέχεια ξεκινήσαμε αμέσως για να δούμε με ποιον τρόπο θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε στο ταξίδι μας, αλλά δεν μπορούσαμε να βρούμε κανένα πλοίο που θα τολμούσε, αυτή τη χειμερινή περίοδο, να βγει από το λιμάνι και να πλεύσει στη Μαύρη Θάλασσα. Μάλιστα πολλά πλοία που είχαν ήδη ναυλωθεί για Τραπεζούντα, με το φορτίο τους ήδη στα αμπάρια, δεν τολμούσαν τώρα ν΄ αποπλεύσουν. Κάποια πλοία που είχαν ξεκινήσει πριν από τον ερχομό τής μεγάλης θύελλας, είχαν προσφάτως επιστρέψει. Όλα αναγκάστηκαν να παραμείνουν εκείνο τον χειμώνα στο λιμάνι, περιμένοντας τον ερχομό τής άνοιξης τον Μάρτιο. Ο λόγος για τον οποίο αυτή η μεγάλη θάλασσα είναι τόσο επικίνδυνη και κατά συνέπεια τη φοβούνται οι ναυτικοί, είναι ότι ο Εύξεινος έχει κυκλικό σχήμα και η περίμετρός του είναι 3.000 περίπου μίλια.19 Δεν έχει άλλη είσοδο ή έξοδο εκτός από αυτό μόνο το στενό [τού Βοσπόρου], που κατεβαίνοντας περνάει δίπλα από το Πέρα. Επίσης περιβάλλεται από όλες τις πλευρές από πολύ ψηλές οροσειρές και [η ασφαλής αποβίβαση στις ακτές της] είναι παντού προς αναζήτηση. Επίσης πάλι, πολλά και μεγάλα ποτάμια χύνονται σε αυτή τη θάλασσα20 και γι’ αυτόν τον λόγο τα νερά της βράζουν και σηκώνουν κυκλωτικά κύματα. Οι άνεμοι φυσούν μανιασμένα σηκώνοντας κύματα, ενώ θύελλες μαίνονται πάνω στην επιφάνειά της. Θύελλα υπάρχει πιο συγκεκριμένα, όταν ο άνεμος είναι βόρειος ή βορειοδυτικός —τον οποίο ονομάζουν κύριο άνεμο— και σαρώνει σε καταιγίδα κατά μήκος τής θάλασσας. Υπάρχει επίσης πολύ μεγάλος κίνδυνος για τα πλοία όταν πλησιάζουν στην είσοδο τού Βοσπόρου, γιατί είναι δύσκολο να βρουν το στόμιο τού στενού. Αν το πλοίο δεν κατευθυνθεί στο άνοιγμα τού περάσματος, σίγουρα θα βγει στη στεριά και θα χαθεί, όπως στην πραγματικότητα έχει συμβεί σε πολλά πλοία σε αυτό το πολύ επικίνδυνο μέρος. Επίσης, ακόμη κι αν το πλοίο φτάσει επιτυχώς στο στόμιο τού στενού και μπει μέσα, φυσήξει όμως μια από αυτές τις φοβερές λαίλαπες τού κύριου ανέμου ή τού δυτικού ανέμου, το πλοίο θα βρεθεί σε μεγάλο κίνδυνο, επειδή δεν θα έχει θαλάσσιο χώρο για να κινηθεί [μέσα στον Βόσπορο] προς τα εκεί που φυσάει ο άνεμος και μπορεί εύκολα να παρασυρθεί στη στεριά. Μάλιστα συνέβη σε αυτήν ακριβώς την καθυστερημένη εποχή, όπως μάθαμε, να χαθεί ένα πλοίο που ερχόταν από τον Καφφά.21 Αργότερα, ενώ βρισκόμασταν στην Κωνσταντινούπολη,22 ήρθαν έξι ενετικές γαλέρες από την Τάνα,23 σκοπεύοντας να περάσουν προς την πατρίδα τους, ως συνήθως.24 Βλέποντας τον θυελλώδη καιρό, ο αυτοκράτορας έδωσε εντολές να τούς επιτραπεί να καταφύγουν στο λιμάνι.25 Στους καπετάνιους των [γενουάτικων] γαλερών που βρίσκονταν στο λιμάνι έστειλε μήνυμα, λέγοντας ότι αυτός ήταν άρχοντας και κύριος25 και αφού βρισκόταν σε ειρήνη τόσο με τούς Ενετούς όσο και με τούς Γενουάτες, αυτοί οι τελευταίοι δεν έπρεπε να κάνουν κακό στους άλλους. Τότε οι Ενετοί και οι Γενουάτες κατέληξαν σε εκεχειρία για εκείνη την εποχή και οι ενετικές γαλέρες έφυγαν στη συνέχεια, χωρίς να παρεμποδιστούν.

Μάρτιος 1404: Απόπλους για Τραπεζούντα

Έτσι λοιπόν, όπως είπαμε, εμείς οι πρεσβευτές αναγκαστήκαμε να παραμείνουμε στην πόλη τού Πέρα όλον εκείνο τον χειμώνα, γιατί δεν μπορούσαμε να βρούμε πλοίο για να μάς προωθήσει. Στη συνέχεια, στις αρχές Μαρτίου, κατορθώσαμε επιτέλους να μισθώσουμε μια γαλιότα, την οποία, εφοδιασμένη με δεκαεννέα ζευγάρια κουπιών, φροντίσαμε να εξαρτύσουμε και να εξοπλίσουμε, όπως έπρεπε γι’ αυτό το ταξίδι, πράγμα που μάς έβαλε σε μεγάλα έξοδα μέχρι να ολοκληρωθεί αυτή η δουλειά. Οι κύριοι Νικολό Πιζάνο και Λορέντσο Βενετσιάνο ήσαν οι καπετάνιοι αυτής τής γαλιότας και επισπεύδαμε τις προετοιμασίες, ελπίζοντας ακόμη να βρούμε τον Τιμούρ στρατοπεδευμένο στα χειμερινά του καταλύματα.26 Έτσι το πρώτο πλοίο που βγήκε από λιμάνι εκείνη την άνοιξη για τη Μαύρη Θάλασσα ήταν η δική μας γαλιότα. Την Πέμπτη 20 Μαρτίου τού έτους Κυρίου 1404 η γαλιότα μας ήταν επιτέλους έτοιμη. Ανεβήκαμε στο πλοίο εκείνο το απόγευμα την ώρα τού εσπερινού. Με την παρέα μας ταξίδευε επιστρέφοντας στην πατρίδα του, όπως ήδη αναφέρθηκε, εκείνος ο [Τάταρος] πρεσβευτής, τον οποίο είχε στείλει ο Τιμούρ στον βασιλιά τής Καστίλλης. Όμως εκείνο το βράδυ η γαλιότα προχώρησε μόνο μέχρι τις στήλες, που απέχουν ένα περίπου μίλι από το Πέρα, γιατί εδώ έπρεπε να γεμίσουμε με νερό τα βαρέλια μας. Αποπλεύσαμε την επόμενη μέρα που ήταν Παρασκευή και [το μεσημέρι] την ώρα τής λειτουργίας ήμασταν έξω [από τον Βόσπορο], μπαίνοντας στη Μαύρη Θάλασσα, γιατί ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, ενώ την ώρα τού εσπερινού εκείνο το απόγευμα βρεθήκαμε και πάλι στα ανοιχτά τού κάστρου Σεκέλο,27 προς το οποίο κινηθήκαμε. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα ξεκινήσαμε πάλι από εκεί και την ώρα τού εσπερινού τής επόμενης ημέρας βρισκόμασταν στα ανοιχτά τού νησιού Δαφνουσία,28 όπου είχαμε ναυαγήσει με την πρώτη γαλιότα μας, όπως περιγράφηκε ήδη. Εδώ δεν μπήκαμε στο λιμάνι, παραμένοντας στα ανοιχτά, ενώ την ώρα τού εσπερινού φτάσαμε έξω από τις εκβολές τού ποταμού, που χύνεται εδώ κατεβαίνοντας από την τουρκική ενδοχώρα.29 Με χαρά θα περνούσαμε τη νύχτα μέσα στο λιμάνι, αλλά επειδή αυτό ήταν πολύ ρηχό για ασφαλή αγκυροβόληση, παραμείναμε έξω σε κάποια απόσταση, ενώ ο καιρός ήταν ήρεμος.

Το ταξίδι κατά μήκος τής νότιας ακτής τής Μαύρης Θάλασσας

Την επόμενη μέρα, που ήταν Κυριακή, την ώρα τού εσπερινού φτάσαμε στο λιμάνι μιας πόλης τής τουρκικής ενδοχώρας που ονομάζεται Ποντοηράκλεια.30 Αυτή η πόλη ανήκει στον πρίγκιπα Σουλεϊμάν Τσελεμπή,31 που είναι ο μεγαλύτερος γιος τού εκλιπόντος σουλτάνου [Βαγιαζήτ]. Μείναμε εδώ εκείνο το βράδυ, ενώ τη Δευτέρα, την επόμενη μέρα, δεν μπορούσαμε να ξεκινήσουμε γιατί ο άνεμος ήταν αντίθετος. Αυτή η πόλη είναι χτισμένη στις πλαγιές πολλών λόφων που βρίσκονται κοντά στην παραλία, ενώ στον ψηλότερο από αυτούς τούς λόφους υπάρχει πολύ ισχυρό κάστρο. Η πόλη δεν είναι πολύ πυκνοκατοικημένη, ενώ οι περισσότεροι κάτοικοι είναι Έλληνες. Πολύ λίγοι Τούρκοι ζουν εδώ. Στο παρελθόν ο τόπος αποτελούσε τμήμα τής ελληνικής αυτοκρατορίας, αλλά πριν από τριάντα περίπου χρόνια, όπως μάς είπαν, ο αυτοκράτορας Μανουήλ πούλησε την πόλη, για μερικές χιλιάδες δουκάτα, στον σουλτάνο Βαγιαζήτ, τον πατέρα τού πρίγκιπα Σουλεϊμάν Τσελεμπή που μόλις αναφέρθηκε.32 Αυτή η πόλη ήταν στο παρελθόν πολύ διάσημη και πολύ πλούσια λόγω τού εξαιρετικού λιμανιού που κατείχε. Είχε πάρει το όνομα Ποντοράκια αρχικά από προηγούμενο αυτοκράτορα που την ίδρυσε και ο οποίος ονομαζόταν Πόντο, ενώ η περιοχή εδώ γύρω είναι γνωστή ως Ράκια.33 Την επόμενη μέρα, την Τρίτη 25 Μαρτίου, ξεκινήσαμε να βγαίνουμε από αυτό το λιμάνι, ενώ την ώρα τού εσπερινού βρισκόμασταν στα ανοιχτά κάστρου στην τουρκική ακτή, που στεκόταν κοντά στην άκρη τού νερού, ονομαζόταν Τίον,34 αλλά ήταν αφρούρητο. Το λιμάνι βρισκόταν στους πρόποδες τού κάστρου, στο οποίο δεν μπήκαμε, γιατί πολύ μεγάλο πλήθος Τούρκων, βλέποντας τη γαλιότα μας, είχε συγκεντρωθεί κατά μήκος τής παραλίας, υποθέτοντας ότι ήμασταν επιδρομείς που έρχονταν για λεηλασία. Αγκυροβολήσαμε λοιπόν έξω, σε κάποια απόσταση από την ακτή, και τα μεσάνυχτα ξεκινήσαμε.

Την επόμενη μέρα, πριν από την ώρα τής μεσημβρινής λειτουργίας, είχαμε φτάσει στις εκβολές ποταμού, που χύνεται εδώ στη θάλασσα κατεβαίνοντας από τα τουρκικά υψίπεδα και ονομάζεται Παρτέν.35 Μπήκαμε στο ποτάμι για να γεμίσουμε νερό τα βαρέλια μας. Στο στόμιο τού ποταμού παρατηρήσαμε πολλά ψηλά βράχια, σε ένα από τα οποία ήταν χτισμένος πύργος για να φρουρεί την είσοδο και να εμποδίζει τις γαλέρες τού εχθρού να χρησιμοποιούν το ποτάμι ως λιμάνι. Αναχωρήσαμε την κατάλληλη ώρα το απόγευμα και φτάσαμε σε λίγο σε πόλη που ονομαζόταν Σαμάστρο.36 Αυτή η πόλη ανήκει στους Γενουάτες, αν και βρίσκεται στο έδαφος των Τούρκων. Καταλαμβάνει πολύ ψηλό λόφο πάνω από την ακτογραμμή, ενώ πάνω και απέναντι από αυτόν, εν μέρει μέσα στη θάλασσα, βρίσκεται άλλος λόφος εξίσου ψηλός, που συνδέεται με τον προηγούμενο, επί τού οποίου είναι χτισμένη η πόλη, μέσω τείχους που περιβάλλει και τούς δύο αυτούς λόφους. Από την κορυφή τού ενός μέχρι εκείνη τού άλλου έχει χτιστεί μεγάλη αψίδα, που σχηματίζει γέφυρα από την οποία περνά δρόμος. Η πόλη έχει δύο λιμάνια, ένα σε κάθε πλευρά προς τη θάλασσα εκείνου τού λόφου. Η ίδια η πόλη είναι μικρή και τα σπίτια της είναι ασήμαντα, αλλά έξω από τα τείχη μπορεί κανείς να δει πολλά σημαντικά ερείπια μεγάλων κτιρίων, με εκκλησίες και παλάτια. Είναι προφανές ότι σε παλαιότερες εποχές το μεγαλύτερο μέρος τής αρχαίας πόλης βρισκόταν έξω από αυτό που είναι τώρα το όριο τής πόλης. Όλα όμως αυτά τα κτίρια βρίσκονται τώρα σε αποσύνθεση. Την Τετάρτη, την ημέρα τής άφιξής μας, καθώς και την Πέμπτη, την επόμενη μέρα, παραμείναμε εδώ, ενώ η μεθεπόμενη μέρα ήταν η Μεγάλη Παρασκευή. Αναχωρήσαμε μετά τον κατάλληλο εορτασμό τής εκκλησιαστικής λειτουργίας για εκείνη την περίπτωση και την ώρα τού εσπερινού είχαμε φτάσει στα ανοιχτά.37

Την επόμενη μέρα, το Σάββατο, ανοίξαμε πανιά, αλλά έπεσε παχιά ομίχλη και την τρίτη ώρα38 άρχισε σφοδρός άνεμος. Η θάλασσα φούσκωσε και καθώς τα κύματα ήσαν πολύ ψηλά, φοβηθήκαμε για το πλοίο μας, αφού, μέσα στην ομίχλη, δεν γνωρίζαμε αν βρισκόμασταν κοντά στην ακτή ή είχαμε θαλάσσιο χώρο. Γιατί το επόμενο λιμάνι μας βρισκόταν ακόμη σε κάποια απόσταση. Προχωρούσαμε λοιπόν και κατά το μεσημέρι βρεθήκαμε ανοιχτά από [το λιμάνι με] το κάστρο που ονομάζεται Ινέπολις39 και ανήκει στους Τούρκους. Με χαρά θα αγκυροβολούσαμε τώρα, αλλά δεν μπορούσαμε να μπούμε στο λιμάνι και ανοιχτήκαμε στη θάλασσα για ασφάλεια. Στη συνέχεια, την ώρα τού εσπερινού, έπεσε πάλι παχιά ομίχλη και δεν μπορούσαμε να δούμε πουθενά την ακτογραμμή, αν και είχαμε βγει προς τη στεριά και ήμασταν σίγουρα πολύ κοντά στην ακτή. Έπεφτε η νύχτα και δεν ξέραμε πού βρισκόμασταν. Η θάλασσα άρχιζε να φουσκώνει. Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι είχαμε περάσει το λιμάνι [τής Ινέπολης], ενώ άλλοι έλεγαν ότι σίγουρα δεν ίσχυε αυτό. Ενώ λοιπόν είχαμε ελαττώσει ταχύτητα και συζητούσαμε τι έπρεπε να κάνουμε, ακούσαμε ξαφνικά το γαύγισμα σκύλου. Εμείς από τη γαλιότα αρχίσαμε τότε όλοι να φωνάζουμε και άκουσαν τις κραυγές μας εκείνοι στην ακτή που φρουρούσαν το κάστρο τού λιμανιού, οι οποίοι στη συνέχεια προχώρησαν και μάς έδειξαν ένα φως από την κορυφή τού κεντρικού πύργου. Γνωρίζαμε λοιπόν έτσι ότι η γαλιότα μας είχε φτάσει κοντά στο στόμιο τού λιμανιού, αν και δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτε άλλο πέρα από βράχια, πάνω από τα οποία η θάλασσα ξεσπούσε σε μεγάλα κύματα. Καθώς μάς ήταν άγνωστη η είσοδος τού λιμανιού, βρισκόμασταν σε μεγάλη απόγνωση. Δόθηκε εντολή κι ένας από τούς κωπηλάτες μας έπεσε στο νερό και κατάφερε να κολυμπήσει μέχρι τη στεριά, όπου προμηθεύτηκε ένα φανάρι και μάς έκανε καθαρά σινιάλα, για να μπορέσει έτσι η γαλιότα να μπει τελικά με ασφάλεια στο λιμάνι. Η επόμενη μέρα ήταν η Κυριακή τού Πάσχα και παραμείναμε στο λιμάνι για τη γιορτή.

Κοντά στην πόλη αυτή [την Ινέπολη] υπάρχουν ψηλοί λόφοι στο πίσω μέρος και σε έναν από αυτούς είναι χτισμένο πολύ ισχυρό κάστρο που ονομάζεται Κίνωλις40 και βρίσκεται στην κατοχή μουσουλμάνου άρχοντα που ονομάζεται Ισφεντιγιάρ.41 Αυτός κατέχει πολλά εδάφη εδώ γύρω, για τα οποία πληρώνει φόρο υποτέλειας στον Τιμούρ, ενώ σε όλη την κυβέρνησή του τα χρήματα τού Τιμούρ είναι το τρέχον νόμισμα. Ο άρχοντας Ισφεντιγιάρ δεν ήταν τότε εκεί, αλλά ο αναπληρωτής του, μαθαίνοντας ότι ήμασταν πρεσβευτές καθ’ οδόν προς τον Τιμούρ, κατέβηκε αμέσως να μάς υποβάλει τα σέβη του, στέλνοντάς μας αργότερα ένα πρόβατο, μαζί με πουλερικά, ψωμί και κρασί. Εδώ στους λόφους που βρίσκονται γύρω από το κάστρο Κίνωλις φυτρώνει το καλύτερο ξύλο που υπάρχει σε όλα τα ελληνικά εδάφη, από το οποίο φτιάχνονται τα μηχανικά τόξα.42 Την επόμενη Δευτέρα, που ήταν 31 Μαρτίου, αναχωρήσαμε [από την Ινέπολι] και την ώρα τού εσπερινού βρισκόμασταν στο λιμάνι πόλης των Τούρκων που ονομάζεται Σινώπη,43 όπου αγκυροβολήσαμε. Αυτή η πόλη ανήκει στον Ισφεντιγιάρ και αποβιβαζόμενοι μάθαμε ότι ο άρχοντας Ισφεντιγιάρ απουσίαζε, όντας σε πόλη τρεις ημέρες μακριά από τη Σινώπη, σε άλλο μέρος των κτήσεών του, που είναι γνωστό ως Κασταμώv.44 Μάθαμε επίσης ότι τώρα συγκέντρωνε εκεί 40.000 περίπου στρατιώτες, με πρόθεση να πολεμήσει εναντίον τού γιου τού εκλιπόντος σουλτάνου τής Τουρκίας,45 ο οποίος ήταν πια δηλωμένος εχθρός του, αφού ο Ισφεντιγιάρ είχε γίνει υποτελής τού Τιμούρ. Αν τον είχαμε επισκεφτεί, θα θέλαμε πολύ να μιλήσουμε με αυτόν τον άρχοντα Ισφεντιγιάρ, γιατί ίσως μάς έδινε κάποιες συγκεκριμένες πληροφορίες, σχετικές με τον τόπο όπου βρισκόταν εκείνη την εποχή ο Τιμούρ και έτσι ίσως μπορούσε να μάς δώσει συμβουλές, για το χερσαίο ταξίδι που επρόκειτο σύντομα να κάνουμε. Ο λόγος για τον οποίο ο Ισφεντιγιάρ είχε γίνει πρόσφατα από επιλογή υποτελής τού Τιμούρ, ήταν ότι ο εκλιπών σουλτάνος Βαγιαζήτ, αυτός τον οποίο ο Τιμούρ είχε κατανικήσει,46 αυτός ο Βαγιαζήτ είχε στο παρελθόν θανατώσει τον πατέρα τού Ισφεντιγιάρ, έχοντας αφαιρέσει από αυτόν όλα τα εδάφη του. Ενώ ο Τιμούρ, μετά την ανατροπή τού Βαγιαζήτ, είχε ξαναδώσει όλα αυτά τα εδάφη στον Ισφεντιγιάρ.47

Την αυγή τού επόμενου Σαββάτου, που ήταν 5 Απριλίου, αναχωρήσαμε [από τη Σινώπη], αλλά έπεσε ο άνεμος, με αποτέλεσμα να μη φτάσουμε στο επόμενο λιμάνι μας, αλλά να παραμείνουμε όλη εκείνη τη νύχτα στη θάλασσα. Την επόμενη μέρα, την Κυριακή, την ώρα τής μεσημβρινής λειτουργίας, βρισκόμασταν στα ανοιχτά μιας πόλης τής τουρκικής ενδοχώρας που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα και ονομάζεται Σιμίσο.48 Αυτή η πόλη διαθέτει δύο κάστρα. Ένα από αυτά ανήκει στους Γενουάτες, ενώ το άλλο, με το παρακείμενο λιμάνι και την πόλη, βρίσκεται στα χέρια τού πρίγκιπα Σουλεϊμάν Τσελεμπή.49 Γι’ αυτό λοιπόν δεν τολμούσαμε να πάμε στο λιμάνι εδώ, αλλά παραμείναμε στη θάλασσα, στα ανοιχτά. Έτσι όλη την επόμενη νύχτα ήμασταν στη θάλασσα, αλλά ο καιρός ήταν ευνοϊκός και την επόμενη μέρα, τη Δευτέρα το μεσημέρι, μπήκαμε στο λιμάνι κάστρου που ονομάζεται Οίναιο,50 αναζητώντας καταφύγιο εδώ, καθώς ο άνεμος άρχιζε να γυρίζει σε αντίθετο. Πάνω από το λιμάνι, ψηλά στις κορυφογραμμές των λόφων, είδαμε τα σπίτια τής πόλης, που ήταν όμως μικρό μόνο μέρος, τού οποίου ο πληθυσμός ήταν ως επί το πλείστον Έλληνες. Σε κορυφή γειτονικού λόφου είχε χτιστεί πρόσφατα κάστρο, που ανήκε σε αυτή την πόλη και όπου, όπως μάς είπαν, είχε εγκατασταθεί γύρω μια αποικία 300 περίπου Τούρκων. Τόσο η πόλη όσο και αυτό το κάστρο ανήκαν παρ’ όλ’ αυτά στην κυριαρχία Έλληνα ευγενή που ονομάζεται Μελισσηνός51 και πληρώνει φόρο υποτέλειας στον Τιμούρ. Κάτω στο λιμάνι, δίπλα στη θάλασσα, παρατηρήσαμε πολλά σπίτια που ήσαν σιδηρουργεία, γιατί σε αυτά τα μέρη η θάλασσα συσσωρεύει στην παραλία ωραία μαύρη άμμο, από την οποία κοσκινίζουν κόμπους, τούς οποίους επεξεργάζονται σε ράβδους σιδήρου.52

Την επόμενη μέρα, που ήταν Τρίτη, ξεκινήσαμε και πάλι, αλλά ο άνεμος ήταν αντίθετος και σύντομα υποχρεωθήκαμε να καταφύγουμε σε λιμάνι τής τουρκικής επικράτειας το οποίο ονομάζουν Λεόνα.53 Εδώ υπήρχε κάστρο δίπλα στην ακτή, που στεφάνωνε βραχώδες ακρωτήριο, αλλά τώρα ήταν εγκαταλειμμένο και κανένας δεν κατοικούσε εκεί. Μάς είπαν ότι πριν από τέσσερα χρόνια είχαν φτάσει οι Γενουάτες και είχαν κάνει επιδρομή σε αυτό το μέρος. Όλη αυτή η περιοχή βρίσκεται στην κατοχή Τούρκου άρχοντα που ονομάζεται Αρζαμίρ.54 Την ίδια μέρα που δέσαμε εκεί, αναχωρήσαμε από αυτό το λιμάνι, προσεγγίζοντας σύντομα άλλο μικρό κάστρο, που είναι κτισμένο σε ύψωμα δίπλα στη θάλασσα και ονομάζεται Σάντο Νίκιο.55 Αναγκαστήκαμε να ρίξουμε άγκυρα λίγο πέρα από αυτό, γιατί φυσούσε αντίθετος άνεμος. Περάσαμε λοιπόν εδώ εκείνη τη νύχτα, πολύ κοντά στις εκβολές ποταμού. Όλη αυτή η περιοχή, με πολλά χωριά τα οποία βλέπαμε καθώς ταξιδεύαμε, ανήκε σε αυτόν τον άρχοντα Αρζαμίρ. Μάς είπαν ότι είχε υπό τις διαταγές του περίπου 10.000 ή περισσότερους ιππείς και ότι πλήρωνε φόρο υποτέλειας στον Τιμούρ. Την επόμενη μέρα, την Τετάρτη, προχωρήσαμε καθώς ο άνεμος ήταν ευνοϊκός για το ταξίδι μας, αλλά άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή και την τρίτη ώρα τής ημέρας56 βρισκόμασταν μπροστά σε πόλη που ονομάζεται Κερασούντα.57 Βρίσκεται στην ακτή και τα σπίτια της είναι όλα χτισμένα προς ύψωμα με θέα στη θάλασσα. Ισχυρό τείχος πόλης περιβάλλει ολόκληρο αυτό το ύψωμα, περικλείοντας μέσα στα όριά του πολλά περιβόλια με όμορφα οπωροφόρα δέντρα. Την ίδια εκείνη μέρα, κοντά στο μεσημέρι, περνούσαμε μπροστά από μεγάλη πόλη που ήταν επίσης χτισμένη κατά μήκος τής ακτής και είναι γνωστή ως Τρίπολη.58 Είναι ο πρώτος τόπος που ανήκει από αυτή την πλευρά στη δικαιοδοσία τού αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας.59

Αμέσως μετά, περάσαμε μπροστά από κάστρο κοντά στη θάλασσα που ονομάζεται Κόραλλα,60 αλλά δεν πιάσαμε σε κανένα από αυτά τα μέρη, επειδή ο άνεμος ήταν ούριος για το ταξίδι μας, ενώ κατά την ώρα τού εσπερινού βρισκόμασταν στα ανοιχτά κάστρου που ονομαζόταν Βιόπολις,61 όπου αγκυροβολήσαμε για τη νύχτα. Το επόμενο πρωί, που ήταν Πέμπτη, ξεκινήσαμε πάλι, αλλά ο άνεμος ήταν αντίθετος και η θάλασσα πολύ ταραγμένη. Την τρίτη λοιπόν ώρα62 βρισκόμασταν μπροστά σε κάστρο γνωστό ως Άγιος Φωκάς63 και εκεί αγκυροβολήσαμε για να ξεκουραστούν οι κωπηλάτες μας. Αργότερα, ξεκινώντας πάλι, μπήκαμε κατά την ώρα τού εσπερινού σε λιμάνι που ονομάζεται Πλάτανα.64 Καθώς ο άνεμος εξακολουθούσε να είναι αντίθετος, δεν προσπαθήσαμε να φτάσουμε στην Τραπεζούντα εκείνη τη νύχτα, αν και η πόλη αυτή δεν απείχε περισσότερο από δώδεκα μίλια. Έτσι παραμείναμε σταθμευμένοι όλη εκείνη τη νύχτα, με τον άνεμο να φυσάει αντίθετα και τη θάλασσα μάλιστα ν΄ αρχίζει ν΄ ανεβαίνει και να μαίνεται τόσο έντονα, που φοβόμασταν ότι θα πεταγόμασταν στη στεριά, καθώς οι άγκυρές μας σέρνονταν. Το επόμενο πρωί τής Παρασκευής, που ήταν 11 Απριλίου, παραμείναμε σε αυτό το μέρος μέχρι την ώρα τού εσπερινού και στη συνέχεια αποπλεύσαμε φτάνοντας στο λιμάνι τής Τραπεζούντας. Από το Πέρα απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει με τη γαλιότα μας μέχρι αυτή την πόλη τής Τραπεζούντας είναι απόσταση 960 μιλίων, κατά την εκτίμησή μας για τη διαδρομή που είχαμε ακολουθήσει.65 Σε αυτή την πόλη τής Τραπεζούντας οι Γενουάτες διαθέτουν ωραίο κάστρο, που βρίσκεται στην εξοχή, έξω από τα τείχη τής πόλης.66 Σε αυτό το κάστρο αναλάβαμε καταλύματα μόλις αποβιβαστήκαμε, με τούς Γενουάτες να μάς υποδέχονται πολύ τιμητικά.

<-Κεφάλαιο 4: Κωνσταντινούπολη Κεφάλαιο 6: Από την Τραπεζούντα στο Έρζιντζαν ->
error: Content is protected !!
Scroll to Top