Εισαγωγή τού Le Strange στην έκδοση τού 1928

<-Προοίμιο Κεφάλαιο 1: Από το Κάντιθ στη Ρόδο->

Εισαγωγή τού Le Strange στην έκδοση τού 1928

Γεγονότα στην Εγγύς Ανατολή περί το έτος 1400

Για να γίνει κατανοητό το αντικείμενο και η διαδρομή τής διάσημης πρεσβείας τού Κλαβίχο προς τον Τιμούρ, είναι σκόπιμο να συνοψιστούν στις σελίδες που ακολουθούν ορισμένες λεπτομέρειες των γεγονότων εκείνης τής εποχής στην Κωνσταντινούπολη και τη Δυτική Ασία, πράγμα που επίσης θα αποτρέψει τις επαναλήψεις στις υποσημειώσεις αυτής τής μετάφρασης. Κατά το έτος 1400 οι ηγεμόνες τής Ευρώπης παρακινήθηκαν από συμπόνοια, φοβούμενοι την επικείμενη πτώση τής Κωνσταντινούπολης και την εξαφάνιση τής Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Ο Οθωμανός σουλτάνος Βαγιαζήτ [Α’] είχε ήδη στην κατοχή του σχεδόν το σύνολο εκείνου που έγινε αργότερα Τουρκία στην Ευρώπη. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ [Β’] ήταν ακόμη άρχοντας τής Κωνσταντινούπολης, αλλά πέρα από τα τείχη τής πόλης κατείχε μια μόνο λωρίδα εδάφους κατά μήκος τής βόρειας ακτής τής Θάλασσας τού Μαρμαρά [Προποντίδας], η οποία εκτεινόταν μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, μια λωρίδα πενήντα περίπου μίλια σε μήκος, αλλά λιγότερα από τριάντα σε πλάτος. Πριν από τέσσερα χρόνια (τον Σεπτέμβριο τού 1396) ένας τεράστιος σύνθετος στρατός σταυροφόρων υπό την ηγεσία τού κόμη τής Νεβέρ (εξάδελφου τού βασιλιά Καρόλου ΣΤ’ τής Γαλλίας) είχε βαδίσει εναντίον των Τούρκων με την υποστήριξη τού βασιλιά Σίγκισμουντ τής Ουγγαρίας. Όμως οι χριστιανοί κατατροπώθηκαν εντελώς από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ στη Νικόπολη τού κάτω Δούναβη, τεράστιος αριθμός τους σκοτώθηκε και μικρότερος αριθμός αιχμαλωτίστηκε (αργότερα θα ελευθερώνονταν με την καταβολή πολύ υψηλών λύτρων). Η Ευρώπη βρισκόταν σε τρόμο και ο αυτοκράτορας Μανουήλ ήταν τώρα κλεισμένος στην Κωνσταντινούπολη. Όλοι περίμεναν την επόμενη κίνηση τού σουλτάνου.

Σουλτάνος Βαγιαζήτ και αυτοκράτορας Μανουήλ

Από την πρωτεύουσά τους στη Μπούρσα [Προύσα], οι Τούρκοι σουλτάνοι, παρελθόντες και τωρινοί, είχαν προκαλέσει πολλές συνωμοσίες στην αυτοκρατορική αυλή. Πατέρας τού Μανουήλ ήταν ο αυτοκράτορας Ιωάννης [Ε’] Παλαιολόγος (βασ. 1341-1391), ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός τού Μανουήλ, ο Ανδρόνικος [Δ’], είχε ανακηρυχθεί συναυτοκράτορας σε νεαρή ηλικία. Την εποχή τού πατέρα τού Βαγιαζήτ, τού σουλτάνου Μουράτ [A’] (βασ. 1360-1389), ο μεγαλύτερος γιος του, ο Σαβάντζι, είχε συνωμοτήσει μαζί με τον Ανδρόνικο, ώστε αυτοί οι δύο νεαροί πρίγκιπες να εκθρονίσουν τούς πατέρες τους. Η συνωμοσία απέτυχε, ο Σαβάντζι δολοφονήθηκε, πράγμα που επέτρεψε αργότερα στον μικρότερο αδελφό του, τον Βαγιαζήτ, να γίνει σουλτάνος, ενώ ο Ανδρόνικος (μαζί με τον νεαρό του γιο, τον Ιωάννη [Ζ’]) κλείστηκε στη φυλακή τής Κωνσταντινούπολης, τον περίφημο Πύργο τού Ανεμά. Έτσι διάδοχος τού θρόνου και συναυτοκράτορας έγινε ο Μανουήλ, ο μικρότερος αδελφός τού Ανδρόνικου. Όμως ύστερα από δύο χρόνια τα πράγματα στην Κωνσταντινούπολη αντιστράφηκαν εντελώς ύστερα από ανακτορική μηχανορραφία. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης [Ε’] Παλαιολόγος και ο Μανουήλ [Β’] βρίσκονταν τώρα φυλακισμένοι στον Πύργο τού Ανεμά, ενώ ο Ανδρόνικος (με τον Ιωάννη τον νεότερο) ντύθηκαν την πορφύρα. Ακολούθησαν καλειδοσκοπικές αλλαγές. Ο γέρος αυτοκράτορας και ο Μανουήλ, ύστερα από δύο χρόνια κράτησης, κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τη φυλακή και να ξανακερδίσουν την εξουσία. Ο Ανδρόνικος [Δ’] κρίθηκε εκτός νόμου και εκτοπίστηκε. Αργότερα όμως, μαζί με τον νεότερο Ιωάννη [Ζ’], τού ανατέθηκε η κυβέρνηση τής Σηλυμβρίας, πόλης στη Θάλασσα τού Μαρμαρά (Προποντίδα) λίγα μίλια δυτικά τής Κωνσταντινούπολης και η ειρήνη διήρκεσε μερικά χρόνια.

Οι δύο γενεαλογικοί πίνακες για τρέχουσα και μελλοντική αναφορά είναι οι εξής:

Image

Επίσης:

Image

Το 1391 πέθανε ο γέρος αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος, ενώ λίγο αργότερα ο γιος του Ανδρόνικος Δ’, που είχε αποσυρθεί πρόσφατα σε μοναστήρι, τον ακολούθησε στον τάφο, αφήνοντας όμως τον Ιωάννη Z’ τον νεότερο ως διεκδικητή τού θρόνου, επειδή ο θείος του, ο Μανουήλ B’, είχε τώρα ανέβει στον θρόνο και αναγνωριστεί ως αυτοκράτορας, διαδεχόμενος τον Ιωάννη E’ Παλαιολόγο. Οι διεκδικήσεις τού πρίγκιπα Ιωάννη Z’ υποστηρίζονταν από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ A’, ο οποίος από το 1389 βασίλευε έχοντας διαδεχθεί τον πατέρα του, τον Μουράτ A’.

Η μάχη τής Νικόπολης. Στρατάρχης Μπουσικώ

Μετά τη νίκη του στη Νικόπολη (1396), ο Βαγιαζήτ απειλούσε από καιρό σε καιρό την Κωνσταντινούπολη με αποκλεισμό. Η εγγύτητα τού κινδύνου τελικά ξεσήκωσε την Ευρώπη. Ο στρατάρχης Μπουσικώ, επικεφαλής χριστιανικού στρατού, αναχώρησε με πλοία για το Αιγαίο, όπου το 1399 ανάγκασε τούς Τούρκους να καταφύγουν στα Δαρδανέλλια (Ελλήσποντο). Στρατός με περισσότερους από 2.000 πάνοπλους Γάλλους αποβιβάστηκε επιτυχώς και ανακούφισε την Κωνσταντινούπολη, ενώ οι γαλέρες τού Βαγιαζήτ υποχρεώθηκαν ν΄ αποσυρθούν. Ύστερα όμως από έναν χρόνο οι Τούρκοι επέστρεψαν στον αποκλεισμό και ο Μπουσικώ σε απόγνωση διέφυγε από την Κωνσταντινούπολη παίρνοντας μαζί του τον αυτοκράτορα Μανουήλ. Πήγαν στη Βενετία, απ’ όπου οι δύο ήρθαν στη Γαλλία, όπου ο αυτοκράτορας υπερασπίστηκε την υπόθεση τής Ανατολικής Χριστιανοσύνης. Πριν φύγει από την Κωνσταντινούπολη, ο Μανουήλ είχε καταλήξει σε συμφωνία με τον ανιψιό του, τον πρίγκιπα Ιωάννη Z’ (τον νεαρό αυτοκράτορα όπως τον αποκαλεί ο Κλαβίχο), τον οποίο άφησε ως αναπληρωτή του, υπεύθυνο για την πρωτεύουσα κατά τη διάρκεια τής απουσίας του. Από το 1400 μέχρι το 1402 ο αυτοκράτορας Μανουήλ περνούσε τις ημέρες του αναζητώντας μάταια βοήθεια, ταξιδεύοντας στην Ιταλία και τη Γαλλία, φτάνοντας επίσης στην Αγγλία, όπου τον φιλοξένησε ο βασιλιάς Ερρίκος Δ’ τού Λάνκαστερ, αλλά βοήθεια δεν ερχόταν. Ύστερα από αυτά τα δυο χρόνια, τα οποία πέρασε με απογοήτευση, ο Μανουήλ έπρεπε πια να επιστρέψει στην Ανατολή. Αποβιβάστηκε πρώτα στην Ελλάδα, απ’ όπου παρακολουθούσε, ανίκανος να επέμβει, τα γεγονότα που συνέβαιναν στην πρωτεύουσά του, η οποία έπεφτε καθημερινά όλο και περισσότερο στη εξουσία τού Βαγιαζήτ, που είχε στρατοπεδεύσει έξω από τις πύλες της.

Πρώτοι πόλεμοι τού Τιμούρ

Πλησίαζε όμως μια αλλαγή. Ο Τούρκος, νικητής μέχρι τώρα, σύντομα θα αντιμετώπιζε τα ταταρικά στρατεύματα τού Τιμούρ (γνωστού στην Ευρώπη ως Ταμερλάνου), ο οποίος προέλαυνε εναντίον του στη Μικρά Ασία και εξαιτίας τού οποίου η πτώση τής Κωνσταντινούπολης καθυστέρησε για μισό αιώνα και συνέβη τελικά το 1453, υπό τη βασιλεία τού δισέγγονου τού Βαγιαζήτ A’, τού σουλτάνου Μωάμεθ B’ τού Πορθητή. Ο Τιμούρ, που είχε γεννηθεί γύρω στο 1335, νικώντας όλους τούς αντιπάλους του είχε γίνει άρχοντας τής Σαμαρκάνδης το 1369.2 Το 1380 εισέβαλε στην Περσία και την υπέταξε, το 1390 επέδραμε στους Κιπτσάκους και τούς Μοσχοβίτες, το 1398 αφάνισε και λεηλάτησε τη βορειοδυτική Ινδία. Στη συνέχεια το 1400 και σε ηλικία εξηνταπέντε ετών ο Τιμούρ άρχισε να στρέφει την προσοχή του στις υποθέσεις τής Δυτικής Ασίας. Ξεκινώντας εναντίον τού Οθωμανού σουλτάνου στη Μικρά Ασία και εναντίον τού Μαμελούκου σουλτάνου τής Αιγύπτου, ο οποίος ήταν άρχοντας τής Συρίας, ο Τιμούρ επέδραμε αρχικά στο χριστιανικό βασίλειο τής Γεωργίας. Στη συνέχεια, στρέφοντας προς νότο (και αφού κατά τη διέλευσή του λεηλάτησε πολλές επαρχίες τής Ανατολίας), εμφανίστηκε ξαφνικά στη Συρία, όπου οι Τάταροι κατέλαβαν εξ εφόδου το Χαλέπι και στη συνέχεια άλωσαν τη Δαμασκό τον Ιανουάριο τού 1401. Ακολούθως, στρέφοντας ανατολικά τον Ιούλιο, ο Τιμούρ βρισκόταν στη Βαγδάτη, η οποία υπέστη τη μοίρα τής Δαμασκού, ενώ στις αρχές τού 1402 επέστρεψε στη Μικρά Ασία, προχωρώντας με τις αμέτρητες ορδές του προς τα δυτικά.

Η μάχη τής Άγκυρας

Έφτασε στην Άγκυρα στις αρχές Ιουλίου και στις 20 εκείνου τού μηνός δόθηκε η μοιραία μάχη. Στην Άγκυρα οι Οθωμανοί Τούρκοι κατατροπώθηκαν εντελώς από τούς Τατάρους τού Τιμούρ, ενώ ο Βαγιαζήτ, αιχμάλωτος πια, λέγεται ότι μεταφέρθηκε προς τα ανατολικά από τον κατακτητή του, μέσα σε σιδερένιο κλουβί. Ο Βαγιαζήτ πέθανε με άθλιο τρόπο τον Μάρτιο τού 1403 και η Κωνσταντινούπολη για τον επόμενο μισό αιώνα θα εξακολουθούσε να παραμένει χριστιανική. Με την αναχώρηση τού Τιμούρ ο Μανουήλ επέστρεψε αμέσως στην πρωτεύουσά του, ενώ ο νεαρός αυτοκράτορας [Ιωάννης Ζ’] αποχωρούσε στην εξορία και αναλάμβανε διαμονή στο νησί τής Μυτιλήνης, όπου παντρεύτηκε την κόρη τού Γκατελούζο, τού Γενουάτη άρχοντα τού νησιού. Ο Κλαβίχο παρέχει μακροσκελή περιγραφή τού Ιωάννη τού Νεότερου, των διεκδικήσεών του επί τής αυτοκρατορίας και των επακόλουθων περιπετειών του, επειδή οι Ισπανοί πρέσβεις έπιασαν στη Μυτιλήνη κατευθυνόμενοι στην Κωνσταντινούπολη και άκουσαν εκεί πολλά κουτσομπολιά.

Ερρίκος Γ’ Καστίλλης και Λεόν

Από τη στιγμή που ο Τιμούρ είχε εμφανιστεί στη Γεωργία στις αρχές τού 1400, οι ενέργειές του πρέπει να παρακολουθούνταν με αυξανόμενο ενδιαφέρον από τούς ηγεμόνες τής Ευρώπης, γιατί όλα τα μάτια, όπως ήδη ειπώθηκε, είχαν από καιρό καρφωθεί στις υποθέσεις που εξελίσσονταν στην Εγγύς Ανατολή. Στην Ισπανία εκείνο τον καιρό ο Ερρίκος Γ’ ήταν βασιλιάς Καστίλλης και Λεόν. Η σύζυγός του ήταν κόρη τού Ιωάννη τής Γάνδης, τού οποίου μια άλλη κόρη ήταν η βασίλισσα τού Ιωάννη τού Μεγάλου τής Πορτογαλίας. Έτσι, κοιτάζοντας προς το μέλλον, ανιψιός τού βασιλιά τής Καστίλλης ήταν ο νεαρός πρίγκιπας Ερρίκος ο μελλοντικός Θαλασσοπόρος (όπως αποκλήθηκε), εκείνη την εποχή αγόρι δέκα ετών, αλλά τού οποίου η πρωτοβουλία αργότερα επέφερε τον διάπλου τού Ακρωτηρίου [τής Καλής Ελπίδας] προς Ινδία. Επίσης η εγγονή τού Ερρίκου Γ’, η Ισαβέλλα, ήταν εκείνη που έστειλε τον Κολόμβο να ταξιδέψει στην Αμερική. Όσον αφορά την Ιβηρική χερσόνησο στις αρχές τού 15ου αιώνα, ο Μαυριτανός βασιλιάς τής Γρανάδας εξακολουθούσε να είναι κύριος τής ακτογραμμής από το Γιβραλτάρ μέχρι κάποιο σημείο δυτικά τής Καρθαγένης, ενώ οι κτήσεις του απλώνονταν βόρεια σχεδόν μέχρι την όχθη τού άνω Γουαδαλκιβίρ. Η Αραγωνία, η βορειοδυτική περιοχή τής Ισπανίας, ήταν ανεξάρτητο βασίλειο, το οποίο κυβερνούσε ο Μαρίνος Α’, τού οποίου η αδελφή, η βασίλισσα Ελεωνόρα, ήταν η μητέρα τού Ερρίκου Γ’ τής Καστίλλης.

Πρεσβεία τού Κλαβίχο

Για να επιστρέψουμε στα γεγονότα τού έτους 1402, μαθαίνουμε από τον Κλαβίχο ότι μετά το Πάσχα ο Ερρίκος Γ’, που ανυπομονούσε να μαθαίνει αυθεντικά νέα, είχε στείλει δύο απεσταλμένους στην Ανατολική Μεσόγειο, για ν΄ αναφέρουν τι συνέβαινε εκεί. Το καλοκαίρι λοιπόν, αφού έφτασαν στο Αιγαίο και αποβιβάστηκαν, παρουσιάστηκαν ενώπιον τού Τιμούρ στο στρατόπεδό του έξω από την Άγκυρα, όπου τούς υποδέχτηκαν ευγενικά. Μετά τη μεγάλη νίκη τής 20ής Ιουλίου, ο Τιμούρ ξεκίνησε να πορευτεί, με τον χαλαρό του τρόπο, επιστρέφοντας στη Σαμαρκάνδη, σκοπεύοντας να παραμείνει εκείνη τη χειμερινή περίοδο στις πεδιάδες τού Καραμπάχ, που βρίσκονται στην ανατολική Γεωργία. Πριν φύγει όμως από την Άγκυρα, ο Τιμούρ έκρινε σκόπιμο να στείλει πρεσβεία στην Ισπανία με πολλά πλούσια δώρα για τον βασιλιά Ερρίκο.3 Θα έδειχναν στους απεσταλμένους του τον δρόμο προς τα δυτικά οι Ισπανοί, που θα επέστρεφαν τώρα στην πατρίδα τους. Αυτό οδήγησε στη συνέχεια στη διάσημη πρεσβεία τού Κλαβίχο και των συναδέλφων του πρεσβευτών. Επωφελήθηκαν από την παρουσία τού Τάταρου απεσταλμένου και ακολούθησαν τον Τιμούρ, ελπίζοντας να τον συναντήσουν στη Γεωργία, αλλά έχοντας καθυστερήσει λόγω τού χειμωνιάτικου καιρού, τελικά έπρεπε να τον αναζητήσουν στη Σαμαρκάνδη. Οι Ισπανοί πρεσβευτές ήσαν τρείς: ο Κλαβίχο, αρχιθαλαμηπόλος τού βασιλιά, ο αδελφός Αλφόνσο Παέθ και ένας αξιωματικός τής βασιλικής φρουράς που ονομαζόταν Γκόμεζ ντε Σαλαζάρ. Είχαν μαζί τους πολλά βασιλικά δώρα από τον βασιλιά τους για τον Τιμούρ, μεταξύ των οποίων ένα κλουβί με άσπρα γεράκια, για τα οποία η Ισπανία ήταν τότε διάσημη. Η πρεσβεία ταξίδευε με πολλούς συνοδούς, μερικοί από τούς οποίους, όπως θα περιγραφεί, άφησαν τα κόκκαλά τους στην Περσία, όπως και ο Γκόμεζ ντε Σαλαζάρ, που υπέκυψε στις δυσκολίες τού ταξιδιού και πέθανε στη Νισαπούρ κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού μετάβασης.

Το ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη

Ο Κλαβίχο ξεκίνησε να ταξιδέψει στη Σαμαρκάνδη λίγο περισσότερο από έναν αιώνα αφότου ο Μάρκο Πόλο είχε δείξει στο διάσημο βιβλίο του4 τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε κανείς να ταξιδέψει στην Κεντρική Ασία. Από την Ισπανία μέχρι τη Σαμαρκάνδη, το ταξίδι κάλυπτε εβδομήντα μοίρες γεωγραφικού μήκους προχωρώντας σχεδόν ακριβώς προς τα δυτικά, χωρίς ποτέ ν΄ απομακρύνεται από τον τεσσαρακοστό παράλληλο γεωγραφικού πλάτους. Ταξιδεύοντας επιμελώς αλλά με χαλαρό τρόπο, η πρεσβεία έφτασε στη Σαμαρκάνδη από το Κάντιθ σε κάτι λιγότερο από δεκαπέντε μήνες, έχοντας πολλές καθυστερήσεις και μια διακοπή πέντε μηνών στην Κωνσταντινούπολη. Το ταξίδι τής επιστροφής κράτησε σχεδόν το ίδιο μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω μιας διακοπής έξι μηνών στην Ταμπρίζ. Από το Κάντιθ μέχρι την Τραπεζούντα, μετάβαση και επιστροφή, το ταξίδι ήταν διά θαλάσσης, 2.500 περίπου μίλια [4.000 περίπου χλμ] ανά κατεύθυνση. Το πλοίο τους ήταν μια καραβέλα, όπως εκείνες που χρησιμοποιούνταν τότε στη Μεσόγειο, τρικάταρτο πλοίο με ψηλή πρύμνη, με τετράγωνο πανί μπροστά και τεράστιο τριγωνικό πανί στο πίσω κατάρτι. Από τη Ρόδο στην Κωνσταντινούπολη τούς μετέφερε μικρότερο σκάφος που αναφέρεται ως φούστα ή βάρκα, ενώ για το ταξίδι κατά μήκος τής Μαύρης Θάλασσας μέχρι την Τραπεζούντα το πλοίο που πήραν ήταν μία γαλιότα, μονοκάταρτο σκάφος με μεγάλο τριγωνικό πανί όταν ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, τη θέση τού οποίου έπαιρναν κουπιά ‒πολλές θέσεις κωπηλατών‒ όταν ο άνεμος ήταν αντίθετος.

Ο Κλαβίχο μάς έχει αφήσει πολύ σημαντική περιγραφή τής Κωνσταντινούπολης. Η εποχή ήταν μισός αιώνας πριν από την καταστροφή που προκάλεσε η τουρκική κατάκτηση. Από τις επτά μεγάλες εκκλησίες που έχει περιγράψει προσεκτικά, δύο μόνο στέκονται ακόμη όρθιες, δηλαδή η Αγία Σοφία και η πρώην εκκλησία τού Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στο Στούδιον, τώρα τζαμί Μιρ Αχόρ.5 Το ενδιαφέρον που έδειχναν οι Ισπανοί για ιερά λείψανα ήταν φυσικά σύμφωνο με το πνεύμα τής εποχής. Σε πολλές από τις εκκλησίες ποικιλία ιερών οστών υποβλήθηκε στο γεμάτο σεβασμό βλέμμα τους, ενώ ο Κλαβίχο δεν είχε καμία δυσκολία να πιστέψει την αυθεντικότητα τής Λόγχης τού Λογγίνου, σημαδεμένη ακόμη με το Αίμα, κόκκινο και φρέσκο, όπως κατά τη στιγμή τής Σταύρωσης.6 Τού έδειξαν επίσης το ψωμί που βούτηξε ο Χριστός στον ζωμό και το έδωσε στον Ιούδα,7 το Φραγγέλιον8 και τον Χωρίς Ραφές Χιτώνα9 [ο οποίος όμως διατηρείται επίσης στην Treves10 ως Άγιο Πανωφόρι]. Τέλος τη φημισμένη εικόνα τής Παναγίας, ζωγραφισμένη από το χέρι τού Αγίου Λουκά, ενώ φυσικά δεν έλειπαν και πολλά κομμάτια από το ξύλο τού Τίμιου Σταυρού, φυλασσόμενα δεόντως μέσα σε χρυσά κουτιά. Στην Κωνσταντινούπολη οι πρεσβευτές διέμεναν στο Πέρα, αλλά έγιναν δεκτοί σε ακρόαση από τον αυτοκράτορα Μανουήλ στο μεγάλο παλάτι των Βλαχερνών στη Σταμπούλ, όπως είχε ήδη αρχίσει να ονομάζεται η πρωτεύουσα τής Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Από αυτό το ανάκτορο δεν έχει απομείνει όρθια ούτε πέτρα, ενώ ο χώρος σηματοδοτείται μόνο από θεμέλια τοίχων, που καλύπτονται τώρα από μεταγενέστερες τουρκικές κατασκευές.

Από τη Μαύρη Θάλασσα στην Τραπεζούντα

Φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο, η εποχή αποδείχθηκε πολύ προχωρημένη και η γαλιότα στην οποία επέβαιναν ναυάγησε στη Μαύρη Θάλασσα, σχεδόν αμέσως μετά την έξοδο από τον Βόσπορο. Επιστρέφοντας λοιπόν οι πρεσβευτές πέρασαν το χειμώνα στο Πέρα, και σε αυτή την τετράμηνη καθυστέρηση τού ταξιδιού τους οφείλεται η περιγραφή που μάς άφησε ο Κλαβίχο για τη Σαμαρκάνδη. Αν είχαν φτάσει στην Τραπεζούντα τον Νοέμβριο, όπως είχαν αρχικά προγραμματίσει, κατά τη διάρκεια τού Δεκεμβρίου θα είχαν εύκολα φτάσει στις πεδιάδες τού Καραμπάχ, που βρίσκονται κοντά στις εκβολές τού ποταμού Αράξη, όπου θα εύρισκαν τον Τιμούρ να διαχειμάζει. Καθώς όμως δεν κατάφεραν να ξεκινήσουν από την Τραπεζούντα πριν από τα τέλη τού επόμενου Απριλίου, ο Τιμούρ είχε ήδη ξεκινήσει την πορεία επιστροφής και η πρεσβεία έπρεπε να ταξιδέψει ολόκληρο το πλάτος τής Περσίας μέχρι την Υπερωξιανή.11 Έτσι έχουμε την πολύ αξιοσημείωτη και σημαντική περιγραφή που μάς άφησε ο Κλαβίχο για τον Τιμούρ και για την αυλή του στην πατρίδα του, τη Σαμαρκάνδη. Για το θαλάσσιο ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη στην Τραπεζούντα, οι πρεσβευτές με τη γαλιότα τους ταξίδεψαν κοντά στη νότια ακτή τού Ευξείνου, σταματώντας για τη νύχτα, όπου αυτό ήταν δυνατό, σε κάποιο φιλικό λιμάνι. Οι Γενουάτες είχαν στην κατοχή τους αρκετά λιμάνια, αν και τα περισσότερα βρίσκονταν στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων, ενώ σε κάποιες περιοχές τον Τιμούρ εκπροσωπούσε κάποιος φεουδαρχικός κυβερνήτης ή ασήμαντος ηγεμόνας. Στους τελευταίους πρέπει να υπολογίζεται και ο χριστιανός αυτοκράτορας τής Τραπεζούντας. Ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη, αυτοκράτορες είχαν την εξουσία στην Τραπεζούντα από τις αρχές τού 13ου αιώνα, όταν ο Αλέξιος Κομνηνός, για να ξεφύγει από την τυραννία τής λατινικής κατοχής τής πρωτεύουσας, είχε ιδρύσει τη δυναστεία του, θεσπίζοντας την αυτοκρατορία αυτών των εδαφών. Εδώ οι πρεσβευτές έβγαιναν τώρα στη στεριά, γιατί από την Τραπεζούντα ξεκινούσε το μακρύ χερσαίο ταξίδι μήκους 3.000 μιλίων [5.000 περίπου χλμ], μέχρι να μπορέσουν να βρουν τον Τιμούρ στη Σαμαρκάνδη.12

Μέσα από την Περσία

Από την Τραπεζούντα το πρώτο στάδιο τού ταξιδιού κατευθυνόταν νότια προς το Έρζιντζαν επί τού δυτικού Ευφράτη, μέσω δρόμου ο οποίος διέσχιζε διαδοχή οροσειρών. Εκτός από τις δυσκολίες τού εδάφους, τις κορυφές των λόφων έστεφαν εδώ κι εκεί τα οχυρά αρχηγών-ληστών, που επέβαλαν διόδια σε όλους τούς ταξιδιώτες. Αυτοί οι άνδρες δεν αναγνώριζαν υποταγή σε κανέναν επικυρίαρχο, πολεμούσαν ο ένας τον άλλο ή συνδυάζονταν εναντίον των Τούρκων μεταναστών και ευημερούσαν με τη λεία που συνέλεγαν με βία ή απάτη. Μετά το Έρζιντζαν το ταξίδι άλλαζε πολύ προς το καλύτερο, η διοίκηση που είχε θεσπίσει ο Τιμούρ βρισκόταν σε ισχύ, ενώ οι αναπληρωτές του, υπάκουοι στις εξουσιοδοτημένες απαιτήσεις τού επιστρέφοντος Τάταρου πρεσβευτή (που ταξίδευε με τούς Ισπανούς), προσέφεραν άφθονη φιλοξενία και κάθε βοήθεια για να τούς προωθήσουν στον δρόμο τους. Για όποιον έχει ταξιδέψει μέσω τής Περσίας τα τελευταία χρόνια, είναι εντυπωσιακό πόσο λίγο έχουν αλλάξει οι συνθήκες τού δρόμου τούς τελευταίους πέντε αιώνες. Αλλάξτε τα ονόματα των προσώπων και το ημερολόγιο τού Κλαβίχο θα μπορούσε να περάσει σχεδόν ως ταξιδιωτικό βιβλίο τού παρόντος αιώνα. Τα ονόματα των τόπων είναι ως επί το πλείστον τα ίδια, ενώ τα στάδια τής μακράς διαδρομής είναι ακριβώς εκείνα, στα οποία θα έφτανε ένας ταξιδιώτης με μουλάρι ή άλογο καραβανιού τη μια νύχτα μετά την άλλη.

Ο Αιγύπτιος απεσταλμένος. Καμηλοπάρδαλη και στρουθοκάμηλοι

Στη Χόϋ, στα βόρεια τής λίμνης Ουρμία, στο σημείο όπου οι Ισπανοί εισήλθαν στην Περσία, συνάντησαν έναν πρεσβευτή από τον σουλτάνο τής Αιγύπτου, που στελνόταν για να συγχαρεί τον Τιμούρ. Έφερνε κι αυτός πολλά δώρα, μεταξύ των οποίων μερικές στρουθοκαμήλους, καθώς και μια καμηλοπάρδαλη, ζώο φυσικά άγνωστο στον Κλαβίχο, ο οποίος το περιγράφει λεπτομερώς. Η αιγυπτιακή πρεσβεία ταξίδεψε μαζί με τούς Ισπανούς σε όλη τη διαδρομή από τη Χόϋ μέχρι τη Σαμαρκάνδη, κουβαλώντας μαζί της την καμηλοπάρδαλη και τις στρουθοκαμήλους, ενώ είμαστε ευτυχείς που μαθαίνουμε ότι αυτές έφτασαν σώες και αβλαβείς στο τέλος τού ταξιδιού τους, για να ζήσουν ειρηνικά, χωρίς αμφιβολία, στη Σαμαρκάνδη.

Δρόμοι με σταθμούς αλλαγής αλόγων

Στα νοτιοανατολικά τής Χόϋ η μεγάλη πόλη Ταμπρίζ ήταν τότε η εμπορική πρωτεύουσα τής Περσίας. Βρίσκεται εκεί όπου η εμπορική διαδρομή από την Κεντρική Ασία συναντά τον δρόμο των καραβανιών από τη Δύση, ο οποίος έρχεται μέσω Μικράς Ασίας από τα λιμάνια τής Μαύρης Θάλασσας. Στις αρχές τής εποχής των Μογγόλων η Ταμπρίζ υπήρξε επίσης η πολιτική πρωτεύουσα τής Περσίας, αλλά ο Τιμούρ είχε προσφάτως μεταφέρει την έδρα τής κυβέρνησης από την Ταμπρίζ στη Σουλτανίγια, όπου κατοικούσε τώρα ο αναπληρωτής του. Από την Ταμπρίζ ο δρόμος διέσχιζε το οροπέδιο των βόρειων επαρχιών τής Περσίας. Οι πρέσβεις έφτασαν σε εύλογο χρόνο στη Σουλτανίγια, όπου υπέβαλαν τα σέβη τους στον πρίγκιπα Μιράν Σαχ, τον μεγαλύτερο από τούς επιζώντες γιους τού Τιμούρ. Μέχρι πρόσφατα ήταν γενικός κυβερνήτης τής Βόρειας Περσίας, αλλά τώρα είχε αντικατασταθεί στο αξίωμά του, για λόγους τούς οποίους αναφέρει ο Κλαβίχο και εξηγεί αργότερα στην αφήγησή του. Από τη Σουλτανίγια έφτασαν στην Τεχεράνη μέσα από εύφορες πεδιάδες και εκεί ο τοπικός κυβερνήτης έκανε γιορτή γι’ αυτούς, στην οποία δοκίμαζαν για πρώτη φορά το κρέας αλόγου, λιχουδιά την οποία προορίζονταν να εκτιμήσουν σε πολλές περιπτώσεις. Με ειδικές εντολές που ήρθαν από τον Τιμούρ, έπρεπε να περάσουν από τις πεδιάδες γύρω από την Τεχεράνη, ταξιδεύοντας στους πρόποδες τής οροσειράς Ελμπρούζ, προκειμένου να επισκεφτούν έναν Τάταρο άρχοντα που ήταν γαμπρός τού Τιμούρ και τον οποίο βρήκαν στρατοπεδευμένο στην κοιλάδα Λαρ, κάτω από τη νότια πλαγιά τού όρους Ντεμαβέντ. Από εδώ, διασχίζοντας πολλά περάσματα, συνέχισαν κι έφτασαν στο μεγάλο φρούριο τού Φιρουζκούχ, δηλαδή τού «Τυρκουάζ Βουνού», ενώ κατεβαίνοντας από εκεί ξαναβρέθηκαν στα υψίπεδα, φτάνοντας πάλι στο Νταμγάν, όπου ξαναπήραν τον δρόμο των καραβανιών από την Τεχεράνη προς το Μασάντ.

Στην τελευταία αυτή πόλη πρέπει να σημειωθεί ότι τούς επιτράπηκε ελεύθερα να επισκεφτούν το ιερό και τον τάφο τού Ιμάμη Ρεζά. Η τωρινή αδιαλλαξία των Σιιτών, που δεν επιτρέπουν σε χριστιανούς να επισκέπτονται τζαμιά και ιερά σε ολόκληρη την Περσία, ήταν τότε άγνωστη. Γιατί αυτή η αυστηρή απαγόρευση έγινε κανόνας μόνο μετά την άνοδο στην εξουσία των Σαφαβιδών βασιλέων, έναν αιώνα μετά την εποχή τού Τιμούρ.13 Έκτοτε η Περσία έχει γίνει εντελώς ορθόδοξη, με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται την ορθοδοξία οι Σιίτες. Κατά τη διάρκεια τής μακράς έφιππης πορείας τους από την Ταμπρίζ στη Σαμαρκάνδη, μέσω των εδαφών τής επικράτειας τού Τιμούρ, αυτό που εντυπωσίασε πολύ τούς Καστιλλιάνους ‒γιατί ο Κλαβίχο αναφέρεται επανειλημμένα στο θέμα‒ ήταν το σύστημα των σταθμών αλλαγής αλόγων που διατηρούνταν με δαπάνες τής κυβέρνησης. Επρόκειτο για τον μογγολικό (γιαμ) ή περσικό (τσαπάρ) θεσμό σταθμών αλλαγής και ιππέων σταθμών, μέσω τού οποίου (διατηρώντας στον στάβλο κάθε σταθμού αλλαγής επαρκή αριθμό αλόγων σε ετοιμότητα) οι κυβερνητικοί αγγελιοφόροι ταξίδευαν νύχτα και μέρα στις αποστολές τους. Αν ήταν αναγκαίο, τα άλογα όλων των ιδιωτών θα μπορούσαν να επιταχθούν, και επιτάσσονταν, από τούς γιαμτσί, τούς ιππείς των σταθμών αλλαγής. Μάς λένε ότι ακόμη και ένας πρίγκιπας, ο ίδιος ο γιος τού Τιμούρ, ίσως χρειαζόταν να παραδώσει το άλογό του, ύστερα από αίτημα τού αγγελιοφόρου που μετέφερε μηνύματα προς παράδοση. Τούς Ισπανούς, ως απεσταλμένους προς τον Τιμούρ, τούς εφοδίαζαν πάντοτε με τα απαραίτητα άλογα στους διαδοχικούς σταθμούς από τούς οποίους περνούσαν και στους οποίους βρίσκονταν από εκατό έως τριακόσια άλογα, έτοιμα να σελωθούν με άμεση ειδοποίηση. Σε πολύ μειωμένη κλίμακα αυτή εξακολουθεί να είναι η τάξη και το έθιμο που ισχύει και σήμερα στις οδούς των σταθμών αλλαγής, που διασχίζουν τις μεγάλες αποστάσεις τού περσικού βασιλείου.

Διάσχιση τής ερήμου και τού ποταμού Ώξου

Επιπλέον, όπως ήδη παρατηρήθηκε, από τη στιγμή που εισήλθαν στα εδάφη που κυβερνούσε ο Τιμούρ, οι Ισπανοί πρεσβευτές θεωρούνταν ως καλεσμένοι του. Σε όλα τα σημεία τούς εφοδίαζαν δωρεάν με άφθονες μερίδες κρέατος και ψωμιού, μαζί με άφθονο κρασί. Σε αυτό το πλαίσιο ο Κλαβίχο βρίσκει την ευκαιρία να παρατηρήσει πόσο βάναυσα μεταχειρίζονταν οι Τάταροι τούς Πέρσες χωρικούς. Οι οδηγοί και οι διάφοροι αξιωματούχοι τής αυλής, που στέλνονταν να συναντήσουν και να οδηγήσουν τούς πρεσβευτές, επέβαλαν παντού τα αιτήματά τους με το μαστίγιο και βροχή χτυπημάτων. Καθώς προχωρούσαν ταξιδεύοντας, από καιρό σε καιρό, στις πόλεις ιδιαίτερα, δώριζαν στους Ισπανούς ενδύματα τιμής από χρυσοποίκιλτο μετάξι, ενώ μερικές φορές τούς χάριζαν ένα άλογο. Αυτά τα δώρα (όπως σχολιάζει ο Κλαβίχο) θα αποδεικνύονταν αργότερα χρήσιμα, όταν και εκείνοι με τη σειρά τους αναμένονταν να κάνουν στους οδηγούς τους, τη στιγμή τού αποχωρισμού, κάποιο αποχαιρετιστήριο δώρο.

Φτάνοντας στο Μασάντ, οι Ισπανοί ειδοποιήθηκαν να προετοιμαστούν κατάλληλα για το επόμενο στάδιο τού ταξιδιού, δηλαδή για την άνυδρη έρημο την οποία θα διέσχιζαν μέχρι να φτάσουν στον ποταμό Ώξο. Φεύγοντας από την κοιλάδα τού Μασάντ, πορεύτηκαν από το χαμηλό πέρασμα τής οροσειράς προς τα ανατολικά, κατεβαίνοντας στην πετρώδη οδό που εκτείνεται από εκεί μέχρι το Σεράχς (ή την περιοχή του), όπου πρέπει να τούς διαπόρθμευσαν πάνω από τον ποταμό Τέτζεντ, ο οποίος κυλά παράλληλα με τον ποταμό Μουργάμπ προς τα ανατολικά, όπου βρίσκεται ο οικισμός τής Μερβ. Το Σεράχς διαχωρίζεται από τη Μερβ από τα 110 περίπου μίλια τής άνυδρης Καρά Κουμ, τής ερήμου τής Μαύρης Άμμου. Διέσχισαν αυτόν τον μακρύ δρόμο με μεγάλη δυσφορία λόγω δίψας. Ανατολικά τής Μερβ ο δρόμος είναι καλά εφοδιασμένος με πηγάδια, ενώ φτάνοντας στην όχθη τού Ώξου διέσχισαν τον μεγάλο ποταμό ακριβώς στα βόρεια τού αρχαίου Μπαλχ και έτσι εισήλθαν στην Υπερωξιανή, την πατρίδα τού Τιμούρ. Φτάνοντας σε αυτή την περιοχή, ο Κλαβίχο σημειώνει το γεγονός τής αλλαγής γλώσσας. Τα περσικά, τα οποία άκουγε να ομιλούνται μέχρι τώρα, έδιναν τη θέση τους σε εκείνα που ο ίδιος ονομάζει μογγολικά, αλλά τα οποία στην πραγματικότητα ήσαν ανατολικά τουρκικά, η διάλεκτος που σήμερα ονομάζεται συνήθως Τσαγκατάι Τουρκί και ομιλείται σε όλη την Κεντρική Ασία. Ταξιδεύοντας προς βορρά από το Τερμέζ, στη δεξιά όχθη τού Ώξου, οι Ισπανοί έφτασαν στο Κες, τον τόπο γέννησης τού Τιμούρ και τόπο ταφής τού πατέρα του, τού Χαν Τεραγκάϋ. Εδώ ο Κλαβίχο μακρηγορεί για την ομορφιά τού νεόκτιστου τζαμιού και τού παλατιού που ήταν διακοσμημένο με κεραμικά πλακίδια τού είδους που τού ήταν γνωστό στην Ισπανία, φτιαγμένα από τούς Μαυριτανούς και γνωστά ως αζουλέζος (μπλε πλακίδια), που μπορεί να θαυμάσει ακόμη κανείς στους τοίχους τής Αλάμπρα. Τα πλακίδια αυτά σε μπλε, χρυσό και πολλά άλλα χρώματα σχημάτιζαν τα διακοσμητικά σχέδια στους τοίχους τού ανακτόρου τού Κες, ενώ τη δεξιοτεχνία των Τατάρων τεχνιτών, όπως σημειώνει ο Κλαβίχο, κάποιος που δεν γνώριζε θα μπορούσε να την αποδώσει στους καλύτερους τεχνίτες τού Παρισιού, πράγμα που αποτελεί περιέργως πρόωρο έπαινο τής γαλλικής υπεροχής στις χειροτεχνίες.

Σαμαρκάνδη. Ο Τιμούρ και η κυβέρνησή του

Από την Κες, ύστερα από κάποια καθυστέρηση, οι πρεσβείες από την Αίγυπτο και την Ισπανία έφτασαν τελικά και οι δύο στη Σαμαρκάνδη, όπου ύστερα από σχετική αναμονή, τις δέχτηκε σε ακρόαση ο Τιμούρ. Στην ηλικία των εβδομήντα ετών είχε μόλις πάρει την όγδοη σύζυγό του και ήταν τόσο τυφλός, που οι απεσταλμένοι έπρεπε να οδηγηθούν κοντά στο κάθισμά του, ώστε να τούς διακρίνει με σαφήνεια η αδύνατη όρασή του. Οι δύο πρεσβείες παρέμειναν φιλοξενούμενες στη Σαμαρκάνδη για τούς επόμενους τρεις μήνες. Βρίσκονταν σε εξέλιξη πολλά γλέντια και γιορτές, για να γιορταστούν οι γάμοι των διαφόρων πριγκίπων και πριγκιπισσών, των εγγονών τής υψηλότητάς του. Ύστερα έδειξαν τα αξιοθέατα στους Ισπανούς, που θαύμασαν ιδιαίτερα τα πολλά παλάτια και τούς υπέροχους κήπους. Εκείνο όμως που τούς εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η θέα των μεγάλων στρατοπέδων τής Ορδής έξω από τα όρια τής πόλης. Εδώ ο Κλαβίχο εκτιμά ότι είχαν στηθεί 50.000 σκηνές, όλες σε τακτοποιημένες γραμμές δρόμων, όπου πωλούνταν αγαθά κάθε είδους. Οι σκηνές ήσαν δύο ειδών. Στο ένα είδος η σκηνή ανυψωνόταν σε κοντάρια με σχοινιά, ενώ το άλλο είδος δεν είχε σχοινιά, αλλά λεπτά κοντάρια συνυφασμένα με έμπηξη στο υλικό των τοιχωμάτων τής σκηνής, όπως συμβαίνει με τις σημερινές σκηνές των Κιργιζίων.14 Αλλά η δόξα τού στρατοπέδου ήταν το Κρατικό Περίπτερο τού Τιμούρ, τεράστια σύνθετη σκηνή που στεκόταν μέσα στον περιφραγμένο της χώρο, μια ευρεία περιοχή περιβαλλόμενη από πάνινους τοίχους που εμπόδιζαν τα αδιάκριτα βλέμματα. Η όλη διάταξη περιγράφεται πληρέστατα από τον Κλαβίχο, σε κάθε λεπτομέρεια, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι έναν αιώνα πριν από εκείνη την εποχή, ο Μάρκο Πόλο είχε πολλά να διηγηθεί για παρόμοια καταλύματα στο στρατόπεδο τού Κουμπλάι Χαν. Υπήρχαν επίσης πολλοί άλλοι περιφραγμένοι χώροι με τούς πάνινους τοίχους τους, για να προφυλάσσουν από τη δημόσια θέα τον εσωτερικό χώρο, τον οποίο καταλάμβαναν πολλές σκηνές ή περίπτερα, όπου καθεμία από τις συζύγους τού Τιμούρ είχε την ξεχωριστή της εγκατάσταση. Το μεγαλείο αυτών των βασιλικών σκηνών εντυπωσίασε τον Κλαβίχο. Οι περισσότερες ήσαν από πορφυρό χρυσοκέντητο μετάξι, ενώ μερικές ήσαν επενδεδυμένες με ακριβές γούνες, για να κρατούν έξω τη ζέστη τού καλοκαιριού και το κρύο τού χειμώνα. Μια τέτοια μάλιστα είχε επένδυση εξ ολοκλήρου από πανάκριβες γούνες ερμίνας.

Στην πόλη τής Σαμαρκάνδης οι πρεσβευτές επισκέφθηκαν τα τζαμιά και το ονομαζόμενο Σταυρωτό Παλάτι, όπου τούς έδειξαν το υπνοδωμάτιο τού Τιμούρ. Αν και ήταν πολύ αδύναμος για να καθίσει πάνω στο άλογό του, ενώ έπρεπε να μεταφέρεται έξω πάνω στο φορείο του, ο Τιμούρ βρισκόταν διαρκώς εκεί, επιβλέποντας τα κτίρια που κατασκευάζονταν. Ήταν πρώτος σε όλες τις γιορτές, έτρωγε τεράστια γεύματα ψητού αλόγου και καθόταν πίνοντας κρασί από την αυγή μέχρι να πέσει το σκοτάδι, συχνά συνεχίζοντας το ποτό όλη τη νύχτα, όπως αναφέρεται σε περισσότερες από μια περιπτώσεις. Η δικαιοσύνη απονεμόταν επιτόπου και ο Κλαβίχο καταγράφει ότι οι Τάταροι θεωρούσαν πιο τιμητικό να κρεμαστούν παρά ν΄ αποκεφαλιστούν, σε αντίθεση, όπως παρατηρεί, με εκείνο που συνέβαινε στην Ισπανία. Οι δεκατέσσερις μεγάλοι ελέφαντες που είχε φέρει ο Τιμούρ από την ινδική εκστρατεία τού έτους 1399 έκαναν κόλπα στις γιορτές. Η εμφάνιση ενός ελέφαντα, δεδομένου ότι πιθανώς δεν είχαν δει κανένα στην Ισπανία, περιγράφεται λεπτομερώς. Με λίγα λόγια, οι πρεσβευτές ψυχαγωγούνταν πολύ ευγενικά. Η διοίκηση τού Τιμούρ στην ειρήνη και τον πόλεμο παρουσιάζεται έξυπνα διατυπωμένη με σχόλια από τον παρατηρητικό απεσταλμένο. Αποτέλεσμα όλων αυτών των εορτασμών ήταν ότι στα τέλη τού φθινοπώρου ο Τιμούρ αρρώστησε και οι άνθρωποι τού στενού του περιβάλλοντος πίστεψαν ότι θα πέθαινε. Αποδείχθηκε πρόωρος συναγερμός, γιατί συνήλθε και πάλι, αλλά για να μην μπλέξουν τούς ξένους πρεσβευτές στις αναταραχές μιας αμφισβητούμενης διαδοχής, προέτρεψαν τούς Ισπανούς και τούς Αιγυπτίους ν΄ αποχωρήσουν ειρηνικά και να μην περιμένουν καμία αποχαιρετιστήρια ακρόαση από την Υψηλότητά του, ο οποίος (όπως είπαν οι άρχοντες τής συνοδείας του) δεν επρόκειτο να τούς ξαναδεί. Αυτό ήταν απογοητευτικό για την αξιοπρέπειά τους. Ο Κλαβίχο διαμαρτυρήθηκε έντονα για την υποτιθέμενη προσβολή, παραπονούμενος κυρίως επειδή καμία επιστολή, σε απάντηση εκείνης τού κυρίου του, τού βασιλιά τής Καστίλλης, δεν θα ερχόταν από τον Τιμούρ. Όλες οι διαμαρτυρίες όμως αποδείχθηκαν ανώφελες. Έπρεπε να υποκύψουν στην πίεση. Μαζί με τον Αιγύπτιο πρέσβη και άλλους από την Τουρκία, ο Κλαβίχο και ο σύντροφός του ξεκίνησαν από τη Σαμαρκάνδη το ταξίδι τής επιστροφής τις τελευταίες ημέρες τού Νοεμβρίου τού 1404.

Ταξίδι επιστροφής

Το ταξίδι επιστροφής ακολούθησε στο πρώτο του μέρος άλλη διαδρομή, το πρώτο στάδιο τής οποίας ήταν η διέλευση από την πλούσια κοιλάδα τού ποταμού Ζαραφσάν μέχρι τη Μπουχάρα, ενώ πέρα από αυτήν την πόλη διέσχισαν και πάλι τον Ώξο. Η αμμώδης έκταση εδώ ήταν πιο στενή από εκείνη μεταξύ Μερβ15 και Τερμέζ, την οποία είχαν διασχίσει πριν από τρεις μήνες κατά την πορεία μετάβασης. Έφτασαν στα όρια τού Χορασάν και τής καλλιεργημένης επιφάνειας στο Μπαβέρντ, γνωστό σήμερα ως Αμπιβέρντ. Αυτό συνέβη την ημέρα των Χριστουγέννων τού έτους 1404. Η νέα χρονιά, όπως την υπολόγιζαν τότε, άρχιζε την επόμενη μέρα. Το καραβάνι συνεχίζοντας ξαναβρέθηκε επί τής διαδρομής μετάβασης στο Τζατζάρμ, ενώ από εκεί, με μικρές διακυμάνσεις στα στάδια τού ταξιδιού, έφτασαν στην Ταμπρίζ την τελευταία ημέρα τού Φεβρουαρίου τού 1405. Εδώ σημειώθηκε καθυστέρηση διάρκειας έξι περίπου μηνών. Όπως αναφέρθηκε, όταν έφευγαν από τη Σαμαρκάνδη, ο Τιμούρ ήταν ήδη άρρωστος. Μάλιστα θεωρούσαν ότι θα πέθαινε, αλλά είχε αναρρώσει εν μέρει και ύστερα από ανάπαυση ενός μήνα, στις αρχές Ιανουαρίου τού νέου έτους, είχε επιμείνει στην έναρξη τής εκστρατείας, με την οποία θα κατακτούσε την Κίνα. Όμως η ασθένειά του επέστρεψε και μετά τη διέλευση τού Ιαξάρτη πέθανε στο Οτράρ στα μέσα Φεβρουαρίου. Οι ιππείς των σταθμών αλλαγής (για τούς οποίους έχουμε ήδη μιλήσει) θα είχαν φέρει τα νέα στην Ταμπρίζ και σε ολόκληρη τη βορειοδυτική Περσία πριν από τα τέλη Φεβρουαρίου.

Ο Σαχ Ρουχ, εγγονός τού Τιμούρ, ήταν τότε γενικός διοικητής τής Περσίας με έδρα την Ταμπρίζ, αλλά εκείνη τη στιγμή βρισκόταν ακόμη στα χειμερινά του καταλύματα, έχοντας στρατοπεδεύσει με την Ορδή του στους βοσκοτόπους τού Καραμπάχ, διακόσια περίπου μίλια βόρεια τής Ταμπρίζ. Οι πρεσβευτές κλήθηκαν, κατά την άφιξή τους, να πάνε εκεί σε αυτόν, για να υποβάλουν τα σέβη τους. Όμως τα νέα για τον θάνατο τού Τιμούρ έριξαν όλη τη Δυτική Ασία σε αναταραχή, γιατί πολλοί ήσαν οι υποτιθέμενοι κληρονόμοι και διεκδικητές αυτής τής τεράστιας κληρονομιάς. Ο Κλαβίχο παρέχει ζωηρή περιγραφή τού εμφυλίου πολέμου μεταξύ των γιων, των εγγονών και τού ανιψιού τού Τιμούρ, τού Τζάχαν Σαχ, τού στρατιωτικού διοικητή των στρατών του, καθώς και τού αγώνα τους για εξουσία, ενώ κάποιες λεπτομέρειες για εξήγηση θα παρασχεθούν εδώ. Συνεχίζοντας την περιγραφή τού ταξιδιού επιστροφής, διαπιστώνουμε ότι οι πρεσβευτές δεν κατάφεραν ν΄ απομακρυνθούν από την Ταμπρίζ πριν από τις 27 Αυγούστου, μάλιστα ύστερα από πολλή λεηλασία των αποσκευών τους και κάποια κακομεταχείριση από τούς Τατάρους αξιωματούχους. Στις 17 Σεπτεμβρίου έφτασαν στην Τραπεζούντα και επιβιβάστηκαν σε πλοίο για την Κωνσταντινούπολη, στην οποία έφτασαν με ασφάλεια ύστερα από θαλάσσιο ταξίδι εικοσιπέντε ημερών. Από εκεί με γενουάτικη καραβέλα έφτασαν στη Γένουα, στο λιμάνι τής οποίας μπήκαν στις 3 Ιανουαρίου 1406. Ύστερα από καθυστέρηση τεσσάρων εβδομάδων εκεί, που οφειλόταν σε επίσκεψη στον Ισπανό αντιπάπα στη Σαβόνα, έφυγαν τελικά από τη Γένουα την 1η Φεβρουαρίου και την 1η Μαρτίου αποβιβάστηκαν στο Σαν Λουκάρ, στις εκβολές τού ποταμού Γουαδαλκιβίρ, απ’ όπου ίππευσαν μέχρι τη Σεβίλλη. Το ταξίδι είχε διαρκέσει τρία χρόνια παρά τρεις περίπου μήνες, αλλά σε αυτή τη μακρά περίοδο (όπως έχει ήδη εξηγηθεί) περιλαμβανόταν αναπόφευκτη καθυστέρηση στην Κωνσταντινούπολη, μακρόχρονη παραμονή στη Σαμαρκάνδη και δεύτερη αναγκαστική καθυστέρηση στην Ταμπρίζ, δηλαδή καθυστέρηση πενήντα συνολικά εβδομάδων. Επομένως στην πραγματικότητα βρίσκονταν στον δρόμο, ταξιδεύοντας στη θάλασσα και τη στεριά, λίγο περισσότερο από εκατό εβδομάδες, πηγαίνοντας από την Ισπανία στη Σαμαρκάνδη και επιστρέφοντας πίσω.

Η περιγραφή που παρέχει ο Κλαβίχο για τον Τιμούρ και την οικογένειά του, καθώς και για τη ζωή τής αυλής στη Σαμαρκάνδη, είναι περίεργη, καθώς καμία άλλη τέτοια περιγραφή δεν έχει φτάσει σε εμάς. Ο Τιμούρ ήταν εκείνη την εποχή στο εβδομηκοστό έτος τής ηλικίας του και με κακή υγεία, εξαντλημένος από τις ταλαιπωρίες των συνεχών εκστρατειών του. Ο ίδιος καμάρωνε ότι ήταν πολύ ορθόδοξος μουσουλμάνος, αλλά στις πολλές του γιορτές έπιναν μεγάλες ποσότητες απαγορευμένου κρασιού. Ο Κλαβίχο παρατηρούσε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις οι φιλοξενούμενοί του κατέληγαν συνήθως μεθυσμένοι. Τίποτε δεν προκαλούσε μεγαλύτερη κατάπληξη στη Μεγάλη Χάνουμ, την πρώτη σύζυγο τού Τιμούρ, όσο το γεγονός ότι ο ίδιος ο Κλαβίχο δεν έπινε κρασί. Ο συνάδελφός του Αλφόνσο Παέθ, ο δάσκαλος τής Θεολογίας, δεν είχε επιφυλάξεις. Σε ένα συμπόσιο ο Τιμούρ με το χέρι του, όπως διαβάζουμε, τού έδωσε μια κούπα με κρασί, το οποίο, σύμφωνα με την εθιμοτυπία, ο δάσκαλος έπρεπε να κατεβάσει μονορούφι. Σε αυτήν και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις οι κυρίες τής αυλής ήσαν πάντοτε παρούσες, ενώ ο Κλαβίχο αναφέρει ότι συνάντησε οκτώ συζύγους τού Τιμούρ. Εκείνη τη στιγμή μόνο δύο από τούς γιους του ήσαν ακόμη ζωντανοί, ο Σαχ Ρουχ και ο Μιράν Σαχ, όπου ο δεύτερος ήταν υποβιβασμένος σε εξορία στη Δυτική Περσία. Όμως αρκετοί εγγονοί πηγαινοέρχονταν κατά το διάστημα που οι Ισπανοί διέμεναν στη Σαμαρκάνδη. Η σύζυγος τού Μιράν Σαχ, που ζούσε στην αυλή τού πεθερού της, οργάνωσε για τούς πρεσβευτές ένα υπέροχο συμπόσιο. Το κρέας για τούς καλεσμένους προερχόταν από ολόκληρα ψητά άλογα, ενώ τρεις χιλιάδες δοχεία κρασιού ήσαν γύρω τοποθετημένα, εναλλάξ με ασκιά γεμάτα με κρέμα γάλακτος γλυκισμένη με ζάχαρη. Αυτές οι γιορτές συχνά διαρκούσαν ολόκληρη την ημέρα και μεγάλο μέρος τής νύχτας που ακολουθούσε, ενώ οι γυναίκες συμμετείχαν πλήρως στο φαγητό και το ποτό. Οι πρεσβευτές έβλεπαν τον Τιμούρ συχνά, ενώ στην πρώτη ακρόαση, ύστερα από τρεις υποκλίσεις, χρειάστηκε να παραμείνουν γονατιστοί μπροστά του, μέχρι να τούς διατάξουν να σηκωθούν και να πάρουν θέσεις στο έδαφος.

Θάνατος τού Τιμούρ

Ο Τιμούρ πέθανε, όπως ειπώθηκε ήδη, δύο μήνες μετά την αναχώρηση των πρεσβευτών από τη Σαμαρκάνδη και η διαθήκη του εγκαταλείφθηκε αμέσως. Ο μεγαλύτερος και αγαπημένος του γιος, ο Τζαχανγκίρ, είχε πεθάνει πριν από τριάντα χρόνια, αφήνοντας έναν γιο, τον Πιρ Μουχάμαντ, στον οποίο ο παππούς του κληροδοτούσε τη διαδοχή. Όμως οι θείοι και οι ξάδελφοί του συμφωνούσαν ότι θα ήταν σίγουρα καλύτερο να τού την πάρουν.

Για να γίνει κατανοητό εκείνο που ακολούθησε, πρέπει να συμβουλευτεί κανείς τον παρακάτω γενεαλογικό πίνακα, που θα χρησιμεύσει αργότερα για να διευκρινίζονται οι αναφορές σε διάφορα μέλη τής οικογένειας τού Τιμούρ, όπως θα εμφανίζονται τα ονόματά τους κατά τη διάρκεια τής αφήγησης τού Κλαβίχο.

Γενεαλογικός πίνακας τού Οίκου τού Τιμούρ

Image

Πρίγκιπας Ομάρ: μεταγενέστερη ιστορία

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, τη στιγμή τού θανάτου του ζούσαν μόνο δύο από τούς πολλούς γιους τού Τιμούρ: ο Σαχ Ρουχ που κυβερνούσε στο Χεράτ16 και τελικά τον διαδέχθηκε στην αυτοκρατορία και ο Μιράν Σαχ, που ήταν πατέρας τριών γιων. Οι δύο από αυτούς, ο Ομάρ και ο Άμπου Μπακρ, ήσαν από την ίδια σύζυγο, ενώ ένας τρίτος, ο Χαλίλ Σουλτάν, ήταν γιος τής χήρας εκείνου τού μεγαλύτερου αδελφού (Τζαχανγκίρ) που είχε πεθάνει πριν από τριάντα χρόνια. Αυτός ο ετεροθαλής αδελφός (ο Χαλίλ) δεν είχε καλές σχέσεις με τούς άλλους δύο, αλλά η μητέρα του ήταν από καιρό η αγαπημένη νύφη τού Τιμούρ και ζούσε στη Σαμαρκάνδη. Από τούς άλλους δύο πρίγκιπες (εγγονούς) ο Ομάρ Μίρζα ο πρεσβύτερος ήταν γενικός κυβερνήτης στη Δυτική Περσία, ενώ ο Άμπου Μπακρ προέδρευε τής κυβέρνησης τού πατέρα του στη Βαγδάτη, στην επαρχία τού Ιράκ, επειδή ο Μιράν Σαχ ήταν ανίκανος από κακή υγεία ή διανοητική αδυναμία. Ο Τιμούρ είχε επίσης έναν ανιψιό για τον οποίο ακούμε πολλά, τον Τζάχαν Σαχ Μίρζα, γιο τής αδελφής του, ενώ είχε επίσης μια κόρη παντρεμένη με μεγάλο ευγενή, που κατοικούσε στο Ράϋ, όπου οι πρεσβευτές υπήρξαν καλεσμένοι του και τού οποίου το όνομα ήταν Σουλεϊμάν Μίρζα. 17

Στις διαμάχες για τη διαδοχή όλοι αυτοί οι πρίγκιπες είχαν τον δικό τους ρόλο, ενώ όλοι ήσαν προσωπικά γνωστοί στον Κλαβίχο. Οι δύο γιοι τού Τιμούρ, οι πρίγκιπες Σαχ Ρουχ και Μιράν Σαχ, ήσαν, όπως θα σημειωθεί, ετεροθαλείς. Ο Τζάχαν Σαχ ήταν πρώτος εξάδελφός τους και ο Σουλεϊμάν Μίρζα γαμπρός τους. Οι άλλοι αναφερόμενοι πρίγκιπες ήσαν όλοι τής επόμενης γενιάς. Η έναρξη τού αγώνα για την αυτοκρατορία ιχνογραφείται γραφικά από τον Κλαβίχο. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι απομακρυσμένες επαρχίες έπεσαν αμέσως. Οι Οθωμανοί Τούρκοι επανέκτησαν την ανεξαρτησία τους, ενώ ο Μαμελούκος σουλτάνος τής Αιγύπτου έγινε για μια ακόμη φορά άρχοντας τής Συρίας, αλλά η Περσία και η Υπερωξιανή παρέμειναν πιστές στους απογόνους τού Τιμούρ. Ύστερα από αιματηρό αγώνα και πολλούς θανάτους, ο Σαχ Ρουχ επέβαλε την εξουσία του ως κυρίαρχος άρχοντας στη Σαμαρκάνδη. Μέχρι την ημέρα τού θανάτου του (1447) κυβερνούσε όχι χωρίς ευφυΐα στις κτήσεις τού πατέρα του στην πατρίδα. Ο αδελφός του και οι ανιψιοί του απέτυχαν να πραγματοποιήσουν τις αξιώσεις που είχαν επί τής υπέρτατης εξουσίας.

Ο Κλαβίχο και η περιγραφή τής πρεσβείας του

Ας επιστρέψουμε στον Κλαβίχο. Οι Ισπανοί πρεσβευτές, έχοντας φτάσει με ασφάλεια στην πατρίδα την άνοιξη τού 1406, προχώρησαν αμέσως από τη Σεβίλλη προς βορρά στο Αλκαλά ντε Χενάρες, όπου βρήκαν τον βασιλιά Ερρίκο Γ’ στον τόπο διαμονής του. Δεν αναφέρεται πουθενά τι είδους έκθεση παρέδωσε ο Κλαβίχο στον κύριό του, σχετικά με την πολιτική στην Εγγύς Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο. Όμως, όσον αφορά την κατάσταση των πραγμάτων στην Κωνσταντινούπολη, πρέπει να ήταν δυσμενής. Ο νέος Οθωμανός σουλτάνος (ο γιος τού σουλτάνου Βαγιαζήτ) δεν είχε τώρα τίποτε να φοβηθεί από τον Τάταρο άρχοντα τής Σαμαρκάνδης, ενώ ο αυτοκράτορας τής Κωνσταντινούπολης θα φοβόταν τα πάντα στο άμεσο μέλλον από τον Τούρκο, αν και όπως φάνηκε, θα περνούσε ακόμη μισός περίπου αιώνας μέχρι να πέσει η Κωνσταντινούπολη.

Για τον νεαρότερο πρεσβευτή, τον δάσκαλο τής Θεολογίας αδελφό Αλφόνσο Παέθ ντε Σάντα Μαρία, τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό, αλλά για τον Κλαβίχο υπάρχει σύντομο βιογραφικό άρθρο στα λατινικά από τον Nicholas Antonio (1617-1684) και ένα άλλο στα ισπανικά από τον Jose Alvarez y Baena.18 Η ημερομηνία τής γέννησης τού Κλαβίχο δεν παρέχεται πουθενά, αλλά αναφέρεται ότι υπηρετούσε από νεαρός ως αρχιθαλαμηπόλος στον βασιλιά Ερρίκο Γ’. Τον Δεκέμβριο τού 1406, το έτος τής επιστροφής του στην πατρίδα, το όνομά του εμφανίζεται ως ενός από τούς μάρτυρες τής διαθήκης εκείνου τού βασιλιά, που υπογράφηκε στο Τολέδο. Μετά τον θάνατο τού Ερρίκου, τον επόμενο χρόνο, ο Κλαβίχο αποσύρθηκε από την αυλή και προχώρησε στην οικοδόμηση για τον εαυτό του ενός πολυτελούς τάφου από αλάβαστρο και μάρμαρο, στο παρεκκλήσι που ίδρυσε στη Μονή τού Σαν Φρανσίσκο στη Μαδρίτη. Θάφτηκε εδώ το 1412 και ο Baena αντιγράφει πλήρως την επιτύμβια επιγραφή, αλλά συνεχίζοντας αναφέρει ότι ο τάφος τού Κλαβίχο εδώ καταστράφηκε στο τέλος τού 15ου αιώνα, για να ταφεί στο ίδιο αυτό παρεκκλήσι το σώμα τής Χουάνα τής Πορτογαλίας, χήρας τού βασιλιά Ερρίκου Δ’ τής Καστίλλης και Λεόν. Αυτή η πριγκίπισσα ήταν η διάσημη μητέρα τής Μπελτρανέζα,19 η οποία διεκδίκησε τον θρόνο με τον θάνατο τού Ερρίκου Δ’, τού ονομαζόμενου Ανίκανου,20 που λεγόταν ότι δεν ήταν ο πατέρας της και η οποία αποκληρώθηκε από τη θεία της, την Ισαβέλλα Καθολική.21 Τα αρχικά μάρμαρα τού τάφου τού Κλαβίχο χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια για να διακοσμήσουν την πύλη εισόδου στα νέα κτίρια. Αργότερα, το 1760, το μοναστήρι κατεδαφίστηκε και δεν υπάρχει πια κανένα ίχνος αυτών των μνημείων. Ο Baena αναφέρει ότι το σπίτι τού Κλαβίχο στη Μαδρίτη βρισκόταν στη θέση την οποία αργότερα (δηλαδή τον 18ο αιώνα) κατέλαβε η εκκλησία που ονομάζεται Καπίγια ντελ Ομπίσπο,22 που βρίσκεται στην ενορία τού Σαν Αντρές. Προστίθεται ότι το σπίτι τού Κλαβίχο ήταν τόσο πλούσιο, ώστε να χρησιμοποιηθεί αργότερα ως παλάτι τού Ινφάντη Δον Ενρίκε ντε Αραγόν, γαμπρού τής βασίλισσας Μαρίας τής Αραγωνίας, κόρης τού βασιλιά Ερρίκου Γ’. Συνεπώς ο Κλαβίχο στη ζωή και στον θάνατο, μέχρι ν΄ αποκληρωθεί αργότερα, είχε στεγαστεί καταλλήλως.

Δημοσίευση, χειρόγραφα και εκδόσεις

Ο Κλαβίχο έγραψε την αφήγηση τής περίφημης Πρεσβείας λίγο μετά το 1406. Επομένως το χειρόγραφο κυκλοφόρησε από αντιγραφείς μάλλον περισσότερο από μισόν αιώνα πριν από την ανακάλυψη τής τυπογραφίας. Αναμφίβολα φτιάχτηκαν τότε πολλά αντίγραφα, επειδή το βιβλίο έγινε δημοφιλές, ενώ ένα από αυτά τα αντίγραφα σώζεται ευτυχώς μεταξύ των χειρογράφων τής Εθνικής Βιβλιοθήκης στη Μαδρίτη. Δυστυχώς όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ από τον γραφέα αφού λείπει το φύλλο τίτλου, ενώ τελειώνει απότομα στην παράγραφο που περιγράφει την άφιξη στη Μεσσίνα, κατά το ταξίδι τής επιστροφής των πρεσβευτών. Αυτό το αντίγραφο έχει γραφεί από χέρι σαφώς τού 15ου αιώνα. Υπάρχουν 154 φύλλα γραμμένα σε διπλή στήλη και στις δύο πλευρές. Όπως συνηθιζόταν τότε, χρησιμοποιούνται ελεύθερα συντμήσεις. Όμως για την εκτύπωση τού βιβλίου το 1582 δεν χρησιμοποιήθηκε αυτό το χειρόγραφο, αλλά άλλο, αντίγραφο τού οποίου πήρε ο Argote de Molina και το οποίο χειρόγραφο δυστυχώς δεν διασώζεται. Το αντίγραφό του όμως διασώζεται επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη τής Μαδρίτης, αποτελώντας μέρος τής συλλογής τού εκλιπόντος Don Pascual de Gayangos, ο οποίος την κληροδότησε στο έθνος με τη διαθήκη του.23 Το βιβλίο που τυπώθηκε το 1582 είναι το αρχέτυπο (Editio Princeps) και είναι σήμερα εξαιρετικά σπάνιο. Το 1782 ο Antonio de Sancha παρουσίασε τη δεύτερη έκδοση, σχεδόν ακριβή ανατύπωση σε οκτασέλιδα, που εκδόθηκε στη Μαδρίτη και τής οποίας το πρώτο μέρος δίνει το Cronica de Don Pedro Nino. Αυτό είναι το κείμενο που μετέφρασε ο Sir Clements Markham. Βασίζοντας το έργο του σε αυτές τις δύο εκδόσεις, ο Ρώσος μελετητής Ι. Sreznevski αναδημοσίευσε το 1881 το ισπανικό κείμενο, παρέχοντας επίσης ρωσική μετάφραση ακολουθούμενη από σχολιασμένο ευρετήριο στα ρωσικά και στα γαλλικά.24 Τότε ήταν που, επί τέλους, συζητήθηκαν επιμελώς επαρκώς και διασαφηνίστηκαν τα πολλά προβλήματα που οφείλονταν στην από τον Κλαβίχο λανθασμένη καστιλλιάνικη μεταγραφή περσικών και τουρκικών τοπωνυμίων και ονομάτων. Από τις πληροφορίες που παρέχονται στο γαλλικό ευρετήριο προέκυψαν οι εδώ υποσημειώσεις.

<-Προοίμιο Κεφάλαιο 1: Από το Κάντιθ στη Ρόδο->
error: Content is protected !!
Scroll to Top